Ετικέτες

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Μάχη της Αλαμάνας Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ


Μάχη της Αλαμάνας Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Απριλίου 23, 2012

Γράφει η Σοφία Τ.

Η μάχη της Αλαμάνας ήταν μια από τις πολεμικές εμπλοκές της Eπανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Τούρκους και ήττα των Ελλήνων. Στην μάχη(23/04/1821(κατά κάποιους ίσως και 1822) πληγώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος και τελικά βρήκε ηρωικό θάνατο, αφού εκτελέστηκε βάναυσα από τον Ομέρ Βρυώνη. ΜΑΧΗ Μετά την εξέγερση των Ελλήνων, ο Ομέρ Βρυώνης, διοικητής του τουρκικού στρατού, κατέβηκε με 8.000 άνδρες από την Θεσσαλία για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Οι Αθανάσιος Διάκος, Πανουργιάς και Γιάννης Δυοβουνιώτης με περίπου 1.500 αρματολούς πήραν θέση στον ποταμό Αλαμάνα(Σπερχειός), κοντά στις Θερμοπύλες. Η υπεροχή των τουρκικών δυνάμεων ανάγκασαν τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη να εγκαταλείψουν τον αγώνα αφήνοντας πίσω τους τον Αθανάσιο Διάκο με τους άντρες του, οι οποίοι και μετά από πολύωρη μάχη νικήθηκαν από τους Τούρκους. Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ Ο Αθανάσιος Διάκος είχε πληγωθεί στο πόδι και το σπαθί του είχε σπάσει στην μάχη. Μετά την μάχη οι Τούρκοι έπιασαν τον Διάκο και τον έφεραν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος του έταξε να τον κάνει αξιωματικό στον στρατό του. Ο Διάκος αρνήθηκε λέγοντας «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!»(σχόλιο: δεν διαπραγματεύθηκε, ούτε προσκύνησε). Τότε ο Βρυώνης διέταξε να τον σουβλίσουν. Η απάντηση του Διάκου ήταν: «Για δες μωρέ καιρό που διάλεξε, ο Χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΜΑΧΗΣ Αν και οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Αθανάσιος Διάκος πέθανε ηρωικά, θυσιάστηκε για την Επανάσταση και το Έθνος, δεν λύγισαν. Αντίθετα πείσμωσαν και συνέχισαν τον Αγώνα. ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΒΟΙΩΤΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ (27/03/1821) Όλες οι ενδείξεις(γ’ δεκαήμερο Μαρτίου 1821) και διάσπαρτες φήμες έλεγαν ότι οι Έλληνες θα επαναστατούσαν με κύρια εστία την Πελοπόννησο. Στην Α. Στερεά Ελλάδα, στην Λιβαδειά καπετάνιος στο αρματολίκι της περιοχής ήταν ο Αθανάσιος Διάκος, μυημένος στην Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1818, όταν ήταν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν μέσω του αγγελιοφόρου και υπαρχηγού στο αρματολίκι Βασίλη Μπούσγου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο Διάκος αποφάσισε να υψώσει την σημαία της Επανάστασης κάμπτοντας τους όποιους δισταγμούς και των προκρίτων της περιοχής(Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκος, Φίλων). Σύντομα έφτασαν στην περιοχή και τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων και την πολιορκία των Τούρκων στα Σάλωνα εκφοβίζοντας τους ντόπιους Τούρκους ότι κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί και στην επαρχία τους. Με ένα τέχνασμα ο Διάκος έπεισε τον Τούρκο βοεβόδα δήθεν ότι θα πολεμούσε τους εξεγερμένους και έτσι κατάφερε με τουρκική επίσημη γραπτή έγκριση να στρατολογήσει και να εξοπλίσει 5.000 χωρικούς. Ξεκίνησαν(27/03) οι σποραδικές εχθροπραξίες και οι μεμονωμένες δολοφονίες Τούρκων, ενώ οι περισσότεροι κατέφυγαν στο κάστρο της Λιβαδειάς. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΛΕΙΒΑΔΙΑΣ(01/04/1821) Οι επαναστάτες υπό τον Διάκο, κατέλαβαν(28 προς 29/03) τον λόφο του Προφήτη Ηλία έναντι της πόλης της Λιβαδειάς. Από εκεί έστειλε ομάδες οπλοφόρων και απέκλεισε τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη. Οι επαναστάτες(30 και 31/03) υπό την σημαία του Διάκου(ο Άγιος Γεώργιος με την επιγραφή «λευθερία η Θάνατος») προήλασαν με τόλμη και κατέλαβαν την κυρίως πόλη συντρίβοντας την μικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησαν. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν περίπου 10.000 και με ξεχωριστή σημαία από κάθε συνοικία(Παναγιά, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δημήτριος) της πόλης, ενώθηκαν με τους επαναστάτες.  Οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κάστρο της πόλης που λεγόταν «Ώρα» η «ρολόι». Μετά από συνεννοήσεις με τον Διάκο οι Αρβανίτες παρέδωσαν την εξωτερική πύλη του κάστρου που υπερασπίζονταν και αποχώρησαν αβλαβείς διατηρώντας τα όπλα τους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι περιήλθαν σε δεινή θέση και παραδόθηκαν(01/04).  Οι Έλληνες τους φέρθηκαν με μεγαλοψυχία. Τους αφόπλισαν απλώς και τους επέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στην πόλη. Ο χρυσός και τα πολύτιμα αντικείμενα τους έμειναν στην κατοχή τους. Οι επισημότεροι των Τούρκων για την ασφάλεια τους, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων. Εκείνη την Ιστορική ημέρα σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Ο Διάκος εκείνη την κρίσιμη στιγμή για την Επανάσταση έδειξε πατριωτισμό παραμερίζοντας κάθε υλικό προσωπικό συμφέρον. Μάζεψε όλα τα όπλα που παραδόθηκαν από τους Τούρκους και όλα τα λάφυρα και τα παρέδωσε στους προεστούς ώστε να χρησιμοποιηθούν για αγορά τροφών και εφοδίων για τον νεοσύστατο επαναστατικό στρατό. Στην συνέχεια, συνεργαζόμενος με τον Δυοβουνιώτη απελευθέρωσαν εύκολα το Ταλάντι και την Θήβα ενώ είχαν πρόθεση να καταλάβουν την Λαμία(Ζητούνι), διοικητικό κέντρο της περιοχής, και την Υπάτη. Όλοι οι επαναστάτες μαζεύτηκαν στους Κομποτάδες ζητώντας την σύμπραξη του ισχυρού αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη της περιοχής Πατρατσικίου για να επιτεθούν στο Ζητούνι(Λαμία). Αυτός όμως δίσταζε να αποστατήσει και δεν απαντούσε στις δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια. Μετά από 8 κρίσιμες μέρες παρασυρόμενος από τους συγγενείς του, ενώθηκε με τους επαναστάτες και όλοι μαζί επιτέθηκαν στην επαρχία Πατρατσικίου. Οι Έλληνες όμως δεν πρόλαβαν να καταλάβουν την πόλη καθώς την νύχτα είδαν να έρχονται από το Λιανοκλάδι χιλιάδες Τούρκοι κρατώντας αναμμένες δάδες και έτσι υποχώρησαν για να μην παγιδευτούν μέσα στην πόλη. ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ(Ή ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ)(23/04/1821) Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς  να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την Επανάσταση ήταν μεγάλος. Ο Διάκος και το απόσπασμά του-ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη-, αποφάσισαν ν’ αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή. Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες(20/04/1821), η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε 3 τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά (πρωί 23ης Απριλίου), χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν. Η κύρια τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα  επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην 1η γραμμή. Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας και ο αδερφός του. Μετά τις 2 αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα. Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός. Αυτός όμως απάντησε «ο Διάκος δεν φεύγει» και δεν εγκατέλειψε την θέση του. Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί  μια ώρα περίπου. Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος συλλαμβάνεται ζωντανός και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη. Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ(24/04/1821) Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου. Αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ Μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας και του πρότειναν(νύχτα 23ης Απριλίου 1821) να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό(προσκυνοχάρτι) με την υπόσχεση ότι θα τον έχρηζαν αξιωματικό του οθωμανικού στρατού. Ο Διάκος όμως αρνήθηκε επίμονα όλες τις δελεαστικές προτάσεις για να γλυτώσει την ζωή του, αρνούμενος κατηγορηματικά να απαρνηθεί τον χριστιανισμό και απαντώντας με περιφρόνηση στις απειλές των Τούρκων. Κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση(Κυριακή 24/04) για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό(σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Ο Διάκος εξαναγκάστηκε να κουβαλήσει με τα ίδια του τα χέρια το σύνεργο της φρικτής τιμωρίας του και μαρτύρησε με καρτερία για αρκετές ώρες πριν εκπνεύσει. Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο(για την περιγραφή του οποίου υπάρχει μια ποικιλία ανατριχιαστικές εκδοχές), οι Τούρκοι έρριψαν το λείψανο του νεκρού σε ένα χαντάκι της περιοχής. Οι χριστιανοί της περιοχής κρυφά την νύχτα βρήκαν το νεκρό σώμα του Διάκου και το έθαψαν σε μυστικό σημείο στην πόλη. Τον τάφο του Διάκου βρήκε τυχαία ο αντισυνταγματάρχης Ρούβαλης(1881). Έγινε(1886) το 1ο μνημόσυνο για τον Αθανάσιο Διάκο και τοποθετήθηκε η προτομή του που σώζεται ως σήμερα. Στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη(πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του, ενώ υπάρχει άγαλμα του Αθανασίου Διάκου στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας κοντά στο ύψος των Θερμοπυλών δίπλα στο άγαλμα του βασιλιά-ήρωα της αρχαίας Σπάρτης Λεωνίδα. Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ Ο Αθανάσιος ή Θανάσης Διάκος, ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες-οπλαρχηγούς του 1ου έτους της Επανάστασης και έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε ή στην Αρτοτίνα Φωκίδας(1788) ή στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδος. Και για το πραγματικό του όνομα υπάρχει αντιγνωμία. Μερικοί αναφέρουν ότι ήταν Αθανάσιος Γραμματικός και άλλοι Αθανάσιος Μασσαβέτας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία(1818) και έγινε αρματολός(1820) στη Λιβαδειά. Σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε(Απρίλιος 1821) το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας(22/04/1821) έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία, «σουβλίστηκε» από τους Τούρκους και κάηκε(24/04/1821). Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τον βαθμό του Στρατηγού. ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, με έφεση στη θρησκεία. Στάλθηκε(12 ετών) από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας, για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός στα 17 και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Α. Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ’ την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ’ τα λεγόμενα του Τούρκου(και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Κατά μια άλλη εκδοχή, σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος. Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας(γειτονικό χωριό της Αρτοτίνας). Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό. Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερου. ΚΛΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, 2 ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας». Αργότερα οι Κλέφτες χωρίστηκαν σε μπουλούκια(μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων. Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Είχε 2 αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο-τον έλεγαν και Μασσαβέτα- και 2 αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι(Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος δεν βρισκόταν εκεί και γλύτωσε. Οι άλλοι 2 όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παλληκάρια του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής. Έτσι μια μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια(θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδορίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι. Και το πέτυχαν. Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και χριστιανούς. Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο(αντιπρόσωπος αρματολών του Λιδορικίου). Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός για 2 χρόνια(1814-6) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Σύντομα μετά από το ξέσπασμα του Αγώνα, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Μετά από 3 ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά(και του χαρεμιού) και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε(01/04) στους Έλληνες. Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία(04/04) στο κάστρο και την θέση Ώρα. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε 2 από τους ικανότερους διοικητές του απ’ τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς-τους περισσότερους είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά-. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε 3 τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά. Βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ άλλων, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος-πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο- του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν. Ο σοβαρά πληγωμένος Διάκος σύρθηκε από τους Τούρκους μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε. Αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε(24/04) στο Ζητούνι(Λαμία), την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι.Οι χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχηΡούβαλη(1881). Έγινε(1886) το 1ο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επιδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της(1873). Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου(παλουκώθηκε και κάηκε) τρομοκράτησε το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες τον έκανε μάρτυρα της Επανάστασης. Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του. Προς τιμήν του, η Άνω Μουσουνίτσα(τόπος γέννησης πατέρα του) μετονομάστηκε σε «Αθανάσιος Διάκος»(15/12/1958). ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Η μνήμη του Διάκου πέρασε στο δημοτικό τραγούδι και έγινε κτήμα του λαού. Αποτελεί τον σπουδαίο μαχητή του ομώνυμου έπους που λέγεται πως αναφώνησε βλέποντας να πλησιάζει με το ασκέρι του ο Ομέρ Βρυώνης:

“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε

Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”.

Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους λόγκους.

Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,

Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,

Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια

και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.

Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες*,

Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη χούφταν.

Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.

Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.

Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:

- “Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι σου ν΄ αλλάξεις;

Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις”:

Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:

- “Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.

Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω….

Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες*,

Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.

Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας”

Σαν τ΄ άκουσ΄ ο Χαλήλμπεης* με δάκρυα φωνάζει:

-”Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,

τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,

ότι θα σβύση τη Τουρκιά κι όλο το Δοβλέτι*”.

Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.

Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.

(Μόνο σε κάποια στιγμή βλέποντας τη φύση γύρω του μεμψιμοίρησε:)

“Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει

τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη χορτάρι”.

(Και αμέσως μετά κατελήφθη από αδάμαστη καρτερία και πολεμικό πάθος)

Την πίστι τους, τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες

“Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,

Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας*.

Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι.”

(*) Μπουλουκμπασήδες: Ομαδάρχες στρατολογημένων, διοικητές μπουλουκιών, Μαχμουτιέδες: χρυσά νομίσματα επί Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, Χαλήλμπεης, ή Χαλίλ Μπέης: Τούρκος έμπορος της Λαμίας, Δοβλέτι, ή Ντοβλέτι: Κράτος, κυβέρνηση (εκ της αραβικής), Καπετάν Νικήτας: Ο Νικηταράς, εκ του στίχου αυτού διαφαίνεται ότι το τραγούδι συντάχθηκε τουλάχιστον μετά από δύο μήνες όπου πράγματι ο Νικηταράς πέρασε ηγούμενος Πελοποννησίων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου