Ετικέτες

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Διαβάζοντας για το φασισμό ενώ ο Βορίδης αγόρευε…

 
voridis_hitlerτης Αγγελικής Μπούμπουκα

Ημέρα που ο Μάκης Βορίδης πήρε τη θέση του πρωθυπουργού στο βήμα της Βουλής, για να ορίσει ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί Έλληνες, έτυχε να είναι μια από εκείνες που διάβαζα την Τριλογία του Φασισμού, του Λουκαρέλι. Η σύμπτωση δεν θα μπορούσε να είναι πιο σατανική.

Ο Κάρλο Λουκαρέλι δεν είναι απλώς ο συγγραφέας τριών αστυνομικών μυθιστορημάτων που εκτυλίσσονται την περίοδο της πτώσης του καθεστώτος του Μουσολίνι (από τον Απρίλιο του 1945 μέχρι και τον Απρίλιο του 1948), αλλά κι ένας μελετητής της σκοτεινής περιόδου του φασισμού στην Ιταλία. Το πολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο στις ιστορίες που συνθέτουν την τριλογία με ήρωα τον αστυνομικό επιθεωρητή Ντε Λούκα, βασίζεται σε βαθιά έρευνα σε ντοκουμέντα και ιστορικά έγγραφα καθώς και σε συνεντεύξεις συνταξιούχων αστυνομικών που είχαν δουλέψει υπό το φασιστικό καθεστώς.
Πέρα, όμως, από την αξία που έχουν τα ίδια τα μυθιστορήματα, η συγκεκριμένηΤριλογία του Φασισμού από τις εκδόσεις Κέδρος, περιλαμβάνει ένα επίμετρο τουΔημήτρη Γιατζουζάκη, για την άνοδο και την πτώση του φασισμού, που βοηθά τον αναγνώστη να προσανατολιστεί ιστορικά. Διαβάζοντάς αυτές τις 14 σελίδες σήμερα, στην Ελλάδα του 2014, είναι σαν να σου δίνουν ένα λεξικό για να αποκρυπτογραφήσεις μια επικαιρότητα που διαρκώς μεταμφιέζεται. Οι παραλληλισμοί με τη σημερινή ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι συχνά ανατριχιαστικοί. Ξαφνικά η συγκεκριμένη εικόνα του Μάκη Βορίδη στη Βουλή και όσα αυτή συμβολίζει, μοιάζουν να παίρνουν πιο ξεκάθαρα τη θέση που τους αρμόζει στον ιστορικό κύκλο που διανύουμε.

Αντί άλλου σχολίου, και αντί άλλης επετειακής αναφοράς στην 28η Οκτωβρίου, παραθέτω εδώ ένα από τα πιο διαφωτιστικά αποσπάσματα του συγκεκριμένου επίμετρου, με υπότιτλο «Ίδρυση του Φασιστικού Κόμματος και ανοχή της κοινωνίας (1914-1922)»:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μουσολίνι ήταν πράγματι άνθρωπος της δράσης, χαρακτήρας μαχητικός και φιλοπόλεμος, με ισχυρή θέση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ως το 1914. Τον Οκτώβρη του 1914, ενώ είναι διευθυντής της εφημερίδας του κόμματος Avanti!, παραβαίνει την κομματική γραμμή και πρεσβεύει την εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Αυστρίας. Το κόμμα τον αποκηρύσσει. Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, που κατά τη διάρκειά του οι Ιταλοί είπαν το δικό τους επικό ΟΧΙ στους Γερμανούς, ο Μουσολίνι ιδρύει το δικό του κόμμα και καλεί τους απόμαχους να συνταχθούν μαζί του για να δώσουν νέες μάχες. Ο πόλεμος όμως έχει τελειώσει. Οι μάχες ενάντια σε ποιους θα γίνονταν; Ενάντια στους σοσιαλιστές, που το κίνημά τους είχε τεράστια δύναμη όχι μόνο στο κοινοβούλιο αλλά και στο λαό του βιομηχανοποιημένου Βορρά. Οι διεκδικήσεις των σοσιαλιστικών συνδικάτων μεγαλώνουν, οι κινητοποιήσεις τους είναι όλο και πιο μαζικές, όλο και πιο βίαιες. Σύντομα οι φασίστες θα απαντήσουν με βίαιες καταλήψεις με ακόμη μεγαλύτερη βία και απροκάλυπτη τρομοκρατία. Στο κάλεσμα του Μουσολίνι ανταποκρίνονται οι βετεράνοι του πολέμου, ανεπάγγελτοι που είχαν καταταγεί ως εθελοντές και που με το τέλος του πολέμου είχαν μείνει χωρίς δουλειά και τώρα απασχολούνται ως επαγγελματίες της δράσης, δηλαδή ως τραμπούκοι. Επίσης ανταποκρίνονται εθνικιστές πολιτικάντηδες, όπως ο Φαρινάτσι, που επικαλούνταν τις μεγάλες νίκες του ιταλικού στρατού, τις ποτισμένες με αίμα νότιες Άλπεις, πολεμώντας όμως από το σαλόνι του σπιτιού τους. 
Να λοιπόν ποιοι είχαν ανάγκη αυτή τη δράση και ποιοι τη χρειάζονταν. Ψυχολογικά την είχαν ανάγκη όσοι ήσαν δυσαρεστημένοι από τις ταπεινωτικές εδαφικές διευθετήσεις της μετριοπαθούς κυβέρνησης Τζιολίτι μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Άλλο τόσο την είχαν ανάγκη και όσοι φοβούνταν τη δύναμη του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος. Πρακτικά όμως τη χρειάζονταν οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλοκτηματίες, που ήθελαν κάποιον ικανό να χαλιναγωγήσει όλους εκείνους τους «αλήτες»: τους αναρχικούς, τους σοσιαλιστές και τους κομουνιστές, που ξεσήκωναν τον κοσμάκη.
Έτσι η μεγάλη υπόσχεση που έδινε το φασιστικό κίνημα στους υποστηρικτές του ήταν να ξαναδώσει στην πατρίδα και στο έθνος την ιερή τους σημασία και να βάλει τάξη στην «αταξία» που είχαν φέρει οι σοσιαλιστές. Πώς; Στην αρχή δέρνοντας και αργότερα σκοτώνοντας. Τον Απρίλιο του 1919 γίνεται η πρώτη σύγκρουση μεταξύ φασιστών και σοσιαλιστών στο Μιλάνο. Φασίστες φοιτητές, εθελοντές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, χτυπούν μια εργατική απεργία και με την ανοχή της αστυνομίας καταστρέφουν τα γραφεία της εφημερίδα Avanti!, που κάποτε είχε διευθυντή της τον ίδιο τον Μουσολίνι. Ο Ντούτσε παίρνει το αίμα του πίσω.
Λίγους μήνες αργότερα, το 1920, οι σοσιαλιστές κάνουν καταλήψεις στα εργοστάσια. Στην ύπαιθρο, από την Μπολόνια ως τη Φεράρα, ξεσηκώνονται και φωνάζουν: «Δώστε τη γη στους αγρότες». Σ’αυτές τις περιοχές, τις λεγόμενες «κόκκινες», όπου το αριστερό κίνημα είναι δυνατό, φουντώνει και ο φασισμός. Γρήγορα τάσσονται στις γραμμές του πρόσωπα όπως ο Μπάλμπο και του δίνουν τη στρατιωτική οργάνωση κι εκείνο το στρατοκρατικό ύφος που τον χαρακτηρίζουν. Το Φασιστικό Κόμμα αποκτά 300.000 εγγεγραμμένους και 2.000 τοπικές οργανώσεις.
Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο δύο συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ιταλία, των σοσιαλιστών και των καθολικών. Ένα άλλο μεγάλο στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος, ο Γκράντι, καταλαβαίνει τη σημασία του συνδικαλισμού και δημιουργεί τα φασιστικά συνδικάτα. Όλα αυτά γίνονται με την οικονομική υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης, με χρήματα και εισφορές από τους μεγαλοκτηματίες και τους βιομήχανους. Ορισμένοι μάλιστα βιομήχανοι είναι Εβραίοι και δεκαπέντε χρόνια αργότερα οι φασίστες που χρηματοδοτούν θα είναι εκείνοι που θα τους βάλουν στα βαγόνια για το Άουσβιτς.
Όμως ο φασισμός δεν έχει έρεισμα μόνο στους μεγαλοαστούς, που βλέπουν τους φασίστες σαν πληρωμένα μαντρόσκυλα, τα οποία θα τους προφυλάξουν από τους σοσιαλιστές. Έχει έρεισμα στους μικρομεσαίους επαγγελματίες και στους μικροαστούς. Πολλοί από αυτούς υπήρξαν εθελοντές που πολέμησαν και έχασαν συντρόφους τους στις μάχες και τώρα είναι απογοητευμένοι από τη μετριοπαθή κυβέρνηση που δε διεκδίκησε τα εδάφη της στα βορειοανατολικά σύνορα και δείχνει εξοργιστική ανοχή στις βίαιες κινητοποιήσεις των σοσιαλιστών. Πράγματι, η στάση του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Τζιολίτι ήταν πολύ παράξενη. Αν ζούσε σήμερα ο Πλούταρχος, θα έγραφε άλλο ένα ζεύγος βίων παράλληλων: Τζιολίτι-Βενιζέλος.
Ο Τζιολίτι είναι φιλελεύθερος, προσπαθεί να συμβιβάσει τα συμφέροντα των μεγαλοαστών με τα δίκαια των λαϊκών στρωμάτων. Συνεργάζεται με τους σοσιαλιστές από το 1900 και φτιάχνει κυβερνήσεις μαζί τους. Τώρα είναι πρωθυπουργός και ακολουθεί μια διπρόσωπη πολιτική. Αφενός κρατά συμβιβαστική στάση απέναντι στους σοσιαλιστές, δε διατάζει την αστυνομία να καταπνίξει τις απεργίες τους, δεν επεμβαίνει στις καταλήψεις τους, ακόμη κι αν συχνά τα αιτήματά τους είναι από παράλογα μέχρι ουτοπικά. Πιστεύει πως αφήνοντας τους αγρότες να καταπατούν τα αγροτεμάχια των τσιφλικάδων και τους εργάτες να κάνουν καταλήψεις στα εργοστάσια, θα τους κάνει να καταλάβουν πως η ιδέα της αυτοδιοίκησης είναι μια χίμαιρα και πως δεν μπορούν να διοικήσουν τα εργοστάσια μόνοι τους. Αφετέρου δείχνει ανοχή και απέναντι στους φασίστες, αφήνοντας τους να δέρνουν και να τρομοκρατούν τους σοσιαλιστές.
Σκοπός του είναι να αφήσει αυτές τις δύο θερμοκέφαλες παρατάξεις να συγκρούονται παρασυρμένες από την ουτοπική ιδεοληψία τους, μέχρι να εξαντληθούν και να τον αφήσουν να διοικήσει τη χώρα όπως μόνο αυτός ξέρει. Από αυτή την ανοχή κερδισμένος βγαίνει πάλι ο Μουσολίνι, γιατί το κόμμα του αποκτά τώρα οπαδούς και από τα συντηρητικά μικροαστικά στρώματα: τους δημόσιους και ιδιωτκούς υπαλλήλους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους εμπόρους, όλους αυτούς τους μικρονοικοκύρηδες που θέλουν να πηγαίνουν ήσυχοι στη δουλειά τους και όχι μόνο ενοχλούνται από τις απεργίες των τραμ, αλλά φοβούνται πως όλα αυτά δεν είναι παρά η αρχή μιας επανάστασης μπολσεβίκων, που θα ξεσπάσει και θα τους κάνει να χάσουν τα σπίτια τους.
Δύο χρόνια αγρότερα, το 1922, ο Τζιολίτι δεν είναι πια πρωθυπουργός, αλλά ελέγχει το κοινοβούλιο υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του Φάκτα. Τότε ο Μουσολίνι κάνει τη μεγάλη έκπληξη και ο Τζιολίτι απαντά με μια ακόμη μεγαλύτερη: Ο Μουσολίνι μαζεύει τους μελανοχίτωνές του από το βορρά και κάνει πορεία προς τη Ρώμη. Ο Τζιολίτι, αντί να συμβουλέψει το βασιλιά και τον Φάκτα να κηρύξουν στρατιωτκό νόμο στη χώρα και να στείλουν το στρατό να σταματήσει τις ορδές των φασιστών, τους συμβουλεύει να σχηματίσουν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μουσολίνι . Πιστεύει πως δίνοντας μερικά υπουργεία σ’αυτό το λαοπλάνο, θα μπορέσει να τον τυλίξει, όπως είχε κάνει και στις αρχές του 1900 με τους σοσιαλιστές. Σαν το βοσκό του Αισώπου, ζεσταίνει στον κόρφο του το παγωμένο φίδι που θα τον δαγκώσει. Όμως το δάγκωμα δεν είναι αμέσως θανατηφόρο, είναι γλυκό και μακρόσυρτο σαν υπνωτικό.
Ο Μουσολίνι ξέρει καλύτερα από τον Τζιολίτι να κερδίζει συμμάχους. Εξάλλου ο Τζιολίτι έχει αρχές, οι αρχές του είναι φιλολαϊκές, κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Αντίθετα, ο Μουσολίνι , όπως δηλώνει και στην ιταλική εγκυκλοπαίδεια, δεν έχει θεωρητικές αρχές, είναι λαϊκιστής αλλά και αντιλαϊκός. Δεκαπέντε μέρες μετά από το σχηματισμό της πρώτης του κυβέρνησης, καταργεί το νόμο του Τζιολίτι που φορολογούσε όλες τις μετοχές. Ένα χρόνο αργότερα καταργεί το νόμο περί φόρου κληρονομίας. Και τους δύο αυτούς νόμους ο Τζιολίτι τους είχε κάνει με σκοπό να βοηθήσει τους άκληρους και να φορολογήσει τους πλούσιους. Με την κατάργησή τους όσοι έχουν περιουσίες, ακόμα και οι πιο φιλελεύθεροι, αρχίζουν να γλυκαίνονται από το φασισμό.
Τον Οκτώβρη του ’22 το Φασιστικό Κόμμα έχει μόνο 35 βουλευτές σε ένα κοινοβούλιο 353 εδρών. Τα διάφορα κοινωνικά στρώματα που αναφέραμε πιο πριν νόμιζαν πως ο φασισμός είναι ένα περαστικό σύμπτωμα, σαν μια γρίπη. Όπως και ο ίδιος ο Τζιολίτι, ανέχονται το φασισμό, άλλοι τον θεωρούν δυσάρεστο αλλά χρήσιμο, άλλοι εν μέρει τον θαυμάζουν και εν μέρει τον αντιπαθούν , ενώ γνήσιοι φασίστες είναι λίγοι. Αυτό αποδεικνύεται αργότερα από την παντελή έλλειψη εθελοντών που χαρακτηρίζει την επιστράτευση για το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
Αργότερα, το Φεβρουάριο του ’29, ο Ντούτσε τα βρίσκει με την Αγία Έδρα του Πάπα και υπογράφει τη συμφωνία του Λατεράνο, ρυθμίζοντας έτσι οριστικά τις σχέσεις την Πολιτείας με την Εκκλησία και παίρνοντας με το μέρος του τους καθολικούς. Καθολικοί, εθνικιστές, μικροαστοί, μεγαλοαστοί: ένα τεράστιο μέρος του ιταλικού λαού, καθένας για διαφορετικούς λόγους, γίνονται σιγά σιγά «παθητικοί φασίστες».»

Όπως υπενθυμίζει, στη συνέχεια ο Δ.Γιατζουζάκης, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μαζί και η Ελλάδα, ακολούθησαν το παράδειγμα της Ιταλίας, με τις ολιγαρχίες να στηρίζουν τις φασιστοειδείς πολιτικές παρατάξεις. Αλλά αυτό είναι πολλές άλλες και μεγάλες ιστορίες.

Η σύνθεση της φωτογραφίας είναι δανεισμένη από τη σελίδα Damian Mac Con Uladh στο Facebook.

Από:http://thecricket.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου