Ετικέτες

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Περί Έρωτος


undefined
Της Ελευθερίας Αναγνωστάκη-Τζαβάρα
Ποιήτριας- τ. Γ. Γ. της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Η Μεγάλη Θεά του Έρωτα, Αφροδίτη διαχρονική, μας δένει με νήματα αόρατα με τις απαρχές της ζωής. Διέρχεται στη ρευστότητα του χρόνου μ΄αποκαλυπτόμενους μηρούς, κνήμες εξαίσιες, τριαντάφυλλα στήθη, φορώντας το διάδημα της αγάπης, της κερήθρας χιτώνα διάφανο.


Με το μικρό ουράνιο τόξο του κρυφού της χαμόγελου μας δείχνει το μυστικό κήπο των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Mέσα από τον πόνο και την ηδονή, τον πόθο και την επιθυμία, υδρία πύρινη, ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά στο φως των μεταμορφώσεων, τον ιερό σύντροφό της. Χρυσίον κεκαμινευμένο λάμπει στα τρυφερά φύλλα των στεφανιών που διακοσμούν μαλλιά σγουρά και μάτια από σμάλτο, φορτισμένα μ΄έκσταση ερωτική. Στα βάθη των μελιχρών τους ματιών κλεισμένοι κρατήρες μελιού.

Κι εμείς, στο βάθος του κοίλου καθρέφτη βλέπουμε τα ερείπια των χαμένων ερωτικών μας ημερών σ΄έναν κόσμο που δεν αντέχει ν΄αντικρύσει τη Μεγάλη Θεά του Έρωτα, με την πραγματική της αστραφτερή μορφή και φοράει στο πρόσωπό μας μια προσωπίδα συνήθειας και μοναξιάς. Όμως η λάμψη της φωτίζει τη μνήμη μας. Ο Ποιητής, τη βλέπει από μακριά, πέρα από τις ανθρώπινες συνθήκες και τις σωματικές ανάγκες. Εμφανίζεται μπροστά του γονιμοποιώντας τα νερά της έμπνευσής του και της καλλιτεχνικής του δημιουργίας με τον Έρωτα. Είμαι ερωτευμένος, πάει να πει, κατοικούμαι από τον Έρωτα.

Είτε όμως πρόκειται για Εκείνον που ο Ησίοδος στη Θεογονία του αναφέρει, ως τον ωραιότερο των Αθανάτων, έτοιμο να κόψει τα μέλη των Θεών, αλλά και να λυγίσει στα στήθη των ανθρώπων την Ψυχή τους και να σβήσει την περίσκεψη του νου τους, είτε ακόμη πρόκειται για τον πλατωνικό Έρωτα τον φιλόσοφο αυτόν που ούτε «ως Αθάνατον πέφυκεν, ούτε ως θνητός», το μονίμως περιπλανώμενο μεταξύ σοφίας και αμαθείας.

Όμως τί είναι ο Έρωτας; Τι είναι αυτή η επιθυμία για ένωση που μας ωθεί ακατάπαυστα στην αναζήτηση του άλλου μας μισού; Μ΄ακούς Φαίδρε, δεν έχω άλλη επιλογή από το καλύτερο και ωραιότερο του Άλλου, φροντίζοντας να κάνω αμφίδρομα το ίδιο προς αυτόν. Στη διάθεσή μου έχω λόγια και πράξεις. Μέσα μου Έρωτας και Λόγος ζουν και δρουν ασταμάτητα. Δημιουργούν εστίες ζωής, τις γραμμένες λέξεις. Σαν τα τριαντάφυλλα, κάθε μια γεννιέται και μεταμορφώνεται, ζει και βιώνει, πριν στη συνέχεια κάποια στιγμή μαραθεί, χάσει τα νοητικά της πέταλα για να πέσει στη γη του σώματος και γίνει με τη βροχή των δακρύων και τον πυρφόρο αγέρα των παθών, λίπασμα ποίησης.

Υλικό που Έρωτας και Λόγος θα χρησιμοποιήσουν για τη δημιουργία καινούριων ρόδινων κραδασμών. Ο Ποιητής ορίζει ξανά και ξανά το ψυχικό του πεδίο, γίνεται το αστρικό κοίλον όπου εγγράφεται ο κόσμος νέος. Μετά την πρώτη αναγνώριση, γίνεται ο Μάντης της αμετάθετης αρχής όπου κάθε σκοπός αρχίζει και τελειώνει σαν τ΄άστρα που αναβοσβήνουν στο αρχαϊκό παλάτι της Νύχτας των αισθήσεων. Εκεί θ΄ανυψωθούν όλα κι εκεί θα στερεωθούν κι αν είναι δυνατόν θα λάμψουν για πάντα. Ο Ποιητής γίνεται ο βαθυκύανος Ωκεανός που κάνει μαγικές τις εικόνες της πραγματικότητας, γίνεται ο απίθανος Γαλαξίας που αναστρέφεται ψηλά, φτάνει την ύπαρξή του στα όρια. Εκεί που δακρύζει, ανθίζει ο χρόνος. Βαδίζει κι η Τέχνη του, ένα διάφανο αίνιγμα. Ακίνητος στέκεται και διαλογίζεται κάτω από το ζενιθιακό φως κι είναι το χαμόγελό του, αόρατος διάδρομος Ελευθερίας. Τον λούζει το νερό της Αυγής ανάμεσα σε δέντρα, πέτρες και φυτά πλημμυρισμένα στο υγρό φως κι αυτό αγγίζει τον αγέρα, σώμα δίχως σώμα, πρόσωπο δίχως μάτια.

Η θέαση του ανοίγει άλλες πόρτες, μυστικές. Οι αποτρόπαιοι βράχοι, το άγαλμα κι ο καθρέφτης, τα νεογνά φτερά μιας Νίκης χρυσίζουσας, το τραγούδι των Σειρήνων, σμίγουν με τον ακανόνιστο ρυθμό της συστολής και διαστολής της καρδιάς του. Στίχοι μεγάλοι και μικροί αναπηδούν στο φως της Σελήνης σαν ερίφια που ονειρεύονται μετά την καταιγίδα. Αγγίζουμε τις σκέψεις που έκανε και βλέπουμε τα ίχνη των λόγων του, άλλοτε σαν ήχο βημάτων των πλανωμένων υδάτων πάνω σε λείες πέτρες κι άλλοτε το χειμαρρώδη λόγο του να προχωράει ανάμεσα σε οβελίσκους και σπασμένες αψίδες, ακρωτηριασμένα επιγράμματα και κοιμητήρια ονομάτων. Ανοίγει μια μεγάλη παρένθεση όπου φλέγονται και λάμπουν νοητικά αρχιπελάγη. Ακολουθώντας μια Ιδέα ακινητοποιείσαι σε Κόλπους και Δέλτα, διαιρείσαι σε Μαιάνδρους όπου το σκοτάδι προχωρά προς το Κέντρο της Φωτιάς που είναι νοητή αλλά από μακριά πυρπολεί τα πράγματα και τις αισθήσεις.

Λάμπει η σεληνιακή του πλευρά και διαρρηγνύει το κέλυφος της συναισθηματικής μας πείνας με συμπυκνώσεις της νύχτας κι αχτιδοβόλημα του Ήλιου. Ξεγυμνώνει την πραγματικότητα σα μια πεταλούδα π΄ανοίγει τα φλεγόμενα φτερά της και στέκεται πάνω από το κεφάλι μας με χιλιάδες ανταύγειες. Η Γνώση, πυρακτωμένος θησαυρός, σκορπίζεται μέσα στο χρυσάφι των θείων σου βοστρύχων Έρωτα. Μας περιτριγυρίζεις, οπισθοχωρείς, λεπταίνεις σαν μια κλωστή ψυχρής βελόνας και μας διαπερνάς εισχωρώντας μέσα μας.

Δεν μπαίνεις, δε βγαίνεις, δεν υπάρχει μέσα κι έξω, μόνο ο Χρόνος χωρίς Θύρες και Συ σταματάς και μας κοιτάζεις…Ο χιτώνας σου, έν΄αστραποβόλημα αστερισμών. Τα μάτια σου είναι η Πύλη που περνάει το εικονιστικό φορτίο της Μνήμης. Τα πράγματα βουλιάζουν μέσα στη ρευστότητα των αισθημάτων και τα Είδωλα των παθών μας ανεβαίνουν επάνω στην επιφάνεια και καταργούν το Χρόνο, τον αναστέλλουν. Ο Ποιητής που τον βασάνισε η τυραννία της Σάρκας δακρύζει μπροστά στη θέα της Ομορφιάς.

Γιατί η Ομορφιά Φαίδρε μου, και μόνον η Ομορφιά είναι αξιέραστη κι ορατή μαζί. Γιατί η Ομορφιά είναι, και πρόσεξέ το αυτό, η μόνη μορφή του πνευματικού που μπορούμε να συλλάβουμε με τις αισθήσεις μας και ν΄αντέξουμε με τις αισθήσεις μας. Διαφορετικά, τι θα γινόταν, αν το Θείο, αν ο Λόγος κι η Αρετή κι η Αλήθεια ήθελαν να εμφανιστούν στις αισθήσεις μας. Δε θα αφανιζόμασταν και δε θα καιγόμασταν από τον Έρωτα, όπως έναν άλλο καιρό η Σεμέλη, η Μητέρα του Διόνυσου μπροστά στο Δία;

Η Ομορφιά είναι λοιπόν ο δρόμος του αισθαντικού προς το Πνεύμα κι ο ΄Ερως βρίσκεται μέσα στο Λόγο. Στο γνήσιο έργο Τέχνης θα υπάρχει πάντα το Μυστήριο της προέλευσής του, δηλαδή το μυστήριο της ανεξήγητης και άφθαρτης από το χρόνο δύναμής του. Η Ποίηση, κατοικώντας τον Ποιητή τον υποχρεώνει όπως ο Έρωτας τον ερωτευμένο, να γίνει προέκταση των επιθυμιών της. Η Ποίηση προέρχεται από το ρήμα «ποιείν» το οποίο σημαίνει φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου, κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ, εκτελώ. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μιαν ενεργειακή κατάσταση η οποία λαμβάνει χώρα διαμέσου της σωματικής παρουσίας. Δια της χειρός και της καρδιάς, Ποίηση και Πράξη είναι το ίδιο. Κατά τον Πλάτωνα, η Ποίηση είναι το πέρασμα από το «μη Ον, στο Ον». Μεσολαβεί ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «μη φαίνεσθαι». Υπάρχει κάτι το αθέατο το οποίο γίνεται θεατό μέσα από την ποίηση. Ο Ποιητής κατά τις στιγμές της δημιουργίας του είναι «ένθεος» κι «έκφρων». Ένθεος γιατί κατοικείται από τον θεό κι έκφρων γιατί είναι έξω από τη λογική και τον έλεγχο του εαυτού.

Τις στιγμές της δημιουργικής του δράσης βρίσκεται υπό την επήρεια του ενθουσιασμού. «Το Ποίημα είναι ένα Όν». Σφραγίζει και σταματά το χρόνο. Ο ποιητής χρυσώνει σχεδόν όλες τις σημαντικές εικόνες του γιατί ο χρυσός είναι το φως των εγκάτων της ψυχής μας, μυστικός και θείος, ως μύθος ιερός. Επιστρέφει στο δημιουργό του μια Νεότητα λάμπουσα πίσω από τη μάσκα της καθημερινότητας. Ιερέας του Κάλλους, μάχεται να κρατήσει την Ομορφιά ως ουσία αρχέγονη και ν΄αφήσει το θεϊκό της άνθος ως εμπειρία που περιέχει τα μαγικά στοιχεία της Ζωής. Στον προθάλαμο του Κόσμου περιμένει τον Άγγελο της έμπνευσης να γονιμοποιήσει τα νερά της Δημιουργίας του με τον Έρωτα και ν΄αφήσει αποτυπώματα γλυκά σε πρόσωπα Κούρων ευαίσθητων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου