Ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο «Δυο ώρες διαύγειας» αναφερόμενος στο ζήτημα της χρηματιστηριακής οικονομίας είναι απολύτως διαφωτιστικός: «Το 1971, το 90% του κεφαλαίου που είχε σχέση με διεθνείς συναλλαγές ήταν συνδεδεμένο με την πραγματική οικονομία και περίπου 10% ήταν κερδοσκοπικού τύπου. Σήμερα, υπολογίζεται πως πάνω από το 95% αυτών των κεφαλαίων είναι αποκλειστικά κερδοσκοπικά και μόνο ένα μικρό ποσοστό είναι συνδεδεμένο με την πραγματική οικονομία. Το δε σημαντικότερο είναι ότι αυτό το κερδοσκοπικό κεφάλαιο γνώρισε μια πραγματική έκρηξη σε απόλυτες τιμές». (σελ. 83).
Με δυο λόγια, το ΔΝΤ δεν αναλαμβάνει να βοηθήσει τους πολίτες από ενδεχόμενες οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν, αλλά τους χρηματιστηριακούς – τραπεζικούς κύκλους
Η Μονίκ Καντό – Σπερμπέρ, στο βιβλίο της «Σοσιαλισμός και Φιλελευθερισμός» είναι επίσης ξεκάθαρη: «Μετά το 1990, ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε μέσα σε καινούργιες συνθήκες. Οι ανταλλαγές παγκοσμιοποιήθηκαν και τα προστατευτικά φράγματα κατέρρευσαν. Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές (συμπεριλαμβανομένων των εργασιών που αφορούν τα παράγωγα προϊόντα) προσέλαβαν εντυπωσιακό εύρος. Σήμερα αποτελούν το τεσσαρακονταπλάσιο των κλασικών εμπορικών συναλλαγών που αφορούν τις υπηρεσίες και τα εμπορεύματα. Τα διαθέσιμα σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ανήλθαν στη Γαλλία από 29% σε 204% (εκπεφρασμένα σε ποσοστό του εγχώριου ακαθάριστου προϊόντος)». (σελ. 290). Ο Τσόμσκι συμπληρώνει: «Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο πραγματοποιεί τεράστια κέρδη. Σήμερα, η κερδοσκοπία στηρίζεται σε αστρονομικά ποσά. Περίπου δυο δισεκατομμύρια δολάρια μετακινούνται καθημερινά από τη μια χώρα στην άλλη. Εκατοντάδες φορές περισσότερα απ’ ότι στο παρελθόν. Εξάλλου, οι επενδύσεις είναι πολύ βραχυπρόθεσμες. Αυτό είναι κακό για την οικονομία, αλλά πολύ προσοδοφόρο για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο». (σελ. 84).
Η μεταφορά του ενδιαφέροντος της οικονομίας από την παραγωγή στα χρηματιστηριακά πονταρίσματα είναι προφανές ότι ξεπερνά τα κλασικά καπιταλιστικά πρότυπα, που στηρίζονται στη γέννηση της αξίας προϋποθέτοντας κεφάλαια κι επενδύσεις κι εργάτες και μονάδες παραγωγής κι όλα αυτά που δίδαξε η κλασική οικονομία. Ο βιομήχανος του σήμερα είναι μάλλον παρωχημένη μορφή μπροστά στα γεράκια της χρηματαγοράς. Ο Τσόμσκι σχολιάζει: «Είναι ένα σύστημα που αποτελείται από ιδιωτικές οντότητες που συγκεντρώνουν τεράστια ισχύ, ενωμένες μεταξύ τους με στρατηγικές συμμαχίες και που εξαρτιώνται από ισχυρά κράτη που αναλαμβάνουν τους κινδύνους του κόστους… ο Άνταμ Σμιθ και όλοι όσοι πίστευαν στην ελεύθερη αγορά θα τρόμαζαν βλέποντάς το». (σελ. 85). Η παραδοχή ότι τα κράτη «αναλαμβάνουν τους κινδύνους του κόστους» είναι η κατάδειξη ενός οικονομικού μηχανισμού που αναλώνεται στην κερδοσκοπία μεταθέτοντας τις πιθανές απώλειες των ατυχών πονταρισμάτων σε άλλους: «Όταν μια χώρα πτωχεύει, το ΔΝΤ την ανασύρει απ’ το βυθό. Όμως, όταν το ταμείο στέλνει χρήματα στην Ινδονησία, αυτά δεν πάνε στους Ινδονήσιους που έχουν ανάγκες, αλλά σε επενδυτές, σε δανειστικούς οργανισμούς, σε τράπεζες…». (σελ. 87 – 88).
Με δυο λόγια, το ΔΝΤ δεν αναλαμβάνει να βοηθήσει τους πολίτες από ενδεχόμενες οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν, αλλά τους χρηματιστηριακούς – τραπεζικούς κύκλους: «Σ΄ ένα σύστημα ημι-καπιταλιστικό, όσο μεγαλύτερο ρίσκο έχει η επένδυση, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόδοση. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Για να κερδίσετε πολλά χρήματα στο χρηματιστήριο, πρέπει να επενδύσετε σε τομείς που έχουν ρίσκο. Βασικά, όταν μια επένδυση είναι ριψοκίνδυνη, αρκεί η τοποθέτηση ενός μικρού ποσού, αλλά το ΔΝΤ έχει ανατρέψει αυτόν τον κανόνα. Στο εξής, θα μπορούμε να κάνουμε ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις σε χώρες όπως η Ινδονησία ή η Ταϊλάνδη και να είμαστε σίγουροι ότι θα βάλουμε στην τσέπη μας σημαντικά κέρδη. Πραγματικά, μόλις υπάρξει πρόβλημα, ο δημόσιος τομέας έρχεται να βοηθήσει». (σελ. 88). Στους Ινδονήσιους θα μείνει η υποχρέωση της αποπληρωμής του ΔΝΤ για τα χρήματα που δάνεισε.
Κι αν η Σπερμπέρ μετήλθε της μετριοπαθούς φράσης «… ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε μέσα σε καινούργιες συνθήκες», ο Τσόμσκι προτιμά την απόλυτη ευθύτητα: «… δεν υπάρχει καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον με το πνεύμα της καθαρής οικονομίας της αγοράς. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας οικονομίας που μοιράζεται ανάμεσα σ’ έναν πελώριο δημόσιο τομέα που αναλαμβάνει συνολικά το κόστος και τους κινδύνους και έναν πελώριο ιδιωτικό τομέα που είναι στα χέρια αυταρχικών οργανισμών. Αυτό δεν είναι καπιταλισμός». (σελ. 84).
Η ανάλωση του κεφαλαίου παγκοσμίως σε κερδοσκοπικές χρηματιστηριακές «επενδύσεις» είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την έννοια της παραγωγής, η οποία είναι η βάση του καπιταλισμού. Πλέον οι σύγχρονοι κεφαλαιούχοι θέλουν να κερδίζουν με τρόπο άμεσο υπέρογκα ποσά χωρίς να παράγουν τίποτε. Το μόνο που μένει είναι η τελική διαπίστωση του Καστοριάδη, όπως τη διατύπωσε στο βιβλίο του «Η “Ορθολογικότητα” του Καπιταλισμού»: «Οι υμνητές του νεοφιλελευθερισμού εμφανίζουν τους παραλογισμούς τους ως προφανείς και αυτονόητους, τη στιγμή που η απόλυτη ελευθερία των κινήσεων του κεφαλαίου καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής σε όλες σχεδόν τις χώρες και που η παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται σε πλανητικό καζίνο». (σελ. 10 – 11).
Αφού εξασφαλίστηκε ότι σε περίπτωση χρηματιστηριακής αποτυχίας την αποπληρωμή των ζημιών θα την αναλάβει άλλος, αυτό που έμενε είναι και η αποφυγή της φορολόγησης στα κέρδη. Τα νησιά Κέιμαν, οι Παρθένες Νήσοι και άλλοι φορολογικοί παράδεισοι ενδείκνυνται απολύτως γι’ αυτή τη δουλειά. Ο Marc Roche στο βιβλίο «Καπιταλισμός εκτός Νόμου» εξηγεί για τα Κέιμαν: «Ο Τόνι Τρέιβερς είναι ένας από τους ιδρυτές αυτής της χρηματαγοράς, που χτίστηκε εκ θεμελίων το 1962, προκειμένου να προσελκύσει κεφάλαια, αμερικανικά κυρίως, τα οποία ήθελαν να αποφύγουν την αστάθεια που επικρατούσε στις Μπαχάμες. Ο χρηματιστής είχε επιλέξει την περιοχή αυτή για έναν απλό λόγο: το νησί είναι στην κυριολεξία ένας φορολογικός παράδεισος από το 1794, όταν – σε ένδειξη ευχαριστίας για τη βοήθεια που πρόσφεραν οι ντόπιοι ψαράδες στα δέκα πλοία της Αυτού Μεγαλειότητας, τα οποία είχαν προσαράξει σε ξέρα – η Βρετανία είχε απαλλάξει από φόρους τους ευτυχείς κατοίκους του». (σελ. 24 – 25).
Η ιστορική συγκυρία του 1794 με τους ψαράδες που βοήθησαν τα αγγλικά πλοία είναι η αφορμή του σημερινού πυρετού: «… το Τζορτζ Τάουν, πρωτεύουσα αυτού του άντρου του περιφερόμενου χρήματος με το όνομα Νησιά Κέιμαν, […] φιλοξενεί τις πιο διάσημες τραπεζικές φίρμες, καθώς και αρκετές χιλιάδες λογιστές, δικηγόρους και φοροτεχνικούς ειδικευμένους στις πιο εξελιγμένες τεχνικές χρηματοοικονομικής οργάνωσης. Εκατοντάδες ασφαλιστικές εταιρείες, που ιδρύθηκαν από πολυεθνικές, δεκάδες χιλιάδες εταιρείες – “κελύφη” – και hedge funds με τη σέσουλα είναι εγγεγραμμένα στο νησί των κροκοδείλων….». (σελ. 22). Και βέβαια ο τρόπος της λειτουργίας όλων αυτών είναι ο απολύτως επιθυμητός: «Επωφελούμενοι της γεωγραφικής απόστασης, οι τυχοδιώκτες αυτοί εκμεταλλεύτηκαν ατιμώρητοι την αδιαφορία της προστάτιδας δύναμης, καθώς και τη διαφθορά της ντόπιας ελίτ ή την έλλειψη ουσιαστικής ρυθμιστικής αρχής, προκειμένου να επεκτείνουν τις δουλειές τους με την ησυχία τους. Ποιοι ήταν οι χρηματοοικονομικοί κανόνες; Τους έφτιαξαν οι ίδιοι! Πρόσθεσαν σ’ αυτούς και το απαραβίαστο τραπεζικό απόρρητο, ώστε να καταστήσουν “ιερές” τις περιουσίες που ήρθαν από αλλού. Και εννοείται ότι αυτά συνέβαιναν με απόλυτη νομιμότητα». (σελ. 25). Ο Τσόμσκι σχολιάζει: «Θα αρκούσε να έλεγαν οι ΗΠΑ στα Νησιά Κέιμαν ή στις Παρθένες Νήσους ότι αυτό το παιχνιδάκι τελείωσε. Ας σοβαρευτούμε, αν ήθελαν να το τελειώσουν, θα μπορούσαν να το κάνουν την ίδια στιγμή!». (σελ. 106).
Το σίγουρο είναι ότι τα Κέιμαν είναι ο παράδεισος για το παράνομο χρήμα. Ο Marc Roche αναφέρει: «… το δίκτυο κατά της φοροδιαφυγής Tax Justice Network κατηγορεί συνέχεια τα Κέιμαν ότι είναι “πλυντήριο βρόμικου χρήματος”». (σελ. 26). Όσο για τις φοροαπαλλαγές τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Η φοροδιαφυγή, που για τα προσχήματα βαφτίστηκε “φορολογική βελτιστοποίηση”, προς όφελος των πολυεθνικών και των μεγάλων ιδιωτικών περιουσιών, είναι ένας ακόμα λόγος ύπαρξης αυτών των καλά προφυλαγμένων παραδείσων. Προκειμένου να πληρώσουν λιγότερους φόρους, οι πολυεθνικές μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις off-shore χρηματαγορές για να παίξουν με την τιμολόγηση των συναλλαγών μεταξύ μητέρας εταιρείας και θυγατρικής. Προκειμένου να μειώσουν το φόρο, τα κέρδη αποδίδονται σε μονάδες που δημιουργήθηκαν σε χώρες με χαμηλή φορολόγηση των εταιρικών κερδών. Όσο για τα κόστη, αυτά καταλογίζονται σε χώρες με υψηλή φορολογία, ώστε να διογκώνονται τα φορολογικά έξοδα. Προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η φορολογική αλχημεία, οι τράπεζες, τα δικηγορικά γραφεία και οι ελεγκτές συναρμολογούν προς όφελος αυτών των διεθνών ομίλων τις κατάλληλες μονάδες, τις επονομαζόμενες special purpose vehicles, ή SVP (οχήματα ειδικού τύπου). (σελ. 28).
Όμως, η βασική δουλειά είναι άλλη: «… οι εταιρείες που κατέχουν τα τοξικά χρεόγραφα έχουν συνήθως την έδρα τους σε φορολογικό παράδεισο, όπου δεν τις δεσμεύει κανένα πραγματικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι ρυθμιστικές αρχές των Νησιών Κέιμαν ή των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, όπου ήταν εγκατεστημένα τα SIV της Lehman Brothers, ήταν απλούστατα ανίκανες να κατανοήσουν αυτά τα εξελιγμένα χρηματοοικονομικά κατασκευάσματα, που υλοποιούνταν είτε με συναλλαγές τιτλοποίησης είτε με τη χρήση των χρηματοοικονομικών παραγώγων. Η πρώτη τεχνική μεταμορφώνει μια οφειλή σε ένα χρεόγραφο που εκχωρείται σε κάποιον τρίτο, ενώ η δεύτερη επιτρέπει την πώληση του κινδύνου που έχει αναλάβει ο δανειστής σε έναν μεσάζοντα». (σελ. 46).
Αυτό το νέο οικονομικό μοντέλο είτε ονομαστεί «καπιταλισμός εκτός νόμου» (Roche) είτε «πλανητικό καζίνο» (Καστοριάδης) είτε «καπιταλισμός σε καινούργιες συνθήκες» (Σπερμπέρ), είτε «αυτό δεν είναι καπιταλισμός» (Τσόμσκι) έχει σαφέστατα αποτελέσματα. Ο Τσόμσκι τα λέει ανοιχτά: «Όλα αυτά γίνονται εις βάρος του λαού. Έτσι, παντού σ’ όλο τον κόσμο, από τότε που άρχισε η παρακμή των κρατικών λειτουργιών που εξυπηρετούν τους πολίτες, παρακολουθούμε μια στασιμότητα ή και μείωση μισθών, αύξηση του χρόνου εργασίας, χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας των εργατών…». (σελ. 83). Ο Καστοριάδης σχολιάζει: «Η άνομη κυριαρχία των “βαρόνων” θηρευτών της βιομηχανίας και το χρηματικού κεφαλαίου στις ΗΠΑ του τέλους του παρελθόντος αιώνος, ωχριά μπροστά στη σημερινή κατάσταση. Οι διεθνείς φίρμες, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία και επίσης οι μαφίες υπό τη στενή έννοια του όρου, κουρσεύουν τον πλανήτη, οδηγούμενες αποκλειστικά από τη βραχυπρόθεσμη θέα των κερδών τους». (σελ. 65 – 66).
Και βέβαια, για την πορεία της οικονομίας, ο Τσόμσκι, δίνει μια διαφωτιστική εικόνα: «Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, διαπιστώνουμε μια υποχώρηση των βασικών δεικτών που χαρακτηρίζουν μια καλή οικονομία. Η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις έχουν μειωθεί. Οι τόκοι είναι σε άνοδο κι έχουν φρενάρει την ανάπτυξη. Η οικονομία είναι πιο ασταθής κι έχει γνωρίσει επανειλημμένες οικονομικές κρίσεις. Σε μερικούς τομείς, τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά, αλλά όχι για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και στις πλούσιες χώρες». (σελ. 83 – 84). Όσο για τους οικονομολόγους που σπεύδουν να υποστηρίξουν αυτή την κατάσταση ως αναπόφευκτη ή σωστή ή οτιδήποτε άλλο ανακατεύοντας την επιστημονική ορολογία για να θολώσουν τα νερά ο Καστοριάδης τους απαντά κάνοντας αναφορά στην κατά Keynes κρατική παρέμβαση στο μεγάλο αμερικανικό κραχ όπου «το καπιταλιστικό κατεστημένο, τραπεζικό και ακαδημαϊκό, καταπολέμησε λυσσαλέα αυτούς τους τρελούς νεωτερισμούς που κινδύνευαν να οδηγήσουν στο τέλος του κόσμου. Για πολύ καιρό, οι εργοδότες δεν περιορίστηκαν στο να ζητήσουν (και να επιτύχουν) την επέμβαση του στρατού κατά των απεργών… και βρήκαν πάντα καθηγητές της πολιτικής οικονομίας για να τους δώσουν δίκιο». (σελ. 61).
Κι αυτό που μένει ως εικόνα της οικονομίας μετά την παραγκώνιση του κράτους, κατά τον Καστοριάδη πάντα, είναι ότι «οι διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων απελευθερώθηκαν από κάθε έλεγχο, ο φετιχισμός του ισοσκελισμού του προϋπολογισμού απαγόρευε κάθε πολιτική ρύθμισης της ζήτησης, η νομισματική πολιτική πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια των κεντρικών Τραπεζών, των οποίων η μόνη φροντίδα είναι ο αγώνας εναντίον ενός εφεξής ανύπαρκτου πληθωρισμού». (σελ. 63). Από την άλλη, η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου με τη μεταφορά των παραγωγικών μονάδων (κυρίως) στην Ασία προς συρρίκνωση – εκμηδένιση του εργασιακού κόστους και η συνεπακόλουθη ανεργία που έπληξε την Ευρώπη δεν μπορούσαν παρά να λειτουργήσουν επιθετικά προς τα δικαιώματα των εργαζομένων: «Η κατά μέτωπον επίθεση εναντίον των μισθών και των κεκτημένων πλεονεκτημάτων των εργαζομένων που έγινε δεκτή εξ’ αιτίας της ανόδου της ανεργίας και του προσωρινού πλέον χαρακτήρα της απασχολήσεώς τους, δικαιολογήθηκε από τον ακόλουθο εκβιασμό: έπρεπε να μειώσουμε το κόστος εργασίας, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον εξωτερικό ανταγωνισμό ή να αποφύγουμε τις μεταφορές μονάδων παραγωγής από το κέντρο στην περιφέρεια. Πιστεύουν δήθεν ότι η μείωση κατά μερικές μονάδες των ημερομισθίων, στη Γαλλία ή τη Γερμανία, θα ήταν ικανή να παλέψει νικηφόρα, ανταγωνιζόμενη την παραγωγή χωρών, όπου τα ημερομίσθια είναι το δέκατο ή το εικοστό των δικών μας». (σελ. 64).
Η συρρίκνωση των μισθών, η αύξηση του ωραρίου εργασίας, η ανεργία, η φτωχοποίηση, οι ακραίες ταξικές διαφορές, η αδιαφάνεια, η εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους, με δυο λόγια η οικονομική κρίση που έχει ξεκάθαρες ανθρωπιστικές διαστάσεις αποτελεί αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα. Όλα αυτά συνίστανται στην τελική υπονόμευση αναφαίρετων δικαιωμάτων, αφού η υγεία, η παιδεία, η ψυχαγωγία, με δυο λόγια η αξιοπρεπής διαβίωση τίθενται και πάλι σε διαπραγμάτευση για τη μεγάλη πλειοψηφία. Η αύξηση των ανθρώπων που στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη (στέγη – τροφή) είναι η επισφράγιση της μαζικής εξαθλίωσης, που δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει και το βαθύτατο έλλειμμα δημοκρατίας. Η πολιτική που ευνοεί αυτή την κατάσταση (ή τουλάχιστον δεν την αντιπαρέρχεται) είναι η πολιτική που ευνοεί τους λίγους σε βάρος της ευημερίας των πολλών. Ο Άντονυ Γκίντενς στο βιβλίο του «Ο Τρίτος Δρόμος» σχολιάζει εύστοχα: «Αν σήμερα η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση, αυτό δε συμβαίνει, όπως πριν από μισό αιώνα, επειδή απειλείται από εχθρικούς ανταγωνιστές αλλά, αντίθετα, επειδή δεν έχει καθόλου ανταγωνιστές». (σελ. 102).
Η διαστρέβλωση της έννοιας της δημοκρατίας δεν αναπαράγεται μόνο από αυτού του είδος την πολιτική που στην ουσία αδιαφορεί για τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά κι από την υιοθέτηση της στρεβλής αντίληψης που ταυτίζει τον καλό και φιλήσυχο πολίτη με την παθητικότητα. Ο Τσόμσκι σημειώνει: «Υπάρχει μια σχεδόν επίσημη θεωρία – πιο διαδεδομένη στις ΗΠΑ – σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία είναι ένα σύστημα στο ποίο οι άνθρωποι είναι θεατές και όχι άτομα με δράση. Σε τακτά διαστήματα έχουν το δικαίωμα να ρίξουν μια ψήφο στην κάλπη, εκλέγοντας κάποιον από την τάξη των αρχηγών για να τους κυβερνήσει. Ύστερα, πρέπει να γυρίσουν σπίτι τους και να ασχοληθούν με τις δουλειές τους, να καταναλώνουν, να βλέπουν τηλεόραση, να μαγειρεύουν, αλλά κυρίως να μην ενοχλούν. Αυτό είναι η δημοκρατία». (σελ. 142).
Η τάση να εκλαμβάνεται η διεκδίκηση ως ενόχληση είναι το βαθύτερο πλήγμα της δημοκρατίας, αφού την ακυρώνει εννοιολογικά. Η διαρκής συμμετοχή του λαού, που προϋποθέτει ακατάπαυστη επαγρύπνηση, σοβαρή ενημέρωση και δυνατότητα έκφρασης είναι η μόνη εκδοχή της δημοκρατίας, αφού μόνο έτσι εγείρονται αξιώσεις για αξιοκρατία και δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Ο εφησυχασμός είναι ο δρόμος της απάθειας, που σταδιακά θα ευνοήσει τις ανισότητες. Ο λαός που χάνει την αγωνιστικότητά του δεν μπορεί να πιέσει γι’ αυτά που επιθυμεί κι ο Τσόμσκι είναι ξεκάθαρος: «Όταν ασκείται λαϊκή πίεση, πολλά μπορούν να συμβούν». (σελ. 113).
Μέσα σ’ αυτά τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα η πορεία της Ευρώπης παίρνει παράξενη τροχιά, αφού χαράζεται με τρόπο επικίνδυνα αυταρχικό. Ο Τσόμσκι επισημαίνει: «Υπάρχει κάτι που κατέπληξε πάρα πολύ την αμερικανική Δεξιά, δηλαδή η απόλυτη ανεξαρτησία που παραχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα (ΚΕΤ). Αυτή λοιπόν η τράπεζα έχει την ευθύνη να θέσει σε λειτουργία κάποιες πολιτικές, όπως η μείωση του πληθωρισμού. Οι επενδυτές κυρίως δε θέλουν να ακούν για πληθωρισμό, γι’ αυτό η ΚΕΤ θέλει να τον μειώσει. Όμως, μια αντιπληθωριστική πολιτική επιβραδύνει την οικονομική μεγέθυνση και επιφέρει πτώση του βιοτικού επιπέδου». (σελ. 138).
Θα λέγαμε ότι αυτή είναι κυρίως η οικονομική πολιτική της Γερμανίας, που δεν είναι σίγουρο ότι ευνοεί και τις άλλες χώρες, κυρίως τις ασθενέστερες οικονομικά. Ξεκαθαρίζοντας ότι το χρήμα είναι ένα εργαλείο για να διευκολύνει την οικονομία γίνεται αντιληπτό ότι οι διαφορετικές οικονομίες δεν μπορούν να κινηθούν με το ίδιο εργαλείο. Η Ευρώπη προχώρησε σε κοινό νόμισμα χωρίς όμως πρώτα να διασφαλίσει τη σύμπλευση των οικονομιών στις χώρες που μοιράζονται το νόμισμα αυτό. Αν αποδεχτούμε ότι η οικονομία της Γερμανίας είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της Ελλάδας, δεν μπορούμε να απαιτούμε να λειτουργούν με το ίδιο εργαλείο, όπως δεν μπορεί ένα τρακτέρ να έχει τον ίδιο κινητήρα μ’ ένα μηχανάκι. Η Ευρώπη αντί να προσπαθεί να επιλύσει αυτά τα προβλήματα προτιμά το δρόμο του αυταρχισμού επιβάλλοντας μια οικονομική πολιτική, που οδηγεί, κυρίως τις χώρες του νότου, σε αδιέξοδο: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο που οι πολίτες σχεδόν δεν μπορούν να εκφραστούν. Αυτό είναι τόσο έντονο, που το σπουδαιότερο περιοδικό του κατεστημένου των ΗΠΑ, που εκδίδεται από το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, η σημαντικότερη επιθεώρηση σε θέματα διεθνούς πολιτικής, το Foreign Affairs, άσκησε δριμεία κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χαρακτηρίζοντάς την αντιδραστική γιατί επέδωσε μια δύναμη χωρίς προηγούμενο στην Κεντρική Τράπεζα, που δεν λογοδοτεί σε κανέναν». (σελ. 138).
Μοιραία το θέμα δεν μπορεί παρά να πάρει πολιτικές διαστάσεις: «Κατά περίεργο τρόπο, οι λαοί φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί μ’ αυτό. Έχουν εφεύρει κι ένα όνομα γι’ αυτό το γενικό φαινόμενο: το δημοκρατικό έλλειμμα. Και είναι αληθινό». (σελ. 139). Όμως, μια Ευρώπη που βασίζει τη συνέχειά της πάνω στο δημοκρατικό έλλειμμα είναι προφανές ότι δεν πατάει σε σταθερά πόδια: «Φαντάζομαι ότι αυτή είναι μια από τις αιτίες που ερμηνεύουν τη σημερινή άνοδο του τοπικισμού. Αυτή η νέα έμφαση στην πολιτισμική ταυτότητα διαφόρων περιοχών μπορεί να είναι μια αντίδραση στον αντιδημοκρατικό συγκεντρωτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης». (σελ. 139).
Η άνοδος της άκρας δεξιάς σχεδόν σε όλη την Ευρώπη – και η Ελλάδα δεν εξαιρείται καθόλου σ’ αυτό – είναι ο καθρέφτης αυτής της κατάστασης. Η ευρωπαϊκή πολιτική της αυστηρής λιτότητας, της ανελαστικότητας, της ξεκάθαρης ιεραρχίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης, του ρατσισμού που αναπαράγεται από τα ΜΜΕ και του διχασμού που προκύπτει με τη μετάθεση ευθυνών για την οικονομική κατάσταση (πολλοί λαοί θεωρούν ότι για τα οικονομικά τους προβλήματα φταίνε οι άλλοι που είναι ανεπρόκοποι και διαρκώς ζητάν βοήθεια), δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει διασπαστικά. Είναι η στιγμή που οι λαοί πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες επαναδιαπραγματευόμενοι τους λόγους και τις πολιτικές που οδήγησαν εδώ. Κι αυτό ακριβώς είναι το ευρωπαϊκό διακύβευμα. Η καταπολέμηση του νέου εθνικιστικού κύματος που δείχνει να την απειλεί. Από αυτή την άποψη όσοι αποδέχονται άνευ όρων την επικρατούσα πολιτική κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, εν αγνοία τους, δρουν διασπαστικά για την Ευρώπη. Γιατί αναπαράγουν τα αίτια που απομακρύνουν τους λαούς. Γιατί ενισχύουν την πολιτική που επανέφερε την άκρα δεξιά στο προσκήνιο. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή υπονόμευση.
Ο Φρανσουά Μιτεράν στο βιβλίο «Για πρόοδο και δημοκρατία» είναι ξεκάθαρος: «Η Ευρώπη δεν έχει μέλλον εάν οι νέοι της δεν έχουν ελπίδα. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει στέρεα συνοχή στον εργασιακό χώρο παρά μόνο εάν τα εκατομμύρια των ανέργων της ξαναβρούν την αξιοπρέπεια της εργασίας. Ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό πεδίο θα συμβάλει σ’ αυτό, με άξονα μερικές απλές ιδέες: συναινετική διευθέτηση των ωραρίων εργασίας, εντατικοποίηση και γενίκευση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, βελτίωση της κοινωνικής ασφάλισης, εργασιακό καθεστώς των ευρωπαίων εργαζομένων». (σελ. 189). Και συμπληρώνει: «Η δημιουργία της Ευρώπης δίχως τη συνδρομή των εργαζομένων θα ήταν σαν να πραγματοποιείται εναντίον τους. Σκέψη τοσούτω μάλλον παράλογη καθόσον η κοινωνική πολιτική αντιπροσωπεύει στοιχείο συνοχής και ταυτόχρονα μια δυναμική απαραίτητη για την οικονομική πρόοδο. Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με τη μακροχρόνια ανεργία και την υποαπασχόληση των νέων». (σελ. 199).
Noam Chomsky: «Δυο ώρες διαύγειας», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006
Marc Roche: «Καπιταλισμός εκτός Νόμου», εκδόσεις μεταίχμιο, Αθήνα 2011
Φρανσουά Μιτεράν: «Για πρόοδο και δημοκρατία», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα 1993
Άντονυ Γκίντενς: «Ο Τρίτος Δρόμος», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1998
Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η “Ορθολογικότητα” του Καπιταλισμού»
Monique Canto – Sperber: «Σοσιαλισμός και φιλελευθερισμός – Οι κανόνες της ελευθερίας»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου