Ετικέτες

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Η ανατίναξη του Παρθενώνα


image

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που, είτε η μοίρα είτε ο θεός – όπως τό ‘θελε κανείς – του χαρίζει απλόχερα τ’ αγαθά του πλούτου, της ειρήνης και της ευημερίας. Ευτυχισμένος και ευγνώμονας στο θεό του, ο άνθρωπος εκφράζει τότε με την τέχνη του τα αισθήματα του αυτά, χαρίζοντας παράλληλα στην αιωνιότητα τον καρπό της ευτυχίας και της ευημερίας. Όταν μάλιστα αυτά τα έργα τέχνης τυχαίνει να γίνονται από άτομα ή κοινωνίες με αναπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου, εξαιρετική ευαισθησία και βαθύ πολιτισμικό πλούτο, αποτελούν πια μνημειώδη μεγαλουργήματα, θαύματα φτιαγμένα – θα ‘λεγε κανείς – με θεϊκή συνεργασία.

Η Αθήνα, «η διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» πήρε λάμψη από ένα τέτοιο έργο τέχνης, την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα και τους άλλους της ναούς. Πάνω στον άγριο βράχο, όπου η φύση έχει σμιλέψει ένα άλλο καλλιτεχνικό αριστούργημα, η δουλειά εκατοντάδων δούλων, εργατών τεχνικών και καλλιτεχνών, γέννησε μέσα σε 9 χρόνια (447-438 π.Χ.) ένα από τα μεγαλύτερα αριστοτεχνήματα της αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής τέχνης.

Στη σάρκα του κάτασπρου πεντελικού μαρμάρου ο λαός της Αθήνας του Περικλή, μιας Αθήνας που βρισκόταν τότε στο υπέρτατο σημείο της ακμής της, σκάλισε και ζωγράφισε την ομορφιά, ευχαρίστησε τους θεούς και ύμνησε τη δόξα του, ενώ την ίδια στιγμή σφράγιζε την παγκόσμια ιστορία με τη χρυσή του βούλα.

Ο χρόνος, όσο κι αν πέρασε, δε στάθηκε ικανός να σβήσει το θεϊκό αποτύπωμα από τον ιερό βράχο, να διώξει το δέος από τα μάτια του προσκυνητή ή του επισκέπτη, καθώς κοιτάζει το έργο της φαντασίας ενός λαού που μίλαγε με τους θεούς του. Είναι όμως αλήθεια πως «όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή». Και τις στιγμές στη ζωή τις δημιουργεί ο άνθρωπος, το μόνο πλάσμα στον κόσμο που είναι ικανό για τις αξιότερες πράξεις και τις μεγαλύτερες καταστροφές συγχρόνως.

Στο πέρασμα των εποχών, ο Παρθενώνας θα δεχτεί το προσκύνημα λαών και ηγετών, τα δώρα στρατηγών και βασιλιάδων. Ο χριστιανισμός θα τον μεταμορφώσει σε ορθόδοξο ναό, όπου αντί για την Αθηνά θα λατρεύεται η Παναγία. Για τη χάρη της, η δυνατή Μακεδονία, στέλνοντας για δεύτερη φορά το βασιλιά της, θα χαμηλώσει τα σκήπτρα της να προσκυνήσει το μεγαλείο του, και τ’ αναθήματα του χριστιανού Βασίλειου Β’ θα σταθούν δίπλα σ’ εκείνα του ειδωλολάτρη Αλέξανδρου.

Την εποχή της φραγκοκρατίας, από το 1208 ως το 1458 λειτουργεί σαν μητροπολιτικός ναός των Φράγκων δουκών, ενώ το 1458 αλλάζει πάλι θρησκεία για να γίνει τούρκικο τζαμί. Και όμως, παρά τις μεταμορφώσεις και τις αλλαγές του, θα έχει πάντα το σεβασμό, όχι μόνο των ευγενών και των χριστιανών, αλλά και των βαρβάρων του Αλάριχου, όπως και των αλλόθρησκων Τούρκων.

Κι αυτόν ακριβώς το σεβασμό θα έρθει να τινάξει στον αέρα – τι ειρωνεία της τύχης αλήθεια – μια βόμβα χριστιανική, σύμβολο βοήθειας και απελευθέρωσης της Αθήνας από τον τούρκικο ζυγό, σταλμένη από τα κανόνια του Βενετού στρατάρχη Morozini (Μοροζίνι) το Σεπτέμβριο του 1687.

Οι βλέψεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας

Ο πόλεμος που θα έφερνε στην Αθήνα όχι μόνο την καταστροφή του Παρθενώνα, αλλά και την ερήμωση και δυστυχία του λαού της, κηρύχτηκε εναντίον των Τούρκων από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στις 25 Απριλίου του 1684 και κράτησε μέχρι το 1699. Τα συμφέροντα και οι βλέψεις των Βενετών στην Ελλάδα, ήταν τα κίνητρα που οδήγησαν τη Βενετία ν’ αναλάβει σαν μέλος του ιερού Ευρωπαϊκού Συνασπισμού εναντίον της Τουρκίας, την καταπολέμηση της τουρκικής ισχύος στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι, τον Ιούνιο 1684 οι Έλληνες του Ιόνιου και της Δυτικής Ελλάδας έχοντας στην καρδιά τους την ελπίδα της απελευθέρωσης, έτρεχαν να επανδρώσουν και να υποστηρίξουν με κάθε μέσο το στόλο των Βενετών, που οδηγούσαν δύο ικανότατοι αρχιστράτηγοι: ο Σουηδός κόμητας Konigsmarck (Κένιξμαρκ), και ο Βενετός Φραγκίσκος Μοροζίνι.

Κύριος σκοπός της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας ήταν η κατάκτηση του Μοριά, πράγμα που κατόρθωσε μέσα σε δύο χρόνια, και μετά από τρεις εκστρατείες. Οι περιοχές όμως που βρίσκονταν πια στα χέρια των Βενετών δεν έπαψαν να απειλούνται από τις τουρκικές δυνάμεις που ήταν συγκεντρωμένες στα μεγάλα στρατιωτικά κέντρα της Θήβας και της Χαλκίδας. Τα οχυρά του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Κορίνθου δε θα άντεχαν ποτέ στην πίεση μιας τουρκικής εισβολής από το Βορρά. Οι Βενετοί σχεδίαζαν να καταλάβουν τις θέσεις κλειδιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, δηλαδή της περιοχής που άρχιζε από τις Θερμοπύλες και έκλεινε ανατολικά στην Εύβοια, ενώ από τη Δύση, οι δυτικές δίοδοι ήταν καλυμμένες από τον ορεινό όγκο των Αγράφων. Με τον ερχομό όμως του φθινοπώρου του 1687, στο πολεμικό συμβούλιο που συγκαλεί ο Μοροζίνι για να αποφασιστεί ο τρόπος διεξαγωγής των επιχειρήσεων, προτείνεται από τον ίδιο ν’ αποσυρθεί το στράτευμα στην Τριπολιτσά, επειδή η κατάκτηση της Αττικής, αν και εύκολη στην πραγματοποίηση της, θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Πρώτ’ απ’ όλα ήταν η δυσκολία ανεφοδιασμού που θα είχε ο στρατός, έπειτα θα έπρεπε να διαιρεθεί γι’ ν’ αντιμετωπίσει παράλληλα τον πασά της Χαλκίδας Ιμπραήμ, και το Σερασκέρη που είχε φτάσει στη Θήβα. Και το σπουδαιότερο, η πιθανή εγκατάλειψη της Αττικής όταν δε θα μπορούσαν να την κρατήσουν – άλλωστε αυτή δεν ενδιέφερε τη Βενετία – θα άφηνε τους κατοίκους της στο έλεος της μανιασμένης εκδίκησης των Τούρκων. Ο Μοροζίνι επέμενε στην οχύρωση και την ανασυγκρότηση του Μοριά, αντίθετα με πολλούς του αξιωματικούς που ήθελαν να προχωρήσουν στην κατάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας.

Περιμένοντας τη σωτηρία από τους ξένους

Τότε ακριβώς έφτασαν, η μία μετά την άλλη, οι πρεσβείες των Αθηναίων. Η πρώτη δήλωσε υποτέλεια στους Βενετούς και υποσχέθηκε εννιά χιλιάδες γρόσια το χρόνο σαν φόρο στους ελευθερωτές. Η δεύτερη ήρθε να ανακοινώσει ότι ο πασάς της Χαλκίδας έστειλε στην Αττική τριακόσιους γενίτσαρους, και η τρίτη ότι ο Σερασκέρης κατεβαίνει από τη Θήβα, πράγμα που βάζει σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο την Αθήνα, αλλά και το Μοριά. Όπως πάντα, έτσι και τούτη τη φορά, οι Έλληνες δε θα σταθούν ικανοί να μην παρασυρθούν από τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία τους. Δε θα μπορέσουν να διακρίνουν τον κίνδυνο της εξάρτησης από τη Βενετία. Επιπόλαιοι, αλλοπαρμένοι ήδη από το όραμα της λευτεριάς, θα βιαστούν να δώσουν υποσχέσεις ταπείνωσης και δουλείας σε μια δύναμη, που δε θα δίσταζε να τους πατήσει ίδια και περισσότερο με την Τουρκία. Τα χρόνια της σκλαβιάς κάτω από το φράγκικο και τουρκικό ζυγό, δεν είναι αρκετά για να τους θυμίσουν, δε φτάνουν για να τους φοβίσουν, να τους κάνουν πιο προσεχτικούς, πιο διπλωμάτες. Οι νίκες των Βενετών ήταν η καλύτερη απόδειξη για την ευκολοπιστία τους, πως αυτός ο στρατός φέρνει τη λευτεριά, και μ’ αυτή τη σκέψη δε θα διστάσουν μπροστά σ’ οποιαδήποτε υποχώρηση. Ο Μοροζίνι συγκινείται με τα λόγια των Αθηναίων. Ίσως ακόμα και να σκέφτηκε τον πιθανό κίνδυνο για το Μοριά από το Σερασκέρη. Μα αυτός που πιο πολύ τον σπρώχνει στην απόφαση του είναι ο κόμης του Konigsmarck (Κένιξμαρκ), που άλλωστε έχει άμεση επιρροή στο πολεμικό συμβούλιο.

Ο Παρθενώνας ανατινάζεται

Έτσι, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1687, ο στόλος των Βενετών αδειάζει στο λιμάνι του Πειραιά 9.880 άντρες και 870 άλογα. Περίτρομοι οι 500 γενίτσαροι, μαζί με τους δυόμισι χιλιάδες υπόλοιπους Τούρκους της Αθήνας, οχυρώνονται στην Ακρόπολη, αφού πρώτα παίρνουν μερικούς από τους Αθηναίους άρχοντες για όμηρους. Τότε είναι που γκρεμίζουν το ναό της Αθηνάς Νίκης για να τον κάνουν προμαχώνα, καταστροφή ωστόσο που επανορθώθηκε αργότερα, αφού κανένα από τα μάρμαρά του δεν καταστράφηκε. Οι Τούρκοι θα τοποθετήσουν μια πυροβολαρχία στο νοτιοδυτικό άκρο της Ακρόπολης, ενώ οι Βενετοί θα στήσουν τα κανόνια τους στους λόφους του Φιλοπάππου, της Πνύκας και του Αρείου Πάγου. Η επίθεση άρχισε στις 14 (κατ’ άλλους στις 23) Σεπτεμβρίου. Δυο μέρες η σκόνη της μάχης σηκωνόταν στον αττικό ουρανό. Την τρίτη μέρα μια βενετική βόμβα έπεσε στα Προπύλαια – που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν σαν μικρή μπαρουταποθήκη και κατέστρεψε ένα μέρος του. Η μεγάλη όμως καταστροφή έγινε λίγο αργότερα (στις 16 προς 17, κατ’ άλλους στις 26 Σεπτεμβρίου).

Οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει τον Παρθενώνα σε προσωρινή αποθήκη πυρίτιδας και άλλων εύφλεκτων υλικών. Η στέγη του μνημείου, από μάρμαρο όπως ήταν, δε διέτρεχε κανένα κίνδυνο από τα εχθρικά πυρά. Η Μοίρα όμως, που είναι πάντα έξω από τα στρατηγικά σχέδια και τις ανθρώπινες ικανότητες, ήρθε κι εδώ να παίξει το φριχτό της παιχνίδι: σε μια μόνο άκρη της, η σκεπή του Παρθενώνα είχε ένα μικρό άνοιγμα. Και ακριβώς σ’ αυτό το άνοιγμα θα τελείωνε την τροχιά της μία από τις βόμβες του Μοροζίνι. Το θέαμα που επακολούθησε ήταν τρομερότατο: μια τεράστια φλόγα, μια βροντή εκκωφαντική, ένα φοβερό τράνταγμα που κλόνισε τον Ιερό Βράχο αλλά και την πόλη ολόκληρη, ξεχύθηκε από τα σπλάχνα του κτιρίου. Ο Παρθενώνας άνοιξε στα δύο. Το μεγαλύτερο μέρος των δύο μακρών πλευρών του, των τοίχων του σηκού και του γλυπτού του διακόσμου συντρίφτηκε και εκσφενδονίστηκε από την έκρηξη, παρασύροντας μαζί του τα κομματιασμένα μέλη τριακοσίων περίπου ανθρώπων. Τα ένδοξα μάρμαρα που άντεξαν ορθωμένα στο κύλισμα του χρόνου, έγιναν σκόνη μέσα σε μία μόνο στιγμή. Το σύμβολο μιας εποχής δοξασμένης και λαμπρής, ενός πολιτισμού γεμάτου φως, ενός λαού που έδωσε στην τέχνη και την επιστήμη την ουσία τους, ακρωτηριάστηκε ανεπανόρθωτα από τους φορείς ενός κόσμου που ο χριστιανισμός και η πρόοδος δεν μπόρεσαν να διδάξουν. Πολύ πιθανόν, οι Βενετοί να έβαλαν επίτηδες σημάδι εκείνο το μικρό άνοιγμα στη στέγη του Παρθενώνα, αδιάφοροι για το μέγεθος της καταστροφής, αδίστακτοι μπροστά στο παράγγελμα του πολεμικού τους καθήκοντος. Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν, πως κανένας από τους Έλληνες, είτε αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό των Βενετών, είτε τους υπόλοιπους Αθηναίους, δεν έδειξε να καταλαβαίνει (τουλάχιστον τότε) τη φριχτή πραγματικότητα του γεγονότος. Αντίθετα μάλιστα, αλαφιασμένοι από χαρά, ζητωκραύγαζαν κι επαινούσαν τον ένδοξο στρατηγό και τους σκληρούς τους συμμάχους. Κι όταν, λίγες μέρες μετά ο Konigsmarck απέκρουσε την προσπάθεια του Σερασκέρη να διασπάσει την πολιορκία, και η τούρκικη φρουρά σήκωσε τη λευκή σημαία της παράδοσης, έτρεξαν όλοι να προϋπαντήσουν το Μοροζίνι, που, περήφανος κατακτητής, έμπαινε στην πόλη τους θεωρώντας την κτήση του. Ο ίδιος, σε έκθεση προς την κυβέρνηση του, κρύβοντας την ματαιοδοξία του με τις μετριόφρονες περιγραφές των «ταπεινών του υπηρεσιών», δηλώνει απερίφραστα την ικανοποίηση του για τα αποτελέσματα της «θαυματουργής εκείνης βόμβας» όπως την ονομάζει.

Η πανούκλα συμπληρώνει την καταστροφή

Τυφλωμένοι πάντα οι Αθηναίοι από τη λαχτάρα της λευτεριάς ζητούν αμέσως όπλα για ν’ αρματωθούν, και την υπόσχεση των Βενετών ότι θα διατηρήσουν τα κοινοτικά προνόμια και τα εκκλησιαστικά τους δικαιώματα. Στο μεταξύ όμως, η πανούκλα που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά, είχε ήδη αρχίσει να θερίζει τους ταλαιπωρημένους από τη ζέστη και τον πόλεμο Ευρωπαίους μισθοφόρους. Και το χειρότερο απ’ όλα, ο Σερασκέρης, με ανασυνταγμένες τις δυνάμεις του, ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να κατεβεί από τη Θήβα και να ανακαταλάβει την πόλη. Με την τουρκική απειλή ανανεωμένη, το στρατό του αποδεκατισμένο και κουρασμένο, τους μισθοφόρους να ζητούν αυξήσεις και τους Αθηναίους να τον πιέζουν για να οπλιστούν, ο Μοροζίνι αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αττική. Ήδη ένα τμήμα των Αννοβερανών είχε φύγει στις 26 Δεκεμβρίου από τον Πειραιά, επιστρέφοντας στην Ευρώπη. Με την αρχή της νέας χρονιάς, οι Βενετοί αρχίζουν τις προετοιμασίες για την αναχώρηση. Φριχτή η πραγματικότητα που ανακαλύπτουν οι Αθηναίοι. Για μια ακόμη φορά συνειδητοποιούν – πολύ αργά – ότι ξένος στρατός τους ξεσήκωσε, τους χρησιμοποίησε για τους δικούς του σκοπούς, και τους εγκαταλείπει τώρα στο έλεος της εκδίκησης του κατακτητή τους. Η λύση που τους προτείνει ο Μοροζίνι καθησυχάζοντας τις πρεσβείες τους δεν είναι καθόλου καλύτερη: η πόλη πρέπει να εγκαταλειφθεί. Άλλωστε, εκτός από τον κίνδυνο των Τούρκων, τους απειλούσε και η επικίνδυνη εξάπλωση της πανούκλας. Στις 10 Απριλίου του 1688, οι Βενετοί εγκαταλείπουν την Αττική. Μαζί τους θα φύγουν και αρκετοί Αθηναίοι πρόσφυγες, που αργότερα, αφού καταταγούνε εθελοντικά στο βενετικό στρατό, θα εκπαιδευτούν σ’ αυτόν και θα αποχτήσουν στρατιωτικές γνώσεις πολύ χρήσιμες για τον κατοπινό αγώνα της πατρίδας τους. Πριν όμως φύγει ο Μοροζίνι, δεν μπόρεσε να μην αμαυρώσει το όνομα του με μια ακόμη πράξη ιεροσυλίας. Η «ευαίσθητη καλλιτεχνική του ψυχή» είχε εντυπωσιαστεί από την ομορφιά και την ζωντάνια των γλυπτών του Παρθενώνα. Έβαλε λοιπόν ανθρώπους του που έφτιαξαν σκαλωσιές και προσπάθησαν ν’ αποσπάσουν από το δυτικό αέτωμα του ναού τα γλυπτά του Ποσειδώνα και του άρματος της Νίκης. Ο θαυμαστός όμως τρόπος της κατασκευής του κτιρίου και της σύνδεσης των μαρμάρων, δεν επέτρεπε τη βίαιη και απρόσεχτη παρέμβαση χεριών που δε γνώριζαν τα μυστικά του. Έτσι, σχεδόν μόλις άρχισε η εργασία, ολόκληρο το πάνω τμήμα της κορωνίδας του ναού, ταλαιπωρημένο ήδη από τους κραδασμούς της μάχης, κατέρρευσε και συντρίφθηκε, ενώ παρά λίγο να γίνει αιτία να σκοτωθούν και οι τεχνίτες που βρίσκονταν από κάτω του. Δυστυχώς ο Μοροζίνι δεν πτοήθηκε καθόλου από την άδικη αυτή καταστροφή. Η συνείδηση του έμενε ανέπαφη από τέτοιου είδους «καλλιτεχνικές ανησυχίες».

Ευρωπαϊκή βαρβαρότητα

Αφήνοντας ακρωτηριασμένο το ιερό μνημείο, έστρεψε την προσοχή του στα μαρμάρινα λιοντάρια που στόλιζαν την Ακρόπολη, το Θησείο και τον Πειραιά. Τα φόρτωσε λοιπόν στη γαλέρα του και τα έστειλε – λάβαρα, τρόπαια της νίκης του – στη Βενετία. Το γνωστότερο από τα τρία λιοντάρια, η λέαινα με τα ρουνικά χαράγματα, που βρισκόταν ως τότε στην είσοδο του λιμανιού στου Πειραιά (από αυτό είχε πάρει ο Πειραιάς κατά την Τουρκοκρατία την ονομασία Port Leone), βρίσκεται ακόμη σήμερα στη Βενετία, όπου, μαζί μ’ ένα δεύτερο από το Θησείο, στολίζουν την είσοδο του ναυστάθμου της. Για τη σκληρή αυτή μεταχείριση του καλλιτεχνικού πλούτου της Αθήνας, θα γράψει ο Σατομπριάν το 1811 στο «οδοιπορικό» του: «είναι σκληρό να σκέφτεται κανείς ότι ο Αλάριχος και ο Μωάμεθ ο β’ σεβάστηκαν τον Παρθενώνα, για να τον αφανίσουν ο Μοροζίνι και ο Έλγιν». Όσον αφορά τους Αθηναίους, είχαν ήδη αρχίσει από τα μέσα Μαρτίου να εγκαταλείπουν την πόλη του. Απογοητευμένοι και οργισμένοι με τους «συμμάχους» τους, φορτωμένοι με ό,τι πολυτιμότερο είχαν στο βιος τους (ο Μοροζίνι είχε απαγορεύσει αυστηρά τη λεηλασία της πόλης γιατί φοβήθηκε μήπως οι Αθηναίοι εξοργιστούν περισσότερο) τράβηξαν για την ξενιτιά.

Η Αθήνα ερημώνεται

Ο αριθμός των προσφύγων αναφέρεται σε έξι χιλιάδες περίπου, όσοι δηλαδή είχαν απομείνει, αφού πολλοί είχαν φύγει κι από την προηγούμενη χρονιά για να μην εμπλακούν στον πόλεμο. Για όσους έμειναν τότε, επιθυμώντας τον πόλεμο με την ελπίδα της λευτεριάς, πικρό είναι το μάθημα, τραγική η μοίρα. Εκτός από αυτούς που ακολούθησαν τους Βενετούς, άλλοι, μαζί με τους Αλβανόφωνους των περιχώρων, πήγαν στην Πελοπόννησο, κι άλλοι, πάνω σε βενετικά πλοία, κατέφυγαν πρώτα στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα, και μετά στις ακτές της Αργολίδας, της Κορίνθου, της Πάτρας, ή στα νησιά του Αιγαίου. Μερικοί απ’ αυτούς θα ξαναγυρίσουν μετά από χρόνια στην έρημη Αθήνα, όπου θα ζήσουν στην εγκαταλειμμένη Ακρόπολη και στα σπίτια της κάτω πόλης ή στα γύρω βουνά, απ’ όπου και θα κατεβαίνουν για να ληστέψουν τους ίδιους τους συμπολίτες τους. Θύματα της ασυνειδησίας του ξένου στρατού και της μοίρας που οι ίδιοι προκάλεσαν, θα θυμούνται από τότε αρκετά συχνά τον «καιρό που τους εσήκωσεν ο πρίντζιπας». Και η δεισιδαιμονία του λαού θα γράφει βέβαια τη δική της παράλληλη ιστορία. Η καταστροφή του Παρθενώνα θα αποδοθεί στη θέληση του ναού να εξαγνιστεί από το άγος της μετατροπής του σε τζαμί, ενώ μια άλλη εκδοχή θέλει την καταστροφή να γίνεται την παραμονή της Αγίας Σοφίας – 17 Σεπτεμβρίου – επειδή ο ναός που προοριζόταν για την Αγία του Θεού Σοφία, αφιερώθηκε τελικά στην Παναγία την Αθηνιώτισσα.

«Ότι δεν έκαναν οι Γότθοι το έκαναν οι Σκότοι…»

Η βάνδαλη καταστροφή του Παρθενώνα, δεν θα ήταν δυστυχώς και η τελευταία που θα υπέφερε το έξοχο αυτό μνημείο. Στα τριακόσια χρόνια που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα, πολλοί ήταν οι «φιλότεχνοι» περιηγητές, αρχαιολόγοι και επισκέπτες της Ελλάδας, που έκλεψαν για τον εαυτό τους ή τη χώρα τους πολλά από τα αξιόλογα γλυπτά του χώρου της Ακρόπολης. Ένα αρκετά μεγάλο μέρος από την ευθύνη για τις αρπαγές αυτές έχει ο Άγγλος διπλωμάτης και πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη από το 1972 ως το 1802, Ελγιν, που, με την άδεια του σουλτάνου για να κάνει ανασκαφές στην Ελλάδα, λεηλάτησε τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη, και πολλούς άλλους αρχαιολογικούς χώρους, και πήρε 253 περίπου γλυπτά απαράμιλλης ομορφιάς και ανυπολόγιστης αξίας. Την ιεροσυλία του Έλγιν καταδίκασε κάποιος άλλος Άγγλος, ο λόρδος Βύρων, γράφοντας στο θρήνο του «όσα δεν έκαναν οι Γότθοι τα έκαναν οι Σκόται». Θα ήταν πραγματικά ευτύχημα αν μπορούσαν να νιώσουν πολλοί άλλοι τη φρίκη που αισθανόταν ο λόρδος Βύρων μπροστά στις εγκληματικές αυτές ενέργειες. Για να σεβαστεί όμως κανείς κάτι, πρέπει να το αγαπά, και για να το αγαπά, πρέπει να το γνωρίζει, να μπορεί να καταλάβει την αιτία και την ανάγκη της ύπαρξης του, το μέγεθος της αξίας και της ομορφιάς του, την πραγματική ουσία των ιδεών ή των πράξεων που συμβολίζει. Μια τέτοια αντίληψη και κατανόηση δεν υπήρχε ούτε από τους ίδιους τους Αθηναίους. Η αδιαφορία, οι αρπαγές, η κακομεταχείρηση και η έλλειψη συντήρησης του αρχαίου πλούτου, έδωσαν στο άλλοτε λαμπρό μνημείο την όψη ενός ταλαιπωρημένου λείψανου του παρελθόντος. Κι αυτό συνέβη, όπως και αλλού, επειδή ο άνθρωπος συνηθίζει να βλέπει τα μνημεία και τα καλλιτεχνήματα γύρω του σαν μαρτυρίες απλές εποχών που πέρασαν, χωρίς να προσπαθεί να ανακαλύψει το διαχρονικό και το αιώνιο του συμβολικού τους μηνύματος, που είναι μήνυμα ειρήνης, πνευματικής υγείας και ψυχικής καλλιέργειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου