Μια Ημέρα στα Αρχαία Αθηναϊκά Δικαστήρια
ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΚΗ
Διαιτησία
Η πρωτοβουλία να πάει κανείς στο δικαστήριο δε θεωρούνταν πάντα ως η πρώτη επιλογή. Συνήθως εξετάζονταν οι ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, όπως στο Δημοσθένη, Κατά Ευέργου και Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριών Α’, 71, όπου ο ομιλητής, έχοντας περιγράψει τον τραυματισμό που η πρώην θεραπαινίδα του υπέστη καθώς και τις συμβουλές που του δόθηκαν, αναφέρεται επακριβώς σε συζητήσεις με φίλους σχετικά με το πώς θα έπρεπε να προχωρήσει.
Αυτή η περίοδος διαβουλεύσεων θα περιλάμβανε κυρίως μια εκτίμηση των πιθανοτήτων επιτυχίας της δίκης, άλλες εναλλακτικές λύσεις καθώς και την παροχή συμπαράστασης. Στην αρχαία Αθήνα η διαιτησία, δηλαδή η παραπομπή μιας διαφοράς σε τρίτους για διευθέτηση, μπορούσε να είναι ιδιωτική ή δημόσια. H δημόσια διαιτησία αποτελούσε μέρος του δικαστικού μηχανισμού της πόλεως και ως εκ τούτου ρυθμιζόταν από αυτή. Eπίσης, οι πόλεις-κράτη μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη διακρατική διαιτησία για την επίλυση των διαφορών τους.
Σε αντίθεση με τη δημόσια διαιτησία, η ιδιωτική υπήρχε πριν από το 403 π.Χ. (Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων, 87). Στην Αθήνα προφανώς υπήρχε νόμος για την ιδιωτική διαιτησία , αλλά αμφισβητείται η γνησιότητά του. Η απόφαση να υποβληθεί μια διαφορά σε ιδιωτική διαιτησία μπορούσε να ληφθεί είτε προτού εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο είτε σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της ετυμηγορίας.
Σε περιπτώσεις ιδιωτικής διαιτησίας και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν να ορίσουν ένα διαιτητή για να επιλύσει τη διένεξή τους. Συνήθως συγγενείς (Δημοσθένης, Υπέρ Φορμίωνος, 15) ή φίλοι (Δημοσθένης, Προς Απατούριον, 14) ορίζονταν διαιτητές. Και οι δυο πλευρές συμφωνούσαν για τους όρους της διαιτησίας : εάν δηλαδή ο διαιτητής (-ές) έπρεπε να εκδώσει απόφαση σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση αποτύγχανε, εάν θα έπρεπε να ακολουθήσει πιστά το νόμο ή να αναζητήσει εκείνο που είναι λογικό και πρακτικό, τι θα συνέβαινε εάν ο διαιτητής (-ές) δεν μπορούσε να συμφωνήσει με έναν από τους αντίδικους και τέλος ποιος θα εγγυόταν για τη συμμόρφωση και των δύο πλευρών στην απόφαση.

Η ακροαματική διαδικασία γινόταν σε ένα ναό ή ιερό και οι δύο διάδικοι έφερναν τους μάρτυρές τους. Ο διαιτητής (-ές) ρωτούσε, οι διάδικοι και οι μάρτυρές τους απαντούσαν. Το πιο πιθανόν είναι να μην υπήρχαν αγορεύσεις, αλλά η αντιπαράθεση, η κατ” αντιπαράσταση εξέταση και η διαπραγμάτευση να αποτελούσαν τη διαδικασία της ημέρας. Και θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η διαδικασία αυτή θα κυλούσε πάντα ομαλά― οι αναβολές και οι ενστάσεις ήταν μέρος της διαδικασίας.
Η απόφαση του διαιτητή πιθανότατα εκδιδόταν κατόπιν όρκου. Είχε δεσμευτική δύναμη με δύο έννοιες: κατά πρώτον η διαφορά δε θα μπορούσε να ξαναπάει στο δικαστήριο και κατά δεύτερον εναντίον της πλευράς που δε θα συμμορφωνόταν με την απόφαση θα μπορούσε να ασκηθείδίκη εξούλης .
Δικαστικά αναθέματα
Μια τακτική που σχετιζόταν με την αβεβαιότητα ενός δικαστικού αγώνα ήταν η προσφυγή σε υπερφυσικά στοιχεία. Οι διάδικοι χάραζαν πάνω σε πλάκες μολύβδου κατάρες εναντίον των αντιδίκων τους και των υποστηρικτών τους. Σώζονται περίπου 25 αναθεματικές πλάκες στην Αθήνα από τα τέλη του 5ου και τον 4ο αιώνα. H πιο πρόσφατη (4ος αιώνας π.Χ.) έχει δημοσιευτεί στην επιγραφή SEG xliv 226.
Η θέση των δικαστηρίων
Αν και υπάρχει πλούσια λεξικογραφική παράδοση σχετικά με τα ονόματα των δικαστηρίων στην αρχαία Αθήνα, δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί ένας ακριβής κατάλογος των ονομάτων και των χώρων που χρησιμοποιούσαν. Τα αθηναϊκά δικαστήρια συνέρχονταν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από την πόλη, σε διαφορετικές εποχές κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.
Το Ωδείον, στα βορειοανατολικά του θεάτρου του Διονύσου, χτίστηκε κατά τη διάρκεια του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., για να στεγάσει δραματικούς αγώνες (τα Μεγάλα Διονύσια). Ταυτίζεται με το δικαστήριο του άρχοντος που αναφέρεται στην επιγραφή IG i382.26-28. Εκεί λάμβανε χώρα δημόσια διαιτησία, όχι όμως και δίκες, εκτός από εκείνες που είχαν προταθεί από τον άρχοντα(Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας, 52). Κάηκε το 86 π.Χ. και ξαναχτίστηκε 30 χρόνια αργότερα. Tελικά καταστράφηκε το 267 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων. Βλέπε φωτογραφίες του χώρου και σχεδιάγραμμα (Τραυλός, 1971: 387-391).
Είναι πολύ πιθανόν μια τοποθεσία γνωστή ως Μετιόχειον(χτίστηκε από κάποιον Μετίοχο στην Αθήνα του Περικλή) να συνταυτιστεί με την Ηλιαία των θεσμοθετών (IG i3 40.74-75, Ανδοκίδης, Περί του χορευτού, 21 και Περί των Μυστηρίων,28) και με το Μείζον. Τελευταία, συσχετίζεται η Ηλιαία με ένα κτήριο του οποίου τα θεμέλια εντοπίστηκαν κάτω από τη Στοά του Αττάλου . Ήταν ένας χώρος χωρίς οροφή, αρκετά μεγάλος, για να συνεδριάζουν περίπου 1500 άτομα. Αυτό το κτίσμα χτίστηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. Νωρίτερα, η Ηλιαία/το Μείζον/το Μετιόχειον ίσως να συγκαλούνταν στον Ορθογώνιο Περίβολο στην απέναντι άκρη της Αγοράς.
Το Παράβυστον ταυτίζεται με το κτήριο Β, που χτίστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., και ήταν ο χώρος που συνεδρίαζε το δικαστήριο των Ένδεκα.
Η Ποικίλη Στοά ή Στοά του Πεισιάνακτα βρίσκεται στο βορειοανατολικό μέρος της Αγοράς και χτίστηκε μεταξύ του 475 και 450 π.Χ. Το όνομά της προήλθε από τις ζωγραφιές που περιγράφει ο Παυσανίας (1.15, 1-4). Με την πάροδο του χρόνου, ο ρόλος της άλλαξε και χρειάστηκε επέκταση. Σήμερα δε διασώζεται τίποτα πάνω από το κρηπίδωμα. Η Ποικίλη Στοάήταν ο τόπος που γίνονταν οι ακροαματικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαιτησίας (Δημοσθένης, Προς Λεωχάρη, 17, στην επιγραφή IGii2 1641. 28-30 και πιθανόν στην επιγραφή IGii2 1670. 34-35). Οι ανασκαφές στο χώρο της Στοάς παρουσιάζονται στο περιοδικό Hesperia 53, 1984, σ. 1-24.
Τέλος, το συγκρότημα των δικαστηρίων που περιγράφεται στην Aθηναίων Πoλιτεία του Αριστοτέλη ίσως στεγαζόταν στο σημείο που ονομαζόταν Τετράγωνο Περιστύλιο (βρισκόταν κάτω από τη Στοά του Αττάλου) και χτίστηκε κάπου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χωράει 4 επιτροπές των 500 ενόρκων η καθεμιά.
Λίγες περισσότερες πληροφορίες σώζονται για τη θέση των δικαστηρίων που ασχολούνταν με ανθρωποκτονίες , με εξαίρεση το Δελφίνιον. Ο ΄Aρειος Πάγος συνεδρίαζε στο λόφο βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Tο Παλλάδιον , γνωστό ως ο ναός της Αθηνάς Παλλάδος και του Δία, βρισκόταν είτε έξω από τα τείχη της πόλης στα ανατολικά της Ακρόπολης κοντά στο λόφο του Αρδηττού είτε το πιθανότερο στο Φάληρο. Η Φρεατύς βρισκόταν πιθανόν στη Ζέα (σημερινό Πασαλιμάνι), κοντά στο λιμάνι βρέθηκαν χάλκινα σφαιρίδια ψηφοφορίας, ενώ το Πρυτανείον βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης.
Προσωπικό
Οι άρχοντες είχαν περιορισμένα δικαστικά καθήκοντα. Όλοι τους, ενόσω ασκούσαν τα καθήκοντά τους, είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν πρόστιμο σε οποιονδήποτε για αδικήματα που διέπραξε, μερικοί από αυτούς μάλιστα μέχρι και 50 δραχμές. Εάν ωστόσο θεωρούσαν ότι έπρεπε να τους επιβληθεί αυστηρότερη ποινή, η υπόθεση ήταν ανάγκη να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.
Οι άρχοντες διεξήγαν την προκαταρκτική εξέταση και προέδρευαν σε δικαστήρια, αλλά δεν μπορούσαν να συνοψίσουν την υπόθεση ούτε να καθοδηγήσουν τους ενόρκους.
Ο θεμέλιος λίθος του δικαστικού συστήματος των Αθηνών ήταν το λαϊκό σώμα των ενόρκων. Εκτός από τους ενόρκους, το δικαστήριο περιλάμβανε έναν προεδρεύοντα, ο οποίος ήταν συνήθως ένας από τους άρχοντες της πόλεως, και ένα γραμματέα, ο οποίος όταν του το ζητούσαν διάβαζε τα έγγραφα. Στους δέκα ενόρκους, έναν από κάθε φυλή, διανέμονταν τα ακόλουθα καθήκοντα: ένας επόπτευε την κλεψύδρα, τέσσερις ήταν υπεύθυνοι για την κάλπη και πέντε ασχολούνταν με την αμοιβή των ενόρκων ( Αριστοτέλης,Aθηναίων Πολιτεία, 66.2-3 ).
Οι Ένορκοι
Κάθε καλοκαίρι, στα μέσα του Ιουλίου, στην αρχή τουαθηναϊκού ημερολογιακού έτους, 6000 Αθηναίοι από εκείνους που είχαν προσφερθεί εθελοντικά κληρώνονταν για να υπηρετήσουν ως ένορκοι για ένα χρόνο. Εκείνοι που εκλέγονταν έπρεπε να δώσουν τον όρκο των Ηλιαστών(Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 149-51).
Δύο προϋποθέσεις υπήρχαν για να γίνει κάποιος ένορκος: η ιθαγένεια και η ηλικία. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., Αθηναίος θεωρούνταν οποιοσδήποτε είχε γεννηθεί από αθηναίους γονείς και δεν είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, μέσω σχετικού νόμου ( ατιμία ), ή δεν είχε κηρυχτεί οφειλέτης του κράτους. Ηλικιακά έπρεπε να είναι τουλάχιστον 30 ετών.
Εάν κάποιος βρισκόταν ένορκος στο δικαστήριο, χωρίς να έχει το δικαίωμα, του επιβαλλόταν πρόστιμο το οποίο έπρεπε να πληρωθεί αμέσως, διαφορετικά φυλακιζόταν. Αφού ο κάθε ένορκος είχε γίνει δεκτός, έπαιρνε το πινάκιον. Εκείνοι που ήταν σε συνθέσεις και δίκαζαν υποθέσεις αμείβονταν με 2 οβολούς την ημέρα, στα μέσα του 5ου αιώνα, και με 3 οβολούς την ημέρα, πιθανόν μετά το 425 π.Χ.
Κάθε εργάσιμη ημέρα (200 περίπου εργάσιμες το χρόνο) σχηματίζονταν από τους 6000 ενόρκους συνθέσεις αποτελούμενες από σχεδόν 500 ενόρκους για δημόσιες υποθέσεις και περίπου 200-400 ενόρκους για ιδιωτικές (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 53.3). Εξαιρετικές περιπτώσεις απαιτούσαν μεγαλύτερο αριθμό ενόρκων, όπως η υπόθεση της βεβήλωσης των Ελευσίνιων Μυστηρίων, όπου συγκεντρώθηκαν 6000 ένορκοι για να αποφασίσουν (Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων, 17). O Λυσίας (Κατά Αγοράτου, 35) στα τέλη του 5ου αιώνα αναφέρεται σε 2000 ενόρκους και ο Ισοκράτης (Προς Καλλίμαχον, 54) περίπου την ίδια περίοδο αναφέρει δικαστήριο αποτελούμενο από 700 ενόρκους.
Η διαδικασία επιλογής άλλαξε αρκετές φορές στη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., απεικονίζοντας μέχρι ενός σημείου το πρόβλημα της δωροδοκίας και το φόβο για αυτή. Τον 5οαιώνα ο κάθε ένορκος διοριζόταν σε ένα δικαστήριο για όλη τη χρονιά. Στις αρχές του 4ου αιώνα οι ένορκοι χωρίζονταν σε συνθέσεις που ονομάζονταν με γράμματα της αλφαβήτου από το Α έως το Κ. Κάθε μέρα μια σύνθεση διοριζόταν για ένα συγκεκριμένο δικαστήριο. Αυτά τα συστήματα ήταν ευάλωτα στην άσκηση επιρροής (πραγματικής ή εικονικής) στους ενόρκους, επειδή οι επιτροπές ήταν μόνιμες από τότε που σχηματίζονταν.
Την εποχή που γράφτηκε η Aθηναίων Πολιτεία, κατά το β” μισό του 4ου αιώνα, το σύστημα άλλαξε και στις συνθέσεις εκλέγονταν μεμονωμένα άτομα. Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους σε κάθε ένορκο οριζόταν με κλήρωση ένα από τα γράμματα της αλφαβήτου από το Α έως το Κ. Την ημέρα που αποφάσιζε να παρευρεθεί στο δικαστήριο έβαζε το πινάκιό του στο κληρωτήριον σύμφωνα με το γράμμα του. Όταν όλες οι στήλες είχαν συμπληρωθεί, μαύρες και άσπρες μπάλες ανακατεύονταν σε μια χοάνη, για να αποφασιστεί ποια σειρά από τους κληρωθέντες θα συμμετείχε στο δικαστήριο. Σε ποιο δικαστήριο θα συμμετείχε κανείς καθοριζόταν από άλλη κλήρωση.
Καθήκον των ενόρκων ήταν να ακούν και τους δύο διαδίκους, τους μάρτυρές τους καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν ερωτήσεις. Οι ένορκοι δεν επιτρεπόταν να μιλούν στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας ή να πάρουν εντολές από τον προεδρεύοντα άρχοντα. Aποχωρούσαν για να ψηφίσουν.
Η ΔΙΚΗ
Διαδικασίες
Συνήθης διαδικασία (γραφή-δίκη)
Η συνήθης διαδικασία για μια αγωγή ή ποινική δίωξη ξεκινούσε με την υποβολή στον αρμόδιο άρχοντα αναφοράς ή καταγγελίας για κάποιο δημόσιο (γραφή), όπως σώζεται στο Δημοσθένη (Περί του στεφάνου, 54-55), ή για κάποιο ιδιωτικό αδίκημα (δίκη). Ο Τodd (1993, σ. 102-109) απαριθμεί 25 διαφορετικέςγραφαί, που έχουν πιστοποιηθεί, και 24 δίκαι.
Η διαφορά ανάμεσα στη γραφή και τη δίκη βρίσκεται στο βαθμό που η κοινωνία αισθανόταν ότι υπήρχε κάποιο έννομο αγαθό και συμφέρον για να προστατευτεί, με το να επιτρέπει σε οποιονδήποτε πολίτη να υποβάλλει καταγγελία. Αυτό συνέβαινε όταν υποστηριζόταν ότι αδικήματα, όπως η ασέβεια, η δωροδοκία, η ύβρις και η κατάργηση του πολιτεύματος είχαν διαπραχθεί.
Επειδή ο κίνδυνος για κακόβουλη ποινική δίωξη ήταν μεγάλος σε ένα τέτοιο σύστημα, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ορίστηκε ότι,εάν ο κατήγορος σε μια γραφή δεν έπαιρνε το 20% των ψήφων, θα έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο 1000 δραχμών. Μετά την υποβολή για παραπομπή σε δίκη και την κλήτευση του αντιδίκου, υπήρχε το στάδιο της δημόσιας διαιτησίας. Αν και αυτό αποτύγχανε, η υπόθεση οδηγούνταν στο δικαστήριο. Η απόφαση των ενόρκων ήταν αμετάκλητη.
Ειδικές διαδικασίες
Εκτός από τη συνήθη διαδικασία υπήρχαν και μια σειρά από ειδικές διαδικασίες. Η ιδιομορφία τους βρίσκεται στη διαφορετική μεταχείριση που ο νόμος επέβαλλε είτε σε κατηγορίες ανθρώπων είτε στο αντικείμενο της διαφοράς.
Πρώτα από όλα υπήρχε στην Αθήνα ένα είδος διαδικασίας που αφορούσε τις μικροδιαφορές. Τον 4ο αιώνα οι Σαράνταέκριναν υποθέσεις που το αντικείμενό τους ήταν μικρότερο από 10 δραχμές (Αριστοτέλης, Aθηναίων Πολιτεία, 53. 1-2) .
Ήταν πιθανόν να συλληφθεί ένας εγκληματίας, ο οποίος ήτανκακούργος, ή δολοφόνος ή πολίτης που του είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου παραβαίνοντας τους όρους εξορίας του πριν (απαγωγή) ή μετά την υποβολή ποινικής δίωξης (ένδειξις) στον αρμόδιο άρχοντα, ή να καθοδηγηθεί ο άρχοντας να κάνει τη σύλληψη (εφήγησις).
Η περιουσία εκείνων που όφειλαν στο κράτος έπρεπε να καταγραφεί σε καταλόγους με σκοπό την πώλησή της σε δημοπρασία και οποιαδήποτε δίκη προέκυπτε από αυτή τη διαδικασία ονομαζόταν απογραφή.
Η διαδικασία της φάσης είναι ασαφής. Ήταν ένα είδος καταγγελίας σε υποθέσεις αδικημάτων που σχετίζονταν με το εμπόριο και τα μεταλλεία, την καταπάτηση δημόσιας περιουσίας, ασεβείς πράξεις και την κακομεταχείριση των ορφανών. Ο μηνυτής υπέβαλλε γραπτή καταγγελία στον αρμόδιο άρχοντα.
Σε κληρονομικές υποθέσεις η οποιαδήποτε αμφισβήτηση στην επίσημη δικαστική απόφαση για την περιουσία που είχε κληρονομηθεί προβαλλόταν μέσα από μία διαδικασία, ενώ σε μία κατάσχεση, εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι είχε περισσότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί της περιουσίας από ό,τι η πόλις, υπέβαλλε ένα είδος διαδικασίας που ονομαζόταν ενεπίσκημμα. Η διαδικασία επίσης εφαρμοζόταν σε υποθέσεις αμφισβητούμενης καταλληλότητας για την ιδιωτική χορηγία ενός δημόσιου γεγονότος (λειτουργία).
Στα μέσα του 4ου αιώνα καθιερώθηκε μια ειδική διαδικασία για ιδιαίτερες υποθέσεις που ονομάζονταν έμμηνοι δίκαι, επειδή μπορούσαν να εισαχθούν ενώπιον των θεσμοθετών κάθε μήνα. Σε αυτή την ταχεία διαδικασία συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και οι εμπορικαί δίκαι.
Κατά αρχόντων της πόλης
Υπήρχαν δύο πιθανοί τρόποι για να αμφισβητηθούν και να κατηγορηθούν οι άρχοντες της πόλεως για τις πράξεις τους κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους. Στο τέλος της θητείας τους, όταν περνούσαν από ένα είδος ελέγχου σχετικά με την άσκηση του αξιώματός τους και ιδιαίτερα με τη διαχείριση δημόσιου χρήματος (εύθυνα). Και συνηθέστερα τον 4ο αιώνα μπορούσαν να παραπεμφθούν από οποιονδήποτε Αθηναίο στη Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου μετά τη θητεία τους, χωρίς χρονικό περιορισμό (εισαγγελία). Η κατάχρηση της διαδικασίας αυτής οδήγησε τους Αθηναίους να αντιμετωπίσουν μετά το 330 π.Χ. την εισαγγελία όπως οποιαδήποτε άλλη γραφή, όπου εάν ο μηνυτής δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει το 1/5 των ψήφων έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο 1000 δραχμών.
Οι διάδικοι
Κατηγορούμενος
Ένας Αθηναίος μπορούσε να μηνύσει στην Αθήνα οποιονδήποτε άλλο αθηναίο πολίτη ή μέτοικο ή πολίτη άλληςπόλεως, με την οποία η Αθήνα είχε συνάψει συμφωνία (σύμβολα). Οι Αθηναίοι που είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα ήταν περισσότερο ευάλωτοι σε επιθέσεις απέναντι στους ίδιους και στις περιουσίες τους.
Ήταν δυνατόν να μηνυθούν και οι γυναίκες― έχουν διασωθεί δύο εκτεταμένες αγορεύσεις που αφορούσαν κατηγορίες εναντίον γυναικών. Η μία στο έργο του Αντιφώντα, Φαρμακείας κατά της μητρυίας, όπου η μητριά του ομιλητή κατηγορείται ότι δηλητηρίασε τον άνδρα της και η άλλη στο λόγο του Δημοσθένη, Κατά Νεαίρας, όπου ο Απολλόδωρος κατηγορεί τη Νεαίρα ότι είχε παντρευθεί παράνομα με αθηναίο πολίτη.
Αλλες υποθέσεις που αφορούσαν μηνύσεις εναντίον γυναικών είναι της Ασπασίας, της Φρύνης καθώς και μία κατηγορία για ασέβεια που αναφέρεται στο Δημοσθένη, Προς Ευβουλίδην, 8. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο κηδεμόνας της γυναίκας ήταν υπεύθυνος για την εκδίκαση της υπόθεσής της στο δικαστήριο.
Ενάγων/κατήγορος
Κάθε Αθηναίος μπορούσε να καταγγείλει ή να κάνει αγωγή, με την προϋπόθεση να μην είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Αρχικά, έπρεπε να βρει ποιος δικαστής ήταν υπεύθυνος για να δεχτεί την καταγγελία ή την αγωγή. Στην Αθήνα οι αξιωματούχοι της πόλης ήταν γνωστοί ως οι εννέα άρχοντες: επώνυμος άρχων , βασιλεύς , πολέμαρχος και έξιθεσμοθέται .
Το ζήτημα λυνόταν είτε με το να ερωτηθεί ένας έμπειρος συγγενής ή φίλος (ή φίλος του φίλου) είτε με το να προσφύγει κανείς στον ίδιο το νόμο. Αναφέρεται ότι οι νόμοι ήταν αναρτημένοι σε διαφορετικά σημεία στην Αθήνα, συνήθως στο μέρος που ήταν η έδρα του αρμόδιου δικαστή, όπως ηΒασίλειος Στοά , ο Αρειος Πάγος ή ο ναός του Διονύσου εν Λίμναις.
Τις γυναίκες και τους ανηλίκους εκπροσωπούσαν ο πατέρας ή ο κηδεμόνας τους. Yποδιαιρέσεις του σώματος των πολιτών και άλλες συσσωματώσεις μπορούσαν να ασκήσουν ή και να τους ασκηθεί αγωγή, όπως οι Εικαδείς (IG ii2 1258), οι Σαλαμίνιοι(ZPE 119, 1997, 86-89), οι οργεώνες και το κοινόν των φρατερών (SEG xii 100).
Προκαταρκτική εξέταση (ανάκρισις)
Οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να υποβληθούν οποιαδήποτε ημέρα. Οι ημέρες των εορτών και των συνελεύσεων του δήμου -που ήταν μάλιστα πάρα πολλές- εξαιρούνταν (Δημοσθένης,Κατά Μειδίου, 10), ενώ οι αγωγές για συγκεκριμένες υποθέσεις γίνονταν δεκτές σε συγκεκριμένες ημέρες. Για παράδειγμα, οι έμμηνοι δίκαι, οι κατηγορίες για ανθρωποκτονία, δε γίνονταν δεκτές κατά τους τελευταίους 3 μήνες της θητείας του βασιλέως ― οι δημόσιες κατηγορίες για μοιχεία, τα ξένιακαι χρέη υποβάλλονταν μόνο την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, ενώ αγωγές για κληρονομικές υποθέσεις δεν μπορούσαν να υποβληθούν τον τελευταίο μήνα του χρόνου.
Έχοντας προσδιορίσει το δικαστή, το χρόνο και τη διαδικασία που θα χρησιμοποιήσει, ο μηνυτής έπρεπε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο. Οι κλητεύσεις περιλάμβαναν την αξίωση/κατηγορία και την ημερομηνία που θα προσερχόταν ενώπιον του δικαστή. H κλήτευση (πρόσκλησις) γινόταν προφορικά ενώπιον μαρτύρων, 4 ημέρες πριν από την αναμενόμενη ημέρα προσέλευσης ενώπιον του δικαστή τον 5ο αιώνα χρειαζόταν ένας μάρτυρας, ενώ τον 4ο δύο.
Εάν ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να εντοπιστεί σε δημόσιο χώρο η γνωστοποίηση γινόταν μπροστά στο σπίτι του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στέλνονταν ειδικά διορισμένοικλητήρες (Θουκυδίδης, Ιστορία, 6.61). Σε περίπτωση που δε γινόταν κλήτευση του αντιδίκου η απόφαση ακυρωνόταν και πιθανόν να υποβαλόταν αγωγή εναντίον των μαρτύρων για ψευδή κλήτευση (γραφή ψευδοκλητείας).Tην καθορισμένη ημέρα οι διάδικοι έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιον τουάρχοντος και ο κατήγορος υπέβαλλε την κατηγορία. Εάν η αγωγή του ενάγοντα γινόταν δεκτή από το δικαστή, αναγραφόταν σε ασπρισμένες πλάκες στην Αγορά δίπλα στα αγάλματα των επώνυμων ηρώων. Αργότερα οι αγωγές καταχωρούνταν στο Μητρώον (Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου Ψευδομαρτυριών Α’, 46).
Σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν εμφανιζόταν, αν και είχε κλητευθεί νομίμως, ο δικαστής μπορούσε να κάνει δεκτή την αγωγή του ενάγοντα. Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ο άρχων μπορούσε να επιμείνει στη διόρθωση μιας ατελώς διατυπωμένης αγωγής.
Εάν και οι δύο διάδικοι εμφανίζονταν, ο δικαστής έπρεπε να εισπράξει κάποιο ποσό που πήγαινε στην πολιτεία, το οποίο μερικές φορές ονομαζόταν πρυτανεία (Δημοσθένης, Κατά Ευέργου, 64) και σε άλλες περιπτώσεις παράστασις. Ο εναγόμενος έπρεπε να παρουσιάσει την υπεράσπισή του και να κανονίσει την ημερομηνία της προκαταρκτικής εξέτασης (ανάκρισις). Οι μέτοικοι ίσως χρειαζόταν να καταβάλουν επιπλέον εγγυήσεις.
Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (ανάκρισις) οι διάδικοι εξέθεταν τους ισχυρισμούς τους και έδιναν όρκο για την ειλικρίνεια αυτών (αντωμοσία). H προκαταρκτική εξέταση μπορούσε να αναβληθεί (Ισοκράτης, Περί της περιουσίας του Φιλοκτήμονα, 13 και Δημοσθένης, Προς Νικόστρατον, 22). Ο άρχοντας μπορούσε να κάνει ερωτήσεις στους διαδίκους σχετικά με τη νομιμοποίησή τους, τη νομιμότητα των ισχυρισμών τους, την αρμοδιότητα του δικαστή και τη νομιμότητα των κλητεύσεων (Ισοκράτης, Περί της περιουσίας του Φιλοκτήμονα, 12 και Περί της περιουσίας του Αρίσταρχου, 2). Οι διάδικοι μπορούσαν να εξετάσουν ο ένας τον άλλο κατ” αντιπαράσταση.
Στο τέλος αυτής της φάσης, ο δικαστής μπορούσε να στείλει την υπόθεση είτε στο ακροατήριο είτε στους δημόσιους διαιτητές. Το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας παρακαμπτόταν σε περίπτωση που ζητούσαν από τον Aρειο Πάγο να διεξάγει μια προκαταρκτική ανάκριση και να δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμά της στο λαό (απόφασις).
Ο εναγόμενος, σε αυτό το στάδιο, μπορούσε πάντοτε να παρουσιάσει ένα μάρτυρα που θα επιβεβαίωνε ένα γεγονός (διαμαρτυρία). Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της πορείας της αγωγής, εκτός αν αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για ψευδή κατάθεση. Για αυτό όμως το σκοπό ο αντίδικος έπρεπε να ξεκινήσει ποινική δίωξη για ψευδή κατάθεση (δίκη ψευδομαρτυρίων).
Ως εναλλακτική λύση ο εναγόμενος, μετά το 403/2 π.Χ., μπορούσε να ισχυριστεί ενόρκως ότι κατηγορούνταν παράνομα (παραγραφή). Μια τέτοια ένσταση μπορούσε να οδηγήσει σε νέα δίκη, με τους ρόλους του ενάγοντος και του εναγόμενου αντεστραμμένους. Σύντομα αυτός ο μηχανισμός αντικατέστησε τη διαμαρτυρία, εκτός από τις κληρονομικές υποθέσεις, διότι σε αυτές δεν υπήρχαν διάδικοι αλλά άτομα που διεκδικούσαν κάποια περιουσία. Πάντως, η παραγραφή δεν μπορούσε να εμποδίσει την υποβολή γραφής.
Σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να υποβληθούν στο βασιλέα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών του ημερολογιακού έτους.
Γίνονταν τρεις συνεδριάσεις, παρόμοιες με την ανάκριση (οιπροδικασίαι), μετά την αναγγελία της τελετουργικής αποβολής του κατηγορουμένου από τους δημόσιους χώρους (πρόρρησις).
Δημόσια διαιτησία
Το στάδιο της δημόσιας διαιτησίας ήταν μια προσπάθεια για την επίλυση διαφορών χωρίς την ανάμειξη του δικαστηρίου και εισήχθη γύρω στο 400 π.Χ. Όλοι οι πολίτες άνω των 60 ετών υπηρετούσαν για ένα χρόνο ως διαιτητές. Τα ονόματα των διαιτητών για τα έτη 325/324 π.Χ. διασώζονται στην επιγραφήIG ii2 (1926).
Εξαίρεση γινόταν όταν κάποιο άτομο κατείχε κάποιο αξίωμα ή βρισκόταν εκτός του δήμου. Στις αρχές του ημερολογιακού έτους, στα μέσα του Ιουλίου, οι διαιτητές χωρίζονταν σε 10 συνθέσεις, άσχετα με τη φυλή που ανήκαν, και καθεμία από αυτές διοριζόταν για να αποφασίσει για τις υποθέσεις μιαςφυλής. Οι Σαράντα διόριζαν ένα διαιτητή για κάθε υπόθεση που παραπεμπόταν σε αυτούς. Ο διαιτητής πληρωνόταν 1 οβολό την ημέρα από κάθε διάδικο συν 1 δραχμή για κάθε μέρα που παρατεινόταν η ακροαματική διαδικασία λόγω αναβολών. Η διαιτησία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας του διαιτητή και δεν μπορούσε να μείνει σε εκκρεμότητα.
Η δημόσια διαιτησία ήταν υποχρεωτική για κάποιες περιπτώσεις διαφορών― οι γραφαί και οι δίκαι που παρουσιάζονταν στον επώνυμο άρχοντα και στο βασιλέαπαραπέμπονταν στους ενόρκους για την ακροαματική διαδικασία, ενώ οι δίκες που υποβάλλονταν στους Σαράντα παραπέμπονταν στους δημόσιους διαιτητές. Σε αυτό το στάδιο οι δύο πλευρές έπρεπε να εκθέσουν όλα τα επιχειρήματά τους ενώπιον του διαιτητή. Εάν η υπόθεση δεν επιλυόταν, αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώνονταν μέσα σε ένα πήλινο δοχείο (έχινος) και υποβάλλονταν στους ενόρκους.
Η απόφαση των διαιτητών ήταν δεσμευτική, αλλά χρειαζόταν την επικύρωση του δικαστή. Εάν η μία από τις δύο πλευρές αισθανόταν ότι είχε αδικηθεί, μπορούσε να κατηγορήσει το διαιτητή με εισαγγελία ότι διεξήγαγε τη διαδικασία με ανάρμοστο τρόπο. Η ποινή ήταν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων (ατιμία).
Η ημέρα του δικαστηρίου (ακροαματική διαδικασία)
Την ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, οι διάδικοι, οι μάρτυρές τους και οι υποστηρικτές τους προσέρχονταν στο δικαστήριο ενώπιον του αρμόδιου άρχοντα. Το ευρύ κοινό ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει την ακροαματική διαδικασία στεκόμενο έξω από τον περίβολο του δικαστηρίου. Ο αρμόδιοςάρχοντας προέδρευε και διόριζε έναν ένορκο υπεύθυνο για τηνκλεψύδρα και πέντε για την καταμέτρηση των ψήφων (επιγραφή SEG xxv 180). Κατόπιν ο δικαστής καλούσε τον κήρυκα να αναγγείλει την υπόθεση και να κλητεύσει τους αντιδίκους. Ο υπάλληλος διάβαζε την κατηγορία και ο κατηγορούμενος καλούνταν να απαντήσει.
Ήταν δυνατόν ένας διάδικος να ζητήσει την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας. Αναβολή δινόταν σε περιπτώσεις απουσίας ή ασθένειας, που επιβεβαιωνόταν ενόρκως από ένα φίλο του (υπομωσία). Εάν η άλλη πλευρά ισχυριζόταν, επίσης ενόρκως, ότι αυτό δεν ήταν αληθές, το δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει (Δημοσθένης, Κατά Ολυμπιοδώρου Βλάβης, 25 καιΚατά Θεοκρίνου, 43). Εάν ο ένας διάδικος ήταν απών, αν και είχε κλητευθεί νομίμως, η υπόθεση κερδιζόταν από τον άλλον ερήμην. Εάν ο ενάγων/κατήγορος ήταν απών και επρόκειτο γιαγραφή, όφειλε να πληρώσει πρόστιμο 1000 δραχμές και στερούνταν το δικαίωμα να υποβάλει γραφή.
Οποιοσδήποτε έχανε μια υπόθεση λόγω απουσίας, μπορούσε να παρουσιαστεί μέσα σε δύο μήνες, να αποδείξει τη νομιμότητα του λόγου της απουσίας του και να εκδικαστεί ξανά η υπόθεση.
Εάν και οι δύο διάδικοι ήταν παρόντες, έκαναν από μία αγόρευση ο καθένας (ή σε ορισμένες περιπτώσεις δύο), πρώτα ο ενάγων και μετά ο εναγόμενος. Ένα εύγλωττο παράδειγμα παρέχουν οι Τετραλογίες του Αντιφώντα. Aυτοί οι λόγοι συντάχτηκαν στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και περιλαμβάνουν τις δύο αγορεύσεις που έκαναν ο ενάγων και ο εναγόμενος σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις ανθρωποκτονίας. Η διάρκεια κάθε αγόρευσης χρονομετρούνταν με την κλεψύδρα, η οποία σταματούσε όταν διαβάζονταν τα αποδεικτικά έγγραφα. Κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ο διάδικος μπορούσε να ζητήσει την ανάγνωση αποδεικτικών στοιχείων και να απαιτήσει από τον αντίδικό του να απαντήσει σε ερωτήσεις (Λυσίας, Κατά Ερατοσθένους, 25, Κατά Αγοράτου, 30 και 32, Κατά εμπόρων σιτηρών, 5― Ισοκράτης, Περί της περιουσίας του Αγνία, 5).
Oι αγορεύσεις γίνονταν από τους ίδιους τους διαδίκους, αν και μπορεί να είχαν γραφεί από επαγγελματίες λογογράφους. Σε αυτή την περίπτωση ο διάδικος έπρεπε να αποστηθίσει το λόγο (ή αλλιώς να αυτοσχεδιάσει). Σε μερικές περιπτώσεις, ήταν δυνατόν ο διάδικος να μοιραστεί το χρόνο του με ένα συνήγορο, όπως συνέβη στο Δημοσθένη, Κατά Νεαίρας, 14-15. Η Βουλή ή/και η Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να διορίσουν συνήγορο (-ους) για να εισηγηθεί για την πλευρά της πόλεως, σε περίπτωση που θα προέκυπτε κατηγορία από τον έλεγχο των δραστηριοτήτων ενός άρχοντα (εύθυνα) ή σε εξαιρετικά πολιτικά γεγονότα.
Η ακροαματική διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε μία μέρα. Οι υποστηρικτές των διαδίκων καθώς και το κοινό μπορούσαν να σταθούν έξω από τον προκαθορισμένο χώρο και να παρακολουθούν τη διαδικασία.
Αποδεικτικά στοιχεία
Για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους οι διάδικοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τρεις κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων. Μπορούσαν να φέρουν μάρτυρες ή αποδεικτικά έγγραφα ή το θετό δίκαιο.
Θετό δίκαιο
Σε πλήρη αντίθεση με το σύγχρονο δίκαιο όπου οι δικαστές γνωρίζουν ποια είναι η νομοθεσία (jus novit curia), τον 5ο και 4ο αιώνα οι νόμοι της Αθήνας χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια, οι διάδικοι έπρεπε να παρουσιάσουν στους ενόρκους τους σχετικούς με την υπόθεσή τους νόμους. Όποιος προσκόμιζε ως αποδεικτικό στοιχείο ένα νόμο που δεν υπήρχε του επιβαλλόταν η θανατική ποινή (Λυσίας, Κατά Νικομάχου, 3 και Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος, 24).
Η χρήση του θετού δικαίου ως αποδεικτικού στοιχείου σήμαινε ότι οι νόμοι δεν παρείχαν κανόνες για την επίλυση μιας υπόθεσης, αλλά ότι έθεταν όρια μέσα στα οποία θα έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση. Επιπλέον, αυτή η μέθοδος δημιουργούσε το πρόβλημα του πώς θα βρισκόταν το απόσπασμα της σχετικής νομοθεσίας, εάν ασαφείς νόμοι ήταν έγκυροι ή όχι, καθώς και το πρόβλημα της ερμηνείας των ασαφών διατυπώσεων του νόμου (όπως στο Λυσία, Κατά Θεομνήστου Α’, 16-20). Ο διάδικος μπορούσε να παραθέσει απόσπασμα ενός νόμου, όπως στον Υπερείδη (Ευξένιππος, 7), ή να παραθέσει ολόκληρο το κείμενο του νόμου. Στο λόγο του Δημοσθένη Περί του στεφάνου παρατίθενται ψηφίσματα του Βυζαντίου (90) και της Χερρονήσου (92) ως αποδεικτικά στοιχεία.
Οι νόμοι σώζονται είτε επί λέξει είτε αναφέρονται στην αφήγηση μιας αγόρευσης δικαστηρίου ή ακόμα πιο σπάνια βρίσκονται γραμμένοι πάνω σε πέτρα. Οι νόμοι κάλυπταν ένα εντυπωσιακά ευρύ πεδίο της ζωής. Πάνω απ” όλα αδικήματα κατά του πολιτεύματος της πόλεως (νόμοι κατά της τυραννίας, Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων, 96-98 και στην επιγραφήSEG xii 87), νόμοι για την ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων, για τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του πολίτη, για τη ρύθμιση της κληρονομιάς (διαθήκες, Δημοσθένης, Περί του Στεφάνου Β’, 14), τη διαδοχή εξ αδιαθέτου (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 51) και τη θέση της μοναδικής κληρονόμου (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 54), για το γάμο, τα σεξουαλικά αδικήματα (βιασμός και μοιχεία, Δημοσθένης,Κατά Νεαίρας, 87), την κακομεταχείριση των γονέων (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 105), την ύβρη (Δημοσθένης,Κατά Μειδίου, 47), την κλοπή (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 105), την ανθρωποκτονία (στην επιγραφή IG i3 104), την ασέβεια, την αποφυγή στράτευσης, το νόμισμα (στην επιγραφήSEG xxvi 72), τους όρους για την παροχή πίστωσης (Δημοσθένης, Προς Λάκριτον, 51), τους ιερούς νόμους (στην επιγραφή IG i2 334, LSCG 5), τα όρια ιδιοκτησίας (Πανδέκτης, 10.13), τις συσσωματώσεις (Πανδέκτης, 4722.4), την προστασία των ιερών ελαιόδεντρων (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 71).
Μάρτυρες
Οι μάρτυρες παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα το κύριο αποδεικτικό μέσο στα αθηναϊκά δικαστήρια. Αλλά ποιοι καλούνταν ως μάρτυρες και τι κατέθεταν; Η μελέτη της Humphreys (1985) σ” αυτό το θέμα παραμένει θεμελιώδης. Συνήθως συγγενείς, φίλοι (Ισoκράτης, Περί της περιουσίας του Πύρρου, 19) και γείτονες καλούνταν ως μάρτυρες, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που καλούνταν οι παρευρισκόμενοι, οι συνέταιροι, εχθροί του αντιδίκου και άνθρωποι με τους οποίους είχαν επαγγελματικές σχέσεις.
Τον 5ο αιώνα οι μάρτυρες κατέθεταν αυτοπροσώπως στο δικαστήριο το τι γνώριζαν για την υπόθεση, ενώ τον 4ο αιώνα μπορούσαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο και να επιβεβαιώσουν την κατάθεσή τους, την οποία διάβαζε ο υπάλληλος. Οι διάδικοι μπορούσαν να ζητήσουν από κάποιον να καταθέσει είτε στο δικαστήριο είτε κατά την ακροαματική διαδικασία της δημόσιας διαιτησίας. Εάν ο προτεινόμενος μάρτυρας δεν το έκανε (Δημοσθένης, Προς Τιμόθεον, 19-20), μπορούσε να του ασκηθεί δίωξη (δίκη λιπομαρτυρίων).
Ο ρόλος του μάρτυρα δεν ήταν να αποδείξει γεγονότα, αλλά να υποστηρίξει τον ενάγοντα (ή τον εναγόμενο). Η εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή τι άκουσε ο μάρτυρας να λέγεται από άλλους ανθρώπους, δε γινόταν δεκτή. Δε γίνονταν επίσης δεκτοί ως μάρτυρες όσοι είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα (άτιμοι), οι ανήλικοι και οι γυναίκες. Εκείνες μπορούσαν να καταθέσουν ενόρκως μόνο στις υποθέσεις ανθρωποκτονιών (Ισοκράτης, Yπέρ Ευφιλήτου, 5 και Δημοσθένης, Προς Ευβουλίδην, 67). Καταθέσεις από μάρτυρες εξειδικευμένους σε κάτι, όπως γιατροί, δε φαίνονταν να έχουν ιδιαίτερο βάρος, όπως δείχνει η υπόθεση στο λόγο του Δημοσθένη, Κατά Κόνωνος, 10. Σε άλλες περιπτώσεις δε χρησιμοποιήθηκε μαρτυρία από γιατρό (Λυσίας, Υπέρ του αδυνάτου, και Δημοσθένης, Κατά Ευέργου, 67). Οι ξένοι επίσης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες (Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος Α’, 62, Προς Λάκριτον, 14, 20, 23, 33 και Υπερείδης, Kατά Δημοσθένους, 33).
Η κοινωνική θέση των μαρτύρων έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο. Η αντιμετώπιση της μαρτυρικής κατάθεσης δείχνει ξεκάθαρα (και μερικοί υποστηρίζουν ωμά) το διαχωρισμό ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους. Η κατάθεση ενός δούλου δε γινόταν δεκτή, εκτός αν δινόταν κατόπινβασάνου . Εκείνο πάντως που προκαλεί έκπληξη είναι η σπανιότητα της διαδικασίας, αν και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου λέγεται ότι οι διάδικοι διέθεταν τους δούλους τους για να καταθέσουν κατόπιν βασάνου.
Εκείνοι που έδιναν ψευδή κατάθεση μπορούσαν να κατηγορηθούν γι” αυτόν το λόγο από έναν από τους διαδίκους (δίκη ψευδομαρτυρίων), όπως στο Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, όπου ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η κατάθεση του Στεφάνου σε μια προηγούμενη δίκη που αφορούσε την πατρική περιουσία του αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία.
Αποδεικτικά έγγραφα
Οι διάδικοι μπορούσαν να προσκομίσουν ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία, όπως διαθήκες ,συμφωνητικά , καταθέσεις . Η χρήση εγγράφων φαίνεται να αυξάνεται μετά τις αρχές του 4ου αιώνα και κυρίως στις εμπορικές υποθέσεις (εμπορικαί δίκαι), εξαιτίας της πολυπλοκότητας των συμφωνητικών. Σε περίπτωση που ο διάδικος ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο αλλά δεν το είχε, μπορούσε να κάνει μια επίσημη αίτηση (πρόκλησις) ενώπιον μαρτύρων στον κάτοχο του εγγράφου για να το παρουσιάσει ή για να του επιτρέψει να πάρει αντίγραφο (Δημοσθένης, Προς Τιμόθεον, 43, και Κατά Ολυμπιοδώρου, 48). Ο διάδικος μπορούσε επίσης να προκαλέσει τον αντίδικό του να δεχτεί τη γνησιότητα του εγγράφου.
Απόφαση
Όταν οι διάδικοι τελείωναν τους λόγους τους, ο κήρυκας καλούσε τους ενόρκους να ψηφίσουν, μυστικά, για την ενοχή ή όχι του κατηγορουμένου. Οι τρύπιες ψήφοι ήταν υπέρ του ενάγοντα και οι συμπαγείς υπέρ του εναγομένου. Αυτό φαίνεται στο διασωθέν κομμάτι της επιγραφής IG 2 1641.25-33.
Τον 4ο αιώνα όλοι οι ψήφοι τοποθετούνταν σε δύο ξεχωριστές κάλπες. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος αθωωνόταν. Σε μια διαδικασία υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι ήταν και οι διεκδικητές της περιουσίας.
Εάν δεν επιβαλλόταν καμία ποινή από το νόμο (σε αυτή την περίπτωση η δίκη ονομαζόταν αγών ατίμητος, σε αντίθεση με τον αγώνα τιμητό όταν η ποινή επιβαλλόταν από το νόμο), οι διάδικοι πρότειναν εκείνη την ποινή που θεωρούσαν κατάλληλη και το δικαστήριο έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στις προτάσεις τους. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως στις γραφαί, ο νόμος απαιτούσε ο ενάγων να συγκεντρώσει το 1/5 των ψήφων υπέρ του, διαφορετικά έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο 1000 δραχμών, για να αποφύγει την κατηγορία της κακόβουλης προσφυγής στα δικαστήρια.
Ποινές
Οι ποινές επηρέαζαν κυρίως τη ζωή, την περιουσία, την κοινωνική θέση, αλλά, περιέργως, σπάνια την προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου. Οι ποινές κυμαίνονταν από το θάνατο (όπως στην περίπτωση ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης), την εξορία (για ανθρωποκτονία εξ αμελείας), την κατάσχεση της περιουσίας, τη στέρηση του δικαιώματος ψήφου (για επιβολή τυραννίας) έως ένα απλό πρόστιμο (για βιασμό) και μερικές φορές ταπεινωτική τιμωρία, όπως η ποινή του εγκλεισμού στην ποδοκάκη (για κλοπή).
Συγκεκριμένα, η θανατική καταδίκη συνήθως εκτελούνταν αμέσως, εκτός αν ένα από τα ιερά καράβια των Αθηναίων απουσίαζε σε ταξίδι στη Δήλο. Η εκτέλεση γινόταν υπό την εποπτεία των Ένδεκα . Τρεις μέθοδοι είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνταν: η δηλητηρίαση με κώνειο, η ρίψη σε ένα χαντάκι κοντά στην Ακρόπολη και ο αποτυμπανισμός.
Η εξορία ήταν συνήθως εφ” όρου ζωής, εκτός αν δινόταν αμνηστεία. Όποιος επέστρεφε χωρίς αμνηστεία μπορούσε να θανατωθεί ατιμωρητί. Τις περισσότερες φορές η εξορία συνοδευόταν από συμπληρωματικές ποινές, όπως κατάσχεση της περιουσίας, κατεδάφιση της οικίας κάποιου ή απαγόρευση της ταφής του. Ένας ξένος που ζούσε στην Αθήνα χωρίς να πληρώνει τον κατάλληλο φόρο ή σφετεριζόταν τα πολιτικά δικαιώματα συνήθως πουλιόταν ως δούλος σε δημοπρασία που επόπτευαν οι πωληταί.
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (ατιμία) σήμαινε την απώλεια (μερική ή ολική) της κοινωνικής θέσης των πολιτών, δηλαδή την ισοτιμία εκείνου που διέπραξε το αδίκημα με έναν ξένο χωρίς καμία νομική προστασία στην Αθήνα. Αυτό ήταν κληρονομικό. Η φυλάκιση επιβαλλόταν σε περίπτωση που το πρόστιμο δεν πληρωνόταν και το άτομο παρέμενε φυλακισμένο για όσο διάστημα ήταν και το χρέος απλήρωτο.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΚΗ
Κατά κανόνα η απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου ήταν οριστική. Η αμφισβήτησή της ή η έφεση αποτελούσαν πρόκληση για το πολίτευμα της πόλεως. Πάντοτε όμως στο τέλος μιας δίκης υπήρχαν δυσαρεστημένοι διάδικοι. Η μόνη λύση ήταν να προσπαθήσουν να ξανανοίξουν την υπόθεση και από τη στιγμή που δεν ήταν δυνατή η έφεση να επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την ορθότητα των μαρτύρων του κατηγορουμένου, κάνοντας μια αγωγή για ψευδή κατάθεση (δίκη ψευδομαρτυριών).
Αν και ο όρος έφεσις εμφανίζεται στο νομικό λεξιλόγιο, στην αρχαία Αθήνα εντούτοις περιγράφει τη συζήτηση στο δικαστήριο για μια υπόθεση για την οποία έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από έναν άρχοντα. Όταν η Αθήνα εξουσίαζε τη Συμμαχία της Δήλου (478-404 π.Χ.), ο όρος έφεσις σήμαινε την επανεκδίκαση μιας υπόθεσης που αρχικά είχε εκδικαστεί σε μία πόλη-μέλος της συμμαχίας, σε ένα αθηναϊκό πλέον δικαστήριο.
Πάντως υπήρχε η μικρή πιθανότητα να δώσει η πόλιςαμνηστεία, όπως στην περίπτωση του ψηφίσματος του Πατροκλείδη (Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων, 77-79), μετά την αποκατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας το 404/3 π.Χ. Αλλά ακόμα και σ” αυτή την περίπτωση άνθρωποι καταδικασμένοι για ανθρωποκτονία ή εξόριστοι για τον ίδιο λόγο εξαιρούνταν.
______________________________________________________________________________________
ΠΗΓΗ:
http://www.fhw.gr/projects/courts/index.php?main=yes&state=3&doc=010000
ΟΜΑΔΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
Η ηλεκτρονική σελίδα με θέμα «Μια Μέρα Στα Αθηναϊκά Δικαστήρια»αποτελεί προϊόν εξωτερικής συνεργασίας του IME με τον Δρ. Ηλία Αρναούτογλου (νομικό, διδάκτωρα του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, ερευνητή στο κέντρο για την Ιστορία του Ελληνικού Δικαίου, στην Ακαδημία Αθηνών.
Στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της ηλεκτρονικής σελίδας συμμετείχαν τα ακόλουθα μέλη του Tμήματος Eφαρμογών Διαδικτύου του ΙΜΕ:
Δημητριάδου Δάφνη: Eρευνήτρια (οργάνωση, επιμέλεια παρουσίασης και συγγραφή των κειμένων: υποθέσεις, ρήτορες)
Παπαδοπούλου Μαρία: Γραφίστρια (σχεδιασμός, γραφιστική επιμέλεια, ψηφιοποίηση και επεξεργασία εικόνων, προγραμματισμός σε Flash)
Δαλαμαγκίδης Κώστας: Προγραμματιστής (σχεδιασμός και ανάπτυξη εφαρμογής, σχεδιασμός και προγραμματισμός σελίδων)
Σαγκριώτη Σταυρούλα: Προγραμματίστρια (σχεδιασμός και ανάπτυξη εφαρμογής, σχεδιασμός και προγραμματισμός σελίδων)
Στην επιλογή του εποπτικού υλικού καθώς και στη συγγραφή των επεξηγηματικών κειμένων εργάστηκαν:
Γεροσίδερη Παγώνα
Η επιμέλεια των κειμένων έγινε από τηνΚεχαγιά Ασημίνα.
Θερμές ευχαριστίες απευθύνονται στους:
Εφραίμογλου Δημήτρη (Διευθύνων Σύμβουλος ΙΜΕ)
Καμαρινό Γιώργο (Υπεύθυνος Tμήματος Διαδικτύου)
Φέρλα Kλεοπάτρα (Επικεφαλής τομέα Έρευνας και Διαχείρισης Πολιτισμικής Πληροφορίας)
Σταματέλου ’ρτεμη (Διαχείριση εποπτικού υλικού)
Kατσούλη Γιώργο (Διαχειριστής Συστημάτων Η/Υ)
Παπαδόπουλο Mάριο (Ηλεκτρονικός Η/Υ)
Τα πνευματικά δικαιώματα του φωτογραφικού υλικού ανήκουν στα παρακάτω πρόσωπα και φορείς, τους οποίους και ευχαριστούμε για την παραχώρηση άδειας χρήσης:
Ταμείο Αρχαιολογικών πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς, Αθήνα
Α” Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα
Γ” Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα
Επιγραφικό Μουσείο, Αθήνα
Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα
American School of Classical Studies at Athens
Museo Archeologico Nazionale, Napoli.
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
Deutsches Archaelogisches Institut
Princeton University Press
Verlag Ernst Wasmuth
Τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα εκθέματα των μουσείων της Ελλάδας, που αποτελούν το εποπτικό υλικό της ηλεκτρονικής παρουσίασης, είναι πνευματική ιδιοκτησία του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού και δεν εκχωρείται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bελισσαροπούλου-Kαρακώστα, I., 1987, Θεσμοί της αρχαιότητα. Ι: Η πόλις, Aθήνα, Kομοτηνή.
Biscardi, A., 1981, Aρχαίο Eλληνικό Δίκαιο. Μτφ. Π.Δ. Δημάκη, Aθήνα 1991.
De Romilly, J., 1971, O νόμος στην ελληνική σκέψη από τις απαρχές στον Aριστοτέλη. Μτφ. M. Aθανασίου, K. Mηλιαρέση, Aθήνα 1995.
Δημάκη, Π.Δ., 1984, «H συμβολή των Eλλήνων νομικών στην έρευνα του αρχαίου ελληνικού δικαίου», Mνήμη Γεωργίου Πετροπούλου (1897-1964), τ. A, Aθήνα, 317-364.
MacDowell, D.M., 1978, Tο δίκαιο στην Aθήνα των κλασικών χρόνων. Μτφ. Γ. Mαθιουδάκη, Aθήνα 1986.
MacDowell, D.M., Σπαρτιατικό Δίκαιο. Μτφ. N. Kονομής, Aθήνα 1988.
Nάκος, Γ.Π, 1986, Mορφές αρχαίων ελληνικών νομοθεσιών, Θεσσαλονίκη.
Tριανταφυλλόπουλος, I., 1968, Eλληνικά Δίκαια, Aθήνα, Kομοτηνή.
Allen, D., 1997, «Imprisonment in classical Athens» Classical Quarterly 47, 121-135.
Biscardi, A. (ed.), 1979, Symposion 1974. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Boegehold, A., 1995, The lawcourts at Athens. Sites, buildings, equipment, procedure and testimonia, Princeton (The Athenian Agora xxviii).
Carey, C., 1994, «Legal space in classical Athens» Greece & Rome 41, 172-186.
Carey, C., 1995, «The witness’s exomosia in the Athenian courts» Classical Quarterly 45, 114-119.
Carey, C. (ed.), 1997, Trials from classical Athens, London.
Carey, C., 1998, «The shape of Athenian laws» Classical Quarterly 48, 93-109.
Cartledge, P., Millett, P., Todd, S. (eds.), 1990, Nomos. Essays in Athenian law, politics and society, Cambridge.
Cohen, E.E., 1973, Ancient Athenian maritime courts, Princeton.
Cohen, D., 1989, «Greek law: Problems and Methods» Zeitschrift der Savigny-Stiftung fur Rechtsgeschichte. Romanistische Abteilung 106, 81-105.
Dimakis, P. (ed.), 1982, Symposion 1979. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Dover, K.J., 1968, Lysias and the Corpus Lysiacum, Berkeley.
Duxbury, N., 1989, «Foundations of legal tradition: the case of ancient Greece» Legal Studies 9, 241-260.
Fernandez Nieto, F.J. (ed.), 1989, Symposion 1982. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Foxhal, L., Lewis, A.D.E. (eds.), 1996, Greek law in its political setting. Justifications not justice, Oxford.
Gagarin, M. (ed.), 1991, Symposion 1990. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Garner, R., 1987, Law and society in classical Athens, London.
Gauthier, Ph., 1972, Symbola. Les etrangeres et la justice dans les cites grecques, Nancy.
Hansen, M.H., «One hundred and sixty theses about Athenian democracy», Classica & Medievalia 48, 1997, 205-265.
Harrison, A.R.W., 1971, The law of Athens, 2, Oxford.
Humphreys, S, 1983, The evolution of legal process in ancient Attica, in: Gabba, E. (ed.) Tria Corda. Scritti in onore di Arnaldo Biscardi, Como, 229-251.
Humphreys, S.C., 1985, «Social relations on stage: Witnesses in classical Athens» History and Anthropology 1, 313-369.
Hunter, V.J., 1993, Policing Athens. Social control in the Attic lawsuits, 420-320 B.C., Princeton.
Isager, S., Hansen, M.H., 1975, Aspects of Athenian society in the fourth-century B.C. A historical introduction to and commentary on the paragraphe-speeches and the speeches Against Dionysodorus in the Corpus Demosthenicum (xxxii-xxxviii and lvi). Τransl. J.H. Rosenmeier, Copenhagen.
Loraux, N., 1995, «Le proces athenien et la justice comme division» Archives de hilosophie du Droit 39, 25-37.
MacDowell, D.M., Athenian homicide law in the age of the orators, Manchester 1963.
MacDowell, D.M., The law in classical Athens, London 1978.
MacDowell, D.M., 1995, Aristophanes and Athens. An introduction to the plays, Oxford.
Maio, D.P., 1983, «Politeia and adjudication in fourth-century B.C. Athens» American Journal of Jurisprudence 28, 16-45.
Modrzejewski, J., Liebs, D. (eds.), 1982, Symposion 1977. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Nenci, G., Thur, G. (eds.), 1990, Symposion 1988. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Osborne, R.G., 1985, «Law in action in classical Athens» Journal of Hellenic Studies 105, 40-58.
Sinclair, R.K., 1988, Democracy and participation in Athens, Cambridge.
Slater, W.J., 1995, «The theatricality of justice» Classical Bulletin 71, 143-157.
Thur, G., (ed.), 1985, Symposion 1985. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Thur, G. (ed.), 1994, Symposion 1993. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Thur, G., Velissaropoulos-Karakosta I. (eds.), 1997, Symposion 1995. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
Todd, S.C., 1990, «Lady Chatterleys’ lover and the Attic orators: the social composition of the Athenian jury» Journal of Hellenic Studies 110, 146-173.
Todd, S.C., 1993, The shape of Athenian law, Oxford.
Travlos, J., 1971, Pictorial dictionary of ancient Athens, London.
Wolff, H.J. (ed.), 1971, Symposion 1971. Vortrage zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte, Koln.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΙ ΚΟΜΒΟΙ: geocities.com/ekeied/sfu.ca/nomoi/