Ετικέτες

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Έλλη Παππά: ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΡΞ




1 Vote

Ελλη_Παππα
Από τον «Διεθνή Σύνδεσμο» του Μπακούνιν ως το «Σύγχρονο Ηγεμόνα» του Γκράμσι
Συνεισφορά: της Έλλης Παππά στο 2ο Συνέδριο της Ένωσης «Συμπόσιο ’90» που έγινε στην Αθήνα από τις 22 ως τις 26 του Οκτώβρη 1991
Δημοσιεύτηκε: στα Φύλλα της «Σοσιαλιστικής Αλλαγής» 1434 και 1435 του Νοέβρη 1991 και στο Δελτίο 1 του «Συμπόσιου ’90»
Επιμέλεια – Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης – Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Οκτώβρης 2009
[Τιμώντας τη μνήμη της Έλλης Παππά, της συντρόφισσας που σε προχωρημένη ηλικία έφυγε αυτές τις μέρες ύστερα από μια ζωή γεμάτη σκληρούς και παρατεταμένους αγώνες, δημοσιεύουμε την ομιλία της στη 2η Σύνοδο του «Συμπόσιο ’90» στην Αθήνα τον Οχτώβρη του 1991. Η Έλλη Παππά συμμετείχε και στο Συνέδριο του Λονδίνου τον Απρίλη του 1990 παλεύοντας αδιάλλακτα το διεθνές σταλινικό καρκίνωμα με τη συνεισφορά της: «Μια Φιλοσοφική Στρέβλωση: ο Άνθρωπος ως Αντικείμενο». Να πούμε ότι η συντρόφισσα Έλλη Παππά είταν στην ηγεσία του «Συμπόσιου» –Αντιπρόεδρος μαζί με τον σοβιετικό καθηγητή Β.Α. Μουραβιόφ, ενώ Πρόεδρος του «Συμπόσιου» είταν η συντρόφισσα Βανέσα Ρεντγκρέιβ με προεδρέοντα τον καθηγητή Βιτάλι Λελτσούκ και Γενικό Γραμματέα τον επίσης καθηγητή Γιεφίμ Πιβοβάρ. (Να υπενθυμίσουμε ότι ο Γιεφίμ Πιβοβάρ είταν Αντιπρύτανης του Ρωσικού Κρατικού Πανεπιστημίου Ανθρωπιστικών Σπουδών ενώ ο Βιτάλ Λελτσούκ είταν επικεφαλής του τμήματος Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών). Η πολιτική κηδεία της Έλλης Παππά έγινε το Σάββατο 31/10/ στο Γ΄ Νεκροταφείο. Τάφηκε δίπλα στον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη κάτω από τα χειροκροτήματα των εκατοντάδων αγωνιστών που την συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία]–(Θ.Θ.).
Ο τίτλος της παρέμβασης μου στη φετινή, δεύτερη σύνοδο του «Συμπόσιου ’90» είναι:
«Μακιαβέλι εναντίον Μαρξ –Από το “Διεθνή Σύνδεσμο” του Μπακούνιν ως τον “Σύγχρονο Ηγεμόνα” του Γκράμσι».
Μακιαβέλλι
Η επιλογή μου δεν έγινε τυχαία, μπορώ να πω ότι δύο λόγοι με οδήγησαν σ’ αυτήν. Ο ένας ήταν η φετινή 120ή επέτειος της Κομμούνας του 1871, μια επέτειος που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη από το «Συμπόσιό» μας. Σήμερα, ύστερα από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η Κομμούνα του Παρισιού –λησμονημένη από τους κομμουνιστές εδώ και πολλά χρόνια– αποκτά μια τραγική, θά ’λεγα, επικαιρότητα.
Αν θέλουμε να δούμε τι μπορεί να ανανεώσει την επαναστατική σκέψη καθώς στον ορίζοντα της ανθρωπότητας ανεβαίνει ο 21ος αιώνας, αν πιστεύουμε πως ο σοσιαλισμός, ο πραγματικός κι όχι ο «υπαρκτός», είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, τότε πρέπει να στραφούμε προς την επανάσταση εκείνη, που έλυσε το πρόβλημα της εξουσίας του προλεταριάτου, δηλαδή της εξουσίας που γεννιέται για να απαλλάξει τον κόσμο από όλες τις εξουσίες. «Σημείο εκκίνησης» για όλες τις μελλοντικές επαναστάσεις, όπως την είδε ο Μαρξ, η Κομμούνα γίνεται σήμερα υποχρεωτικά σημείο «αντιπαραβολής» με την «εξουσία των Σοβιέτ». Η αντιπαραβολή των δύο επαναστάσεων και των δύο εξουσιών δίνει πολλά κλειδιά για να φτάσουμε ως τις ρίζες, ως τις ιστορικές καταβολές του «σταλινισμού» και της καταστρεπτικής για το σοσιαλισμό εξουσίας του.
Αλλά αυτή ακριβώς η αντιπαραβολή ήταν ο δεύτερος λόγος που με έκανε να ενδιαφερθώ για τις ξένες προς το μαρξισμό ιδεολογικές προσμίξεις που πέρασαν στο «κόμμα νέου τύπου» που επέβαλε ο Λένιν, κι από κει στον τύπο της εξουσίας που διαμορφώθηκε μετά τη νίκη της επανάστασης του Οχτώβρη. Το ερώτημα που ζητάει απάντηση είναι: ποιά ήταν τα ξένα προς το μαρξισμό ιδεολογικά στοιχεία που κυριάρχησαν τόσο ώστε να κάνουν τη σοβιετική εξουσία όχι μόνο να απομακρυνθεί από το πρότυπο της Κομμούνας αλλά και να γίνει η αντίθεσή της;
Η σοβιετική εξουσία υποτίθεται πως θα συνέτριβε τα δύο κύρια στοιχεία του αστικού κράτους, τη γραφειοκρατία και το μιλιταρισμό, δηλαδή τα στοιχεία που παρέλαβε η αστική τάξη από τη φεουδαρχία και τα προσάρμοσε στα μέτρα της. Η Κομμούνα –κι αυτή ήταν η μέγιστη προσφορά της– είχε δείξει πώς οικοδομείται η εξουσία που στη θέση του μόνιμου στρατού βάζει τον «ένοπλο λαό» και στη θέση της γραφειοκρατικής ιεραρχίας βάζει τους εκλεγμένους και ανακλητούς λειτουργούς της λαϊκής εξουσίας, είχε δείξει τί σημαίνει συντριβή του παλιού κρατικού μηχανισμού και δημιουργία ενός τελείως νέου τύπου κράτους, που ο ρόλος του είναι να ετoιμάσει την αυτοκαταστροφή του, την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας μαζί με την εξάλειψη των τάξεων.
Το αντίθετο έπραξε η σοβιετική εξουσία: αντί να καταργήσει αυτά ακριβώς τα στοιχεία, τα διατήρησε, στηρίχτηκε πάνω τους, τα ανέπτυξε, τα «ιδεολογικοποίησε» ως τη θεοποίηση, και δημιούργησε μια κοινωνία με κάστες, ασιατικού και όχι σοσιαλιστικού τύπου.
Ελπίζω σε κάποια από τις προσεχείς συνόδους του «Συμποσίου» το θέμα να είναι οι ξένες προσμίξεις που νόθευσαν το μαρξισμό και επέτρεψαν να δημιουργηθεί και να επιβληθεί το αντιμαρξιστικό εξουσιαστικό σύστημα που έλαβε το όνομα του σταλινισμού, τους δρόμους από τους οποίους πέρασαν αυτές οι προσμίξεις για να φτάσουν ως εκεί, και τους τρόπους με τους οποίους εκφράστηκαν από τα Κ.Κ. των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αλλά και των άλλων ηπείρων. Σε μια τέτοια έρευνα ο Μακιαβέλι θα έχει το έπαθλο του «δεύτερου ανδρικού ρόλου» –όπως στην απονομή των Όσκαρ– αμέσως μετά τον μεγάλο πρωταγωνιστή, τον Πλάτωνα. Άλλωστε, σε κάποιο σημείο ο Μακιαβέλι συναντά τον Πλάτωνα: πολλές από τις αντιλήψεις του έχουν ήδη εκτεθεί από δύο σοφιστές της ελληνικής αρχαιότητας, τον Πώλο και τον Καλλικλή, όπως τις παρουσιάζει ο Πλάτων στον «Γοργία» του.
Περιττό να πούμε πως αυτές οι ξένες προσμίξεις, που αλλοίωσαν το πνεύμα του μαρξισμού και έδοσαν μορφές αντίθετες και εχθρικές του, δεν έγιναν «συνειδητά» –στο μεγαλύτερο βαθμό τους. Είτε αναπήδησαν από καταστάσεις που παρουσίαζαν ιστορικές αναλογίες με το «πρότυπο» που υιοθέτησαν (αυτή είναι η περίπτωση του πλατωνικού μοντέλου εξουσίας), είτε κληρονομήθηκαν από παλιότερα επαναστατικά ρεύματα που τις είχαν υιοθέτησα –αυτή είναι η περίπτωση των μακιαβελλικών επιδράσεων, που κληρονόμησε το Κόμμα των Μπολσεβίκων από το ρωσικό επαναστατικό λαϊκισμό των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, είτε πέρασαν, μέσω της Τρίτης Διεθνούς σε άλλες χώρες και υιοθετήθηκαν άκριτα, είτε συνδέθηκαν με προβλήματα που άφησε άλυτα το ιστορικό παρελθόν αυτών των χωρών –είναι η περίπτωση της Ιταλίας, και της ανάγνωσης του Μακιαβέλι από τον Γκράμσι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30.
Η Σύγκρουση του Επιστημονικού Σοσιαλισμού με τον Μακιαβέλι
Μπακούνιν
Η σύγκρουση του επιστημονικού σοσιαλισμού με τον Μακιαβέλι ξέσπασε – όπως όλες οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις – σε ώρα κρίσης του επαναστατικού κινήματος: αμέσως μετά την ήττα της Κομμούνας του 1871.
Το 1873, στο Συνέδριο της Χάγης, ο Μαρξ και ο Έγκελς παρουσίασαν την έκθεση για την υπονομευτική της Διεθνούς συνωμοτική δραστηριότητα του Μπακούνιν. Στα ντοκουμέντα που προσκόμισαν ήταν και η μαρτυρία ενός μέλους του Ισπανικού τμήματος της Α’ Διεθνούς που αποκάλυπτε «το μακιαβελλικό σχέδιο του Μπακούνιν» για να κυριαρχήσει στην εργατική τάξη. Το σχέδιο ήταν αυτό:
«Ο Σύνδεσμος πρέπει να φαίνεται ότι λειτουργεί μέσα στη Διεθνή, αλλά στην πραγματικότητα σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν, ώστε να μπορεί καλύτερα να την παρακολουθεί και να την ελέγχει. Γι’ αυτό μέλη που ανήκουν σε Συμβούλια και Επιτροπές των τμημάτων της Διεθνούς πρέπει να είναι πάντοτε μειοψηφία στα τμήματα του Συνδέσμου».
Ο «σύνδεσμος» που αναφέρεται στο σχέδιο του Μπακούνιν ήταν ο «Διεθνής Σύνδεσμος Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» η μισο-μυστική εταιρεία που είχε ιδρύσει ο Μπακούνιν με σκοπό να «αλώσει» από τα μέσα τη Διεθνή. Παράλληλα είχε ιδρύσει και μια τελείως μυστική εταιρεία, τη «Διεθνή Αδελφότητα», με ανάλογους σκοπούς. Αυτά τα σχέδια, μαζί και με την ανάμειξη του στην οργάνωση του Νετσάγεφ, τη «Λαϊκή Κρίση», και με την περίφημη «Επαναστατική Κατήχηση», συγγραφέα της οποίας θεωρούσαν ο Μαρξ και ο Έγκελς όχι τον Νετσάγεφ αλλά τον Μπακούνιν, στάθηκαν η αιτία της πολεμικής του Μαρξ και του Έγκελς εναντίον του και του τελικού αποκλεισμού του Μπακούνιν από την Α΄ Διεθνή.
Στις επανειλημμένες προειδοποιήσεις τους στον Μπακούνιν, όταν έγινε γνωστή η ύπαρξη των μυστικών οργανώσεων του, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές στη Διεθνή, πρόσθεταν ότι δεν τους ενδιέφεραν οι κατά τα άλλα απόψεις του, κι ότι η Διεθνής δεν ήταν «ο πάπας» για να κρίνει την ορθοδοξία των απόψεων και των θεωριών, η άρνηση τους αφορούσε μόνο τις μυστικές εταιρείες του και τους σκοπούς τους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Α΄ Διεθνής δεν δεχόταν ως μέλη της ούτε τις μυστικές εταιρείες των απελευθερωτικών κινημάτων, όπως, π.χ., της Ιρλανδίας. Αναγνώριζαν την ιδιαιτερότητα που έκανε αναγκαία την ύπαρξη τους, αλλά απέκλειαν τη συμμετοχή τους στη Διεθνή. Κι όταν, μετά την ήττα της Κομμούνας του 1871, στη Γαλλία υπήρχε καθεστώς τρομοκρατίας και τα τμήματα της Διεθνούς δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν, η θέση του Μαρξ και του Έγκελς ήταν να ανασυγκροτηθούν με άλλη ονομασία, αλλά σε καμιά περίπτωση να μη συγκροτηθούν ως μυστικές, συνωμοτικές οργανώσεις.
Η αρνητική στάση των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού απέναντι στις συνωμοτικές οργανώσεις εξηγείται με απόλυτη σαφήνεια από τον Έγκελς, στην κριτική που ασκεί στους μπλανκιστές πρόσφυγες της Κομμούνας:
«Εφ όσον ο Μπλανκί θεωρεί κάθε επανάσταση σαν εγχείρημα μιας μικρής επαναστατικής μειοψηφίας, βγαίνει αυτόματα το συμπέρασμα πως την επιτυχία του εγχειρήματος ακολουθεί αναπόφευκτα η εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας όχι ολόκληρης της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου –σημειώστε το καλά αυτό– αλλά του μικρού αριθμού αυτών που πραγματοποίησαν την εξέγερση και που είναι κι αυτοί οργανωμένοι κάτω από τη δικτατορία ενός ή περισσοτέρων προσώπων», (Έγκελς: «Το Πρόγραμμα των Μπλανκιστών Προσφύγων της Κομμούνας», «Άπαντα», τόμ. 24, σελ. 13).
Πολύ καθαρά ο Έγκελς θέτει εδώ το ζήτημα της αλλοτρίωσης της τάξης –του προλεταριάτου που, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, πρέπει να καταλάβει την πολιτική εξουσία και να την ασκήσει– από μια ελίτ, από μια ομάδα «διαλεχτών» επαναστατών που, ενεργώντας στο όνομα του προλεταριάτου, υποτάσσουν το προλεταριάτο στη δικτατορική τους εξουσία. Την επαλήθευση αυτής της πρόβλεψης του Έγκελς την έδοσε, πέρα και πάνω από κάθε αμφιβολία, η πραγματικότητα –της σοβιετικής εξουσίας πρώτα, του «υπαρκτού» συνολικά στη συνέχεια. Το προλεταριάτο απομονώθηκε από την εξουσία που, θεωρητικά, του ανήκε, κι αυτό δεν έγινε από τον Στάλιν, έγινε –ομολογημένα– από τον ίδιο τον Λένιν, με την επιδοκιμασία και του Τρότσκι, όταν ο Λένιν δήλωνε επίσημα στα άρθρα και τις ομιλίες του τού 1921 ότι, ύστερα από την επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, «προλεταριάτο πια δεν υπήρχε» κι ότι τη δικτατορία του προλεταριάτου ασκούσε δικαιωματικά το κόμμα. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δικτατορία του ενός προσώπου, του γενικού γραμματέα του Κόμματος. Οι ρίζες του σταλινισμού δεν μπορούν να αναζητούνται στο σταλινισμό, είναι πολύ βαθύτερες.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: αν ο Λένιν είχε ακούσει έγκαιρα τον Μαρξ και τον Έγκελς, και δεν είχε ακολουθήσει τον Μπλανκί στην οργάνωση του κόμματος «νέου τύπου», πόσο διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις στην ΕΣΣΔ;
Με τον Μπακούνιν, τον Νετσάγεφ και τους ναρόντνικους τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα, ακριβώς επειδή εδώ δεν ήταν μόνο ο υπερεπαναστατικός φανατισμός που δημιουργούσε καταστάσεις απαράδεκτες για την Α΄ Διεθνή, αλλά γιατί έμπαινε στο παιχνίδι ο Μακιαβέλι. Το θαυμασμό που έτρεφε γι’ αυτόν η ρωσική ριζοσπαστική γενιά του 1870 εκφράζει ο Πιοτρ Τκατσόφ, που έγραφε για τον Μακιαβέλι:
«Γι’ αυτόν οι έννοιες της αλήθειας και της δικαιοσύνης περιορίζονται σε έναν απλό υπολογισμό της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας. Αρνούμενος το φυσικό δίκαιο των σχολαστικών αρνείται τη μυστικιστική τους ηθική… Αναγνωρίζει για δίκαιο την ισχύ κι έτσι όλες οι ενέργειές του κατευθύνονται στο να κάνει την Ιταλία, πρώτα και κύρια, ένα ισχυρό και ενωμένο βασίλειο… Δικαιολογημένα λοιπόν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Μακιαβέλι αληθινό ρεαλιστή… Ο ρεαλισμός του Μακιαβέλι… πλαταίνει το πεδίο των ηθικών πεποιθήσεων μας. Μας απελευθερώνει μια για πάντα από το βαρύ φορτίο του σχολαστικισμού, μας προσφέρει μια υγιή, νηφάλια όψη αυτών των φαινομένων που, στη δική του εποχή ούτε ένας και στη σημερινή ελάχιστοι κατανοούν», (Βλ. Ν. Pirumova and al., «Russia and the West: 19th Century», Progress Publishers 1990, σελ. 127).
Ο Σκοπός και τα Μέσα
Η αρχή ότι το πρωταρχικό είναι ο σκοπός και τα μέσα είναι υπηρετικά του σκοπού, επομένως είναι ηθικά αδιάφορα, την ηθική τους αξία την παίρνουν από το κατά πόσον υπηρετούν το σκοπό, έγινε η βασική καθοδηγητική της δράσης αρχή για τα ρεύματα του ρωσικού λαϊκισμού και του ρωσικού αναρχισμού της δεκαετίας του ’70. Τα ρεύματα αυτά, που συμπλήρωναν την πολιτική ηθική τους με τις πρακτικές των Ιησουϊτών, παρέλαβαν τις οργανωτικές τους μεθόδους από τις «μυστικές εταιρείες» της εποχής και από τον Μπλανκί και τον μετά την Κομμούνα μπλανκισμό, τις μεθόδους δράσης τους από τους Γιακοβίνους και τις αρχές της πολιτικής ηθικής τους από τον Μακιαβέλι και τον Λογιόλα.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς, στην έκθεση που παρουσίασαν στο Συνέδριο της Χάγης, το 1873, όπου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός του Μπακούνιν και της μυστικής του οργάνωσης «Διεθνής Σύνδεσμος Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» από τη Διεθνή, γράφουν για τις αντιλήψεις του Μπακούνιν και του Νετσάγεφ:
«Αυτοί οι παν-καταταστροφικοί αναρχικοί, που θέλουν να περιορίσουν τα πάντα σε έναν αμορφισμό για να δημιουργήσουν αναρχία στην ηθική, ωθούν την αστική ανηθικότητα στα άκρα. Είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, από μερικά παραδείγματα, την αξία αυτής της ηθικής του “Συνδέσμου” τα δόγματα του οποίου, καθαρά χριστιανικής προέλευσης, είχαν περιγραφεί με κάθε λεπτολογία, από τους Εσκομπάρ του 17ου αιώνα (Σ.Σ.: πρόκειται για τους οπαδούς του Ισπανού ιησουΐτη Εσκομπάρ υ Μεντόζα που δίδασκε ότι οι ευλαβείς προθέσεις καθαγιάζουν πράξεις που η κοινή ηθική τις καταδικάζει). Η μόνη διαφορά είναι ότι ο “Σύνδεσμος” υπερέβαλε ως τη γελοιότητα τους όρους και αντικατέστησε την Αγία Καθολική Αποστολική και Ρωμαϊκή Εκκλησία των Ιησουϊτών με την αρχι-αναρχική και παν-καταστροφική “ιερή επαναστατική υπόθεση”. Η “Επαναστατική Κατήχηση” είναι ο επίσημος κώδικας αυτής της ηθικής, διατυπωμένος συστηματικά και τελείως ανοιχτά…», («Άπαντα», τόμ. 23, σελ. 544 κ. έ. όπου και το πλήρες κείμενο της Επαναστατικής Κατήχησης και τα καταστατικά και τα προγράμματα των οργανώσεων του Μπακούνιν και του Νετσάγεφ).
Κήρυκας του μίσους προς τους πάντες –μισούσε και περιφρονούσε ακόμη και τα μέλη που στρατολόγησε στην ομάδα του– ο Νετσάγεφ εισήγαγε στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα τις «βρόμικες» μεθόδους της λάσπης, του «φακελώματος» και των εκβιασμών, των δολοφονιών σύμφωνα με καταλόγους προγραφών, καθώς και της «συνενοχής» για τον εκφοβισμό των ίδιων των συνεργατών του (είναι γνωστή η «εκτέλεση» του φοιτητή, μέλους της ομάδας του, που ο Νετσάγεφ τον κατηγόρησε για «χαφιέ» όταν ο άτυχος φοιτητής διατύπωσε απορίες για τον τρόπο δράσης του Νετσάγεφ). Ο Πιοτρ-Τκατσόφ, από τους θεωρητικούς του ρωσικού «επαναστατικού λαϊκισμού» της δεκαετίας του 1870, θαυμαστής των Γιακοβίνων και του Μακιαβέλι, έγινε θαυμαστής και του Νετσάγεφ –που τον έβλεπε ως τη ζωντανή εικόνα του επαναστάτη όπως τον είχε περιγράψει στα άρθρα του (βλ. Ν. Pirumova, όπ.π. και A Anikin, «Russian Thinkers», Progress Publishers 1988. Επίσης τη θαυμαστή ψυχογραφία του Νετσάγεφ και των μελών της ομάδας του στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Ο Χόρχε Σεμπρούν δίνει, στο μυθιστόρημα του «Η Επιστροφή του Νετσάγεφ», την «αναβίωση» αυτού του αινιγματικού ρώσου επαναστάτη και της ιδεολογίας του στις ευρωπαϊκές τρομοκρατικές ομάδες της εποχής μας).
Μπορεί να πει κανείς ότι, από τον Μακιαβέλι πήραν οι αναρχικοί και οι ναρόντνικοι του 19ου αιώνα τις θέσεις που διατυπώνει σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κεφάλαια τού «Ηγεμόνα» του, το κεφάλαιο XVIII («Πώς οι Ηγεμόνες Πρέπει να Κρατούν το Λόγο τους»). Η θέση του είναι πως ο ηγεμόνας θά ’πρεπε να κρατά το λόγο του αν όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Οι άνθρωποι είναι «κακοί» και δεν θα κρατούσαν το λόγο τους απέναντι στον ηγεμόνα, επομένως κι εκείνος δεν πρέπει να τον τηρεί. Και, δίνοντας μυθική μορφή στη θέση του, επιστρατεύει τον Κένταυρο Χείρωνα, τον παιδαγωγό του Αχιλλέα.
Αυτός ο αρχαίος μύθος, που θέλει ένα πλάσμα μισό άνθρωπο και μισό ζώο για παιδαγωγό των ηγεμόνων, λέει ο Μακιαβέλι, διδάσκει ότι ο ηγεμόνας πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί και τον άνθρωπο και το ζώο, κι από το ζώο πρέπει να παίρνει τις ιδιότητες και του λιονταριού και της αλεπούς, τη δύναμη από το λιοντάρι, την πονηριά από την αλεπού. Όποιος ηγεμόνας, λέει ο Μακιαβέλι, ήξερε να χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο την αλεπού, αυτός πέτυχε καλύτερα τους στόχους του. Αλλά αυτή τη φύση, της αλεπούς, προσθέτει, πρέπει να ξέρεις να την χρωματίζεις και να είσαι μεγάλος υποκριτής. Οι άνθρωποι «είναι τόσο αφελείς και υπάκουοι στις ανάγκες της στιγμής ώστε αυτός που εξαπατά θα βρει πάντα εκείνους που αφήνονται να εξαπατηθούν».
Ο σκοπός στον οποίο τα πάντα υποτάσσονται και που μπροστά του οι ηθικές αρχές γίνονται απλώς όργανα εξαπάτησης των αφελών, είναι η εξουσία, είναι το Κράτος, διδάσκει ο Μακιαβέλι. Για να πετύχει αυτό το σκοπό ο ηγεμόνας πρέπει να αδειάζει από το αληθινό τους νόημα τις λέξεις:
«Από το στόμα του δεν πρέπει να βγαίνει κουβέντα που να μην είναι γεμάτη από τις πέντε αρετές που αναφέραμε, πρέπει να φαίνεται γεμάτος επιείκεια, γεμάτος αξιοπιστία, όλος ευθύτητα, όλος ανθρωπιά, όλος θρησκευτικότητα… Όλοι βλέπουν αυτό που φαίνεσαι, λίγοι διακρίνουν τί είσαι, κι αυτοί οι λίγοι δύσκολα διακινδυνεύουν να αντιταχθούν σε μια κοινή γνώμη που την καλύπτει το μεγαλείο του Κράτους».
Ο Στάλιν και η Διδασκαλία του Μακιαβέλι
Αυτή τη διδασκαλία του Μακιαβέλι αφομοίωσε στο έπακρο ο Στάλιν. Από το στόμα του δεν έβγαινε κουβέντα που να μην είναι γεμάτη από την πίστη στο μαρξισμό, στη σοβιετική εξουσία που ήταν η γνήσια έκφραση της εξουσίας «του προλεταριάτου», ύψιστη βαθμίδα της δημοκρατίας κλπ. κλπ. Η μακιαβελική πολιτική «ηθική» έγινε έτσι κυρίαρχη στη σταλινική περίοδο. Συνειδητά ή ασυνείδητα, περισσότερο ή λιγότερο, εφαρμόστηκε από όλα τα κινήματα της εποχής, οι λέξεις χάσανε το νόημα τους. Και, μια που μιλήσαμε για την Κομμούνα, μπορούμε να φέρουμε ένα τυπικό παράδειγμα διαστρέβλωσης των εννοιών: Το 1951, στην 80ή επέτειο της Κομμούνας, διαβάζουμε στο πανηγυρικό για την επέτειο τεύχος της γαλλικής Pensee, σε άρθρο που υπογράφει ο Victor Joannes:
«Το σοσιαλιστικό σοβιετικό κράτος έφερε σε πέρας τα καθήκοντα που η Κομμούνα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, που δεν είχε ούτε καν πλησιάσει. Ο καπιταλισμός εξολοθρεύτηκε ως τις ρίζες του, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις εξαφανίστηκαν, η οικονομία θεμελιώθηκε σε σοσιαλιστικές βάσεις. Η δημοκρατία υψώθηκε σε ανώτερο επίπεδο, καθώς και η πολιτική και ηθική ενότητα των λαών που απαρτίζουν τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση. (…) Το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ –είναι αυταπόδεικτη αλήθεια– ασκεί πραγματικά την ανώτατη εξουσία στη χώρα και, έκφραση της λαϊκής θέλησης, δεν υπακούει παρά μόνο στους σοβιετικούς λαούς».
Αυτά, που γράφονταν το 1951, σήμερα μόνο σαν ειρωνεία ηχούν. Τότε γίνονταν πιστευτά, γιατί ο μύθος είχε αντικαταστήσει την πραγματικότητα, όλοι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμα να δεχτούν το μύθο στη θέση της πραγματικότητας, το ψεύδος στη θέση της αλήθειας. Η χρήση του «μύθου» από το σταλινισμό είχε όλα τα γνωρίσματα της μακιαβελικής «αλεπούς», και του πλατωνικού «γενναίου ψεύδους», του σκόπιμου ψεύδους, του «εν δέοντι γιγνομένου», του ψεύδους που υπηρετεί μια σκοπιμότητα. Έτσι, ωμά, εφαρμόστηκε η πολιτική «μυθοπλασία» από το Στάλιν. Τη μυθοπλασία, ωστόσο, θα την βρούμε και στην επαναστατική σκέψη της Δυτικής Ευρώπης, κυρίως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αλλά με άλλη μορφή –πότε εξευγενισμένη και εξιδανικευτική και πότε μυστικιστική. Το ερώτημα είναι αν ο πολιτικός μύθος περνάει σε μαρξιστές διανοητές της Δυτικής Ευρώπης κάτω από την επίδραση των σταλινικών μύθων –που δημιουργούν κλίμα για την καλλιέργεια του είδους, ή αν έρχεται από τις επιδράσεις των μη μαρξιστικών επαναστατικών ρευμάτων του περασμένου αιώνα. Η απάντηση είναι μάλλον πως οφείλεται και στα δυο. Όπως κι αν είναι, την πρώτη μορφή –του εξιδανικευτικού μύθου– θα την βρούμε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στο έργο ενός μαρξιστή διανοητή μεγάλου βεληνεκούς, του Γκράμσι (η χρήση του πολιτικού μύθου από τον Γκράμσι ήταν άλλωστε και το θέμα που αρχικά σκόπευα να παρουσιάσω στο «Συμπόσιο»). Ειδικό ενδιαφέρον από την άποψη αυτή παρουσιάζουν οι Σημειώσεις του για τον Μακιαβέλι. Για να φτάσει στον Γκράμσι ο Μακιαβέλι δεν χρειάστηκε να κάνει το μακρύ ταξίδι ως την Τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα όπου συνάντησε τους ναρόντνικους της δεκαετίας του ’70 και τους κατέκτησε. Τον Γκράμσι τον συνάντησε στο ιταλικό έδαφος, όπου ο «Ηγεμόνας» του έχει τη γνώριμη μορφή του κοντοτιέρου, γύρω από τον οποίο πλάθεται ο «μύθος». Ας ακούσουμε πώς ερμηνεύει ο Γκράμσι τον «Ηγεμόνα»:
Ο Γκράμσι για τον Μακιαβέλι
«Ο θεμελιακός χαρακτήρας του “Ηγεμόνα” βρίσκεται στο ότι δεν είναι μια συστηματική έκθεση, αλλά ένα βιβλίο “ζωντανό”, όπου η πολιτική ιδεολογία και η πολιτική επιστήμη χύνονται στη δραματική μορφή του “μύθου”. (…) Ο Μακιαβέλι έδοσε στη σύλληψή του τη φαντασιακή και καλλιτεχνική μορφή χάρη στην οποία το δογματικό και λογικό στοιχείο ενσαρκώνεται σε ένα κοντοτιέρο που αναπαριστά, με όψη πλαστική και “ανθρωπομορφική” το σύμβολο της “συλλογικής βούλησης”», (Antoniο Gramsci «Textes», Messidor/Editions Sociales 1983, σελ. 256 κ. έ.)
Αντόνιο_Γκράμσι
Είναι φανερό πως ο Γκράμσι επιδοκιμάζει ανεπιφύλακτα αυτή τη χρήση του μύθου, αλλά αφήνει να φανεί καθαρά πως θα ήθελε να είναι ο ίδιος συγγραφέας ενός «Σύγχρονου Ηγεμόνα» με πρότυπο το έργο του Μακιαβέλι και την αποτελεσματικότητα της γραφής του:
«Η διαδικασία διαμόρφωσης μιας καθορισμένης συλλογικής βούλησης, που έχει καθορισμένο πολιτικό σκοπό, αναπαρίσταται όχι μέσα από σοφές έρευνες και περισπούδαστες ταξινομήσεις των αρχών και των κριτηρίων μιας μεθόδου δράσης, αλλά μέσα από τις ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα καθήκοντα, τις αναγκαιότητες ενός συγκεκριμένου προσώπου, πράγμα που βάζει σε κίνηση την καλλιτεχνική φαντασία του αναγνώστη που θέλεις να πείσεις και δίνει πιο συγκεκριμένη μορφή στα πολιτικά πάθη», (όπ.π., σελ. 257).
Ο Γκράμσι –αυτό γίνεται φανερό από τις πρώτες γραμμές των Σημειώσεών του για τον Μακιαβέλι– διαβάζει τον «Ηγεμόνα» περισσότερο συναισθηματικά παρά με το ψυχρό κριτικό μάτι του πολιτικού. Υπάρχει στην ανάγνωσή του ο Ιταλός, που συγκινείται από τις πρώτες προσπάθειες για την επίτευξη της ενότητας της Ιταλίας. Υπάρχει η αισθητική συγκίνηση που προκαλεί η δραματικότητα της δομής του «Ηγεμόνα» καθώς προχωρεί από την καθαρά αφηρημένη μορφή του ιδεατού και ιδεώδους ηγεμόνα, στην κατακλείδα του έργου του, όπου η μυθική μορφή αποκτά σάρκα και οστά, γίνεται υπαρκτό, ζωντανό πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται με τρόπο άμεσο ο Μακιαβέλι όταν πια «έχει πείσει» τον αναγνώστη του, με την έκκληση που απευθύνει στον Λαυρέντιο των Μεδίκων να αναλάβει το μεγάλο έργο της δημιουργίας ενός νέου κράτους, ισχυρού και ενωμένου.
Η γκραμσιανή ανάγνωση του «Ηγεμόνα» περιέχει ακόμη τη φόρτιση του φυλακισμένου πολιτικού – κομμουνιστή, που στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου κράτους, που ως τώρα δεν υπήρξε, και αναζητά τη μορφή του σύγχρονου «ηγεμόνα» που καλείται να εκπληρώσει αυτή την αποστολή, και που δεν μπορεί πια, στον Εικοστό αιώνα, να είναι ένα πρόσωπο. Ο «σύγχρονος ηγεμόνας» αυτός που θα αναλάβει να ενώσει κάτω από μια «συλλογική βούληση» ένα λαό «σκορπισμένο και κονιορτοποιημένο» σε ένα άμορφο πλήθος ατομικών βουλήσεων, ο «ηγεμόνας-μύθος» της σημερινής εποχής δεν μπορεί πια να είναι ένα πρόσωπο αλλά «ένας οργανισμός, ένα σύνθετο στοιχείο μιας κοινωνίας», μέσα στο οποίο άρχισε ήδη να παίρνει συγκεκριμένη υπόσταση μια συλλογική βούληση που διαφαίνεται στη συλλογική δράση. Αυτός ο οργανισμός «προσφέρεται ήδη από την ιστορική ανάπτυξη, και είναι το πολιτικό κόμμα».
Το Κόμμα
Έτσι ο Γκράμσι φτάνει στον δικό του ορισμό του κόμματος. Το κόμμα είναι «το πρώτο κύτταρο όπου συμπυκνώνονται σπέρματα συλλογικής βούλησης που τείνουν στην καθολικότητα και στην ολότητα». Ένα από τα πρώτα στοιχεία που ο Γκράμσι θεωρεί απαραίτητα για το κόμμα «σύγχρονο Ηγεμόνα» είναι ο γιακοβινισμός –ένας γιακοβινισμός «στην ακέραιη σημασία που αυτή η έννοια έχει ιστορικά αποκτήσει», και που η σημαντικότερη προσφορά της είναι ότι δίνει την εικόνα του «πώς διαμορφώθηκε με συγκεκριμένη μορφή και πώς λειτούργησε μια συλλογική βούληση που, τουλάχιστον από ορισμένες πλευρές, υπήρξε μια πρωτότυπη, ex novo δημιουργία». Άλλωστε τους Γιακοβίνους τους χαρακτηρίζει ως «“κατηγορική ενσάρκωση” του Ηγεμόνα του Μακιαβέλι».
Έναν ορισμό πάντως του ιστορικού γιακοβινισμού έχει δόσει αλλού. Στο Risorgimento ορίζει τον «ιστορικό γιακοβινισμό» ως την «ενότητα πόλης –χωριού», βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της εθνικής ενότητας. Το πρόβλημα άλλωστε της εθνικής ενότητας απασχολεί ζωηρά τον Γκράμσι. Στο σχέδιο του για το πρόγραμμα του κόμματος περιλαμβάνει σειρά ερωτημάτων γύρω από την ιταλική ιδιομορφία, που ήταν η μεγάλη καθυστέρηση στην επίτευξη της εθνικής ενότητας, σε συνάρτηση με το ερώτημα γιατί στην Ιταλία της εποχής του Μακιαβέλι δεν μπόρεσε να επιβληθεί η απόλυτη μοναρχία.
Είναι πολύ πιθανό ότι τον ορισμό του τού γιακοβινισμού ως ενότητας πόλης και χωριού ο Γκράμσι τον στηρίζει και στην άποψη που έχει διατυπώσει ο Λένιν στο άρθρο του –δημοσιευμένο στην «Πράβδα» της 7 Ιουλίου 1917– με τον τίτλο: «Μπορεί να Φοβίσει Κανείς την Εργατική τάξη με το “γιακω-βινισμό”;»: ο γιακοβινισμός του 20ού αιώνα θα ήταν η κυριαρχία του προλεταριάτου στηριγμένου στην αγροτιά και στην ύπαρξη υλικής βάσης για το σοσιαλισμό.
Στην ίδια αντίληψη ο Γκράμσι επανέρχεται, για να την συνδέσει και πάλι με τους Γιακοβίνους και με τον Μακιαβέλι:
«Έλειψε (Σ.Σ.: από την Ιταλία) πάντοτε –και δεν μπορούσε να διαμορφωθεί– μια αποτελεσματική γιακοβίνικη μορφή, ακριβώς η δύναμη που στα άλλα έθνη προκάλεσε και οργάνωσε τη συλλογική εθνική λαϊκή βούληση και θεμελίωσε τα σύγχρονα κράτη. (…) Κάθε διαμόρφωση συλλογικής εθνικής λαϊκής βούλησης είναι ανέφικτη αν οι πλατιές μάζες των αγροτών καλλιεργητών δεν εισβάλλουν ταυτόχρονα στην πολιτική ζωή. Αυτό ήθελε να πετύχει ο Μακιαβέλι με τη μεταρρύθμιση της πολιτοφυλακής, αυτό έκαναν οι Γιακοβίνοι στη Γαλλική Επανάσταση. Σ’ αυτήν τη σκέψη του Μακιαβέλι μπορούμε να διαγνώσουμε ένα πρώιμο γιακοβινισμό, το σπόρο –περισσότερο ή λιγότερο γόνιμο– της αντίληψης του για την εθνική επανάσταση», (όπ.π., σελ. 262).
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να περιλαμβάνει ο «Σύγχρονος Ηγεμόνας», δηλαδή το πρόγραμμα του κόμματος, είναι η πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση, που θα δημιουργούσε το έδαφος «για μια μελλοντική ανάπτυξη της συλλογικής εθνικής-λαϊκής βούλησης» προς την επίτευξη μιας ανώτερης και ολοκληρωμένης μορφής σύγχρονου πολιτισμού: διαμόρφωση συλλογικής εθνικής-λαϊκής βούλησης, της οποίας οργανωτής και εκφραστής θα ήταν ο σύγχρονος Ηγεμόνας –δηλαδή το κόμμα–, και πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση είναι τα δύο στοιχεία που θα έπρεπε να αποτελούν την υποδομή «αυτής της εργασίας».
Τα άλλα, τα συγκεκριμένα σημεία του προγράμματος πρέπει να ενσωματωθούν στο πρώτο μέρος (κι εδώ ο Γκράμσι επανέρχεται σ’ αυτό που θαυμάζει στη γραφή του Μακιαβέλι, στη δραματικότητα που δίνει στον πολιτικό του λόγο), αλλά με τρόπο που «να προκύπτουν “δραματικά” από τον λόγο, να μην είναι μια ψυχρή και λόγια παράθεση επιχειρημάτων».
Δεν είναι δυνατόν σ’ αυτήν την παρέμβαση να σταθούμε περισσότερο στα θέματα που αναλύει ο Γκράμσι στις Σημειώσεις του για τον Μακιαβέλι. θα προσθέσω λίγα λόγια ακόμη για το κόμμα, όπου είναι έντονη η επίδραση της αντίληψης του Μακιαβέλι για τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα, και η επίδραση του Λένιν για το συγκεντρωτισμό και την πειθαρχία. Πάνω σ’ αυτά τα δύο στοιχεία οικοδομείται η αντίληψη του Γκράμσι για το πολιτικό κόμμα-σύγχρονο Ηγεμόνα που νοείται ως «το πολιτικό κόμμα που, σε κάθε δεδομένη στιγμή και μέσα στους διαφορετικούς εσωτερικούς συσχετισμούς των διαφόρων εθνών επιδιώκει (…) να ιδρύσει ένα νέο τύπο Κράτους».
Όρος ύπαρξης ενός κόμματος μ’ αυτό το στόχο είναι να περιέχει τρία στοιχεία: 1) το στοιχείο που σήμερα λέμε «βάση» του κόμματος, και που ο Γκράμσι το περιγράφει ως «στοιχείο» διάχυτο, από κοινούς, μέσους ανθρώπους, που προσφέρουν, ως συμμετοχή, «την πειθαρχία τους, την πίστη τους, όχι όμως το πνεύμα της δημιουργίας και της υψηλής οργάνωσης», 2) το κύριο στοιχείο συνοχής, σε εθνικό επίπεδο, το στοιχείο που κάνει ισχυρό και αποτελεσματικό ένα σύνολο δυνάμεων που, μόνες τους, θα ήταν ένα μηδέν, που είναι προικισμένο με μεγάλη συνεκτική δύναμη, που συγκεντρώνει, πειθαρχεί κι ακόμη, επινοεί, «εφευρίσκει».
Αυτό το δεύτερο στοιχείο αποτελεί, κατά τον Γκράμσι, το καθοδηγητικό στρώμα, που πρέπει να είναι προικισμένο με όλες αυτές τις αρετές, αντίθετα από το πρώτο στρώμα, τη βάση του κόμματος, που έχει να προσφέρει μόνο πίστη και πειθαρχία. Τα δύο στοιχεία ο Γκράμσι τα βλέπει ως φαντάρους και αξιωματικούς. Όταν λείψει το ένα από τα δύο δεν μπορεί να υπάρξει στρατός, παρ’ όλα αυτά το δεύτερο στρώμα, των αξιωματικών, είναι πολύτιμο ακόμη και χωρίς φαντάρους, γιατί “η ύπαρξη μιας ομάδας αξιωματικών, που έχουν έρθει σε συνεννόηση, συμφωνούν ανάμεσα τους, ενώνονται με κοινούς σκοπούς, δεν θα αργήσει να συγκροτήσει ένα στρατό ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα”.
Το τρίτο στοιχείο είναι δευτερεύον, είναι τα λεγόμενα μεσαία στελέχη, που αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο στοιχείο, τα φέρνουν σε επαφή όχι μόνο «φυσική» αλλά και «ηθική και πνευματική». Με άλλα λόγια, το τρίτο στοιχείο είναι αυτό που έχει χαρακτηρισθεί «ιμάντας μεταβίβασης των εντολών της καθοδήγησης», είναι οι λοχίες του στρατεύματος.
Η οργανωτική αυτή αντίληψη του Γκράμσι, που φέρνει έντονα τα χαρακτηριστικά του «κόμματος νέου τύπου» θα έκανε, π.χ., τη Ρόζα Λούξεμπουργκ να αντιδράσει όπως αντέδρασε και με τη λενινιστική αντίληψη που κατέληγε σε ένα κόμμα λίγων διαλεχτών καθοδηγητών, μιας «ελίτ» μεσαίων στελεχών-χειροκροτητών και μιας πειθαρχικής και πειθαρχημένης μάζας κομματικών μελών χωρίς βούληση και χωρίς ενεργό συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις, αντίθετα με την αντίληψη του Μαρξ που έβλεπε διαφορετικά το ρόλο όχι μόνο της οργανωμένης βάσης αλλά και της «μάζας» στη σχέση της με το κόμμα.
Η προσπάθεια του Γκράμσι να πείσει ότι η πειθαρχία που ζητιέται από τα μέλη δεν είναι «παθητική και τεμπέλικη αποδοχή των διαταγών» (κάτι που ωστόσο δεν αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως, π.χ., όταν μία ενέργεια έχει αποφασιστεί και βρίσκεται σε εξέλιξη, σπεύδει να διευκρινίσει ο Γκράμσι), αλλά πρέπει να είναι «συνειδητή και διαυγής αφομοίωση της οδηγίας που πρέπει να πραγματοποιηθεί» δεν αλλάζει τα πράγματα. Το μέλος του κόμματος δεν έχει άποψη, δεν έχει γνώμη δεν έχει συμβολή ούτε συμμετοχή στη διαμόρφωση της τρέχουσας, έστω, πολιτικής του κόμματος στο οποίο στρατεύεται, έχει μόνο την υποχρέωση να εκτελεί τις διαταγές, αφού τις «αφομοιώσει». Αυτή η αφομοίωση είναι, προφανώς, το μόνο του δικαίωμα.
Δημοκρατικός και Γραφειοκρατικός Συγκεντρωτισμός
Μαρξ
Κάποια επιφύλαξη –ή έμμεση κριτική– διατυπώνει όταν επιχειρεί να ορίσει τον «προοδευτικό» και τον «αντιδραστικό» χαρακτήρα των κομμάτων. Βλέπει τον προοδευτικό χαρακτήρα στους σκοπούς του κόμματος αλλά και στον τρόπο λειτουργίας του:
Όταν ένα κόμμα είναι «δημοκρατικό» λειτουργεί και «δημοκρατικά», με την έννοια του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Αντίθετα, ένα κόμμα αντιδραστικό θα λειτουργεί «γραφειοκρατικά», με την έννοια του «γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού». Στη δεύτερη περίπτωση το κόμμα δεν είναι «παρά ένας απλός εκτελεστής, που δεν αποφασίζει: είναι, με τεχνικούς όρους, ένα όργανο αστυνόμευσης και η ονομασία του “πολιτικού κόμματος” είναι μια σκέτη μεταφορά μυθολογικού χαρακτήρα».
Η αντιπαράθεση δημοκρατικού και γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι σαφής σ’ αυτό το απόσπασμα του Γκράμσι, όπως και ο αστυνομικός-αντιδραστικός χαρακτήρας του κόμματος που λειτουργεί γραφειοκρατικά. Το ζήτημα είναι ότι ο Γκράμσι δεν πρόλαβε να δει πώς ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» μετατρέπεται ταχύτατα σε γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, χωρίς κανείς να έχει βρει ως τώρα τον τρόπο να εμποδίσει αυτή τη μετάλλαξη.
Ακόμη πιο αδύναμη είναι η προσπάθειά του να πείσει ότι η πειθαρχία, όπως την εννοεί, δεν εκμηδενίζει την προσωπικότητα ούτε την ελευθερία, γιατί ούτε το ζήτημα της προσωπικότητας ούτε της ελευθερίας κρίνονται με μέτρο την πειθαρχία αλλά με το κριτήριο «της προέλευσης της εξουσίας» που απαιτεί την πειθαρχία Αν η πηγή της είναι «δημοκρατική», δηλαδή αν η εξουσιαστική αρχή είναι «μια τεχνική εξειδικευμένη λειτουργία» και όχι κάτι «αυθαίρετο», τότε η πειθαρχία «είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής τάξης, της ελευθερίας». Με άλλα λόγια, ο Γκράμσι προσχωρεί στην –πλατωνική στις καταβολές της– αντίληψη του καταμερισμού των έργων: η «τεχνική εξειδικευμένη λειτουργία» των καθοδηγητών προϋποθέτει ένα στρώμα «επαϊόντων», και αποκλεισμό των μη επαϊόντων από κάθε ρόλο πλην του πειθαρχικού εκτελεστή των άνωθεν εντολών. Είναι η αντίληψη του Σωκράτη στον «Πρωταγόρα», που την αντιπαλεύει ο Πρωταγόρας με τη θέση του, που είναι η θέση της αρχαίας δημοκρατίας, πως η πολιτική αρετή, η ικανότητα να μετέχεις ενεργά στη νομοθετική και στην εκτελεστική εξουσία, είναι κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων.
Η Ελευθερία της Βούλησης
Αυτό το είδος της ελευθερίας να πειθαρχείς, ο Γκράμσι το παραβάλει με το καθολικό δόγμα της «ελευθερίας της βουλήσεως», όπου το άτομο έχει την ελευθερία να δεχτεί «εκούσια» το θείο θέλημα Στο σημείο αυτό βρίσκεται πίσω από τον Μακιαβέλι, που αναγνωρίζει την ελευθερία της βούλησης απέναντι, κυρίως, στην τύχη και λιγότερο –μάλλον καθόλου– απέναντι στο θεό. Στο XXV μέρος ο Μακιαβέλι δίνει στην ελευθερία της βούλησης έννοια τελείως υλιστική:
Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να αντιτάσσεται στη δράση των τυφλών φυσικών ή κοινωνικών δυνάμεων, να εμποδίζει τις πλημμύρες των ποταμών κατασκευάζοντας φράγματα και κανάλια. Οι άνθρωποι, λέει, έχουν τη γνώμη ότι τα εγκόσμια τα κυβερνάει η τύχη ή ο θεός, επομένως οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα διορθώσουν ούτε και διαθέτουνε κάποιο γιατρικό. Ομολογεί μάλιστα ότι συχνά παρασύρθηκε κι ο ίδιος απ’ αυτή την αντίληψη. Αλλά:
«Για να μην καταργηθεί η ελευθερία της βούλησης μας, λέω ότι μπορεί να είναι αλήθεια πως η τύχη κυβερνάει τις μισές από τις πράξεις μας, ενώ τις άλλες μισές, ή περίπου, τις αφήνει να τις κυβερνάμε εμείς».
Και με την ίδια «υλιστική» αντίληψη, ο Μακιαβέλι προσθέτει:
«Και την συγκρίνω (Σ.Σ.: την τύχη) μ’ εκείνα τα ορμητικά ποτάμια που, όταν θυμώσουν, πλημμυρίζουν τις πεδιάδες, ρίχνουν κάτω τα δέντρα και τις οικοδομές, παίρνουνε τη γη από δω και την μεταφέρουν αλλού. Όλοι φεύγουνε μπροστά τους, όλος ο κόσμος υποχωρεί στη μανία τους, χωρίς να μπορεί με κανένα τρόπο να την εμποδίσει. Κι ενώ είναι έτσι φτιαγμένοι, παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι, όταν οι καιροί είναι καλοί, μπορούνε να επέμβουνε και με φράγματα και με αναχώματα έτσι που, όταν τα νερά φουσκώσουνε και πάλι, ή θα κυλήσουνε από ένα κανάλι ή η μανία τους δεν θα ξεσπάσει τόσο ανεμπόδιστα και δεν θα κάνει τόσες ζημιές. Αυτό γίνεται και με την τύχη που δείχνει τη δύναμη της εκεί όπου δεν υπάρχει οργανωμένη δύναμη για να της αντισταθεί και επιτίθεται όπου ξέρει πως δεν έχουν κατασκευάσει αναχώματα και φράγματα για να την συγκρατήσουν».
Η ελευθερία της βούλησης στο Μακιαβέλι είναι απαλλαγμένη από κάθε θρησκευτικότητα, κι είναι παράξενο πώς ο Γκράμσι κατέφυγε στα καθολικά δόγματα για να δόσει κάποια εξήγηση στην κατάλυση κάθε ελευθερίας στο κόμμα του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» που αναλαμβάνει το ρόλο του Ηγεμόνα. Η καθαρότερη εξήγηση του δίνεται στο σημείο που αποδέχεται τη λενινιστική αντίληψη, πως το κόμμα είναι οργανωμένη εξουσία, με ιεραρχική δομή και με αυστηρό καταμερισμό των έργων –άλλοι είναι οι ασκούντες την εξουσία κι άλλοι οι εκτελεστές των διαταγών. Αυτή τη σχέση κλείνει ο Γκράμσι μέσα σε μια πολύ σαφή ερώτηση, όπου δεν χωράει παρά η απάντηση της «συνειδητής πειθαρχίας» των κυβερνωμένων. Η «συλλογική βούληση», όπως ενσαρκώνεται, στους μόνους ικανούς να αναλάβουν το βαρύ φορτίο της είναι η υπέρτατη σκοπιμότητα:
«Πώς πρέπει να εννοήσουμε την πειθαρχία, όταν μ’ αυτόν τον όρο εννοούμε μια συνεχή και διαρκή σχέση ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, που πραγματώνουν μια συλλογική βούληση;» (όπ.π., σελ. 298).
Οι θέσεις του Γκράμσι για το κόμμα δείχνουν πόσο έντονες ήταν οι επιδράσεις της Γ΄ Διεθνούς και του Στάλιν ακόμη και στους τολμηρότερους μαρξιστές διανοητές της περιόδου που μελετάμε, αλλά και πόσο έντονη ήταν η επίδραση των μη-μαρξιστικών αντιλήψεων που μπολιάστηκαν στον μετά τον Μαρξ «μαρξισμό».
Σταματώντας εδώ την παρέμβαση μου, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ολοκληρωμένη» εργασία αλλά ως απλή πρόταση για προβληματισμό, θα ήθελα να επανέλθω στην Κομμούνα του 1871 με το ερώτημα: αν οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα έφερναν τόσα πολλά στοιχεία από τις επαναστάσεις και τις επαναστατικές ιδέες του 19ου αιώνα, κι αν η Κομμούνα ήταν η μόνη επανάσταση που ανήκε, ουσιαστικά και όχι χρονολογικά, στον 20ό αιώνα κι ο 20ός αιώνας την παρέκαμψε, τότε μπορούμε να ελπίζουμε πως η Κομμούνα του Παρισιού θα είναι το «σημείο εκκίνησης» των επαναστάσεων του 21ου αιώνα; Είναι ένα ερώτημα που περιμένει απάντηση.
Οχτώβρης 1991
Πηγή. http://www.marxistbooks.gr/mnimi.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου