Ετικέτες

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

αρχαίοι μύθοι και σύγχρονη ιστορία



 
 
 
 
 
 
1 Vote

Seamus Heany
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ο Απόλλων κάθε χειμώνα εγκατέλειπε τους Δελφούς και ταξίδευε προς Βορράν, στη χώρα των Υπερβόρειων· γι’ αυτό κι εγώ θα επικαλεστώ, προκειμένου να μιλήσω για την ελληνική μου εμπειρία, δύο ποιητές που έρχονται από χώρες μακρινές, πέρα από τις Άλπεις, πέρα από τον βόρειο άνεμο. Θα προσεγγίσω τους Δελφούς και την ελληνική εμπειρία, αρχαία και σύγχρονη, μέσω Ρωσίας και Πολωνίας.

του Σέημους Χήνυ
Από το βιβλίο
Η ελληνική εμπειρία, επιμ. Κίρκη Κεφαλέα, Νεφέλη, Αθήνα 2006
Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο – ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαιη λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός».
Όμως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή πατέρας μου ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας». Όμως, θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων. Ο Ερμής με το καπέλο του, το κηρύκειο και τα σανδάλια, ήταν ίδιος με τον πατέρα μου, έναν κτηνοτρόφο που κάθε εβδομάδα πήγαινε τα ζώα του στο παζάρι, φορώντας σανδάλια κι ένα πλατύγυρο καπέλο και κρατώντας πάντα μπαστούνι.
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ο Απόλλων κάθε χειμώνα εγκατέλειπε τους Δελφούς και ταξίδευε προς Βορράν, στη χώρα των Υπερβόρειων· γι’ αυτό κι εγώ θα επικαλεστώ, προκειμένου να μιλήσω για την ελληνική μου εμπειρία, δύο ποιητές που έρχονται από χώρες μακρινές, πέρα από τις Άλπεις, πέρα από τον βόρειο άνεμο. Θα προσεγγίσω τους Δελφούς και την ελληνική εμπειρία, αρχαία και σύγχρονη, μέσω Ρωσίας και Πολωνίας.
Θα αναφερθώ πρώτα απ’ όλα στον Γιόζεφ Μπρόντσκι, παιδί της Αγίας Πετρούπολης, που κατέληξε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιόζεφ μου είπε κάποτε, με τη χαρακτηριστική του σιγουριά, με το τυπικό του bravado: «Αν κάτι μας διδάσκει η τέχνη, είναι ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι ιδιωτική». Βρήκα αυτή τη σκέψη εντυπωσιακή και συγκατένευσα, αργότερα όμως αναρωτήθηκα αν πραγματικά καταλάβαινα τι εννοούσε. Και νομίζω ότι τα κατάφερα. Νομίζω πως εννοούσε ότι η καλή τέχνη μάς βοηθάει να συγκροτήσουμε τη συνείδησή μας· ότι ένα πλήρως πραγματωμένο ποίημα ή έργο μάς κάνει να νιώθουμε σταθερό το έδαφος κάτω από τα πόδια μας και από εκεί όπου στεκόμαστε να κατανοούμε καλύτερα την ανθρώπινη κατάσταση. Μια προσωπική φωνή και μια καταφατική στάση σε κάνουν να νιώθεις λιγότερο μόνος, πιο διαυγής, πιο σταθερός, πιο ισορροπημένος.
Ιδού πώς ένας άλλος Υπερβόρειος μιλάει για το ίδιο φαινόμενο. Αυτή τη φορά είναι ένας Πολωνός ποιητής, ο Στάνισλαβ Μπαράνζακ, άλλος ένας Ανατολικοευρωπαίος που εγκαταστάθηκε στην Αμερική και πρώην συνάδελφός μου στο Χάρβαρντ. «Κατά κανόνα», γράφει ο Μπαράνζακ, «υπάρχει ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στην κοινωνική εμπειρία και την ανθρώπινη ψυχή, ένα είδος μεσάζοντα τον οποίο ονομάζουμε κουλτούρα. Αν δεν υπήρχε αυτός ο διαμεσολαβητής, ο εξωτερικός κόσμος των γεγονότων και των συμβάντων και ο εσωτερικός κόσμος της γλώσσας, των συναισθημάτων και των σκέψεων θα έμοιαζαν με δύο συνομιλητές που μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες και δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσουν. Και είναι ακριβώς η κουλτούρα που μας χρησιμεύει ως διερμηνέας – ένας διερμηνέας που μας βοηθάει να καταλάβουμε τι μας λέει η πραγματικότητα…».
Ο Μπρόντσκι και ο Μπαράνζακ λένε, με τους διαφορετικούς τους τρόπους, ότι η εμπειρία της τέχνης μάς μεταμορφώνει. Ενισχύει την υποκειμενικότητά μας. Ο κόσμος έρχεται προς εμάς λεπτό το λεπτό, μέρα τη μέρα, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με κάθε είδους συναισθηματικές, επαγγελματικές και ιστορικές προκλήσεις – και ένας από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε είναι να καταρρεύσουμε, να συντριβούμε κάτω από τους τροχούς της ρουτίνας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, να περιπέσουμε σε λήθαργο και πλήξη, να χάσουμε την απόσταση από τα πράγματα, να απολέσουμε την εγρήγορση. Σε αυτή τη συνθήκη, η ποίηση και η τέχνη, και η κουλτούρα γενικά, συνθέτουν ένα σύστημα άμεσης επέμβασης που μπορεί να μας βοηθήσει όταν αισθανόμαστε παγιδευμένοι, εγκλωβισμένοι, αβοήθητοι. Έτσι ακριβώς λειτούργησε για μένα η ελληνική εμπειρία.
Αν μου ζητούσατε να μιλήσω πριν από πενήντα χρόνια για την ελληνική εμπειρία, το πρώτο πράγμα που θα μου ερχόταν στο νου θα ήταν μαρμάρινες κολόνες, ερειπωμένα αμφιθέατρα και ελληνικές υδρίες. Σήμερα, ωστόσο, η φράση ανακαλεί κάτι πιο οικείο και πιο συνδεδεμένο με τον κόσμο που γνωρίζω. Βλέπω τον Ησίοδο στις πλαγιές του Ελικώνα και αμέσως μετά τον Ιρλανδό ποιητή Πάτρικ Κάβανα στο αγρόκτημά του στην κομητεία Μόναγκαν, να οργώνουν και οι δυο το χωράφι τους, να σκαλίζουν το σκληρό χώμα, ακόμη και την ώρα που ακούνε τις μούσες να τους τραγουδούν από την άκρη του χωραφιού· βλέπω το χωριάτη που προειδοποιεί τον Οιδίποδα να μείνει μακριά από το ιερό άλσος του Κολωνού και μου θυμίζει τους χωριάτες που γνώρισα όταν μεγάλωνα στην κομητεία του Ντέρι, γέρους που φοβούνταν να κόψουν τις αγκαθιές γιατί ανήκαν στις νεράιδες κι έτρεμαν στην ιδέα να περάσουν καβάλα από ένα συγκεκριμένο αυλάκι, γιατί εκεί το άλογο ήταν σίγουρο πως θα σκοντάψει· βλέπω το φρουρό στην αρχή του Αγαμέμνονα του Αισχύλου, στη στέγη του παλατιού των Μυκηνών, φορτωμένο με μυστικά, έχοντας την επίγνωση ότι οι νικήτριες πυρές στους λόφους κάθε άλλο παρά σημαίνουν πως όλα τα δεινά και οι κίνδυνοι αποτελούν παρελθόν και αναγνωρίζω σε αυτόν τη μορφή του συγγραφέα, παγιδευμένου στην κρίση, όπως εκείνη που επικρατούσε στην Ιρλανδία στα χρόνια της αιματοχυσίας, στο Ισραήλ τον καιρό της Ιντιφάντα ή στην Αμερική την εποχή του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία». Βλέπω, με άλλα λόγια, ότι βρίσκομαι όχι απλώς σε έναν γεωγραφικό τόπο και ιστορικό χρόνο, αλλά και σε πολιτισμικό χωροχρόνο. Βλέπω επίσης τι ακριβώς εννοούσε ο Ρόμπερτ Φροστ όταν έλεγε ότι «σκοπός της εκπαίδευσης είναι να αλλάξει την οπτική γωνία».
Η «ελληνική εμπειρία» υπήρξε, για μένα, μαγική. Όσα κατά καιρούς έχω διαβάσει και έχω γράψει μου έχουν αποδείξει ότι από τη λογοτεχνία, την τέχνη και την ιστορία της κλασικής περιόδου μπορεί να αντληθεί μεγάλη ψυχική, πολιτική και καλλιτεχνική δύναμη· ότι εκεί εδρεύουν η ενέργεια και η έμπνευση. Με άλλα λόγια: η πρόκληση του ανθρωπισμού διατηρεί την ισχύ της. Πάρτε για παράδειγμα το χαρακτήρα του Νεοπτόλεμου στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή: ο Νεοπτόλεμος αποδείχτηκε για μένα καλός σύντροφος, όταν επιχείρησα μια διασκευή του έργου για έναν ιρλανδικό θίασο το 1990. Όπως και πολλοί άλλοι Ιρλανδοί συγγραφείς, πιέστηκα κατά καιρούς να ενταχθώ στη μία ή την άλλη πολιτική ομάδα· όμως, ακόμη κι αν ήμουν σύμφωνος με την ιδεολογική θέση κάποιας από αυτές, αισθανόμουν ότι αν στρατευόμουν στις τάξεις της θα πρόδιδα κάποια εσωτερική συγγραφική επιταγή να παραμείνω ανεξάρτητος. Ήταν λοιπόν μια γνήσια απελευθερωτική εμπειρία η συνάντηση με τον Νεοπτόλεμο, γιατί αμέσως αναγνώρισα την τραγική θέση στην οποία βρισκόταν· ταυτίστηκα με το διχασμό του ανάμεσα στην επιθυμία να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του και την επιθυμία να είναι πιστός στις επιταγές της πατρίδας του. Ο Νεοπτόλεμος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ηθικό δίλημμα – από τη μια η ανθρωπιά του τον καλούσε να μην προδώσει το φίλο του, Φιλοκτήτη, και από την άλλη η στρατιωτική του τιμή επέτασσε να υπακούσει τον Οδυσσέα, ο οποίος απαιτούσε από εκείνον να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη. Θα έσωζε την ψυχή του αρνούμενος να υποταχθεί ή θα την πρόδινε εις όφελος της εν όπλοις αλληλεγγύης; Ξαναζούσα, μέσω ενός κλασικού έργου, το τραγικό δίλημμα που είχα βιώσει ιδιωτικά. […]
Η κλασική Ελλάδα είναι ολοφάνερα πηγή και θησαυροφυλάκιο τέτοιων προαιώνιων μύθων και εικόνων, εικόνες που ο Γέητς ονόμαζε «εικόνες που θα συνεχίζουν / νέες εικόνες να χαρίζουν», όμως η ελληνική εμπειρία για μένα δεν είναι απλώς υπόθεση πρόσβασης στην αρχαία λογοτεχνία, στα υποβλητικά πανάρχαια τοπία. Καταλαβαίνω π.χ. τη δυσφορία που αισθάνθηκε ο Γιώργος Σεφέρης, νεαρό τότε μέλος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, όταν συνόδευσε τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών σε μια περιοδεία στη χώρα, στα 1929. Στην Ολυμπία, ο Σεφέρης προσπάθησε να τραβήξει το ενδιαφέρον του επισκέπτη σε μια χριστιανική βασιλική που είχε χτιστεί εκεί όπου παλιότερα βρισκόταν το εργαστήρι του Φειδία, για να πάρει την απάντηση, στα γαλλικά: «Δεν με ενδιαφέρει τίποτα μεταγενέστερο του τρίτου αιώνα (π.Χ.)». Χρόνια αργότερα, ο ποιητής δήλωνε ότι είχε σοκαριστεί από αυτά τα λόγια, γιατί ο υπουργός έτσι, ανέμελα, «είχε σβήσει τα φώτα, βυθίζοντας στο σκοτάδι μια περίοδο δύο χιλιάδων διακοσίων χρόνων και κάτι παραπάνω».
Όσο περνούν τα χρόνια, με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η προσπάθεια των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών να γεφυρώσουν το χάσμα, να συνδέσουν την αρχαία Ελλάδα με το ελληνικό έθνος που αναδύθηκε μετά το 1821. Έχοντας ζήσει όλη μου τη ζωή σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα αντλεί πολλά στοιχεία από τον αρχαίο κελτικό και τον πρώιμο χριστιανικό πολιτισμό, αλλά που σήμερα λειτουργεί κι αυτή ευκαιριακά σε ένα ευρύτατα αγνωστικιστικό, καταναλωτικό σύμπαν παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, διακρίνω πολλά κοινά με τη σύγχρονη Ελλάδα. Έχω διαβάσει με ενδιαφέρον τα σχετικά με την άνοδο και την πτώση της μεγάλης Ιδέας· γνωρίζω τα δεινά της Ελλάδας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, του εμφύλιου πολέμου, της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από τον Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα· ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια χρόνια πριν· για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου· ευγνωμοσύνη για την αρκούδα του Σικελιανού στην Ιερά Οδό και για την κατσίκα του Ελύτη στον βραχώδη λόφο. Και πρέπει να πω ότι πάνω απ’ όλα ευγνωμονώ τον Έντμουντ Κήλυ γιατί έκανε αυτούς τους αναγκαίους ποιητές προσιτούς στα αγγλικά.
Ας τελειώσω λοιπόν με έναν άλλο Υπερβόρειο – τον Τ.Σ. Έλιοτ και το ποίημά του «Little Gidding» από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, το οποίο συνοψίζει θαυμάσια τι σήμαινε η ελληνική εμπειρία για μένα. Είναι ένα ποίημα που ενισχύει την αλήθεια του ισχυρισμού του Μπαράνζακ ότι η κουλτούρα γενικά χρησιμεύει ως διερμηνέας της πραγματικότητας.
«Η Ιστορία μπορεί να είναι ελευθερία», λέει ο Έλιοτ, «η Ιστορία μπορεί να είναι δουλεία» – αλλά για την απελευθέρωση των πιθανοτήτων της Ιστορίας ο Έλιοτ συστήνει αυτό που ονομάζει «χρήση της μνήμης»: «Ιδού σε τι χρησιμεύει η μνήμη: γι’ απελευθέρωση – όχι λιγοστεύοντας την αγάπη αλλά εξαπλώνοντας / την αγάπη πέρα από την επιθυμία, κι έτσι απελευθέρωση / από το μέλλον καθώς κι από το παρελθόν». Και αυτή η απελευθέρωση που παρέχει η μνήμη, και ιδίως η πολιτισμική μνήμη, μας λέει ο Έλιοτ, δεν είναι μια δραπέτευση από την Ιστορία, αλλά μάλλον μας επιτρέπει να στοχαστούμε την Ιστορία και την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει από μια νέα οπτική γωνία. «Κοίταξε», συνεχίζει το ποίημα, «τώρα χάνονται τα πρόσωπα και οι τόποι», το πρόσωπο του βασιλιά της Ασίνης, το πρόσωπο του φρουρού και το πόστο του στη στέγη του παλατιού στις Μυκήνες, το πρόσωπο του Διογένη πίσω από το φανάρι να περιεργάζεται τα ανθρώπινα πρόσωπα – χάνονται και μαζί τους χάνεται και ο εαυτός «που, όσο μπορούσε, τ’ αγάπησε / για να ανανεωθεί και να μεταμορφωθεί, σ’ ένα άλλο σχέδιο».

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου