Η
Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της Ευρωπαϊκής
Ένωσης περιλαμβάνει τη σταδιακή χάραξη μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η
οποία θα μπορούσε να οδηγήσει, την κατάλληλη στιγμή, σε μια κοινή
άμυνα. Έχει ως στόχο να επιτρέψει στην Ένωση να αναπτύξει το πολιτικό
και το στρατιωτικό της δυναμικό στους τομείς της διαχείρισης κρίσεων και
της πρόληψης συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο. Συμβάλλει έτσι στη
διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, σύμφωνα με τον
Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η ΚΠΑΑ, η οποία δεν προβλέπει τη
δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού, εξελίσσεται με τρόπο συμβατό και
συντονισμένο με το ΝΑΤΟ.
Η
συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) ήταν η πρώτη που περιέλαβε διατάξεις
σχετικά με την ευθύνη της Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας και σχετικά με
το ενδεχόμενο μιας κοινής αμυντικής πολιτικής. Μετά την έναρξη ισχύος
της συνθήκης του Άμστερνταμ (1999), έχουν περιληφθεί νέα καθήκοντα στη
συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (τίτλος V), όπως τα καθήκοντα
διαχείρισης κρίσεων ή τα καθήκοντα διατήρησης της ειρήνης. Η Επιτροπή
Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ), η Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ και το
Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ (ΣΕΕΕ) αποτελούν τις μόνιμες πολιτικές και
στρατιωτικές δομές οι οποίες αντιπροσωπεύουν την αυτόνομη και
επιχειρησιακή αμυντική πολιτική είχε θέσει ως «συνολικό στόχο» να είναι
σε θέση η Ένωση να αναπτύσσει εντός 60 ημερών και να διατηρεί επί ένα
τουλάχιστον έτος στρατιωτικές δυνάμεις έως και 60.000 ανδρών.
Η
συνθήκη της Λισσαβόνας υπενθυμίζει ότι η κοινή πολιτική ασφάλειας και
άμυνας αποτελεί εγγενές στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής ασφάλειας. Η ΕΠΑΑ γίνεται «κοινή πολιτική ασφάλειας και
άμυνας» (ΚΠΑΑ) και θα μπορούσε να οδηγήσει στην κοινή άμυνα εφόσον το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση με ομοφωνία (άρθρο 42 της
συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση – ΣΕΕ). Οι αποφάσεις που αφορούν την
ΚΠΑΑ εγκρίνονται ομόφωνα από το Συμβούλιο.
Ο
ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής ασφαλείας είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή της κοινής
πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της Ένωσης και με το συντονισμό των
στρατιωτικών και μη στρατιωτικών πτυχών των λεγόμενων αποστολών του
«Petersberg» (άρθρο 43 της ΣΕΕ). Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να
συμμετάσχουν στην εκτέλεση αυτών των αποστολών στα πλαίσια μόνιμων
διαρθρωμένων συνεργασιών.
Η
συνθήκη της Λισσαβόνας ενισχύει την υποχρέωση αλληλεγγύης των κρατών
μελών και της Ένωσης σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, καθώς προβλέπει:
- «ρήτρα κοινής άμυνας» σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παράσχουν βοήθεια σε ένα από τα κράτη μέλη αν αυτό δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, και
- «ρήτρα αλληλεγγύης» (άρθρο 222 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΛΕΕ)) που επιτρέπει τη χρήση κάθε στρατιωτικού ή μη στρατιωτικού μέσου για την παροχή βοήθειας σε κράτος μέλος που έχει δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή.
Εξάλλου,
η συνθήκη της Λισσαβόνας θεσμοθετεί τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας που
δημιουργήθηκε τον Ιούλιο 2004 με κοινή δράση του Συμβουλίου. Ο
Οργανισμός αυτός είναι επιφορτισμένος με:
- την ανάπτυξη των αμυντικών δυνατοτήτων της Ένωσης, ιδίως στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων,
- την ενίσχυση των ευρωπαϊκών βιομηχανικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων στον τομέα του εξοπλισμού,
- την προώθηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα των εξοπλισμών. Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου