Εάλω το Ριζοκάρπασον
«Άρξομαι δε από των προγόνων πρώτον’ δίκαιον γαρ αυτοίς και πρέπον
δε άμα εν των τοιώδε την τιμήν ταύτην της μνήμης διδόσθαι…» Μτφρ: Θα
Αρχίσω από τους προγόνους μας. Δίκαιο και σωστό σε τέτοια ώρα να τους
κάνωμεν την τιμή της μνήμης…. Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος Βιβλ. Β κεφ
36.
Για τριάντα πέντε χρόνια φυλάνε Θερμοπύλες, κρατάνε ζωντανό το
ανατολικότερο άκρο του Ελληνισμού. Οι Εγκλωβισμένοι, οι Ριζοκαρπασίτες
και οι άλλοι εγκλωβισμένοι, άντεξαν και αντέχουν, όσοι έμειναν, την
τούρκικη κατοχή. Αν και ο ρήτορας Περικλής, κατά τον Έλληνα ιστορικό
Θουκυδίδη απευθυνόταν προς τους Ελεύθερους Αθηναίους και τους ζητούσε να
μην ξεχνούν τους προγόνους τους και να τους τιμούν, εμείς χωρίς να
διαθέτουμε ίχνος ρητορικής, θα πρέπει να υπομνήσκουμε αλλά και να
ιστορούμε τις νεώτερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του Ριζοκαρπάσου.
Πρέπει να τιμούμε έστω και δια των λόγων μας, αφού τα έργα μας είναι
σχεδόν ανύπαρκτα τους σύγχρονους πολιορκημένους.
Με την έναρξη της τούρκικης εισβολής βρήκε, σχεδόν όλους, τους
στρατεύσιμους (κληρωτούς και έφεδρους) νέους Ριζοκαρπασίτες να υπηρετούν
στις Ακράδες. Οι εναπομείναντες κάτοικοι προσπαθούσαν με τα κυνηγετικά
τους να φυλάνε το χωριό. Τη δεύτερη μέρα τις εισβολής 21 Ιουλίου
τουρκικά αεροπλάνα πολυβόλησαν το ραντάρ της Εθνικής Φρουράς που
βρισκόταν ανατολικά του χωριού στην τοποθεσία Ταμαθκιός. Το ίδιο
επαναλήφθηκε ύστερα από μια βδομάδα, παρά την εκεχειρία που συμφωνήθηκε,
με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ένας από τους στρατιώτες που το
επάνδρωναν.
Το απόγευμα της 13ης Αυγούστου τα τάγματα που έδρευαν στις Ακράδες,
το 291 Τάγμα Πεζικού και το 395 Τάγμα, που αποτελούντο, το μεν πρώτο από
κληρωτούς και το δεύτερο ολόκληρο σχεδόν από εφέδρους της Καρπασίας,
πήραν εντολή να εγκαταλείψουν την Καρπασία. Το δύο τάγματα ήταν την
ημέρα εκείνη ακροβολισμένα γύρω από τα τούρκικα χωριά της περιοχής και
σκοπό είχαν να μην επιτρέψουν στους τουρκοκύπριους να επιτεθούν σε
ελληνοκυπριακά χωριά. Η εμπειρία των προηγούμενων ημερών έδειξε ότι τα
τάγματα αυτά δεν είχαν τη δύναμη να καταλάβουν τα τρία τουρκοκυπριακά
χωριά Πλατανισσό, Γαληνόπορνη και Γαλάτεια διότι ήταν εξοπλισμένα σαν
αστακός.
Οι διοικούντες τότε την Εθνική Φρουράγια να καταφέρουν μια «ομαλή
οπισθοχώρηση» είχαν διαδώσει μεταξύ των στρατιωτών ότι άρχισε στη Λεμεσό
αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων και ότι τα τάγματά μας πρέπει θα
μετακινηθούν από την Καρπασία για να ενισχύσουν τη γραμμή της Μιας
Μηλιάς μέχρι να μπορέσει ο ελληνικός στρατός να αναπτυχθεί και να
αναλάβει δράση.
Οι κάτοικοι των χωριών της Καρπασίας βλέποντας τις δυνάμεις της ΕΦ
να τους εγκαταλείπουν άρχισαν να αντιλαμβάνοντα τι τους περίμενε.
Κανένας όμως δεν εγκατάλειψε τον τόπο του.
Η αποχώρηση της ΕΦ σήμαινε και το τέλος της Ελευθερίας της
Καρπασίας. Την επόμενη,14 Αυγούστου, εκδηλώθηκε η β’ φάση της τούρκικης
εισβολής. Οι Τούρκοι μεθοδευμένα άρχισαν σιγά – σιγά να κινούνται προς
ολοκληρωτική κατάληψη της Καρπασίας.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του Ριζοκαρπάσου από φόβο, εγκατέλειπαν τις
νύκτες τα σπίτια τους και κοιμούνταν έξω στους αγρούς. Οι νεαρές
κοπέλες προσπαθούσαν να ντυθούν όσο πιο ατημέλητα μπορούσαν φοβούμενες
την προστυχιά και την επιθετικότητα των Τούρκων.
Στις 19 του μήνα ένα στρατιωτικό όχημα με Τούρκους στρατιώτες έφτασε
στην κεντρική πλατεία, στα καφενεία του Ριζοκαρπάσου. Η πρώτη τους
ενέργεια ήταν να τοποθετήσουν μια τούρκικη σημαία στον ιστό του ΘΟΙ.
Μόλις τελείωσαν το κατόρθωμά τους, αφού μάζεψαν όλους τους
Ριζοκαρπασίτες που ήταν στα καφενεία της πλατείας, τους είπαν ότι αν
κάποιος τολμήσει και κατεβάσει τη σημαία θα μαζέψουν αμέσως 15 νεαρά
παιδιά και θα τα εκτελέσουν στην πλατεία. Γι’ αυτό το λόγο οι
ηλικιωμένοι του χωριού φοβούμενοι μήπως κανένας νεαρός δοκιμάσει να την
κατεβάσει, αποφάσισαν μεταξύ τους να φυλάνε τη σημαία. Συνεχίζοντας οι
Τούρκοι, ζήτησαν από όλους τους Ριζοκαρπασίτες να τους παραδώσουν τα
κυνηγετικά τους όπλα και αεροβόλα. Αφού τα μάζεψαν τους παρότρυναν“να
πάνε στα σπίτια τους, να ασχολούνται με τις δουλειές τους και δεν έχουν
να φοβηθούν τίποτα” δήθεν, τους είπαν. Τέλος κρατώντας μια λίστα
γραμμένη με τα ονόματα πέντε Ριζοκαρπασιτών τους αναζήτησαν. Βρήκαν τους
τέσσερις και επειδή δεν έβρισκαν τον πέμπτο πήραν ένα ξάδελφό του και
έφυγαν.
Έξι η ώρα τα ξημερώματα της Δευτέρας 26 Αυγούστου, δεκάδες τουρκικά
άρματα μάχης και στρατιώτες που έφτασαν από το δρόμο της Γιαλούσας αλλά
και της Γαληνόπορνης, περικύκλωσαν το Ριζοκάρπασο από τις τέσσερις
πλευρές. Στις 8 η ώρα ένα αυτοκίνητο άσπρο Vocxol Viva έκανε το γύρο του
χωριού και με τηλεβόα καλούσαν τους κατοίκους του χωριού να μεταβούν
όλοι στην εκκλησία του Αγίου Συνεσίου. «Σε πέντε λεπτά κλησία γιατί εν
να πεχτήτε». Όλος ο κόσμος, μικροί, νέοι, γέροι, φοβισμένοι έτρεξαν
αμέσως να παρουσιαστούν, αφήνοντας τις πόρτες τους ξεκλείδωτες, για να
μην τους τις σπάσουν όντας βέβαιοι ότι θα μπουν μέσα Τούρκοι στρατιώτες.
Όντως κατά την απουσία τους οι εισβολείς πέρασαν από όλα τα σπίτια
ληστεύοντας τα και καταστρέφοντας κυρίως τα ραδιόφωνα, το μόνο μέσο
μονόδρομης πια επικοινωνίας με τις ελεύθερες περιοχές.
Αιχμαλωσία
Οι Ριζοκαρπασίτες φοβισμένοι μαζεύτηκαν όλοι στη δυτική πλευρά της
πλατείας του Αγίου Συνεσίου όπου τους περίμεναν Τούρκοι στρατιώτες.
Χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες. Στις γυναίκες έδωσαν εντολή να
πάνε στην πιο κάτω πλατεία, εκεί που ήταν η καντίνα του Ασιήκκη. Στις
ηλικιωμένες γυναίκες επέτρεψαν να πάνε στα σπίτια τους.
Αφού οι στρατιώτες παρατάχθηκαν μπροστά από τους άνδρες, οι Τούρκοι
αξιωματικοί προφανώς για να εκφοβίσουν τους Ριζοκαρπασίτες έδιναν
συνεχώς στους στρατιώτες παραγγέλματα. Ακολούθως διέταξαν όσους άνδρες
έφεραν μαχαιράκια να τα πετάξουν μπροστά. Και επειδή σχεδόν όλοι οι
Ριζοκαρπασίτες είχαν σαν συνήθειά τους να μεταφέρουν πάντοτε μαζί τους
ένα μικρό μαχαιράκι (τσιακκί), ένας σωρός από μαχαιράκια σχηματίστηκε
μπροστά από τους Τούρκους στρατιώτες. Και ενώ μόλις είχε τελειώσει
διαδικασία, εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Οι
Τούρκοι αξιωματικοί έδωσαν τότε εντολή στους στρατιώτες τους να
διαλυθούν.
Αρχηγός της τουρκικής επιχείρησης κατάληψης του Ριζοκαρπάσου, ο
τουρκοκύπριος Τζιαφέρης από τον Άγιο Ανδρόνικο. Με τρεις αστέρες
(λοχαγός) στο πέτο, εμφανίστηκε ο γνωστός σε όλους τους Ριζοκαρπασίτες
άλλοτε φθαρτοπώλης. Ήταν ο άνθρωπος της ΤΜΤ που αλώνιζε όλα τα
ελληνοκυπριακά χωριά της περιοχής συλλέγοντας πληροφορίες και
κατασκοπεύοντας τον κόσμο χρησιμοποιώντας σαν άλλοθι την πώληση
κολοκασιού και άλλων φθαρτών με το γνωστό παλιό μικρό φορτηγάκι του
χρώματος πράσινου ανοιχτού. Ενδεικτικό αυτής του της ιδιότητας ήταν το
γεγονός ότι γνώριζε όλους του ενήλικες Ριζοκαρπασίτες με τα ονόματά τους
αλλά και τις ηλικίες τους. «Εσού Γιάννη ποδά ο γιος σου ποτζεί, εσού
Σάββα ποδά τζαι γιος σου ποδά».Το νόημα της φράσης ήταν: «Παρότι και οι
δύο είχαν ηλικία πάνω από 55, εσένα Γιάννη σου κάνω χάρη και δε σε
συλλαμβάνω αιχμάλωτο, τον γιο σου όμως τον συλλαμβάνω, ενώ εσένα Σάββα
δεν σου κάνω χάρη και σε συλλαμβάνω και σένα και το γιο σου» διότι
προφανώς για κάποιο λόγο τον Σάββα τον είχε στη λίστα του.
Μετά από πάροδο αρκετών ωρών οι Τούρκοι χώρισαν όλους τους άρρενες
ηλικίας 16 έως 55 ετών για να τους συλλάβουν ενώ τους υπόλοιπους τους
επέτρεψαν να πάνε στα σπίτια τους δίνοντας εντολή στους άντρες να
παρουσιάζονται μια φορά την ημέρα σε Τούρκους ψευδοαστυνομικούς. Τότε
έφτασαν 15 λεωφορεία, με μαύρες κουρτίνες στα παράθυρα, όπου σ’ αυτά
επιβιβάστηκαν τριακόσιοι Ριζοκαρπασίτες. Με τούρκους στρατιώτες συνοδούς
ξεκίνησαν για τις Ακράδες. Προτού ξεκινήσουν, ο συγχωριανός μας
Ζανέττος πέρασε το μήνυμα να γράψουν όλοι τα ονόματά τους για να τα
δώσουν στον Ερυθρό Σταυρό ο οποίος τους συνόδεψε μέχρι τις Ακράδες. Εκεί
τους έκλεισαν όλους σε ένα ντολ της ΕΦ. Εκεί μέσα κανονικά μπορούσαν να
μείνουν 30 άτομα. Οι Ριζοκαρπασίτες αιχμάλωτοι ήταν περισσότεροι από
250, οι πιο πολλοί αιχμάλωτοι από οποιοδήποτε χωριό. Επειδή οι τουαλέτες
ήταν έξω από το ντολ τους έβαλαν ένα κουβά σε μια γωνιά και τους είπαν:
Προσέξτε, αν γεμίσει ο κουβάς και χυθούν τα ούρα σας έξω θα σας βάλουμε
να τα γλύψετε. Για τον φόβο των Ιουδαίων ένας Ριζοκαρπασίτης, ο
Πακλαβατζής, έβγαλε το πουκάμισό του και το έβαλε από κάτω για να μη
λερωθεί το πάτωμα. Εκεί διανυκτέρευσαν μια νύκτα. Όσοι το πρωί
αποτόλμησαν και ζήτησαν να πάνε στις τουαλέτες ήλθαν πίσω ξυλοκοπημένοι.
Το πρωί, αφού τους φόρτωσαν πάλι σε λεωφορεία, τους μετέφεραν σε
περιοχή της Καντάρας. Σε ένα ανοικτό χώρο, τους κατέβασαν και ενώ οι
Τούρκοι στρατιώτες έστηναν τα οπλοπολυβόλα τους και τα γέμιζαν με
πυρομαχικά ένας Τούρκος αξιωματικός μιλούσε στον ασύρματο με ανώτερούς
του. Κάποιος που γνώριζε τούρκικα αντιλήφθηκε ότι θέμα της συζήτησης
ήταν η μη ύπαρξη χώρου για να τους φυλακίσουν. Προφανώς, και λόγω της
μαζικής σύλληψης αμάχων, δεν είχαν κατάλληλο χώρο για να τους κλείσουν,
και συζητούσαν ανοικτά πλέον την περίπτωση εκτέλεσής τους. Ήδη εκσκαφείς
είχαν αρχίσει την διάνοιξη λάκκων. Προτού αρχίσουν το μακάβριο έργο
τους, ένα στρατιωτικό τζιπ με αξιωματικούς των Ηνωμένων Εθνών και του
Ερυθρού Σταυρού έφτασε σαν θεόπεμπτο εκεί. Η συνομιλία γινόταν πλέον στα
αγγλικά. Οι αξιωματικοί των ΗΕ με έντονο ύφος απαιτούσαν να σταματήσουν
αμέσως τη διαδικασία της εκτέλεσης. Τελικά οι Τούρκοι αξιωματικοί
ενέδωσαν στην εμμονή των αξιωματικών των ΗΕ και αφού συνομίλησαν στα
αγγλικά με τη βάση τους στα Άδανα, αναγκάστηκαν να δώσουν εντολή να
σταματήσει αμέσως η διαδικασία και οι αιχμάλωτοι Ριζοκαρπασίτες
μεταφέρθηκαν στη κατεχόμενη Λευκωσία στο γκαράζ του Παυλίδη.
Άξια αναφοράς δύο περιστατικά που συνέβησαν κατά την πορεία προς το
άγνωστο. Μέσα σε κάθε λεωφορείο υπήρχαν και δύο Τούρκοι στρατιώτες.
Κάνοντας στάση σε ένα χωριό για να πάρουν νερό, κάποιοι επιστρέφοντας
σήκωναν τα παγούρια τους επιδεικτικά και έπιναν νερό για να προκαλούν
ασφαλώς τους αιχμαλώτους Ριζοκαρπασίτες. Σε μια άλλη περίπτωση, σ’ ένα
άλλο λεωφορείο, δύο αμούστακα παιδιά Τούρκοι στρατιώτες, μοίρασαν το
νερό τους στους αιχμαλώτους και όχι μόνο, αλλά σε μια περίπτωση που
έκαναν στάση, κατέβηκαν και οι δύο, αφήνοντας τα όπλα τους μέσα στο
λεωφορείο, για να κόψουν χαρούπια και να δώσουν στους νηστικούς για δυο
μέρες Ριζοκαρπασίτες να φάνε.
Μέσα στο γκαράζ Παυλίδη συνενώθηκαν και με άλλους αιχμαλώτους.
Σύνολο περίπου 1000 άτομα. Οι συνθήκες διαμονής αθλιότατες. Η τροφή που
έπαιρναν ήταν 4-5 μαύρες ελιές και ένα αντίερο (αντίδωρο) ψωμί όπως
χαρακτηριστικά έλεγαν. Πολλοί από τους αιχμαλώτους φύλαγαν τα
ελιοκόκκονα και τα έκαναν κομπολόι. Στο γκαράζ Παυλίδη παρέμειναν για
μια βδομάδα. Μετά τους μετέφεραν στην Παλαίστρα όπου και εκεί είχε
αιχμαλώτους και από άλλα χωριά. Εκεί μπήκαν μια μέρα μέσα Τούρκοι
στρατιώτες με σκοπό να διαλέξουν κάποιους. Αρκετοί, νομίζοντας ότι θα
τους αφήσουν ελεύθερους προσφέρθηκαν από μόνοι τους να παρουσιαστούν.
Όταν μετά από μερικές ώρες επέστρεψαν, όσοι προσφέρθηκαν προηγουμένως
και δεν τους διάλεξαν, δόξαζαν το Θεό. Δόξαζαν το Θεό γιατί οι Τούρκοι
ξυλοκόπησαν τους άλλους τόσο άγρια που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Σε
μια άλλη περίπτωση ήλθαν γύρω στις μια τα μεσάνυχτα και κρατώντας μια
λίστα διάλεξαν 30 άτομα. Έκτοτε αυτά τα άτομα δεν τα ξανάδε κανένας. Απ’
αυτούς δεν ήταν κανένας Ριζοκαρπασίτης.
Μετά από μιάμιση βδομάδα μετάφεραν τους νεαρούς κυρίως, στις φυλακές
του Σεραγίου όπου μέσα σε κάθε κελί 2Χ2 μέτρα έβαζαν 6 άτομα που ούτε
να σταθούν δεν μπορούσαν, ενώ τους μεγάλους αφού τους έδεσαν πισθάγκωνα
τα χέρια και τα μάτια τους με μαύρο πανί, τους έβαλαν σε λεωφορεία πάλι
για να αντιληφθούν ύστερα από μερικές ώρες ότι βρισκόταν στα αμπάρια
πλοίου. Όταν βγήκαν ξανά στη στεριά έμαθαν ότι βρίσκονταν στα Άδανα.
Εν τω μεταξύ η λέξη εγκλωβισμένοι είχε πια γίνει συχνοαναφερόμενη.
Εγκλωβισμένοι στην Κερύνεια, εγκλωβισμένοι στον Κορμακίτη, εγκλωβισμένοι
στην Καρπασία. 20.000 χιλιάδες εγκλωβίστηκαν στα χωριά της Καρπασίας
2.500 περίπου στο Ριζοκάρπασον. 250 οι αιχμάλωτοί του και άλλοι 200
περίπου στρατιώτες έφεδροι και κληρωτοί. Το δράμα και η αγωνία των
εγκλωβισμένων ήταν: Ποια η τύχη των αιχμαλώτων τους; Ποια η τύχη των
στρατιωτών τους. Ζούσαν άραγε, ή είχαν την τύχη αυτών, που όπως
μεταδιδόταν από τα ραδιόφωνα, εκτελέστηκαν ομαδικά ή χάθηκαν στις μάχες.
Και στην αντίπερα όχθη; Οι στρατιώτες και οι αιχμάλωτοι το ίδιο
αναρωτιόνταν. Τι ν’ απόγιναν άραγε οι δικοί τους; Τους πήραν
αιχμάλωτους, τους σκότωσαν, βίασαν τις μανάδες και τις αδελφές τους;
Κατάμαυρος ο πόνος ασφυκτικό το αλίμονο.
Μετά από δύο περίπου μήνες άρχισε η σταδιακή απελευθέρωση των
αιχμαλώτων. Πρώτα οι ασθενούντες, μετά οι φοιτητές και οι καθηγητές και
τέλος προς τα τέλη Οκτωβρίου οι υπόλοιποι. Οι περισσότεροι από τους
Ριζοκαρπασίτες αψηφώντας την κατοχή, προτίμησαν να επιστρέψουν
εγκλωβισμένοι στο χωριό τους κοντά στους δικούς τους, αντί στο ελεύθερο
κομμάτι του νησιού. Εκεί έμελλε, όσοι άντεξαν, να ζουν μέχρι σήμερα.
Ένα νεκρό στρατιώτη έθαψε το Ριζοκάρπασον, πρόσφατα ταυτοποιήθηκαν τα οστά του και τέσσερις αγνοούμενους αναζητεί.
Οι συνθήκες διαβίωσης
Για χρόνια μετά τη δύση του ήλιου όλο το χωριό ήταν σε κέρφιου.
Κλεισμένοι όλοι μέσα στα σπίτια. Τους απειλούσαν ότι αν τους έβρισκαν
έξω θα τους τουφέκιζαν. Χαρακτηριστική η περίπτωση Ριζοκαρπασίτισσας που
έχασε από αρρώστια το μικρό παιδί της γιατί δεν μπορούσε τη νύκτα να
ζητήσει από κανένα βοήθεια.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία εκτός της περιμέτρου του χωριού.
Τους άρρενες μέχρι 45 χρόνων τους υποχρέωναν να παρουσιάζονται στους
ψευδοαστυνομικούς κάθε μεσημέρι όπου υπέγραφαν. Όσοι επέστρεψαν από
αιχμαλωσία τους υποχρέωναν να δίδουν το παρόν τους τρεις φορές την
ημέρα. Επίσης τους οδηγούσαν σε καταναγκαστικά έργα, όπως για παράδειγμα
κοπής πετρών από το λατομείο του Ιωάννη Θρασυβούλου (Πελλόγιαννου),
αλλά και για να καθαρίζουν τους δρόμους.
Τους έκλεβαν τα κοπάδια. Συγκεκριμένα ένας είχε 300 πρόβατα και του
άφησαν μόνο 150. Όταν μετά από λίγες μέρες εξαφανίστηκε ξανά το κοπάδι
του για να του επιτρέψουν να το βρει πλήρωσε στον τούρκο λοχία 30 λίρες.
Και επειδή κάθε κανόνας έχει και την εξαίρεσή του υπήρξαν και
μεμονωμένες περιπτώσεις εποίκων που φέρθηκαν πολύ ανθρώπινα και φιλικά
προς τους Ριζοκαρπασίτες.
Στο μεταξύ η ροή των εποίκων είχε αρχίσει. Τούρκοι, Κούρδοι, Λαζοί
και λοιποί άρχισαν να καταλαμβάνουν τα σπίτια όσων έμειναν στις
ελεύθερες περιοχές. Άνθρωποι με κοινωνικότητα τουλάχιστον 50 χρόνια πίσω
από τη δική μας. Με αναχρονιστική κουλτούρα και εντελώς αμαθείς. Δεν
ήξεραν τι θα πει οτιδήποτε ηλεκτρικό, από φώτα, ψυγεία μέχρι πλυντήρια.
Κάποιοι χρησιμοποίησαν τα ερμάρια για ψυγεία. Μαθημένοι να τρώνε χάμω
έκοβαν τα πόδια των τραπεζιών για να χαμηλώσουν. Κανένας δεν ήξερε τι θα
πει μηχανοκίνητο όχημα. Ποτέ τους δεν ξανάδαν τέτοια πράγματα. Δεν
ήξεραν τι θα πει σπορά ή τι είναι το μπάνιο και τουαλέτα.
Φθάσαμε στον Αύγουστο του 1975 και στην υπογραφή της ανθρωπιστικού
περιεχομένου συμφωνίας, γνωστή ως “3η της Βιέννης”. Η συμφωνία αυτή
μεταξύ άλλων προνοούσε:“Όσοι Τουρκοκύπριοι βρίσκονταν στις ελεύθερες
περιοχές της νήσου και θέλουν, μπορούν ελεύθερα να μεταβούν στις
κατεχόμενες….”- Μας ανάγκασαν δηλαδή να δεχθούμε να πάνε να κατοικήσουν
οι τουρκοκύπριοι μέσα στα δικά μας σπίτια.- “Όσοι Ελληνοκύπριοι,
κάτοικοι της Καρπασίας βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές, όσοι δηλαδή
ήταν αιχμάλωτοι ή έφεδροι στρατιώτες και απολύθηκαν, μπορούσαν επίσης να
επιστρέψουν στα σπίτια και τις οικογένειές τους….” Συμφωνήθηκε επίσης
να έχουν οι εγκλωβισμένοι οποιαδήποτε διευκόλυνση ήθελαν, δασκάλους,
σχολεία, γιατρούς και λοιπά, ώστε να διάγουν μια ομαλή ζωή. Ακόμα
συμφωνήθηκε ότι όσοι από τους Ελληνοκύπριους που θα παρέμεναν στις
κατεχόμενες περιοχές θα μπορούσαν να πάνε όποτε θέλουν και χωρίς καμία
πίεση στις ελεύθερες περιοχές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά τήρησε πάλι με
κάθε ευλάβεια τη συμφωνία. Οι Τούρκοι όμως εφάρμοσαν μόνο όσα τους
αφορούσαν και τους συνέφερε. Έτσι 8,031 Τουρκοκύπριοιμετέβησαν στα
κατεχόμενα και 130 θέλησαν να παραμείνουν στις ελεύθερες περιοχές.
Επιτράπηκε επίσης και σε 300! περίπου Ελληνοκύπριους να πάνε στην
Καρπασία και να συνενωθούν με τις οικογένειές τους. Αμέσως μετά όμως,
τέθηκε σε εφαρμογή το δόλιο σχέδιο των Τούρκων για εξαναγκασμό των
Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων να φύγουν από τα σπίτια τους. Ούτε γιατρούς
επέτρεψαν να πάνε εκεί για περίθαλψή τους, ούτε δασκάλους και καθηγητές
για να λειτουργήσουν τα δημοτικά και γυμνάσια. Αναίτιοι ξυλοδαρμοί,
κλοπές περιουσιών, περιορισμοί στην καλλιέργεια των κτημάτων τους. Τους
επιτρεπόταν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους όσα βρισκόταν μέσα σε
ακτίνα τριών χιλιομέτρων μόνο γύρω από το χωριό και αυτό μετά από γραπτή
άδεια των ψευδοαστυνομικών, κάθε φορά που ήθελαν να πάνε στους αγρούς.
Από τον πρώτο χρόνο της κατοχής οι Τούρκοι απαγόρευσαν τη λειτουργία
του Γυμνασίου. Το κτήριο του Γυμνασίου κατασχέθηκε το χρησιμοποιούν για
να στεγάζουν τα παιδιά των Τούρκων εποίκων του δημοτικού. Αιτία, του
καλά σχεδιασμένου αυτού γεγονότος, ήταν πολλοί Ριζοκαρπασίτες να
εγκαταλείψουν το χωριό τους και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, η να
στείλουν τα παιδιά τους στις ελεύθερες περιοχές, προκειμένου να
μπορέσουν να συνεχίσουν τη μόρφωσή τους. Το δημοτικό υπολειτουργούσε για
αρκετά χρόνια χωρίς σχολικά βιβλία, ενώ μετά όταν επέτρεψαν την έλευσή
τους, περνούσαν από λογοκρισία και τους αφαιρούσαν πολλές σελίδες οι
οποίες γιατί δήθεν περιείχαν δυσφημιστικά κεφάλαια για την Τουρκία..
Με την έναρξη της εγκατάστασης των εποίκων άρχισαν οι εκβιασμοί, οι
κακομεταχειρίσεις, οι ληστείες και οι δολοφονίες. Πάνω από 15
Ριζοκαρπασίτες δολοφονήθηκαν βάναυσα, ή κάηκαν ζωντανοί από τους
έποικους για να ληστευθούν ή από τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας, ή
γιατί τόλμησαν και έδωσαν μαρτυρίες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις
συνθήκες διαβίωσής τους. Καμία αξία δεν είχε η ζωή ενός ελληνοκύπριου
μπροστά στους έποικους. Ούτε ακόμα και οι τουρκοκύπριοι“αστυνομικοί” δεν
μπορούσαν να επιβληθούν στους έποικους. Οι έποικοι καταλάμβαναν
ανενόχλητοι τις περιουσίες των ελληνοκυπρίων.
Στα πρώτα χρόνια της κατοχής κανένας γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό.
Πολύ δύσκολα τους δινόταν άδεια να πάνε στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου
για θεραπεία. Αργότερα μια τουρκοκύπρια γιατρός επισκεπτόταν από τη
Γιαλούσα όπου εγκαταστάθηκε, το Ριζοκάρπασον και εξέταζε ασθενείς
χρεώνοντάς τους 15 λίρες εκτός τα φάρμακα.
Ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να περιγράψουμε τα βάσανα
και πάθη των εγκλωβισμένων. Μπορούμε όμως να τα πούμε συνοπτικά. Ζούνε
υπό τούρκικη κατοχή.
Μέχρι το 1979 δεν επέτρεψαν σε κανένα εγκλωβισμένο να επισκεφθεί τις ελεύθερες περιοχές.
Η μόνη επικοινωνία που είχαν οι εγκλωβισμένοι με τις ελεύθερες
περιοχές ήταν τα γραπτά μηνύματα που αντάλλασαν μέσω του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού. Για να στείλεις ένα μήνυμα, στο οποίο μπορούσες να
γράψεις μόνο 15 λέξεις και να πάρεις απάντηση, περνούσαν σχεδόν δύο
μήνες. Μόνο μετά το 1996 άρχισε τηλεφωνική επικοινωνία μέσω του
τηλεφωνικού κέντρου των Ηνωμένων Εθνών.
Τα Ηνωμένα Έθνη μεταφέρουν τρόφιμα από τις ελεύθερες περιοχές για τους εγκλωβισμένους κάθε βδομάδα.
Στο Ριζοκάρπασον παρέμεινε μόνο ένας ιερέας που λειτουργούσε εναλλάξ
στον Άγιο Συνέσιο, στον Απόστολο Ανδρέα και στην Αγία Τριάδα της
Γιαλούσας. Η ήχηση της καμπάνας απαγορεύεται.
Από το 1996 οι κατοχικές αρχές άρχισαν να επιτρέπουν στα μέλη των
οικογενειών των εγκλωβισμένων που ζούσαν στις ελεύθερες περιοχές να
επισκέπτονται τα σπίτια τους για μια μόνο μέρα.
Μόνο μετά το 1997 οι Τούρκοι επέτρεψαν στους ελληνοκυπρίους
εγκλωβισμένους να χρησιμοποιούν τα δικά τους αυτοκίνητα αλλά με
προκαθορισμένο δρομολόγιο και να επισκέπτονται της ελεύθερες περιοχές.
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ήταν απλά μια ανάσα ζωής. Ο αριθμός
σήμερα των εγκλωβισμένων στο Ριζοκάρπασον είναι 261 άτομα, στην
πλειονότητά τους πάνω από 75 χρόνων. Η επαναλειτουργία του Γυμνασίου
ύστερα από μακρόχρονα διαβήματα των Ριζοκαρπασιτών και της Κυπριακής
Δημοκρατίας ήταν επίσης μια αναλαμπή. Μια αναλαμπή διότι ως διαφαίνεται
με τη λήξη της νέας χρονιάς οι 22 μαθητές του γυμνασίου θα γίνουν 12.
Αν παρ’ ελπίδα δεν υπάρξει δίκαιη και βιώσιμη λύση σύντομα, δυστυχώς, το Ριζοκάρπασον έχει ημερομηνία λήξης.
Εμείς οι Ριζοκαρπασίτες ελπίζουμε ότι δεν θα βρεθεί ποτέ κανένας
Κύπριος πρόεδρος, που να αγνοήσει τους αγώνες και τα μαρτύρια των
εγκλωβισμένων Ριζοκαρπασιτών. Πιστεύουμε ότι δε θα βάλει την υπογραφή
του σε λύση που να παραγράφει το ανατολικότερο και ζωντανό μέχρι σήμερα
κομμάτι του Ελληνισμού.
Αιωνίως Ριζοκαρπασίτης
22/8/2008
[rizokarpason.com]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου