Ετικέτες

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η Ευρώπη, οι σοσιαλιστές και η άκρα δεξιά…


Η Ευρώπη, οι σοσιαλιστές και η άκρα δεξιά…

 
 
 
 
 
 
1 Vote

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Marc Roche στο βιβλίο του «Καπιταλισμός εκτός Νόμου» αναφερόμενος στις αποφάσεις των Ευρωπαίων σοσιαλιστών κατά τις περιόδους που αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση φαίνεται μάλλον εκνευρισμένος: «Στη Βρετανία, μετά τη σαρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματος, στο οποίο κυριαρχούσε η τάση των Νέων Εργατικών, το Μάιο του 1997, ο υπουργός Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν αφαιρεί από την τράπεζα της Αγγλίας την τραπεζική επιτήρηση και την αναθέτει σε έναν νέο οργανισμό, που ονομάζεται Financial Services Authority  και ο οποίος υποστηρίζει ένα χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το λεγόμενο “light touch”». (σελ. 159). Κι αν στην Αγγλία οι εργατικοί είναι αυτοί που αναθέτουν την επιτήρηση των τραπεζών σε οργανισμούς οι οποίοι επιβάλλουν «χαλαρά ρυθμιστικά πλαίσια», στη Γαλλία έχουμε το φαινόμενο του σοσιαλιστή Πιερ Μπερεγκοβουά που διετέλεσε υπουργός οικονομικών από το 1984 ως το 1986 κι από το 1988 ως το 1992: «Ο Μπερεγκοβουά, ο ποίος προερχόταν από τον κόσμο της εργατικής τάξης και αναγκάστηκε να δουλέψει από νωρίς σε εργοστάσιο, είχε ξεκάθαρες απόψεις που δεν τις κλόνιζε καμία μεταφυσική ανησυχία. Τα δεσμά της πίστωσης χαλαρώνουν, καταργείται τελείως ο έλεγχος του συναλλάγματος και των τιμών για τις επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο εκσυγχρονίζεται, το μονοπώλιο των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος επίσης καταργείται σταδιακά, ενώ ενθαρρύνεται η διανομή μετοχών στα ανώτερα στελέχη, των λεγόμενων stock-options». (σελ. 159 – 160).
Ο αντισημιτισμός και ιδιαιτέρως ο αντι – ισλαμισμός δίνουν τροφή στα κόμματα της άκρας δεξιάς. Όμως πίσω απ’ αυτά κρύβεται πάντα η απογοήτευση από το πλαίσιο της τρέχουσας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κάνει τους πολίτες να νιώθουν απροστάτευτοι και να απαξιώνουν όλες τις πολιτικές ιδέες στο όνομα ενός ισοπεδωτικού απολιτίκ που ευνοεί πάντα τα ακροδεξιά στοιχεία.
Ο Roche φαίνεται αμείλικτος στην παράθεση των στοιχείων: «Στην Ιταλία, οι δύο κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς του Ρομάνο Πρόντι (1996 – 1998 και 2006 – 2008) ανοίγουν τον τραπεζικό τομέα στον ανταγωνισμό και χαλαρώνουν τους κανόνες λειτουργίας των αγορών». (σελ. 160). Αλλά και στη Γερμανία η εικόνα δεν αλλάζει: «Επικεφαλής του συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων από το 1998 έως το 2005, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ευνοεί τη συγκέντρωση του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα και την ανατροπή της χρηματοοικονομικής εποπτείας, ενώ ενθαρρύνει τις αναδιαρθρώσεις, με αποτέλεσμα τις σημαντικές περικοπές προσωπικού, και όλα αυτά παρά την αρνητική στάση του κόσμου, των συνδικάτων και των συνασπισμένων μαζί του οικολόγων». (σελ. 160). Στην ελληνική σοσιαλιστική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ ο Roche δεν κάνει αναφορά. Αυτό που παραθέτει είναι η ξεκάθαρη στόχευση της Δεξιάς, όπως τέθηκε από τη δεκαετία του 1980: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η ταυτόχρονη άνοδος στην εξουσία της Θάτσερ και του Ρίγκαν θα αλλάξει τα πάντα. Μείωση των φόρων, αύξηση του ελέγχου του συναλλάγματος, ιδιωτικοποιήσεις, μάχη κατά της συνδικαλιστικής εξουσίας και άρση του χρηματοοικονομικού ρυθμιστικού πλαισίου – το περίφημο big bang του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου του 1986 –είναι η ημερήσια διάταξη και στις δύο όχθες του Ατλαντικού». (σελ. 158).

Το συμπέρασμα που απομένει είναι η ξεκάθαρη πρόθεση της δεξιάς πολιτικής για χαλάρωση του τραπεζικού ελέγχου και των χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων και η ταυτόχρονη υλοποίηση αυτών από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις: «Η Αριστερά είναι εκείνη που θα εισαγάγει την απελευθέρωση προς κάθε κατεύθυνση: ο Ρόμπερτ Ρούμπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Γκόρντον Μπράουν στη Βρετανία, ο Μπερεγκοβουά στη Γαλλία και ο Ρομάνο Πρόντι στην Ιταλία. Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος; Από φόβο μήπως τους θεωρήσουν ανίκανους, οι σοσιαλδημοκράτες νιώθουν την υποχρέωση να καθησυχάσουν τους χρηματοοικονομικούς κύκλους, αφήνοντάς τους να κάνουν ό,τι θέλουν». (σελ. 158 – 159). Το κατά πόσο μπορεί να χαρακτηριστεί αριστερά μια τέτοια πολιτική προοπτική είναι μεγάλη συζήτηση. Όσο για την εκδοχή του Roche που θέτει τις σοσιαλιστικές ενέργειες αυτού του είδους ως αποτέλεσμα φόβου μπροστά στην κριτική των χρηματοοικονομικών κύκλων, κρίνεται μάλλον επιεικής, αν λάβει κανείς υπόψη του τα στοιχεία που παραθέτει σχετικά με το ηθικό βάρος αυτών των ανθρώπων: «Ο Πιερ Μπερεγκοβουά είναι εκείνος που έχει φιλίες με έναν έμπορο όπλων, το Σαμίρ Τραμπουλσί, και γενικά απολαμβάνει τη γενναιοδωρία πλούσιων φίλων του… Στη Βρετανία, ο Πίτερ Μάντελσον υποχρεώνεται να εγκαταλείψει δύο φορές την κυβέρνηση, εξαιτίας ύποπτων δεσμών που διατηρούσε με βιομηχάνους. Ο Ρομάνο Πρόντι, δύο φορές πρόεδρος του ιταλικού Συμβουλίου, κηλίδωσε τη φήμη του με το σκάνδαλο της συγχώνευσης, το 1994, ανάμεσα στη γερμανική Siemens και την ιταλική STET. Η συναλλαγή αυτή πρέπει να είχε διευκολυνθεί με μίζες. Πάντως, η Goldman Sachs, της οποίας ο Πρόντι υπήρξε σύμβουλος από το 1990 έως το 1993, είναι εκείνη που βοηθά την ιταλική πλευρά. Κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, ο φάκελος θάφτηκε από την ιταλική δικαιοσύνη. Την εποχή εκείνη ο Πρόντι είναι πρόεδρος του Συμβουλίου». (σελ. 160 – 161).
Οι σχέσεις διαπλοκής ανάμεσα σε πολιτικά πρόσωπα και σε συμφέροντα εταιρειών – κατά τον Roche πάντα – καθρεφτίζονται και στις αποφάσεις του σοσιαλιστή ηγέτη Σρέντερ: «Στο τέλος της πολιτικής του καριέρας, το 2005, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ προσλήφθηκε από τη ρωσική εταιρεία Gazprom ως πρόεδρος του συμβουλίου εποπτείας της North-European Gas Pipeline, ενός ρωσογερμανικού κονσόρτσιουμ, που ανέλαβε την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου. Άρα, ο Σρέντερ, με την ιδιότητα του καγκελάριου, είχε εγκρίνει τη διαδρομή του αγωγού στο βάθος της Βαλτικής Θάλασσας. Από το 2009 ο Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι μέλος του διευθυντηρίου του ρωσοβρετανικού πετρελαϊκού ομίλου TNK-BP, οι ρώσοι μέτοχοι του οποίου ανήκουν στο στενό κύκλο του πρωθυπουργού Βλαντιμίρ Πούτιν». (σελ. 161).
Για τον Roche, στην Ευρώπη τουλάχιστον, είναι περισσότερο η Δεξιά πολιτική που προσπαθεί να αντισταθεί στη σκιώδη χρηματιστηριακή οικονομία παρά οι Σοσιαλιστές: «Αναμφισβήτητα, η Δεξιά είναι εκείνη που σφίγγει το ρυθμιστικό πλαίσιο. Η Άνγκελα Μέρκελ, ο Νικολά Σαρκοζί και ο Ντέιβιντ Κάμερον ξεκίνησαν πόλεμο κατά της σκιώδους οικονομίας, των υπερβολικών αμοιβών των τραπεζιτών, της κερδοσκοπίας και της φοροδιαφυγής». (σελ. 163). Οι προθέσεις αυτού του πολέμου θα κριθούν από την αποτελεσματικότητά του. Το σίγουρο είναι ότι εμφανίστηκαν κατόπιν εορτής (η ζημιά είχε ήδη γίνει) κι ότι θα ήταν μάλλον υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι πέτυχαν την επιβολή ρυθμιστικού πλαισίου προς εξασφάλιση της διαφάνειας στις χρηματαγορές.
Αναλογιζόμενοι την πορεία του σοσιαλιστή πρωθυπουργού της Πορτογαλίας Ζοζέ Σόκρατες, που μπήκε φυλακή, ή την περίπτωση του Έλληνα σοσιαλιστή Τσοχατζόπουλου,  καθίσταται σαφές ότι ο σοσιαλιστικός χώρος άρχισε να βαραίνει επικίνδυνα. Αλλά και σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, έχοντας υπόψη ότι ο Σόκρατες ήταν ο πρωθυπουργός του μνημονίου, όπως και ο Έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου – που ήταν και πρόεδρος των σοσιαλιστών – δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι οι σοσιαλιστές της Ευρώπης συνδέθηκαν με τη μνημονιακή πολιτική της ακραίας λιτότητας που οδήγησε στη φτωχοποίηση, την ανεργία κι εν πολλοίς στην απελπισία του κόσμου. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δύσκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη. Στα μάτια του κόσμου οι σοσιαλιστές φαίνονται περισσότερο σαν απογοητευτική ουρά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής παρά ως πολιτική δύναμη που θα ορθώσει ανάστημα απέναντι στη λαίλαπα των αγορών.
Κι αυτές ακριβώς είναι οι συνθήκες που κάνουν την άκρα δεξιά να τρίβει τα χέρια της. Ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο «Δυο ώρες διαύγειας» εξηγεί: «Ο φασισμός γεννιέται από τις απογοητεύσεις: “Κανείς δεν μας υποστηρίζει, θέλουν το κακό μας, οι Εβραίοι, οι Αφρικανοί… Η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για μας, οι αξίες μας απειλούνται…”. Η Δεξιά» (εννοείται η άκρα Δεξιά) «γνώριζε πάντοτε πώς να εκμεταλλεύεται αυτές τις ανησυχίες». (σελ. 152 – 153), ενώ ο Pierre Milza στο βιβλίο «Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης» αναρωτιέται: «Πρέπει, άραγε, να εκπλησσόμαστε βλέποντας τους εργάτες, που καταλάμβαναν άλλοτε την κεντρική θέση στη βιομηχανική κοινωνία, να αισθάνονται παραπεταμένοι στο σημερινό κόσμο και να ψηφίζουν εφεξής μαζικά υπέρ των κομμάτων της άκρας δεξιάς;» (σελ. 697 – 698).
Κι αν αυτά φαίνονται υπερβολικά τα στοιχεία που παραθέτει ο Tzvetan Todorov στο βιβλίο «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας» είναι καταλυτικά: «Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε στην Ευρώπη ένα καινούργιο πολιτικό φαινόμενο: την άνοδο στην εξουσία λαϊκιστικών κομμάτων». (σελ. 198). Ο έσχατος λαϊκισμός και η ξενοφοβία, ως κύρια μαγιά του ακροδεξιού λόγου, βρίσκει πάντα πρόσφορο έδαφος όταν συνδυάζεται με τη φτώχεια: «Στην Ολλανδία, ένα φλογερός λαϊκιστής, ο Πιμ Φουρντάιν […] ίδρυσε ένα κόμμα που υπερασπιζόταν τις ιδέες του. Την επομένη της δολοφονίας του […] το 2002, το κόμμα του πήρε 17% των βουλευτικών εδρών στη Βουλή… Λίγα χρόνια αργότερα, το 2007, επιβλήθηκε ένας καινούργιος λαοπλάνος, ο Χιρτ Βίλδερς, που έγινε παραγωγός μιας προπαγανδιστικής αντι-ισλαμικής ταινίας και απαίτησε την απαγόρευση του Κορανίου. Από το 2010 ο κομματικός του σχηματισμός είχε συνδεθεί με την κυβέρνηση της χώρας χωρίς να συμμετέχει σ’ αυτή: χωρίς την υποστήριξή του η παραδοσιακή δεξιά δε θα είχε πλειοψηφία στη Βουλή». (σελ. 199).
Κι αν η κατάσταση στην Ολλανδία δεν κρίνεται αντιπροσωπευτική, δε μένει παρά να γίνουν αναφορές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες: «… η κατάσταση της Ολλανδίας μοιάζει μ’ εκείνη της Δανίας μέχρι το 2011, όπου η δεξιά διατηρούσε την εξουσία χάρη στην εξωτερική υποστήριξη του δανέζικου Κόμματος του Λαού, με επικεφαλής την Πία Κέρσγκορ – ενός κόμματος με σύνθημα “Η Δανία στους Δανούς”… Το ξενοφοβικό κόμμα του Κριστόφ Μπλοσέ στην Ελβετία, που κρύβεται πίσω από την επωνυμία Δημοκρατική Ένωση του Κέντρου, παρομοιάζει στην προπαγάνδα του τους ξένους με μαύρα πρόβατα που πρέπει να εκδιωχθούν από τη χώρα… Στην Ουγγαρία το κόμμα της άκρας δεξιάς Jobbik προωθεί μια προπαγάνδα έντονα ξενοφοβική (και περιστασιακά αντισημιτική)». (σελ. 199 – 200 – 201).
Ο αντισημιτισμός και ιδιαιτέρως ο αντι – ισλαμισμός δίνουν τροφή στα κόμματα της άκρας δεξιάς. Όμως πίσω απ’ αυτά κρύβεται πάντα η απογοήτευση από το πλαίσιο της τρέχουσας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κάνει τους πολίτες να νιώθουν απροστάτευτοι και να απαξιώνουν όλες τις πολιτικές ιδέες στο όνομα ενός ισοπεδωτικού απολιτίκ που ευνοεί πάντα τα ακροδεξιά στοιχεία. Ο Pierre Milza είναι ξεκάθαρος: «Τα θέματα του εθνικολαϊκιστικού καταλόγου […] δεν έχουν καμιά δυσκολία να βρουν απήχηση σε τμήματα του εκλογικού σώματος που πλήττονται περισσότερο από τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές μεταλλαγές των δύο τελευταίων δεκαετιών. Πράγματι, στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί αυτοί, πρέπει να βρεθούν αιτίες, να προταθούν φάρμακα και να υποδειχθούν υπεύθυνοι. Έτσι θα παραδοθούν στη λαϊκή κατακραυγή, σε πλήρη συμφωνία με τη συνήθη θεματολογία της άκρας δεξιάς, ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος, άβουλος και διεφθαρμένος, οι ελίτ (διοικητικές, οικονομικές, διανοητικές, κλπ.), η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η κάστα των ΜΜΕ, οι “κοσμοπολίτικες χρηματιστηριακές ολιγαρχίες”, οι “απάτριδες τεχνοκράτες” των Βρυξελών, κλπ. Όλοι τους, φορείς της διάλυσης του έθνους και της “παρακμής”, στους οποίους οι λαϊκιστές ρήτορες αντιπαραθέτουν τις αρετές των “από κάτω”». (σελ. 699).
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία φαντάζει αδύναμη να αντιπαρέλθει τις επιταγές των αγορών στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Ο λαϊκιστικός λόγος είναι αυτός που θα καλύψει τα κενά προτάσσοντας την ακροδεξιά ιδεολογία ως μοναδική «προστατευτική» διέξοδο. Ο Αλέξης Μητρόπουλος στην εισήγησή του «Ανασύνταξη του καπιταλισμού και εργατικό κίνημα» αναφέρει: «Υπερεθνικά καπιταλιστικά, χρηματιστηριακά και πιστωτικά κέντρα και υπηρεσίες, προωθούν τις αξιωματικές τους αποφάσεις στα εθνικά όργανα της αφυδατωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Νέες εργασιακές συνθήκες διαμορφώνονται, με κύριο χαρακτηριστικό την αποξένωση της εργατικής δύναμης – ακόμη και σε κλασικούς βιομηχανικούς κλάδους – από την παραγωγή. Τώρα δεν έχουμε μόνο την αποξένωση του εργαζομένου από το προϊόν του μόχθου του. Το σύστημα παραγωγής του αρνείται τη συμμετοχή του, την ίδια τη νομιμοποιητική του βάση στην κοινωνική οργάνωση. Τα κλασικά συνδικαλιστικά και πολιτικά όπλα ακυρώνονται». Υπό αυτές τις συνθήκες το πρόταγμα του εθνικισμού και του ολοκληρωτικού – δήθεν προστατευτικού – κράτους ξαναβρίσκει τον τρόπο να φαίνεται δελεαστικό.
Η απογοήτευση από το σοσιαλιστικό χώρο, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η αποχαλίνωση της κερδοσκοπίας και το ασύδοτο των συμφερόντων του κεφαλαίου, η διαπλοκή ανάμεσα σε εταιρείες και πολιτικά πρόσωπα και η διαφαινόμενη αδυναμία της πολιτικής μπροστά στην επίθεση των αγορών επιφέρουν την οργή, την απαξίωση της δημοκρατίας και τη συνωμοσιολογία ως ερμηνεία των καιρών. Όμως δεν πρέπει να σταθεί κανείς μόνο σ’ αυτά. Ο Pierre Milza είναι απολύτως κατατοπιστικός: «… δεν χάνουμε ευκαιρία […] να επιρρίψουμε την ευθύνη για την ενίσχυση της άκρας δεξιάς στους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, ξαναπαίζοντας το κλασικό παιχνίδι του αντικοινοβουλευτισμού… Ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει στις μεταμοντέρνες κοινωνίες μας κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία δεν είναι άσχετη με την εκλογική ενίσχυση των άκρων. Αλλά η αδιαφορία των πληθυσμών για τα παραδοσιακά κόμματα και την πολιτική γενικώς έχει και πολλές άλλες αιτίες. Με πρώτη την εξής: ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο μια απάντηση στην κοινωνική ζήτηση που γέννησε η έλευση της μεταβιομηχανικής εποχής. Είναι προϊόν της εμπορευματοποιημένης κοινωνίας του θεάματος που εξαρτάται από την καθημερινή ετυμηγορία του δείκτη θεαματικότητας. Όλοι μας έχουμε ένα μέρος ευθύνης γι’ αυτή την εξέλιξη, αλλά οι επαγγελματίες της τηλεοπτικής ενημέρωσης οφείλουν περισσότερο από τους άλλους να αναρωτηθούν για το ρόλο που παίζουν στη διαδικασία παραγωγής του λαϊκισμού». (σελ. 709 – 710).
Κι αν όλα αυτά φαίνονται υπερβολές ο Todorov υπενθυμίζει την περίπτωση της Γαλλίας: «Στη Γαλλία, το 2002, ο αρχηγός του Εθνικού Μετώπου Ζαν – Μαρί Λε Πεν βρέθηκε στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, εκμηδενίζοντας προς στιγμήν το σοσιαλιστή υποψήφιο… Το 2011, η Μαρί Λε Πεν, που διαδέχτηκε τον πατέρα της, φιλοδοξεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γαλλική πολιτική ζωή και οι δημοσκοπήσεις τής δίνουν γύρω στο 20% της πρόθεσης ψήφου στις επόμενες προεδρικές εκλογές». (σελ. 200 – 201). Στις εκλογές του 2012 το ακροδεξιό κόμμα της Μαρί Λε Πεν πλησίασε το 18%, ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία του κόμματος. Ο Todorov προειδοποιεί: «Η Γερμανία, που φαινόταν ως τώρα ανοσοποιημένη απέναντι σ’ αυτές τις τάσεις, γνωρίζει με τη σειρά της μια άνοδο των συναισθημάτων κατά των αλλοδαπών». (σελ. 201). Για να καταλήξει: «Το 2009 οι εκπρόσωποι αυτών των διαφόρων κινημάτων συναντήθηκαν στη Βουδαπέστη, όπου ίδρυσαν μια συμμαχία εθνικών ευρωπαϊκών κινημάτων για να συντονίζει τη δράση τους». (σελ. 201). Η ελληνική πραγματικότητα επιβεβαιώνει αυτού του είδους τις  ευρωπαϊκές τάσεις, ασχέτως αν ο Todorov δεν κάνει καμία αναφορά σ’ αυτή.
Τα εθνικιστικά, λαϊκιστικά, ξενοφοβικά κόμματα κερδίζουν συνεχώς έδαφος κι αυτή είναι η πιο μεγάλη προειδοποίηση για την Ευρώπη. Ο Παναγιώτης Κονδύλης από το 1992 στο βιβλίο «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» επισημαίνει: «Η πολιτικά και στρατηγικά απολύτως δικαιολογημένη μέριμνα για τις πιθανές αλυσιδωτές συνέπειες πολέμων ή αναταραχών σε άλλα μέρη της ηπείρου θα ήταν πάντως μικρότερη, αν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούσε να είναι εκ των προτέρων βέβαιη για την ενότητα και την αποφασιστικότητα της δράσης της. Αντί γι’ αυτό η έλλειψη ακατάλυτης ομοψυχίας στο παρόν ζωντανεύει αναμνήσεις γύρω από τις συγκρούσεις συμφερόντων στο εθνικιστικό παρελθόν – και μάλιστα όσον αφορά στους ίδιους χώρους και στα ίδια δρώντα υποκείμενα». (σελ. 72). Όσο για τον Τσόμσκι, ως συνήθως, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρανοήσεων: «Αν η Ευρώπη ήταν πραγματικά ενωμένη, θα ήταν περίπου ίση με τις ΗΠΑ: Έχει περισσότερο πληθυσμό, μια εξίσου ισχυρή βιομηχανία και ένα καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης. Γι’ αυτό το λόγο οι ΗΠΑ τρέφουν διφορούμενα αισθήματα για την Ευρώπη. Ίσως αυτή να είναι και η αιτία που η Αγγλία, που σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο από μια θυγατρική των ΗΠΑ, βοηθάει τους Αμερικανούς να εμποδίσουν την Ευρώπη να ενωθεί». (σελ. 137).
Το βέβαιο είναι ότι οι πρωτοβουλίες ανήκουν στην Ευρώπη. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι προκλήσεις των καιρών δεν κρύβουν μόνο κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας…
Marc Roche: «Καπιταλισμός εκτός Νόμου, η οικονομία του παρασκηνίου», εκδόσεις «Μεταίχμιο», Αθήνα 2011
Noam Chomsky: «Δυο ώρες διαύγειας», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006
Tzvetan Todorov: «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2012
Pierre Milza: «Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα», εκδόσειςSCRIPTA, Αθήνα 2004
Το σκίτσο είναι από εδώ: http://www.cartoonmovement.com/cartoon/14251

Από:
http://eranistis.net/wordpress/2015/07/09/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου