ΑΠ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η Αριστερά υποστηρίζει, όχι άδικα, ότι η ελληνική άρχουσα τάξη είναι εξαρτημένη, σε βαθμό εθελοδουλείας, από τον ξένο παράγοντα, τον εκάστοτε κυρίαρχο. Η ειλικρίνεια επιβάλλει να αποδεχθούμε ότι και η ελληνική Αριστερά δεν ήταν λιγότερο εξαρτημένη από τη «μητέρα/πατρίδα» του (υπαρκτού) σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ. Βασική αιτία είναι ότι και οι δυο πλευρές βγήκαν ηττημένες από τον Πόλεμο. Η μία ηττήθηκε με τα όπλα. Η άλλη υποτάχθηκε στους ξένους για να μείνει στην εξουσία.
Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει επίσης να δεχθούμε ότι μόνο οι Ιταλοί κομμουνιστές επέδειξαν (στη Δύση) μια σχετική ανεξαρτησία ενώ η Γαλλία του Ντε Γκώλ διεκδίκησε, επίσης, την αυτονομία της. Η ανεξαρτησία έναντι ισχυρού κέντρου εξουσίας προϋποθέτει τρεις τουλάχιστον παράγοντες:
-Μια εξίσου ισχυρή ηγετική προσωπικότητα- Γκράμσι- Τολιάτι- Μπερλιγκουέρ/ Ντε Γκώλ, Μιτεράν, εν μέρει. Ο ηγέτης συσπειρώνει.
-Διαφορετική, ολοκληρωμένη, πολιτική άποψη. Η διαφορετική πολιτική εμπνέει και κινητοποιεί.
-Και, κυρίως, επίγνωση των πραγματικών δυνατοτήτων να εφαρμοστεί η άποψη αυτή. Ο ρεαλισμός πείθει.
Κανείς ηγέτης δεν ήρθε σε μετωπική, καθολική, σύγκρουση με το ισχυρό κέντρο που κυριαρχούσε στο χώρο τους, με εξαίρεση τον Τίτο και τον Μάο. Κανείς, ούτε οι Ιταλοί ούτε ο Ντε Γκωλ, δεν ήταν ονειροπαρμένος Δον Κιχώτης, όλοι ζύγιζαν πρώτα τα πράγματα, τους συσχετισμούς, και μετά αποφάσιζαν. Το εφικτό.
Οι Ιταλοί, έχοντας ως βάση το διαφοροποιημένο (από τον Λένιν) σκεπτικό του Γκράμσι (άλλες οι συνθήκες και οι εποχές) κατέληξαν στον λεγόμενο (εκ των υστέρων) ευρωκομμουνισμό, μια άλλη Ευρώπη.
Ο Ντε Γκωλ αντέταξε στις ΗΠΑ το ευρωπαϊκό όραμα, σε συμμαχία με τη Γερμανία.
Ο Τίτο βασίστηκε στην ισορροπία Δυνάμεων.
Ο Μαο της τεράστιας Κίνας οραματίστηκε ένα διαφορετικό δρόμο για τον κομμουνισμό.
Θα ήταν γελοίος αναχρονισμός αν όλοι αυτοί κριθούν με σημερινά κριτήρια. Απαντούσαν στις τότε συνθήκες και δεδομένα. Για τη συνέχεια (των προσπαθειών τους) θα έπρεπε να υπάρχουν διάδοχοι ικανοί να αναπροσαρμόσουν τις αρχικές επιλογές-ο Λένιν το έκανε με την ΝΕΠ. Κανείς τους δεν σεβάστηκε καθιερωμένες, υποτίθεται, Αρχές, κανείς δεν ερμήνευσε τα ιερά, υποτίθεται, κείμενα σαν να ήταν οι «δέκα εντολές» υπαγορευμένες από το θεό, ή τον Μαρξ.
Η εξάρτηση, σε βαθμό υποτέλειας, των καθεστωτικών κομμάτων αλλά και της Αριστεράς συρρίκνωσε ανίατα τη σύνολη σκέψη, πολιτική, ιδεολογική, οικονομική, στη χώρα. Και οι δυο πλευρές μοιράζονταν, ασυναίσθητα, την άποψη ότι η χώρα «ανήκει», ψυχή τε και σώματι, στη Δύση ή στη («σοσιαλιστική») Ανατολή. Η ήττα αμφοτέρων είναι στη ρίζα του σταδιακού μαρασμού όχι μόνο της πολιτικής σκέψης αλλά και της καλλιτεχνικής/πνευματικής δημιουργίας, το μέτρο της κοινωνικής δυναμικής. Η αστική πλευρά είχε τελευταία αναλαμπή τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Η επίσημη Αριστερά, ίδρωσε για να αποδεχθεί τον Θεοδωράκη και το ρεμπέτικο. Τώρα, το τέλμα.
Δεν βρίσκουμε πια αποκούμπι στους «καλούς», στη Δύση, δεν έχουμε πια που να στηριχθούμε αφ’ ότου γκρεμίστηκε ο «υπαρκτός». Ώρα να συλλογιστούμε το μέλλον μας. Επιτέλους μόνοι.
Η Αριστερά υποστηρίζει, όχι άδικα, ότι η ελληνική άρχουσα τάξη είναι εξαρτημένη, σε βαθμό εθελοδουλείας, από τον ξένο παράγοντα, τον εκάστοτε κυρίαρχο. Η ειλικρίνεια επιβάλλει να αποδεχθούμε ότι και η ελληνική Αριστερά δεν ήταν λιγότερο εξαρτημένη από τη «μητέρα/πατρίδα» του (υπαρκτού) σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ. Βασική αιτία είναι ότι και οι δυο πλευρές βγήκαν ηττημένες από τον Πόλεμο. Η μία ηττήθηκε με τα όπλα. Η άλλη υποτάχθηκε στους ξένους για να μείνει στην εξουσία.
Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει επίσης να δεχθούμε ότι μόνο οι Ιταλοί κομμουνιστές επέδειξαν (στη Δύση) μια σχετική ανεξαρτησία ενώ η Γαλλία του Ντε Γκώλ διεκδίκησε, επίσης, την αυτονομία της. Η ανεξαρτησία έναντι ισχυρού κέντρου εξουσίας προϋποθέτει τρεις τουλάχιστον παράγοντες:
-Μια εξίσου ισχυρή ηγετική προσωπικότητα- Γκράμσι- Τολιάτι- Μπερλιγκουέρ/ Ντε Γκώλ, Μιτεράν, εν μέρει. Ο ηγέτης συσπειρώνει.
-Διαφορετική, ολοκληρωμένη, πολιτική άποψη. Η διαφορετική πολιτική εμπνέει και κινητοποιεί.
-Και, κυρίως, επίγνωση των πραγματικών δυνατοτήτων να εφαρμοστεί η άποψη αυτή. Ο ρεαλισμός πείθει.
Κανείς ηγέτης δεν ήρθε σε μετωπική, καθολική, σύγκρουση με το ισχυρό κέντρο που κυριαρχούσε στο χώρο τους, με εξαίρεση τον Τίτο και τον Μάο. Κανείς, ούτε οι Ιταλοί ούτε ο Ντε Γκωλ, δεν ήταν ονειροπαρμένος Δον Κιχώτης, όλοι ζύγιζαν πρώτα τα πράγματα, τους συσχετισμούς, και μετά αποφάσιζαν. Το εφικτό.
Οι Ιταλοί, έχοντας ως βάση το διαφοροποιημένο (από τον Λένιν) σκεπτικό του Γκράμσι (άλλες οι συνθήκες και οι εποχές) κατέληξαν στον λεγόμενο (εκ των υστέρων) ευρωκομμουνισμό, μια άλλη Ευρώπη.
Ο Ντε Γκωλ αντέταξε στις ΗΠΑ το ευρωπαϊκό όραμα, σε συμμαχία με τη Γερμανία.
Ο Τίτο βασίστηκε στην ισορροπία Δυνάμεων.
Ο Μαο της τεράστιας Κίνας οραματίστηκε ένα διαφορετικό δρόμο για τον κομμουνισμό.
Θα ήταν γελοίος αναχρονισμός αν όλοι αυτοί κριθούν με σημερινά κριτήρια. Απαντούσαν στις τότε συνθήκες και δεδομένα. Για τη συνέχεια (των προσπαθειών τους) θα έπρεπε να υπάρχουν διάδοχοι ικανοί να αναπροσαρμόσουν τις αρχικές επιλογές-ο Λένιν το έκανε με την ΝΕΠ. Κανείς τους δεν σεβάστηκε καθιερωμένες, υποτίθεται, Αρχές, κανείς δεν ερμήνευσε τα ιερά, υποτίθεται, κείμενα σαν να ήταν οι «δέκα εντολές» υπαγορευμένες από το θεό, ή τον Μαρξ.
Η εξάρτηση, σε βαθμό υποτέλειας, των καθεστωτικών κομμάτων αλλά και της Αριστεράς συρρίκνωσε ανίατα τη σύνολη σκέψη, πολιτική, ιδεολογική, οικονομική, στη χώρα. Και οι δυο πλευρές μοιράζονταν, ασυναίσθητα, την άποψη ότι η χώρα «ανήκει», ψυχή τε και σώματι, στη Δύση ή στη («σοσιαλιστική») Ανατολή. Η ήττα αμφοτέρων είναι στη ρίζα του σταδιακού μαρασμού όχι μόνο της πολιτικής σκέψης αλλά και της καλλιτεχνικής/πνευματικής δημιουργίας, το μέτρο της κοινωνικής δυναμικής. Η αστική πλευρά είχε τελευταία αναλαμπή τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Η επίσημη Αριστερά, ίδρωσε για να αποδεχθεί τον Θεοδωράκη και το ρεμπέτικο. Τώρα, το τέλμα.
Δεν βρίσκουμε πια αποκούμπι στους «καλούς», στη Δύση, δεν έχουμε πια που να στηριχθούμε αφ’ ότου γκρεμίστηκε ο «υπαρκτός». Ώρα να συλλογιστούμε το μέλλον μας. Επιτέλους μόνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου