Ετικέτες

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

H Εξοστρακισμένη Ουτοπία…





(αποσπάσματα)
Kάθησα και σκέφτηκα πως δέν μπορούσα να μένω κλεισμένος μέσα.Αυτό που χρειαζόμουν δέν υπήρχε πιά στο μέρος που είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου για να βρώ κάποιες στιγμές ηρεμίας.Είχα ξαναδοκιμάσει άλλωστε και παρα την πρόσκαιρη ικανοποίηση της αλλαγής περιβάλλοντος,πάντα θα βρισκόμουν στην δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίσω ξανά τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος.Οι λογαριασμοί,το νοίκι,το μάρκετ,ο κρύος χειμώνας που τρέμουμε στο άκουσμά του, κάπου ήθελα και κανα βινύλιο να γυρνά σε ένα παλιό πικάπ που μού ‘δωσε ένας γνωστός και έτσι περνά η μέρα.Κάποτε ίσως και να έφτανε ένα πακέτο τσιγάρα,η αγκαλιά μιάς γυναίκας και ένα κομμάτι ψυχεδελικό να ξεφεύγουμε λιγάκι.Ίσως και να έπαιρνα δύναμη απο μερικές δυνατές κουβέντες και κουράγιο απο τα προβλήματα των φίλων.Μερικές φορές αυτό σε κάνει να πιστεύεις πως δέν είσαι μονάχος.Σιγά σιγά καταλαβαίνεις πως δέν σου φτάνει τίποτε απ’όλα αυτά.Συνειδητοποιείς πως όλα αυτά που θεωρείς συντρόφους σε εγκαταλείπουν ή στρέφονται εναντίον σου.Το τσιγάρο σβήνει και η αγάπη πλέον κοστίζει πολύ.Τελικά φαίνεται πως συνδέσαμε την αγάπη μας με τις δόσεις του νοικοκυριού.Όσο είχαμε να ξοφλάμε,η αγάπη μας έτρεχε με χίλια.Όταν ήρθαν οι δύσκολες μέρες,η καρδιά μας σκλήρυνε.Το χαμόγελο φεύγει σιγά σιγά απο τα χείλη μας και το πρόσωπο παίρνει αυτή την χλωμή όψη της λογικής.Πόσο λογικό άραγε είναι να ευτυχεί κάποιος με τα φράγκα;


Aλλά όλα για τα φράγκα δέν γίνονται;Και οι φίλοι…ο καθένας στο δικό του δρόμο ανεβαίνει το δικό του λούκι,αντιμετωπίζει τους δικούς του φόβους.Στην γιορτή και στο πανηγύρι όλοι μαζί,όπως στο φαγοπότι και στο τραγούδι.Σάν την ωραία μας και δίκαιη οικογένεια.Που ξεχειλίζει απο ευπρέπεια και αγάπη στις γιορτές και στις αποταμιεύσεις.Στα δύσκολα όμως και στην μοιρασιά της ψιλούρας ο καθένας το κεφάλι του.Τί έγιναν εκείνα τα χρόνια που ο πατέρας αγκάλιαζε το γιό και η μάνα την κόρη δίχως να ζητάνε τίποτε;Τί έγιναν εκείνα  τα  χρόνια που τα φιλαράκια χτυπούσαν το κουδούνι της εξώπορτας που σήμαινε παιχνίδι;Τίποτα!Μονάχα βλοσυρά βλέμματα έμειναν,περήφανα κεφάλια που ατενίζουν το κενό της ύπαρξης,δεικτικές ματιές τριγύρω που κρίνουν αυστηρά τις επιλογές μας.Ποιές επιλογές…;Και για τα όνειρά μας;Τί σκατά έγινε με τα όνειρά μας;Δέν πήρα ποτέ απάντηση.Έμεινα να κοιτάζω έξω απ’το παράθυρο τα λουλούδια που αντέχουν σε όλο αυτό το κακό που μας βρήκε,στέκουν εκεί έξω ατάραχα και περιμένουν να τα ποτίσω.Κάπου κάπου εμφανίζεται και κανα πουλί,τρώει απο τ’αποφάγια μας και απογειώνεται για πού δέν ξέρω.Το μυαλό μου αδυνατεί να καταλάβει προς τα πού πάνε τα πουλιά.Μπορεί να καταλαβαίνω ένα σωρό μπερδεμένα  ή μή πράματα,αλλά δέν μπορώ να νοιώσω αυτό που νοιώθουν τα πουλιά.Δέν ξέρω…Ά βλέπω επίσης και τα κτίρια,τα σπίτια όπου στιβάζονται άνθρωποι σάν και μένα ή σάν και εσάς.
-
Κι αναρωτιέμαι…προσπαθώ κατα κάποιο τρόπο να αισθανθώ κάτι γι’αυτούς τους αγνώστους.Μιάς και τα κτίρια δέν μιλάνε,παρα στέκονται ακίνητα στο χρόνο,μέχρι που να φθαρούν τελείως σάν και το μητρικό μου.Προσπαθώ ν’αφουγκραστώ λίγη απο την σιωπή τους ή την ζωντάνια τους.Μπάς και ξεχωρίσω λίγο το ψέμα απο την αλήθεια.Μάταια…Τούτοι οι άνθρωποι έχουν μάθει να κρύβουν καλά την ζωή τους.Μάλλον δέν θέλουν να τη μοιράζονται με τον κάθε περίεργο.Τότε,έσβησα το τσιγάρο βιαστικά,αναγκαστικά σταμάτησα το πικάπ,και πήρα την απόφαση να βγώ έξω,γνωρίζοντας πως άφηνα πίσω-έστω για λίγη ώρα -τον δικό μου κόσμο και εισερχόμουνα σε έναν άλλον,που είναι ακριβώς δίπλα μου και τελικά ξέρω πως ό,τι και να κάνω,όπου κι άν βρεθώ,τούτος ο κόσμος δέν θα πάψει να υπάρχει αλλά ξέρω επίσης πως όλοι μας θέλουμε να τον ξορκίσουμε.Θέλουμε να πιστέψουμε μέσα μας πως η βρωμιά του,η αδικία του δέν μας αγγίζουν.Τελικά όταν τα αντισώματα καταρρέουν,όταν γκρεμίζονται οι ψευδαισθήσεις μας ήδη έχουμε βρεθεί στο κέντρο της καταιγίδας και δέν το έχουμε πάρει και χαμπάρι.Κατηφορίζω τον μεγάλο δρόμο για να βρώ απαντήσεις.Πάντα πίστευα πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν κάπου.Ο δικός μου είναι μακρύς αλλά δέν εμπνέει ανησυχία.Ξέρω πως υπάρχει επιστροφή.Το σπίτι εκεί πάνω θα υπάρχει για μένα,τουλάχιστον για όσο θα έχω να πληρώνω το ενοίκιο.Ξέρω πού θα πάω να κρυφτώ,ξέρω πού θα πάω να κλάψω,ξέρω πού θα πάω να πνίξω την απελπισία μου.Στο δρόμο τώρα…
-
Μπορώ να διακρίνω απο μακριά την συνεχή ροή,μιά αδιάκοπη κίνηση ανθρώπων και αυτοκινήτων που συνωστίζονται στο κέντρο ανάμεσα στα ψηλά κτίρια,στα γραφεία, και στις υπηρεσίες που κρατούν στη ζωή όλους εμάς που είμαστε συνδεδεμένοι με το σύστημα της αγοράς και της πώλησης.Στον σύγχρονο κόσμο,όλα πωλούνται κι όλα αγοράζονται.Οι άνθρωποι,τα κτίρια,τα δέντρα,τα ποτάμια,οι λίμνες και οι θάλασσες,τα βουνά,όλα έχουν τα όρια και την τιμή τους.Βαδίζω στην σκιά των πύργων της ματαιοδοξίας,εκεί όπου στεγάζεται η πλάνη και η απληστία των ανθρώπων του σήμερα.Προσπερνώ με δυσκολία ανάμεσα απο λεχρίτες,μεθυσμένους,κάτι πρεζάκηδες και χώνομαι βαθιά μέσα στο πλήθος.Παντού σακούλες,ψώνια και σακούλες.Τακούνια χτυπάνε δεξιά κι αριστερά.Και μιά εικόνα αντικρύζω που μου θυμίζει τους κλώνους του “πολέμου των άστρων”.Κοστούμια καλοσιδερωμένα,φρεσκοξυρισμένα σαγόνια, βλέμματα αφοσιωμένα και χιλιάδες χαρτοφύλακες.Κινούνται στο χωροχρόνο σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ.Μπαίνουν βγαίνουν στα ψηλά κτίρια,χάνονται.Κι όλο αυτό εκτυλίσσεται κάθε μέρα,την ίδια ακριβώς ώρα.Δέν επιτρέπονται παρεκκλίσεις και αναβολές.Συνειδητοποιώ πως εγώ μονάχα στέκομαι ακίνητος στο κέντρο μιάς διαδικασίας που ξεπερνά όχι μόνο τη δική μου λογική αλλά και την λογική αυτών που την ακολουθούν.Κόρνες,φασαρία,βρισιές και ένα αδιάλειπτο τρέξιμο,είναι το σκηνικό του θεάτρου της καθημερινότητας αυτού του δρόμου.Πάντα κάτω απο τα αυστηρά βλέμματα των υπερασπιστών του πολίτη.Ξάφνου μου σκουντά την πλάτη ένας άγνωστος.Γυρνάω απότομα τρομαγμένος.Ένας ζητιάνος μου άπλωνε το χέρι  επιδεικτικά.Δέν έχω του λέω.Φεύγω βιαστικά και προχωράω.Στο παραδίπλα στενό ακούω φασαρία.Κάποιοι χτυπάνε κάποιον.Στρίβω το βλέμμα απο την άλλη,είναι καλύτερα να μήν μπλέκω στα προβλήματα των άλλων και επιταχύνω.Παντού ταμπέλες,προσφορές.Όλη η ζωή μας σε μιά προσφορά.Ντελάληδες διαφημίζουν την πραμάτεια τους,διάφοροι ντήλερς υπόσχονται το καλύτερο…Τα ναρκωτικά πάντα είναι πονηρά κι επικίνδυνα.
-
Γι’αυτό και τα πλασάρουν ώς ευτυχία κι ευδαιμονία.Φανταχτερές εικόνες,τεράστιες αφίσες,ηλεκρικές απεικονίσεις ενός ιδανικού κόσμου που μπορεί να παραμερεί ή και να εξαφανίζει ακόμη απο τα μυαλά των ανθρώπων την ασχήμια του δρόμου.Προϊόν ενός πολιτισμού που εξελίχθηκε για να πουλά,να αγοράζει,να καταναλώνει,να δουλεύει και να πεθαίνει.Πανέμορφες κοπέλες πουλάνε τα πάντα μέσα απο τις αφίσες ή  πίσω απο τις βιτρίνες των καταστημάτων.Σκάνε αυτό το θεσπέσιο χαμόγελο για να δελεάσουν τον ανύποπτο.Κούκλες ντυμένες και ραμμένες στα μέτρα του κάθε πολίτη,έτοιμες ανα πάσα στιγμή να ικανοποιήσουν την αγοραστική επιθυμία μας.Πώς ν’αντισταθεί κανείς…γυναίκες και άντρες δέσμιοι της κατασκευασμένης ομορφιάς,μιάς υποκρισίας που επιβάλλεται για λόγους κατανάλωσης.Λίγο πιό κάτω έξω απο ένα παλιομάγαζο που τα βράδια τα σπάνε κάθεται μιά πόρνη.Με κοιτά συνεχώς εδώ και ώρα.Δίχως ντροπή,ψιλοβρωμιάρα μου φαίνεται.Ποιός να ξέρει άραγε τί την οδήγησε να στέκεται και να ξεροσταλιάζει στο κρύο για ένα γαμήσι ή μιά πίπα έστω;Δέν θ’αργήσει να βρεί πελάτη,μιάς και εδώ γύρω τριγυρνούν φραγκάτοι οικογενειάρχες,πάντα ανικανοποίητοι που θέλουν να ξεδώσουν πάνω στο κορμί αυτής της γυναίκας.Πολλοί την βρίζουν,την αποστρέφονται.Μα στο τέλος όλοι μας την πηδάμε.Συνεχίζω και περνάω ανάμεσα απο κάτι στενά για να κόψω λίγο δρόμο μιάς και ο προορισμός μου αργεί λίγο.Tόνοι απο σκουπίδια,απόνερα και πρόχειρα παραπήγματα αστέγων φανερώνουν έναν παρακείμενο κόσμο, όπου ο μέσος εργαζόμενος πολίτης που τρέχει να προλάβει την ζωή αγνοεί την ύπαρξή του επειδή στην δική του αυλή επικρατεί καθαριότητα και αρχοντιά.
-
Το κράτος επιβραβεύει  πάντα αυτούς που προσφέρουν την ζωή τους για την κοινωνική ευημερία.Η ανάπτυξη και το όνειρο δέν φτάνουν ποτέ σε αυτά τα υγρά και σκοτεινά στενά,όπως δέν φτάνουν ποτέ και στις γειτονιές των αποκλεισμένων.Στα γκέτο και στις φτωχές περιοχές,όπου η νύχτα συνήθως εναποθέτει νεκρό ή νεκρούς στις αγκάλες της χαρμόσυνης ημέρας.Πλάι κείτονται διάφοροι,νεκροί,ζωντανοί δέν ξέρω μπορεί νεκροζώντανοι και φαίνεται πως η παρουσία μου προκαλεί μιά γενικευμένη αντίδραση.Όλοι κάτι ζητάνε απεγνωσμένα απο εμένα.Ένας μου βάζει ένα μαχαίρι στο λαιμό και μου ζητά το μπουφάν.Το δίνω και τρέχω να γλυτώσω.Σουρουπώνει κιόλας και είναι επικίνδυνο να βρίσκεσαι εδώ την νύχτα.Έχω διανύσει αρκετό δρόμο και σιγά σιγά απομακρύνομαι απο την ζούγκλα του κέντρου.Πλέον βλέπω και μερικά σπίτια χαμηλά,που έχουνε αντισταθεί στην επιβολή των πολυόροφων κτιρίων και αποτελούν παραφωνία στην γενικότερη αστική δόμηση.Πολλά απ’αυτά δέν είναι σε καλή κατάσταση παρ’ολα αυτά φιλοξενούν ψυχές μέσα τους.Βλέμματα με παρακολουθούν πίσω απο τις παλιές κουρτίνες.Μερικά παιδιά παίζουν τριγύρω απο κάτι παλιά εγκαταλελειμένα αυτοκίνητα.Ωραία γκαζόν φυτεμένα απλώνονται μπροστά απο φρεσκοβαμμένες βίλες.Ολοένα και πιό συχνά ξεφυτρώνουν σάν τα μανιτάρια,και οι ταμπέλες της κατάσχεσης ή οι αναγγελίες έξωσης.Γειτονιές που έσφιζαν απο κόσμο,νεκρώνονται.Και τα όνειρα εκλάπησαν,κατασχέθηκαν και πουλήθηκαν ώς χρέος.Σάν να έπεσε επιδημία,κρυφτήκανε και τα παιδιά σιωπήσανε και οι μεγάλοι.Μονάχα κάτι εναπομείναντες χαρτογιακάδες ψήνουν στην αυλή τους και γελάνε.Το κακό που πέρασε δέν τους βρήκε.Πέρασε πάει λένε…Κι αυτή είναι η πολυχρωμία του δρόμου.Πλάι στους γελαστούς χαρτογιακάδες,οι θλιμμένοι άνεργοι.Πλάι στην φρέσκια μπογιά,η μυρωδιά της σαπίλας.Όπως και πιό πάνω.Δίπλα απο την λεωφόρο που περιδιαβαίνουν τα φανταχτερά τακούνια και τα κολαρισμένα σώβρακα,ξαπλωμένοι οι απόκληροι της πόλης,αυτοί που τ’όνειρό τους μετατράπηκε σε εφιάλτη.Άνθρωποι της λάσπης και των σκουπιδιών.Αυτοί που ο ήλιος τους τυφλώνει και ο χειμώνας που έρχεται μπορεί και να είναι η σωτηρία τους.Ποιός ξέρει…
-
Επιτέλους μυρίζω τη θάλασσα.Ακούω τους γλάρους και βλέπω τα πλοία στο λιμάνι.Αφήνω πίσω μου τον κόσμο και βλέπω κάτι άλλο.Βλέπω το απέραντο γαλάζιο και σκέφτομαι πως ακόμη ο άνθρωπος δέν δάμασε τελείως την πηγή της ζωής αυτού του κόσμου.Δέν μπόρεσε να επιβληθεί στην έκταση και στο μεγαλείο της απεραντοσύνης της φύσης.Αλλιώς πώς θα μπορούσα εγώ τώρα που στέκομαι στην ακροθαλασσιά,στο μεταίχμιο μεταξύ της πόλης και της θάλασσας,ν’απολαμβάνω το χρώμα της,την ηρεμία της,την ελεύθερη κίνησή της,την ζωή που τραβά μέσα της και γύρω της.Εδώ το χρώμα του ουρανού είναι το φυσικό του.Ρίχνω μιά ματιά στο σπιτάκι στην ακτή.Ένας γέρος περιποιείται τα τριαντάφυλλα.Δέν μιλάει,μόνο χαιδεύει.Η ζωή του πέρασε.Το μέλλον του είναι μονάχα αυτά τα τριαντάφυλλα.Οι άνθρωποι τον πλήγωσαν πολλές φορές.Τα τριαντάφυλλα  όμως ποτέ.Ξέρει πως κάποτε θα πρέπει να τ’αποχωριστεί.Είναι συμβιβασμένος με την ιδέα αυτή.Σε τούτο τον κόσμο όλα έχουν αρχή και τέλος.Σημασία έχει να βιώνεις ελεύθερα το πάθος σου,δίχως να πληγώνεις και να πληγώνεσαι.Γι’αυτό και εκείνος ο γέρος αποφάσισε πως τα τριαντάφυλλα ήταν ο καλύτερος τρόπος να περάσει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.Μακριά απο την πολύβουη μοναξιά του τίποτα.Μακριά απο την υποκρισία της υπερβολής.Μονάχα αυτός και τα τριαντάφυλλα,Έδυσε ο ήλιος και έπρεπε να πάρω το δρόμο της επιστροφής.Έπρεπε να πάω πίσω στο σπίτι,να καθήσω,ν’ανάψω ένα τσιγάρο,να βάλω στο πικάπ ένα δίσκο,να δώ τα λουλούδια στην αυλή,να ρίξω δυό ψίχες για τα πουλιά και να προσπαθήσω να δώ μέσα απο τους τοίχους.Να σκεφτώ.Υπάρχει  επιστροφή;Πώς μυρίζουν άραγε τα τριαντάφυλλα;
ΑΝΩΝΥΜΟς & ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ
Από: http://mavrhlista.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου