Γράφει: Κωστής Μαργιόλης
Το καλοκαίρι θέλει θαλασσινά στο τραπέζι, φρέσκα κατά προτίμηση, αλλά στην ανάγκη και μια μακαρονάδα με γαρίδες αγορασμένες από το σούπερ μάρκετ δεν είναι άσχημη. Κι επειδή η πρακτική του μποϊκοτάζ δεν μου λέει και πολλά, υπόσχομαι στον εαυτό μου την επόμενη φορά που θα κάτσω με φίλους παρά θιν’αλός για ούζα, χταποδάκι και καλαμαράκια να τους πω τουλάχιστον την ιστορία που κρύβεται πίσω από την αλυσίδα της αλίευσης, συσκευασίας και εμπορίας θαλασσινών στην Ταϊλάνδη. Μια ιστορία σύγχρονης σκλαβιάς για γερά στομάχια.Η Ταϊλάνδη είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας γαρίδας στον κόσμο και ο τρίτος συνολικά σε εξαγωγές ψαριών και άλλων αλιευμάτων. Οι χιλιάδες τόνοι ψαριών και θαλασσινών που αλιεύονται κάθε χρόνο στα ανοικτά του Κόλπου της Ταϊλάνδης και της Θάλασσας του Ανταμάν συσκευάζονται από τους περίπου 300.000 εργάτες που απασχολούνται στον κλάδο. Ποσοστό έως και 90% των αλιευμάτων κατευθύνονται στη συνέχεια στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ανατολική Ασία ενώ τα υπόλοιπα παραμένουν στη χώρα για να θρέψουν έναν αυξανόμενο πληθυσμό που αγγίζει τα 70 εκατομμύρια.
Όμως στο Ρανόνγκ, στο μεγαλύτερο αλιευτικό λιμάνι της χώρας, οι περισσότεροι από τους 400.000 κατοίκους δεν είναι Ταϊλανδοί, αλλά Βιρμανοί. Γεγονός καθόλου παράξενο αν υπολογίσει κανείς ότι οι μετανάστες από τη γειτονική Βιρμανία ξεπερνούν συνολικά τα δύο εκατομμύρια στη χώρα. Αντίθετα με τους ντόπιους, οι ίδιοι ζουν σε γκέτο που ζέχνουν όχι μόνο από τις μυρωδιές του λιμανιού αλλά και από την ακραία φτώχεια. Σε αυτές τις παραγκουπόλεις της Ταϊλάνδης βλέπεις την άλλη όψη του «οικονομικού θαύματος» της χώρας, που επιτεύχθηκε την τελευταία εικοσαετία χάρη στην αθρόα εισαγωγή μεταναστών και την ανεμπόδιστη από το νόμο εκμετάλλευση της πάμφθηνης εργατικής τους δύναμης. Είτε σε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας στις βιομηχανίες, είτε στις πιο σκληρές δουλειές του πρωτογενούς τομέα.
Μία από αυτές είναι η δουλειά των ψαράδων στα καΐκια που σαρώνουν τα δύο μεγάλα πελάγη που περιβάλλουν την Ταϊλάνδη. Το πλήρωμα αυτών των καραβιών, που ψαρεύουν κυρίως τόνο και ταυτόχρονα όλα τα άχρηστα ψάρια (trash fish) που πιάνονται στα δίχτυα, αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μετανάστες εργάτες από τη Βιρμανία, την Καμπότζη και το Λάος.
Δουλειά τους είναι να ξεχωρίζουν τον τόνο και τη γαρίδα από τα άλλα μικρά ή μη φαγώσιμα ψάρια τα οποία προορίζονται για την παρασκευή ιχθυάλευρων (που δίνονται ως τροφή σε ιχθυοκαλλιέργειες). Πατούν μέσα στις παχύρρευστες μάζες των αλιευμάτων, τις ανακατεύουν, τις ρίχνουν σε μεγάλες δεξαμενές, οι οποίες ραντίζονται με χημικά ώστε να μη χάσουν το χρώμα τους, στη συνέχεια τις περνούν με διάφορα καρυκεύματα και στο τέλος τις καταψύχουν. Όμως η δουλειά δεν σταματάει πάνω στα βρώμικα καταστρώματα. Συνεχίζεται στα ακόμα πιο βρώμικα εργαστήρια τυποποίησης και συσκευασίας. Εκεί τα θαλασσινά πρέπει να καθαριστούν με τα χέρια, να κοπούν προσεκτικά σε κομμάτια -αν πρόκειται για καλαμάρια- ή να τους αφαιρεθεί το περίβλημα -αν πρόκειται για γαρίδες- και να τοποθετηθούν ένα-ένα στις ειδικές συσκευασίες που θα βρει μετά από μέρες ο ευρωπαίος καταναλωτής στο ράφι τού σούπερ μάρκετ.
Η δουλειά αυτών που αποτελούν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας του εμπορίου θαλασσινών ξεκινάει συνήθως στις 5:30 το πρωί, την ώρα που περνάει το φορτηγό που μεταφέρει τους εργάτες στο λιμάνι. Επισήμως ο εργάσιμος χρόνος μετράει από τις 7 και τελειώνει στις 5 το απόγευμα με ένα μικρό διάλειμμα για γεύμα ενδιάμεσα. Το μεροκάματο ξεκινάει από τα 3,5 και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 5,5 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση βρίσκεται κάτω από το ελάχιστο ημερομίσθιο των 6,7 ευρώ (300 μπατ Ταϊλάνδης) που θεσπίστηκε τον Ιανουάριο του 2013. Όμως αυτή δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πιο σοβαρή παρανομία που υφίστανται οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στον κλάδο. Άδειες δεν τους δίνονται ποτέ και όταν αρρωσταίνουν απλώς χάνουν το μεροκάματο.
Το χειρότερο είναι ότι για να πάρουν αυτά τα χρήματα οι μετανάστες θα πρέπει να έχουν αποδεχθεί τους επαχθείς όρους εργασίας που συνεπάγεται η «πρόσληψή» τους. Καταρχάς «πρόσληψη» δεν υφίσταται. Τα αφεντικά των εταιρειών ψαρεύουν το προσωπικό τους όπως ακριβώς τα ψάρια από τη θάλασσα. Η προσφορά εργασίας από Βιρμανούς μετανάστες είναι μεγάλη καθώς οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες τις οικογένειές τους για να γλιτώσουν από την πλήρη εξαθλίωση και το αυταρχικό καθεστώς (επισήμως έχει λήξει η δικτατορία που επιβλήθηκε το 1988 και η εξουσία έχει περάσει σε ελεγχόμενους από το στρατό πολιτικούς, όμως η διακυβέρνηση δεν έχει μεγάλη σχέση με αυτό που ορίζεται ως «δημοκρατία» στη Δύση). Έτσι περνούν τα σύνορα με κίνδυνο να φυλακιστούν στα συνοριακά κέντρα κράτησης μεταναστών ή να «προωθηθούν» ξανά στη χώρα τους από την ταϊλανδέζικη αστυνομία. Όσοι γλιτώνουν, πέφτουν κατά κανόνα σε χέρια κυκλωμάτων που τους υπόσχονται καλά αμειβόμενες δουλειές σε μεγάλα εργοστάσια και οικοδομές. Αντ’αυτού οι Ταϊλανδοί δουλέμποροι πουλάνε την πραμάτεια τους στους ιδιοκτήτες αλιευτικών, κοστολογώντας κατά μέσο όρο 300 ευρώ «το κεφάλι».
Πρόσφατη έρευνα της βρετανικής εφημερίδας Guardian έφερε στο φως τραγικές ιστορίες δεκάδων ανθρώπων που τιμωρούνται με βασανιστήρια προκειμένου «να κάνουν καλά τη δουλειά τους» ή εκτελούνται εν πλω με μια σφαίρα ως «ποινή» για τη μη αποδοτικότητά τους. Άλλοι εργάτες που είδαν μπροστά τους να δολοφονούνται συνάδελφοί τους, δηλώνουν ότι πολύ συχνά δέχονται να εργαστούν ασταμάτητα ακόμα και 20 ώρες προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους. Σε πολλές περιπτώσεις η ποινή για ένα λάθος ή μια καθυστέρηση είναι η πλήρης στέρηση τροφής για μια ολόκληρη μέρα ή το δέσιμο χειροπόδαρα με αλυσίδες.
Πάντως το καθεστώς της σκλαβιάς των μεταναστών που δουλεύουν για τις μεγάλες εταιρείες αλιείας στην Ταϊλάνδη δεν ήταν άγνωστο πριν τη δημοσίευση της έρευνας του Guardian. Η CP Foods -ένας από τους κολοσσούς της εμπορίας θαλασσινών στην Ταϊλάνδη που εμπορεύεται το 10% του συνολικού όγκου εξαγωγών της χώρας- παραδέχτηκε εκ των υστέρων ότι η εργασία με όρους σύγχρονης δουλείας αποτελεί μια πραγματικότητα για τον κλάδο. Διεθνείς οργανισμοί που λειτουργούν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ όπως η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) έχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η Ταϊλάνδη αποτελεί μία από τις χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό διακίνησης και εργασίας σκλάβων (ή «θυμάτων δουλεμπορίου» όπως ονομάζονται κατ’ευφημισμό) σε ολόκληρο τον κόσμο. Έρευνα του ILO που δημοσιεύτηκε το 2013 έδειξε ότι το 17% των εργαζομένων στον κλάδο της αλιείας στην Ταϊλάνδη είχαν εξαναγκαστεί να δουλέψουν με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας. Άλλωστε και η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης γνωρίζει ότι ένας από τους πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας, η εξαγωγική βιομηχανία αλιευμάτων (με ετήσιο τζίρο που ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ), στηρίζεται κατά 90% στην εργασία μεταναστών, εκ των οποίων οι 500.000 χιλιάδες ζουν σε καθεστώς παρανομίας και πλήρους εκμετάλλευσης από τα κυκλώματα των δουλεμπόρων.
Οι έρευνες έδειξαν ότι τέτοια προϊόντα βρίσκονται έτοιμα προς κατανάλωση στους καταψύκτες των μεγαλύτερων αλυσίδων λιανικής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπως η Walmart και η Carrefour. Οι εταιρείες έσπευσαν να δηλώσουν άγνοια, με την πρόφαση ότι οι προμηθευτές τους είναι πολλοί και πολύ μακριά για να γνωρίζουν με ποιο τρόπο ακριβώς παράγουν το εμπόρευμά τους. Με αφορμή «τις γαρίδες που ψαρεύουν σκλάβοι» άνοιξε και πάλι η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα ή μη ενός μποϊκοτάζ σε συγκεκριμένα τρόφιμα ή εταιρείες παραγωγής. Όπως λέει όμως κι ένα εντιτόριαλ του Guardian, όταν είναι σάπιο ένα σύστημα, δεν αλλάζεις τις διατροφικές σου συνήθειες, προσπαθείς να αλλάξεις το σύστημα.
Πηγή. http://www.toperiodiko.gr/
Μία από αυτές είναι η δουλειά των ψαράδων στα καΐκια που σαρώνουν τα δύο μεγάλα πελάγη που περιβάλλουν την Ταϊλάνδη. Το πλήρωμα αυτών των καραβιών, που ψαρεύουν κυρίως τόνο και ταυτόχρονα όλα τα άχρηστα ψάρια (trash fish) που πιάνονται στα δίχτυα, αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μετανάστες εργάτες από τη Βιρμανία, την Καμπότζη και το Λάος.
Δουλειά τους είναι να ξεχωρίζουν τον τόνο και τη γαρίδα από τα άλλα μικρά ή μη φαγώσιμα ψάρια τα οποία προορίζονται για την παρασκευή ιχθυάλευρων (που δίνονται ως τροφή σε ιχθυοκαλλιέργειες). Πατούν μέσα στις παχύρρευστες μάζες των αλιευμάτων, τις ανακατεύουν, τις ρίχνουν σε μεγάλες δεξαμενές, οι οποίες ραντίζονται με χημικά ώστε να μη χάσουν το χρώμα τους, στη συνέχεια τις περνούν με διάφορα καρυκεύματα και στο τέλος τις καταψύχουν. Όμως η δουλειά δεν σταματάει πάνω στα βρώμικα καταστρώματα. Συνεχίζεται στα ακόμα πιο βρώμικα εργαστήρια τυποποίησης και συσκευασίας. Εκεί τα θαλασσινά πρέπει να καθαριστούν με τα χέρια, να κοπούν προσεκτικά σε κομμάτια -αν πρόκειται για καλαμάρια- ή να τους αφαιρεθεί το περίβλημα -αν πρόκειται για γαρίδες- και να τοποθετηθούν ένα-ένα στις ειδικές συσκευασίες που θα βρει μετά από μέρες ο ευρωπαίος καταναλωτής στο ράφι τού σούπερ μάρκετ.
Η δουλειά αυτών που αποτελούν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας του εμπορίου θαλασσινών ξεκινάει συνήθως στις 5:30 το πρωί, την ώρα που περνάει το φορτηγό που μεταφέρει τους εργάτες στο λιμάνι. Επισήμως ο εργάσιμος χρόνος μετράει από τις 7 και τελειώνει στις 5 το απόγευμα με ένα μικρό διάλειμμα για γεύμα ενδιάμεσα. Το μεροκάματο ξεκινάει από τα 3,5 και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 5,5 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση βρίσκεται κάτω από το ελάχιστο ημερομίσθιο των 6,7 ευρώ (300 μπατ Ταϊλάνδης) που θεσπίστηκε τον Ιανουάριο του 2013. Όμως αυτή δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πιο σοβαρή παρανομία που υφίστανται οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στον κλάδο. Άδειες δεν τους δίνονται ποτέ και όταν αρρωσταίνουν απλώς χάνουν το μεροκάματο.
Το χειρότερο είναι ότι για να πάρουν αυτά τα χρήματα οι μετανάστες θα πρέπει να έχουν αποδεχθεί τους επαχθείς όρους εργασίας που συνεπάγεται η «πρόσληψή» τους. Καταρχάς «πρόσληψη» δεν υφίσταται. Τα αφεντικά των εταιρειών ψαρεύουν το προσωπικό τους όπως ακριβώς τα ψάρια από τη θάλασσα. Η προσφορά εργασίας από Βιρμανούς μετανάστες είναι μεγάλη καθώς οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες τις οικογένειές τους για να γλιτώσουν από την πλήρη εξαθλίωση και το αυταρχικό καθεστώς (επισήμως έχει λήξει η δικτατορία που επιβλήθηκε το 1988 και η εξουσία έχει περάσει σε ελεγχόμενους από το στρατό πολιτικούς, όμως η διακυβέρνηση δεν έχει μεγάλη σχέση με αυτό που ορίζεται ως «δημοκρατία» στη Δύση). Έτσι περνούν τα σύνορα με κίνδυνο να φυλακιστούν στα συνοριακά κέντρα κράτησης μεταναστών ή να «προωθηθούν» ξανά στη χώρα τους από την ταϊλανδέζικη αστυνομία. Όσοι γλιτώνουν, πέφτουν κατά κανόνα σε χέρια κυκλωμάτων που τους υπόσχονται καλά αμειβόμενες δουλειές σε μεγάλα εργοστάσια και οικοδομές. Αντ’αυτού οι Ταϊλανδοί δουλέμποροι πουλάνε την πραμάτεια τους στους ιδιοκτήτες αλιευτικών, κοστολογώντας κατά μέσο όρο 300 ευρώ «το κεφάλι».
Πρόσφατη έρευνα της βρετανικής εφημερίδας Guardian έφερε στο φως τραγικές ιστορίες δεκάδων ανθρώπων που τιμωρούνται με βασανιστήρια προκειμένου «να κάνουν καλά τη δουλειά τους» ή εκτελούνται εν πλω με μια σφαίρα ως «ποινή» για τη μη αποδοτικότητά τους. Άλλοι εργάτες που είδαν μπροστά τους να δολοφονούνται συνάδελφοί τους, δηλώνουν ότι πολύ συχνά δέχονται να εργαστούν ασταμάτητα ακόμα και 20 ώρες προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους. Σε πολλές περιπτώσεις η ποινή για ένα λάθος ή μια καθυστέρηση είναι η πλήρης στέρηση τροφής για μια ολόκληρη μέρα ή το δέσιμο χειροπόδαρα με αλυσίδες.
Πάντως το καθεστώς της σκλαβιάς των μεταναστών που δουλεύουν για τις μεγάλες εταιρείες αλιείας στην Ταϊλάνδη δεν ήταν άγνωστο πριν τη δημοσίευση της έρευνας του Guardian. Η CP Foods -ένας από τους κολοσσούς της εμπορίας θαλασσινών στην Ταϊλάνδη που εμπορεύεται το 10% του συνολικού όγκου εξαγωγών της χώρας- παραδέχτηκε εκ των υστέρων ότι η εργασία με όρους σύγχρονης δουλείας αποτελεί μια πραγματικότητα για τον κλάδο. Διεθνείς οργανισμοί που λειτουργούν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ όπως η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) έχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η Ταϊλάνδη αποτελεί μία από τις χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό διακίνησης και εργασίας σκλάβων (ή «θυμάτων δουλεμπορίου» όπως ονομάζονται κατ’ευφημισμό) σε ολόκληρο τον κόσμο. Έρευνα του ILO που δημοσιεύτηκε το 2013 έδειξε ότι το 17% των εργαζομένων στον κλάδο της αλιείας στην Ταϊλάνδη είχαν εξαναγκαστεί να δουλέψουν με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας. Άλλωστε και η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης γνωρίζει ότι ένας από τους πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας, η εξαγωγική βιομηχανία αλιευμάτων (με ετήσιο τζίρο που ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ), στηρίζεται κατά 90% στην εργασία μεταναστών, εκ των οποίων οι 500.000 χιλιάδες ζουν σε καθεστώς παρανομίας και πλήρους εκμετάλλευσης από τα κυκλώματα των δουλεμπόρων.
Οι έρευνες έδειξαν ότι τέτοια προϊόντα βρίσκονται έτοιμα προς κατανάλωση στους καταψύκτες των μεγαλύτερων αλυσίδων λιανικής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπως η Walmart και η Carrefour. Οι εταιρείες έσπευσαν να δηλώσουν άγνοια, με την πρόφαση ότι οι προμηθευτές τους είναι πολλοί και πολύ μακριά για να γνωρίζουν με ποιο τρόπο ακριβώς παράγουν το εμπόρευμά τους. Με αφορμή «τις γαρίδες που ψαρεύουν σκλάβοι» άνοιξε και πάλι η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα ή μη ενός μποϊκοτάζ σε συγκεκριμένα τρόφιμα ή εταιρείες παραγωγής. Όπως λέει όμως κι ένα εντιτόριαλ του Guardian, όταν είναι σάπιο ένα σύστημα, δεν αλλάζεις τις διατροφικές σου συνήθειες, προσπαθείς να αλλάξεις το σύστημα.
Πηγή. http://www.toperiodiko.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου