Μασσαλία η ελληνική
Η Μασσαλία, η περήφανη ελληνική πόλη της δυτικής Μεσογείου, αποτελεί σήμερα μια μεγαλούπολη της γαλλικής Ριβιέρας. Στον αρχαίο λιμένα βρίσκουν σήμερα καταφύγιο τα σκάφη αναψυχής των κροίσων. Ακριβώς στην είσοδο του λιμένος όμως, το γαλλικό κράτος, το οποίοι ως φαίνεται τιμά τους ήρωες, ακόμα και αν δεν του ανήκουν, αντιθέτως με το σύγχρονο ελληνικό, έχει τοποθετήσει δύο μεγαλόπρεπους ανδριάντες, δύο Ελλήνων θαλασσοπόρων, του Πυθέα και του Ευθυμένη. Οι δε ανδριάντες του στέκουν δίπλα σε μια ορειχάλκινη πλάκα στην οποία αναγράφεται: «Εδώ, 600 έτη π.Χ. Έλληνες ναυτικοί ίδρυσαν την πόλη της Μασσαλίας, προερχόμενοι από την μικρασιατική πόλη της Φώκαιας. Από εδώ ο πολιτισμός εξαπλώθηκε προς τη Δύση».

Ποίοι όμως ήτο οι δύο αυτοί Έλληνες θαλασσοπόροι. Τόσο ο Πυθέας, όσο και ο Ευθυμένης παραμένουν έως τις ημέρες μας δύο αινιγματικές προσωπικότητες. Ο πρώτος ταξίδευσε έως τα πέρατα του βορείου Ατλαντικού και ο δεύτερος εξερεύνησε τις δυτικοαφρικανικές ακτές, τουλάχιστον έως τη Σενεγάλη. Και οι δύο έζησαν τον 4ο αιώνα π.Χ. την εποχή που ο Ελληνισμός, χάρη στον Μ. Αλέξανδρο είχε φθάσει στο απόγειο της ισχύος του και είχε εξαπλώσει τον πολιτισμό του σε όλη την Ανατολή.
Η Μασσαλία ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους από την Φώκαια της Μικράς Ασίας, περί το 600 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Στράβων, οι Φωκαείς οδηγήθηκαν στον κόλπο της Μασσαλίας από την ιέρεια της Εφεσσίας Αρτέμιδος Αριστάρχη. Περίπου 50 έτη αργότερα Φωκαείς άποικοι θα ιδρύσουν και την Αλάλια στην Κορσική. Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Έλληνες επισκέπτονταν τα ύδατα της δυτικής Μεσογείου. Τουλάχιστον από τους μινωικούς χρόνους έχουμε αποδείξεις της ελληνικής παρουσίας, έως και την Ιβηρική χερσόνησο.
Οι Φωκαείς ήρθαν σε σύγκρουση τόσο με τους ελληνικής καταγωγής Ετρούσκους, όσο και με τους Κέλτες. Παράλληλα όμως ανέπτυξαν και το εμπόριο από τη μια άκρη της Μεσογείου έως την άλλη. Τα πλοία της Μασσαλίας μετέφεραν αττικούς αμφορείς και ελαιόλαδο, από τη μητέρα πατρίδα, στις ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος και στην νέα πατρίδα, τη Μασσαλία. Από την άλλη πλευρά οι Μασσαλιώτες μετέφεραν μέταλλα και λλες πρώτες ύλες στην μητροπολιτική Ελλάδα, έως και τη Ρόδο και τη Μικρά Ασία. Η πόλη σταδιακά ανδρώθηκε και ενδυναμώθηκε οικονομικά και πολιτικά.
Το πολίτευμα της ήταν τιμοκρατικό. Την πόλη κυβερνούσε άριστα το συμβούλιο των 600 «Τιμούχων». Ήταν τόσο άριστη η διοίκηση μάλιστα της πόλεως, ώστε ο μέγας Αριστοτέλης κάνει εκτενή λόγο για αυτήν στα «Πολιτικά» του. Οι νόμοι ήσαν επίσης αυστηροί. Απαγορευόταν στις γυναίκες η κατανάλωση κρασιού. Απαγορευόταν η βωμολοχία, ακόμα και στο θέατρο, όπως επίσης ο υπερκαταναλωτισμός, η επίδειξη πλουτισμού, οι πολυτελείς κηδείες. Κάθε ξένος που εισερχόταν στην πόλη υποχρεώνονταν να παραδώσει τον οπλισμό του, ενώ κάθε ξένος που κρίνονταν επικίνδυνος απελαύνονταν.
Η πόλη συνδεόταν με τις γειτονικές ελληνικές πόλεις, την Ολβία, την Αντίπολη (σημερινή Αντίμπ), την Νίκαια. Επίσης είχε δημιουργήσει εμπορικούς σταθμούς, οχυρά σε όλο το μήκος των ακτών του κόλπου του Λέοντος, στις μεσογειακές γαλλικές ακτές, έως τις ανατολικές ακτές της Ιβηρικής. Ένας εμπορικός σταθμός είχε ιδρυθεί στις όχθες του ποταμού Ωντ (αρχ. Αραύριος), ο οποίος όμως επικοινωνούσε με τον ποταμό Γαρούνα και με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Μπάρι Γκανλάιφ, υποστηρίζει ότι το πέρασμα αυτό από την Μεσόγειο στον Ατλαντικό ήταν σε χρήση επί χιλιετίες.
Οι Μασσαλιώτες, όπως και οι Μινύες, Μινωίτες και Μυκηναίοι πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν τον ρου των μεγάλων ποταμών για να προχωρήσουν στα ενδότερα της Γαλλίας. Μέσω του Ροδανού οι Έλληνες, προχωρούσαν έως τη Λυών και τη Ντιζόν, στην καρδία της σημερινής Γαλλίας. Ελληνικά έργα έχουν βρεθεί έως και την περιοχή της Βουργουνδίας, στη βόρειο Γαλλία, στα σημερινά σύνορα με το Βέλγιο και ακόμη και στην Στουτγκάρδη της σημερινής Γερμανίας και στην Αυστρία. Οι Έλληνες της Μασσαλίας, της Αντίπολης, της Νίκαιας, της Ολβίας και του Μόνικου (σημ. Μονακό) ευημερούσαν χάρις στο εμπόριο, έχοντας επιβληθεί πολιτισμικά στους βαρβάρους γείτονές τους.
Η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 49 π.Χ. Παρόλα αυτά συνέχιζε να ακμάζει ως και σήμερα.