Ετικέτες

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ο μελαγχολικός ρωμιός…

EMMANOUHL ARKAS



του Λουκά Κασιάρα
rrgrgrg
protomiΈνας κι εγώ, ανάμεσα σε πολλούς τουριστικούς μετανάστες του θέρους, βρέθηκα προ ημερών προσκυνητής στον ιερό τόπο των Δελφών. Εκεί, περιδιάβαζα στις αίθουσες του Μουσείου με τα λαμπρά εκθέματα, έκθαμβος και ενεός μπροστά στο ομιλητικό «αίνιγμα» της Σφίγγας, στη δυναμική αρμονία των Κούρων, στη δωρική ομορφιά του ηνίοχου, στο γοητευτικό κάλλος των ολοζώντανων αγαλμάτων. Παιδί ακόμη – όταν τα είχα πρωτοδεί – και διαπίστωνα πόσο άλλαξε η εσωτερική μου όραση τόσα χρόνια μετά… Γύρω μου, οι περιφερειακές αισθήσεις συνελάμβαναν κατά διαστήματα εκφράσεις εντυπωσιασμού, ηχηρά σχόλια – σε ποικιλία γλωσσών (εκτός της ελληνικής…) – και πολλές κάμερες υψηλής εστίασης, που για ώρα πολλή έμεναν κολλημένες σε λεπτομέρειες των εκθεμάτων, στην προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουν τα μύχια μυστικά τους.

Κατά διαστήματα ωστόσο, εκεί μέσα στις πανύψηλες, μεγαλοπρεπείς σάλες, απλωνόταν και μια περίεργη ομιλητική σιωπή. Έβλεπες κάποιους να «βυθίζονται» για ώρα σε ένα αέτωμα, σε ένα μαρμάρινο σπάραγμα, σε μια σύνθεση, σε μια μορφή. Ένιωθες να διαλέγονται μαζί του, να επικοινωνούν σε μια δική τους γλώσσα που ίσως να είναι και η κοινή γλώσσα του αισθητικού κάλλους, έτσι όπως μοναδικά εύγλωττα το αποδίδουν τα αρχαιοελληνικά γλυπτά. Αισθανόσουν ότι μια μυστική αδιόρατη έλξη τους μαγνήτιζε και τους ανάγκαζε ξανά και ξανά να επιστρέφουν για να δουν από διαφορετικές γωνίες το έκθεμα. Η έλξη γινόταν ανταπόκριση στην αφοπλιστική πειθώ της Τέχνης και εκείνη οδηγούσε σε μια προσωπική υπαρξιακή μέθεξη.

Το δικό μου προσωπικό ραντεβού πάντως ήταν με μια μικρή προτομή, ίσως όχι τόσο γνωστή και δημοφιλή. Ο «μελαγχολικός ρωμαίος» με περίμενε εκεί, στη διακριτή γωνιά του, ίδιος κι απαράλλακτος πάνω από δύο χιλιετίες. Λίγη σημασία είχε για μένα αν ανήκε στο Ρωμαίο στρατηγό Φλαμινίνο (σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη) ή σε κάποιον άλλο Έλληνα ή Ρωμαίο φιλόσοφο ή αξιωματούχο. Οι φιλολογικές προσεγγίσεις ξαφνικά μου φάνηκαν πολύ αδύναμες να ερμηνεύσουν αυτό το υπέροχο πορτραίτο. Τις άφησα κατά μέρους και όπως άρχισε να με συνεπαίρνει το εσωτερικό εκείνο «άγγιγμα» του γλυπτού ένιωσα πηγαία την ανάγκη να το υπερασπιστώ. Να υπερασπιστώ τη μελαγχολία εκείνου του αρχαίου ανδρός…
Μου φάνηκε στην αρχή μια μελαγχολία πολύ δικαιολογημένη. Στρατιές πολύγλωσσων τουριστών παρελαύνουν καθημερινά μπροστά του εδώ και δεκαετίες. Τον θαυμάζουν, τον μελετούν, τον ερμηνεύουν, αλλά πόσους αληθινά αγγίζει η μελαγχολία του; Πόσοι την αποκωδικοποιούν με ενάργεια; Πόσοι την ανατέμνουν; Το πλέον πιθανό είναι να την αποδίδουν στην απώλεια κάποιου αξιώματος ή στην επίγευση μια πολεμικής ήττας. Η διαχρονικότητα του όμως παραπέμπει στην ίδια την καθημερινή μας ζωή, στην πλοκή των γεγονότων και των πράξεων μέσα στην αέναη ροή του ελληνικού και του παγκόσμιου χωροχρόνου. Άλλωστε αυτό υπαγορεύει και η τηλαυγής ακτινοβολία και διδαχή της αρχαιοελληνικής γλυπτικής τέχνης.
Έτσι ο «μελαγχολικός ρωμαίος» παίρνει σάρκα και οστά και γίνεται ο οικουμενικός πολίτης, που με την εμβρίθεια της σοφίας του και την ακεραιότητα του λόγου του εκφράζει πανανθρώπινα ιδεώδη. Κυρίως όμως είναι ένας διαχρονικός εκπρόσωπος της φυλής μας, είναι ο δικός μας «Ρωμιός», ο δικός μας γόνος αλλά και γονιός μέσα στον ιστορικό ρου. Γι’ αυτό και θα μπορούσε να θλίβεται για τα πολλαπλασιαζόμενα πολεμικά μέτωπα ανά την υφήλιο, για τα αιμοσταγή συμφέροντα των ισχυρών της γης, για την καταστρατήγηση του δικαίου και την φρενήρη εκτροπή των ηθών. Αλλά ίσως πρωτίστως να μελαγχολεί για την εθνική αναξιοπρέπεια, την πολιτική ακηδία και την ηθική ραστώνη ημών των σύγχρονων απογόνων…
Γιατί είμαστε εμείς που υψώνουμε περίοπτα και επιβλητικά μουσεία, αλλά «ψηλώνει και ο νους μας» ταυτόχρονα από την αλαζονική τύρβη της τεχνολογίας. Είμαστε εμείς που διατυμπανίζουμε ως προνόμιο τον αρχαιολογικό μας τουρισμό, αλλά οι παρωπίδες του κέρδους μάς καθιστούν στυγνούς εκμεταλλευτές ή – στην καλύτερη περίπτωση – τραγικά ξένους μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του αρχαιοελληνικού ήθους. Είμαστε εμείς που εφηύραμε την έννοια του «πολιτικού πολιτισμού» για να κρύβουμε ακριβώς πίσω της όλη την ευτέλεια του μικρόψυχου καιροσκοπισμού μας. Είμαστε εμείς που πλέκουμε διθυράμβους για την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά σε εκδηλώσεις και συνέδρια, αλλά η ψυχή μας δεν «κλίνει γόνυ» ενώπιον του πνευματικού μεγαλείου που μαρτυρούν τα ζωντανά μας αγάλματα…
Γιατί ακριβώς η λέξη άγαλμα, όπως τη γέννησε η νοηματική πλαστικότητα της γλώσσας μας, παράγεται από το «αγάλλομαι», δηλ. χαίρομαι βαθιά ευρισκόμενος «ενώπιος ενωπίω» με την τέχνη του γλυπτού. Και αυτό σημαίνει ότι επικοινωνώ προσωπικά με το άγαλμα, σαν να είναι αυτό ο «μίτος» που με βγάζει από το λαβύρινθο της πολυδαίδαλης ζωής μου για να συναντήσω στην άλλη άκρη τους προγόνους μου. Είναι αυτό το παγωμένο και «σπαραγμένο» μάρμαρο που πάνω του ακουμπάς τη ζεστή ψυχή των πατέρων σου, που ακούς την ιλαρή φωνή τους, γεύεσαι το φως της υψοποιού τέχνης τους και τελικά συνειδητοποιείς τη μικρότητά σου μπροστά στο βαρύτιμο και ανεξίτηλο στο χρόνο νόημά του.
Ίσως λοιπόν η μελαγχολία του «ρωμαίου» να αποστάζει αυτήν την αιώνια πίκρα της Ελληνικής ψυχής: Τον αέναο μόχθο μας να υπερβούμε το χαμερπή μας εαυτό, αλλά και την οικτρή διαπίστωση ταυτόχρονα – περισσότερο στις μέρες μας – ότι χάνουμε συχνά την πυξίδα της πολιτισμικής μας φύτρας. Αυτήν την πυξίδα επιβάλλεται να αναζητούμε μέσα από τους ιερούς φορείς του λαμπρού παρελθόντος μας, τα ένδοξα μνημεία. Πάντα με συναίσθηση της ευθύνης, με πνεύμα μαθητείας και με εθνική αυτοσυνειδησία. Διότι μπορεί η αποκάλυψη των τάφων της Αμφίπολης να προξενήσει εκ νέου οικουμενική διασπορά της ιστορικής μας φήμης. Πόσο όμως ενδεείς και μηδαμινοί θα φανούμε, όταν απλά θα προσμετρούμε στη γωνιά τα οικονομικά μας οφέλη, βαυκαλιζόμενοι για τη δόξα του τόπου μας, μένοντας ωστόσο για άλλη μια φορά αμέτοχοι στο κάλεσμα για μια αυτοκριτική ανατομία της ελληνικής ψυχής με εργαλείο την αρχαία μας τέχνη; Ο «μελαγχολικός ρωμιός» θα έχει τότε επιπλέον λόγους να εμμένει στη μελαγχολία του. Γιατί τα αγάλματα δεν είναι απλά κοσμήματα των μουσείων, αλλά όπως λέει και ο Ποιητής μας:
« … τα αγάλματα είναι αυτά που σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; Θέλω να πω, με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες κι όμως την ξέρεις. (…) Γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς.» (Γ. Σεφέρης, Κίχλη 1947)
Λουκάς Κασιάρας
Πηγή.http://frear.gr/?p=6230

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου