 |
Αυτοπροσωπογραφία
|
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ, ήταν Γάλλος ζωγράφος και ακαδημαϊκός, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της τελευταίας φάσης του νεοκλασικισμού στη Γαλλία, συνδυάζοντας τις νεοκλασικές ιδέες με την οριενταλιστική εικονογραφία. Στο εύρος τού έργου του περιλαμβάνονται ιστορική ζωγραφική, αλλά και θέματα από την Ελληνική μυθολογίαβ[›] φέρνοντας την Ακαδημαϊκή ζωγραφική[2] παράδοση σε μια καλλιτεχνική κορύφωση.
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ ήταν γιος χρυσοχόου, πήγε σχολείο στη Βεζούλ (Vesoul)[3] και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πωλ Ντελαρός (Paul Delaroche, 1797 - 1859) στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού το 1842. Στη συνέχεια, το 1844, σπούδασε κοντά στον Σαρλ Γκλερ (Charles Gleyre, 1818 - 1874), αλλά μόνο για τρεις μήνες. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο. Ο Ζερόμ, ως ένθερμος οπαδός του Νεοκλασικισμού, τέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών, γνωστής ως «Οι Νεοέλληνες», οι οποίοι συγκεντρώνονταν στο ιστορικό Καφέ Λε Προκόπ (Café Le Procope) του Μονπαρνάς.

Κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας στη Γαλλία, η «επίσημη» φιλοσοφία για την τέχνη ήταν η αποκαλούμενη "juste milieu" (προφέρεται ζυστ μιλιέ), δηλαδή ένας ενδιάμεσος συνδυασμός νεοκλασικών ιδεών και ενός ανερχόμενου ρομαντισμού, αλλά και ενός συγκαλυμμένου ερωτισμού, πολύ δημοφιλούς στα κοινωνικά στρώματα της παρισινής μπουρζουαζίας. Η φιλοσοφία αυτή βρήκε την πραγμάτωσή της στον πίνακα του Ζερόμ «Η Κοκορομαχία» (1847), έξοχο δείγμα νεοκλασικής τεχνοτροπίας, για τον οποίο τιμήθηκε με μετάλλιο, όταν εκτέθηκε στο Σαλόν του 1847 στο Παρίσι.
Το 1852, ο Ζερόμ έφυγε για τη Ρωσία, λόγω όμως του επικείμενου πολέμου, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή ήταν η πρώτη του γνωριμία με την Ανατολή. Τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ουγγαρία, όπου κάνοντας ένα σταθμό, ζωγράφισε το στρατόπεδο των Ρώσων στρατιωτών, που εκτέθηκε στο Σαλόν του 1854.