“Στη Ρωσία διασκεδάζουμε πίνοντας, δεν μπορούμε χωρίς αυτό”, δήλωνε τον 10ο αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση,  ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος που κυβερνούσε τους Ρως του Κιέβου, όταν επέλεξε ως θρησκεία για τους Ρώσους τον Χριστιανισμό, “ανεκτικόν” στο αλκοόλ, και όχι το Ισλάμ που αποτάσσει το οινόπνευμα. Και κατά τον 15ο αιώνα οι Σλάβοι έμαθαν να παρασκευάζουν τον λεγόμενο “οίνο από άρτο”, όπως αποκαλούνταν τότε η βότκα, η οποία εδώ και πεντακόσια χρόνια θεωρείται το ρωσικό εθνικό ποτό.

Αφορμή για ποτό δεν είναι μόνο οι γιορτές, επισκέψεις καλεσμένων ή οι επισκέψεις σε σπίτια φίλων. Παραδείγματος χάριν, μπορεί κανείς να “λουστεί”, όπως χαρακτηριστικά λένε στη Ρωσία, κάτι που αγόρασε, οτιδήποτε, ώστε να αντέξει πιο πολύ. Ωστόσο, όταν η επιθυμία το επιτάσσει, δεν υπάρχει χρεία αφορμών. Αν πει κανείς “Ο καιρός αρχίζει να κρυώνει...”, τότε σχεδόν ο οποιοσδήποτε ρώσος θα συνεχίσει χωρίς δισταγμό με την δημοφιλή ρήση: “Ε, ... ήρθε η ώρα να χτυπήσουμε;” Δηλαδή να πιούμε κάτι, για να ζεσταθούμε.
Ένα συνηθισμένο μπουκάλι βότκα περιέχει μισό λίτρο, και έτσι ονομάζεται: “Μισό λίτρο”. Αυτή η διατύπωση σημαίνει μπουκάλι βότκα, και όχι κάποιο άλλο ποτό. Για το ποτό, γενικά, χρησιμοποιείται η λέξη “βίπιβκα”, και στην αργκώ εκδοχή, “μπουχλό” ή “κιρ”, παράγωγα από τα αντίστοιχα ρήματα “μπουχάτ'” και “κιριάτ'”. Εντούτοις έχουν καταγραφεί μερικές δεκάδες ρήματα που περιγράφουν το πιοτό. Εκείνοι που οργανώνουν τη διασκέδαση των καλεσμένων σε έναν γάμο, προτείνουν συχνά ένα αγώνισμα: Ποιος θα θυμηθεί περισσότερα τέτοια ρήματα.
Από τη σοβιετική εποχή στο σήμερα
Κατά την σοβιετική εποχή, εκτός από τη βότκα, ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το πόρτο (ειδικά μεταξύ των φοιτητών). Έτσι ονομαζόταν ένα φτηνό δυνατό κρασί, το οποίο λόγω της αποφασιστικής επίδρασης στην ευχέρεια του λόγου, αποκαλούταν “μπορμοτούχα” (από το ρήμα “μουρμουρίζω”).
Όταν κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού τα ποτά τελειώνουν, προκύπτει  η ανάγκη νέων προμηθειών. Γι' αυτό συνήθως, όταν υπολογίζουν πόσα ποτά πρέπει να αγοραστούν, λένε: “Όσα και να πάρεις, θα χρειαστεί να τρέξεις”. Αυτή η περίσταση περιγράφεται με την έκφραση “στέλνω μαντατοφόρο”, η οποία αποτελεί συντετμημένη μορφή της ομοιοκατάληκτης στα ρωσικά ρήσης “Να στείλουμε μαντατοφόρο να μας φέρει λίγο κρασί;” Κατά τη σοβιετική εποχή, τα καταστήματα έκλειναν νωρίς, αλλά δεν ήταν δύσκολο να αγοράσεις βότκα από οδηγούς ταξί, φυσικά με καπέλο. Στη σημερινή Ρωσία αυτό το πρόβλημα δεν υφίστατο μέχρι προσφάτως (τα ποτά πουλιόνταν σε καταστήματα που λειτουργούσαν όλο το 24ωρο), όμως πριν από δύο περίπου χρόνια εφαρμόστηκαν περιορισμοί. Ετσι, στη Μόσχα όλα τα αλκοολούχα  (περιλαμβανομένης και της μπύρας) δεν πωλούνται μετά τις 11 το βράδυ, ενώ για την περιφέρεια της Μόσχας ισχύει το όριο των εννιά το βράδι.
Συνηθισμένη εικόνα
Ένα είδος παρωδίας της παραδοσιακής τελετής του ρωσικού γλεντιού παρουσιάζεται στην κωμωδία “Φθινοπωρινός μαραθώνιος” του σκηνοθέτη Γκεόργκι Ντανέλια. Ένας φιλόλογος από την Αγία Πετρούπολη και ένας καθηγητής από τη Δανία, φιλοξενούμενος του, δουλεύουν για  μετάφραση  Ντοστογιέφσκι, αλλά η δημιουργική εργασία αναστέλλεται από έναν γείτονα στην πολυκατοικία, υδραυλικό στο επάγγελμα, ο οποίος έχει ρεπό την Πέμπτη και θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να τους κεράσει το πρωί με ένα μπουκάλι βότκα. Λόγω της αμηχανίας να πει “όχι”, ο καθηγητής πίνει μαζί με τους υπόλοιπους. Την επόμενη στιγμή όλοι κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας, μες σε μια άβολη σιωπή, και μετά ο υδραυλικός προφέρει μια φράση, που διαδόθηκε ευρέως μετά από την ταινία: “Καλά καθόμαστε”. Δεν έχει πια νόημα για τους πρωταγωνιστές να επανέλθουν στην μετάφραση, κι έτσι ο υδραυλικός με τον Δανό συνεχίζουν να πίνουν μαζί. Μετά από ακόμη μία επίσκεψη, ο καθηγητής καταλήγει στο ειδικό ίδρυμα, εκεί όπου η αστυνομία συγκεντρώνει τους μεθυσμένους του δρόμου, ώστε να ξενερώσουν ήσυχα μέχρι το πρωί.
“Έμαθα μερικές νέες λέξεις”, λέει ο καθηγητής στον συνάδελφό του το πρωί. “Είμαι αλκάτς, σωστά;” Σωστά, αλλά όχι ακριβώς. Η ορθή μορφή αυτής της λέξης είναι “αλκάς”, πρόκειται για ένα κοινό παράγωγο της λέξης “πότης”-“μπεκρής”. Γενικά, υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στους “αλκοολικούς” και τους “μπεκρήδες”. Οι αλκοολικοί πάσχουν από οργανική εξάρτηση από το αλκοόλ, ενώ ένας μπεκρής μπορεί να πίνει (ακόμη και καταχρηστικά ), ή και να μην πίνει.
Κινηματογραφικό θέμα
Το θέμα του πιοτού παρουσιάζεται και σε άλλες ταινίες της σοβιετικής περιόδου. Στο έργο “Μοίρα ενός ανθρώπου” που κυκλοφόρησε ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '50, ένας σοβιετικός αιχμάλωτος σοκάρει τους γερμανούς αξιωματικούς με το να κατεβάζει, το ένα μετά το άλλο, τρία νεροπότηρα βότκα, τα πρώτα δύο μάλιστα χωρίς μεζέ (“ο ρώσος στρατιώτης δεν τρώει τίποτα μετά το πρώτο ποτήρι, καθώς και μετά το δεύτερο”).
Το κυριότερο, απ' αυτή την άποψη, είναι ένα καλτ έργο των μέσων της δεκαετίας του '70,  “Η ειρωνεία της τύχης”, το οποίο εδώ και μερικές δεκαετίες προβάλλεται, ανεξαιρέτως, στην τηλεόραση στις 31 Δεκεμβρίου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο πρωταγωνιστής, κάτοικος μιας τυποποιημένης νεόκτιστης πολυκατοικίας στη Μόσχα, πηγαίνει στις 31 Δεκεμβρίου στη σάουνα, παρέα με τους τρεις του φίλους, και μετά από μερικά μπουκάλια βότκα, παίρνει, αντί με έναν από τους φίλους του τον δρόμο για το σπίτι, την πτήση για το Λένινγκραντ, και μεθυσμένος, χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς σε ένα τυποποιημένο διαμέρισμα, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση, αλλά σε άλλη πόλη. Οι κωμικές συγκρούσεις με την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος στο Λένινγκραντ μετατρέπονται σταδιακά σε ρομάντζο, και στο τέλος οι ζωές και των δυο θα  έχουν αλλάξει για τα καλά.
Μεγάλο πρόβλημα
Παρά την ρομαντική προσέγγιση στο θέμα της μέθης, το ποτό παρουσίαζε κατά την σοβιετική εποχή –αλλά και σήμερα- αρκετά σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, και γι' αυτό ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που ανέλαβε πρόεδρος το 1985, εφάρμοσε αμέσως μέτρα για τον περιορισμό του. Αποκαλούνταν επίσης “ξηρός νόμος” (για την ακρίβεια στα ελληνικά, “στεγνός”), αν και δεν επικράτησε πλήρης ποτοαπαγόρευση. Ο κινηματογράφος επίσης έπεσε θύμα αυτής της καμπάνιας. Από παλιές ταινίες “κόβονταν” σκηνές πιοτού την ώρα των τηλεοπτικών προβολών.
Μετά το 1991 ένα νέο κύμα βύθισης στο οινόπνευμα σκέπασε τη Ρωσία. Τα περίπτερα ήταν γεμάτα με το εισαγόμενο οινόπνευμα “Ρογιάλ” σε συσκευασίες ενός λίτρου, ενώ η τηλεόραση, ακόμα και τις ώρες μεγάλης τηλεθέασης, διαφήμιζε τις βότκες “Σμιρνόφ”, “Ρασπούτιν”, ακόμα και – όσο παράδοξο και να ακούγεται αυτό- “Γκορμπατσόφ”. Σήμερα η κατάσταση με το αλκοόλ δείχνει πιο … πολιτισμένη. Στα ράφια των σουπερμάρκετ στοιβάζονται δεκάδες (μπορεί, και εκατοντάδες) μάρκες κάβας με “ποιητικές” ετικέτες, όμως γύρω από  το γεγονός δεν ξεσηκώνεται κάποιος –νοσηρός- ενθουσιασμός. Τώρα πια όντως, αν το θέλουμε, μια χαρά “καλά καθόμαστε”