Τρεις ημέρες πριν την έναρξη του β΄ Παγκοσμίου Πολέμουν ο 19χρονος Μαρκ Πάβλοβιτς εισήχθη στη σχολή πυροβολικού. Ο πρώτος βομβαρδισμός τον βρήκε στη βάρδια του, στο επιτελείο, στις 22 Ιουλίου. Τα θραύσματα από τις οβίδες σφυροκοπούσαν τη σκεπή. «Ήταν σκοτάδι, τον ουρανό φώτιζαν οι ακτίνες από τους προβολείς, ενώ τα αεροπλάνα δεν φαίνονταν. Ήταν το βάπτισμα πυρός για εμένα και ολόκληρη τη Μόσχα», θυμάται ο Ιβανίχιν.
Από εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί δεν σταμάτησαν ούτε μια νύχτα. Από τις 10 το βράδυ ως τις 5 πρωί γίνονταν βομβαρδισμοί, ενώ Πάβλοβιτς σπούδαζε στη σχολή 12 ώρες καθημερινά: Πυροβόλα, τακτική, μαθηματικά. Μπροστά από τη σχολή, κάτω από ένα επικάλυμμα βρισκόταν ήδη η «Κατιούσα». Μ’ αυτή την πολεμική μηχανή ο Ιβανίχιν θα περνούσε ολόκληρο τον πόλεμο.

Η πρώτη ομοβροντία

Για πρώτη φορά αναχώρησε για την υπεράσπιση της Μόσχας, μαζί με την «Κατιούσα», τον Οκτώβριο του 1941, όταν ο αντίπαλος βρισκόταν ήδη λίγα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα. Έσκαψαν τα παρατηρητήρια ώστε να μπορούν κρυφτούν και εξαπέλυσαν δυο ομοβροντίες κατά του εχθρού. «Στέκομαι -διηγείται ο Μαρκ- εντελώς άπειρος ακόμη, και ξαφνικά δέχομαι μια ριπή από πολυβόλο. Μια σφαίρα σφύριξε κοντά απ’ το κεφάλι μου. Τότε συνειδητοποίησα πως όταν πετούν τα γερμανικά αεροπλάνα πρέπει να φεύγω στο καταφύγιο».
Υποχρεώθηκε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στα Ουράλια, μέσα στην παγωνιά των 40 βαθμών κάτω από το μηδέν. Όπως θυμάται, «φοράγαμε μόνο τη συνηθισμένη χλαίνη, τίποτα ζεστό. Από το στρατώνα μέχρι το κτίριο εκπαίδευσης έπρεπε να πάμε περπατώντας δυο χιλιόμετρα μες στην παγωνιά. Οι εκπαιδευτές μας έλεγαν, “πρέπει να εξασκηθείτε, όταν θα βρεθείτε στο μέτωπο αυτό θα σας βοηθήσει”». Και όντως βοήθησε. Για πρώτη φορά μέσα σε τρία χρόνια πολέμου κατάφερε να ξαπλώσει δυο μέρες σε κανονικό κρεβάτι μόνο στο νοσοκομείο. Ένα θραύσμα από οβίδα τον χτύπησε στο μηρό. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ευδαιμονία που ένιωσα για δυο εικοσιτετράωρα, όλο αυτό τον καιρό ξάπλωνα μόνο στη γη», αναφέρει. Όμως, άλλος επικεφαλής εκείνης της μοίρας πυροβολικού δεν υπήρχε εκεί και ενώ το τραύμα του δεν είχε επουλωθεί ακόμη, τον ξανάστειλαν στο μέτωπο. Καθώς, όπως εξηγεί, «ο διοικητής της μοίρας είναι ο βασικός σκοπευτής, δεν είναι αστείο να χειρίζεσαι τις 64 ρουκέτες που εξαπολύονταν κατά του εχθρού».

«Φόβος Κυρίου»

Οι φρικτότερες απ’ όλες, ήταν οι αμυντικές μάχες στην πεδιάδα του Κουρσκ, όταν δέχονταν μέσα στην ίδια μέρα 5 με 6 επιθέσεις. Ο Ιβανίχιν θυμάται ότι σε μια μόνο τέτοια επίθεση μπορούσαν να συμμετάσχουν 50 με 80 αεροπλάνα, βομβαρδιστικά Junkers-87. «Τα αεροπλάνα έκαναν έναν κύκλο, δεύτερο, τρίτο... μέχρι να τελειώσουν το βομβαρδισμό. Κι εσύ να κάθεσαι χωμένος μέσα σ’ ένα χαντάκι. Μια φορά ήμουν ακάλυπτος, απλώς ξαπλωμένος στο έδαφος, κατάφερα μετά και σύρθηκα κάνω από ένα όχημα». Μετά τις βόμβες τα αεροπλάνα άρχιζαν τις επιθέσεις με τα πολυβόλα τους και ύστερα έρχονταν τα τανκς. «Με την “Κατιούσα” έκαψα πολλά άρματα μάχης, δεκάδες», αναφέρει με υπερηφάνεια ο Ιβανίχιν. Αφηγείται ότι καθένα από τα 64 βλήματα της μοίρας ζύγιζε κάπου 60 κιλά. Όταν ρίχνεις προς το άρμα «η ρουκέτα σκάει κοντά του και τα θραύσματα, κόκκινα από τη θερμότητα, καίνε τα πάντα στο σημείο που πέφτουν». Ως διοικητής της μοίρας, ο Ιβανίχιν έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση 500-800 μέτρων από τον εχθρό. «Ήταν φόβος Κυρίου», θυμάται.

Το καταφύγιο του Χίτλερ

Στο Βερολίνο, οι Γερμανοί υπερασπίζονταν το κάθε σπίτι. Όπως αφηγείται ο Μαρκ, «Το όχημα της “Κατιούσα” είχε δυο δοκούς, τις βάζαμε κάτω από τις πισινές ρόδες και η κατεύθυνση του πυρός χαμήλωνε, οπότε μπορούσαμε να χτυπάμε σημαδεύοντας ευθεία προς το στόχο. Όταν ρίχνει η “Κατιούσα”, το χρονικό κενό μεταξύ των ρουκετών που φεύγουν είναι 20-30 δευτερόλεπτα, δημιουργώντας συντονισμό από τον οποίο έπεφταν κτίρια. Έτσι προχωρούσαμε μέσα στο Βερολίνο».
Στις 30 Απριλίου έφτασαν στο καταφύγιο της Καγκελαρίας του Ράιχ.«Πλησίασα στο καταφύγιο, ήθελα να μπω να κατέβω κάτω. Ήταν αδύνατο. Κείτονταν εκεί τα πτώματα αυτών που είχαν αυτοκτονήσει, πάρα πολλά πτώματα και απαίσια μυρωδιά. Δεν πήγα τελικά».
Τότε ήταν που τέλειωσαν όλα γι’ αυτόν. Χάραξε σε μια κολώνα του Ράιχσταγκ, «Ήρθα σε σας με πόλεμο, προκειμένου εσείς να μην έρθετε σε μας με πόλεμο», και γιόρτασε με τη νίκη με τους φαντάρους, παρότι θα μπορούσε με τους αξιωματικούς. «Τους είπα, έκανα όλη την πορεία μαζί σας από το Στάλινγκραντ ως το Βερολίνο. Δεν θα σας άφηνα τώρα».