του Μιχάλη Παπαμακάριου (*)
Εκατό χρόνια πέρασαν από τη σφαγή του Ludlow και εβδομήντα χρόνια από το τραγούδι του Woody Guthrie για το ίδιο γεγονός. Η επέτειος αυτή και η σύμπτωσή της μέσα σε ένα δεκαήμερο με την επέτειο της εφετινής εργατικής πρωτομαγιάς, αποτέλεσαν την αφορμή για να γραφτούν οι γραμμές που ακολουθούν, στις οποίες καταπιανόμαστε με το σάουντρακ αυτών των γεγονότων, δηλαδή με το αμερικανικό εργατικό και συνδικαλιστικό τραγούδι και το σημαντικό του ρόλο συνολικά στην εξέλιξη του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού.
Το θέμα αυτό δίνει και μια απάντηση στην άποψη που υποστηρίζει ότι το στρατευμένο τραγούδι, ή, αλλιώς, η οργανική ένταξη της τέχνης στο εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν οδηγεί σε καλλιτεχνικού επιπέδου δημιουργία. Εννοείται ότι κάθε είδους στρατευμένη δημιουργία δεν είναι και καλλιτεχνικά αξιόλογη, πολλές φορές μπορεί να είναι απλά δημαγωγική. Άλλο αυτό κι άλλο η άποψη ότι η στράτευση «σκοτώνει το τραγούδι» και την τέχνη γενικότερα. Όσοι υποστηρίζουν αυτό, ερμηνεύουν επιλεκτικά την ιστορία των λαϊκών πολιτισμών και αναφέρονται μάλλον σε καρικατούρες πολιτικής τέχνης.
Η ιστορία που θα αφηγηθούμε εδώ δεν είναι η μόνη. Ο πλανήτης είναι γεμάτος από ανάλογα παραδείγματα. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντική για τρεις, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αφορά στην περίπτωση του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού των ΗΠΑ, του αντικειμενικά πιο σημαντικού «υποδείγματος» το οποίο παράγει αντίστοιχα πολιτιστικά φαινόμενα. Ο δεύτερος έχει να κάνει με το ότι η εξέλιξη του αμερικανικού εργατικού και λαϊκού τραγουδιού, σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, επηρέασε ένα από τα κορυφαία μουσικά φαινόμενα του προηγούμενου αιώνα, αυτό του ροκ. Ο τρίτος, και πλέον ουσιαστικός, είναι ότι η ίδια η αμερικανική λαϊκή μουσική αποτελεί την πιο ισχυρή απάντηση στις θεωρίες της πολιτισμικής καθαρότητας που επανέρχονται στις μέρες μας, συνοδεύοντας πολιτιστικά το ιδεολογικό και πολιτικό σχέδιο του νεοφασισμού.
Εκατό χρόνια πέρασαν από τη σφαγή του Ludlow και εβδομήντα χρόνια από το τραγούδι του Woody Guthrie για το ίδιο γεγονός. Η επέτειος αυτή και η σύμπτωσή της μέσα σε ένα δεκαήμερο με την επέτειο της εφετινής εργατικής πρωτομαγιάς, αποτέλεσαν την αφορμή για να γραφτούν οι γραμμές που ακολουθούν, στις οποίες καταπιανόμαστε με το σάουντρακ αυτών των γεγονότων, δηλαδή με το αμερικανικό εργατικό και συνδικαλιστικό τραγούδι και το σημαντικό του ρόλο συνολικά στην εξέλιξη του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού.
Το θέμα αυτό δίνει και μια απάντηση στην άποψη που υποστηρίζει ότι το στρατευμένο τραγούδι, ή, αλλιώς, η οργανική ένταξη της τέχνης στο εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν οδηγεί σε καλλιτεχνικού επιπέδου δημιουργία. Εννοείται ότι κάθε είδους στρατευμένη δημιουργία δεν είναι και καλλιτεχνικά αξιόλογη, πολλές φορές μπορεί να είναι απλά δημαγωγική. Άλλο αυτό κι άλλο η άποψη ότι η στράτευση «σκοτώνει το τραγούδι» και την τέχνη γενικότερα. Όσοι υποστηρίζουν αυτό, ερμηνεύουν επιλεκτικά την ιστορία των λαϊκών πολιτισμών και αναφέρονται μάλλον σε καρικατούρες πολιτικής τέχνης.
Η ιστορία που θα αφηγηθούμε εδώ δεν είναι η μόνη. Ο πλανήτης είναι γεμάτος από ανάλογα παραδείγματα. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντική για τρεις, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αφορά στην περίπτωση του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού των ΗΠΑ, του αντικειμενικά πιο σημαντικού «υποδείγματος» το οποίο παράγει αντίστοιχα πολιτιστικά φαινόμενα. Ο δεύτερος έχει να κάνει με το ότι η εξέλιξη του αμερικανικού εργατικού και λαϊκού τραγουδιού, σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, επηρέασε ένα από τα κορυφαία μουσικά φαινόμενα του προηγούμενου αιώνα, αυτό του ροκ. Ο τρίτος, και πλέον ουσιαστικός, είναι ότι η ίδια η αμερικανική λαϊκή μουσική αποτελεί την πιο ισχυρή απάντηση στις θεωρίες της πολιτισμικής καθαρότητας που επανέρχονται στις μέρες μας, συνοδεύοντας πολιτιστικά το ιδεολογικό και πολιτικό σχέδιο του νεοφασισμού.
Έτσι, πάμε να «βαδίσουμε» στα χνάρια μια ιστορίας, ζωντανής απόδειξης της κοινωνικότητας της μουσικής – αυτής της καθημερινής εκφραστικής γλώσσας – αλλά και της μουσικότητας που κρύβεται μέσα στις ζωές των λαϊκών τάξεων. Όχι τόσο από κάποια νοσταλγική διάθεση, ή για έναν καθιερωμένο φόρο τιμής, αλλά, κυρίως, ως μια απόπειρα σύνδεσης με το σήμερα, όπου φαίνεται να εκτυλίσσεται μια τρίτη αναβίωση (μετά την δεύτερη, της δεκαετίας του ’60) του Αμερικανικού εργατικού τραγουδιού. Η αφήγησή μας, σκόπιμα, έχει κέντρο βάρους το folk τραγούδι και όχι το blues, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία του δεύτερου και τις μεταξύ τους αλληλοεπιδράσεις. Kάτι τέτοιο αντικειμενικά θα αδικούσε τα blues. Υποσχόμαστε ότι θα επανέλθουμε σε αυτό το μεγάλο μουσικό φαινόμενο του 20ου αιώνα.
Οι Wobblies και τα τραγούδια τους
Πολλοί οπαδοί του σύγχρονου ροκ και όσοι μεγάλωσαν με τα ακόρντα του Tom Morello στους Rage Against The Machine και τους Audioslave, έμειναν έκπληκτοι, ακούγοντάς τον πριν χρόνια,ως Nightwatchman, να τραγουδά εργατικά τραγούδια και τραγούδια διαμαρτυρίας σε φολκ φόρμες. Ο ίδιος πόζαρε στο εξώφυλλο του άλμπουμ του «One Μan Revolution», φορώντας ένα καπέλο με ένα σήμα που έγραφε IWW, επαναφέροντας στο σήμερα μια ιστορία που σφράγισε την αμερικανική εργατική τάξη και τη διαμόρφωση του λαϊκού τραγουδιού στις ΗΠΑ.
O Morello, λοιπόν, ποζάρει με το σύμβολο της IWW. Η IWW είναι τα αρχικά των International Workers of the World (Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου), το ιστορικό συνδικάτο που γεννήθηκε το 1905 και τα μέλη του οποίου έγιναν γνωστά με το παρατσούκλι Wobblies. Πιθανότατα προέκυψε από τη λέξη wobble («τρέμω» ή «ριγώ») και έφτασε να συμβολίζει τον ρομαντικό επαναστάτη, άντρα ή γυναίκα, όπως υποστηρίζουν οι Paul Buhle και Nicole Schulman στην εικονογραφημένη έκδοσή τους για την ιστορία της IWW (1).
Οι Wobblies ήταν πολύ περισσότερα πράγματα από ένα εργατικό συνδικάτο. Πέρα από τον κοινωνικό και πολιτικό τους χαρακτήρα, υπήρξαν μια από τις πρώτες εργατικές πολιτιστικές προσπάθειες στον 20ο αιώνα. «Εκείνο που έκανε τους Wobblies να ξεχωρίζουν, ήταν πάνω από όλα τα τραγούδια τους» (2).
Η IWW δεν ήταν το πρώτο συνδικάτο που τραγούδησε, πολλά επαγγελματικά συνδικάτα του 18ουκαι του 19ου αιώνα είχαν να επιδείξουν εκατοντάδες τραγούδια. Οι Wobblies, όμως, το έκαναν με μια φρεσκάδα και με τέτοια ζωντάνια που ξεπέρασε την τραγουδοποιητική ρουτίνα των παλιών σωματείων. Το σημαντικότερο ήταν ότι, ως ένα πολυεθνικό συνδικάτο, το οποίο ένωνε έγχρωμους, Ασιάτες, Ιρλανδούς, Ιταλούς, «ντόπιους», άντρες και γυναίκες, δρώντας τόσο στον αστικό βιομηχανικό χώρο όσο και στις αγροτικές περιοχές, κατάφερε να ενσωματώσει ποικίλα μουσικά και πολιτισμικά στοιχεία, διαφορετικής εθνικής προέλευσης αλλά και διαφορετικών περιοχών των ΗΠΑ, διαμορφώνοντας μια σύνθεση που αποτέλεσε μια από τις ισχυρές βάσεις εξέλιξης του Αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού.
Εν ολίγοις, το λεγόμενο «Αμερικάνικο εργατικό τραγούδι» είναι εξαρχής ένα πολυεθνικό και διαπολιτισμικό τραγούδι, ακριβώς όπως και η τάξη που το δημιουργεί. Φυσικά, δεν περιορίζεται στους Wobblies τραγουδοποιούς, η επιλογή της συγκεκριμένης τάσης γίνεται για λόγους «υποδείγματος». Όπως γράφει ο Φιόρι «το τραγούδι wobblie μας ενδιαφέρει λόγω του ρόλου που έπαιξε στην ριζοσπαστική ανανέωση της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας και κυρίως του τραγουδιού» (3).
Πάρα πολλοί ακροατές και δημοσιογράφοι απορούν για την επίδραση που έχει η αμερικανική μουσική στην Ευρώπη. Η θεωρία που υποστηρίζει και κυκλοφορεί ευρέως, ότι η επίδραση αυτή οφείλεται μονομερώς στους ιμπεριαλιστικούς πολιτισμικούς μηχανισμούς και στη μουσική βιομηχανία, δεν λαμβάνει υπόψη της τον χαρακτήρα και τον τρόπο δημιουργίας του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού. Στην ουσία, μέσα στον 20ο αιώνα έχουμε ένα ταξίδι με επιστροφή από την Ευρώπη στις ΗΠΑ και κατόπιν από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Το αμερικανικό τραγούδι έχει στο DNA του την κέλτικη παράδοση, τη μουσική των Βρετανικών νησιών, μουσικά στοιχεία και παραδόσεις από όλη την Ευρώπη που επανασυνδέθηκαν μέσα από κοινωνικοπολιτισμικές διεργασίες, με κέντρο τους την εργασία. Έτσι αναπτύσσεται το αστικό βιομηχανικό φολκ, η μουσική των αγροτικών κοινοτήτων των Αππαλαχίων, μετέπειτα γνωστή ως country, και αλληλεπιδρούν, δια του τραγουδιού hobo των περιπλανώμενων εργατών και των εργατών των σιδηροδρόμων.
Παράλληλα, η μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα, η προλεταριοποίηση και αστικοποίηση των φτωχών χωρικών του νότου, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στην αστικοποίηση του αμερικανικού φολκ, διαδικασία που συνέβη και στα blues, τα οποία, από μια καταρχήν μουσική των μαύρων σκλάβων και μετέπειτα απελεύθερων εργατών γης του νότου, μετεξελίχθηκαν σε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά ρεύματα της αμερικανικής λαϊκής μουσικής.
Κλείνοντας με τους Wobblies: «Το τραγούδι wobblie αντιτίθεται συνειδητά στην υμνογραφική άκαμπτη παράδοση των παραδοσιακών συνδικάτων» (4). Οι συντελεστές του, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι συνδικαλιστές εργάτες, δεν δίσταζαν να δανείζονται στοιχεία από άλλες μουσικές και όχι μόνο κουλτούρες, σατιρίζοντάς τες πολλές φορές, όπως έκαναν με τα τραγούδια του λεγόμενου στρατού της σωτηρίας. «Ορισμένα από τα γνωστά τους τραγούδια έχουν μείνει αξέχαστα λόγω του μακάβριου χιούμορ τους» (5). Οι Wobblies τραγουδοποιοί χρησιμοποιούν εκφραστικά μέσα τα οποία «δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από άποψη ποιότητας και αποτελεσματικότητας από τη μαζική παραγωγή της ίδιας περιόδου και αντίθετα χρησιμοποιούν τις τεχνικές και τους συνδυασμούς της ανατρέποντας το περιεχόμενο» (6). Και έτσι, δικαίως κατά τον Ουμπέρτο Φιόρι, επιτυγχάνουν μιαν αποφασιστική καμπή στο εργατικό τραγούδι ενώ οι πρωτεργάτες του (και πρώτος από όλους ο Joe Hill) πρέπει να θεωρηθούν οι γενάρχες του σύγχρονου κοινωνικού τραγουδιού στις ΗΠΑ, αποτελώντας μια αμερικανική βερσιόν της Proletkult.
Η περίπτωση του JOE HILL και… το βιολί
Ο Joe Hill (ψευδώνυμο του Joel Emmanuel Haggelund) γεννημένος το 1879 στη Σουηδία, παιδί φτωχής αλλά μουσικής οικογένειας, έμαθε βιολί σε μικρή ηλικία. Μετά το θάνατο των γονιών του μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1902. Οργανώθηκε το 1910 στην IWW, θέτοντας τον εαυτό του, τη φωνή και το βιολί του στην υπηρεσία τού συνδικάτου. Η εικόνα του τραγουδιστή διαμαρτυρίας με την κιθάρα στον ώμο δεν αφορά σε αυτήν την περίοδο, θα έρθει αργότερα. Σε αυτήν τη φάση, κυριαρχεί το βιολί και συγκεκριμένα το λεγόμενο fiddle, το βιολί της αγγλοϊρλανδικής λαϊκής παράδοσης. Δίπλα σε αυτό, υπάρχει το μπάντζο και μετέπειτα το μαντολίνο. Το μπάντζο που θεωρείται το κατεξοχήν όργανο της hillbilly μουσικής, η οποία μετέπειτα ονομάστηκε country, ήρθε στις ΗΠΑ μαζί με τους σκλάβους της δυτικής Αφρικής και λεγόταν banjar, ήταν τρίχορδο και στην Αμερική σιγά-σιγά έγινε πεντάχορδο. Οι λευκοί οργανοπαίκτες το είχαν πάρει από τους σκλάβους των νότιων πολιτειών, όπως υποστηρίζει και ο μελετητής της country Μαριάνο ντε Σιμόνε (7).
Την ίδια περίοδο οι πιο καλοί οργανοπαίκτες fiddle ήταν μαύροι. Μέσα και από την χρήση των οργάνων, καταλαβαίνει κανείς τις διεργασίες που έλαβαν χώρα σε αυτήν την πορεία:«κοινωνιολογικά η μουσική αυτή είναι καρπός της συγχώνευσης διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. Στη βάση υπάρχει η λαϊκή μουσική αγγλοϊρλανδικής καταγωγής, κατόπιν πραγματοποιείται η συνάντηση της αγροτικής πολιτιστικής παράδοσης πρώτα με την Αφροαμερικάνικη μουσική και στη συνέχεια με την πραγματικότητα της αστικής και εκβιομηχανισμένης Αμερικής» (8).
Ο Joe Hill, λοιπόν, πέραν όλων των άλλων γίνεται και μουσικός εκπρόσωπος αυτής της σύνθεσης. Ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους οργανωτές της IWW, γράφοντας μερικά από τα ιστορικά τραγούδια των Wobblies, όπως τα Casey Jones – The union scab, The rebel girl, Mr. Block και βέβαια το Long Haired Preachers, μια διασκευή του θρησκευτικού ύμνου Pie in the sky.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1915 εκτελέστηκε ως θύμα πλεκτάνης στη Γιούτα, παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες για την άδικη καταδίκη του. Στην κηδεία του, στην οποία συμμετείχαν 30.000 άνθρωποι, δεν ακούγονταν θρήνοι, αλλά τα τραγούδια του.
O Joe Hill θα μείνει στην ιστορία ως η απόλυτη ενσάρκωση του συνδυασμού του συνειδητού αγωνιστή με τον λαϊκό τροβαδούρο. Οι Alfred Haynes και Earl Robinson θα συνθέσουν στα 1938 την ομώνυμη μπαλάντα, η οποία την δεκαετία του 1950 θα τραγουδηθεί από τον εξαιρετικό αφροαμερικανό ερμηνευτή Paul Robeson.
Joe Hill θα επιλέξει και η Joan Baez να τραγουδήσει στο φεστιβάλ του Woodstock χρόνια αργότερα…
Το τραγούδι Wobblie και η πορεία του το χρόνο
Ο Paul Robeson ήταν μια ακόμη περίπτωση που δείχνει τη μουσική πορεία του τραγουδιού wobblie και των αναζητήσεών του μέσα στην γενικότερη διεργασία του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού. Παιδί και εκφραστής της ενσωμάτωσης στοιχείων και επιρροών από την hillbilly και τα downhouse blues, επιδίωξε να δώσει νέα διάσταση στο εργατικό τραγούδι, κάτι που παραλίγο να του στοιχίσει την καριέρα του. Για πολλούς ερευνητές αυτή η σύμφυση του hillbilly (ο όρος hillbilly οφείλεται στον Ραλφ Πηρ, στέλεχος της δισκογραφικής Okeh και σαν όρος ήταν υβριστικός hillbilly = χωριάτες, βουνίσιοι, άξεστοι) και των blues προκάλεσε την επανάσταση του rock “n roll (9).
Το στοιχείο αυτό έχει τη σημασία του, καθώς δείχνει πόσο κοντά στις εξελίξεις παρέμενε το wobblie τραγούδι τη δεκαετία του 1950. Κατά άλλους ερευνητές, η αλληλεπίδραση των boogie στοιχείων του blues και πιο συγκεκριμένα των πειραματισμών των μαύρων πιανιστών με το country boogie γέννησαν το rockabilly (10).
Αυτά απαντούν και σε «εχθρούς» και «φίλους» της ροκ μουσικής, οι οποίοι την κατηγορούν ή την υποστηρίζουν για τη μη λαϊκότητα της, αδυνατώντας να διακρίνουν και οι μεν και οι δε τη σχέση συνέχειας και τομής, στη γέννηση και εξέλιξή της.
H άλλη σημαντικότατη μουσική φυσιογνωμία των Wobblies, θα εμφανιστεί αργότερα και θα είναι αυτή του Utah Phillips (κατά κόσμο Bruce Dunkan).
Ο Utah Phillips θα αποτελέσει, τις δεκαετίες του ’60 και ’70, τον βασικό συνεχιστή της παράδοσης των Wobblies και θα εκπροσωπήσει, μέχρι το θάνατό του, το 2008, το εργατικό τραγούδι, κάνοντάς το γνωστό στις νεότερες γενιές, μέσα και από την συνεργασία του με την Ani Difranco.
Η συνέχεια του εργατικού τραγουδιού μετά την εμφάνιση των Wobblies είναι περισσότερο γνωστή, αν και όχι όλη.
Το γεγονός της σφαγής του Λάντλοου ήταν το κορυφαίο επεισόδιο μιας σειράς πολύ σκληρών απεργιακών αντιπαραθέσεων της N.M.U. (Πανεθνικής Ενότητας Ανθρακωρύχων) με τους ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων και τους μπράβους τους, οι οποίες επηρέασαν το αμερικανικό εργατικό τραγούδι.
Ο κύκλος τραγουδιών «miners songs» (τραγούδια των ανθρακωρύχων) του Woody Guthrie είναι τα πιο γνωστά, λόγω και του καλλιτεχνικού μεγέθους του δημιουργού τους. Ωστόσο δεν είναι τα μόνα: «Ακριβώς πάνω στα βουνά του Κεντάκυ γεννήθηκε ένα τραγούδι με πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό, μαρτυρία μιας πλευράς της δεκαετίας του ’20 και του ’30, για την οποία δεν υπάρχουν ίχνη στην Αμερικανική μουσική και η οποία μόνο σποραδικά προβλήθηκε στην λογοτεχνία. Ειδικά ανάμεσα στο 1929 και το 1932, οι οργανώσεις των εργατών του Βορρά πήραν μέρος στις απεργίες στα εργοστάσια και τα ορυχεία της περιοχής των Αππαλαχίων. Από εκεί προήλθε ένα τραγούδι «συνδικαλιστικό», που πάντρευε τη μουσική από τις παλιές μπαλάντες του αγροτικού και συντηρητικού νότου με την ιδεολογία των εργατών του εκβιομηχανισμένου και προοδευτικού βορρά» (11).
To φαινόμενο Woody Guthrie
Με την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού τραγουδιού, την εμφάνιση του τραγουδιού hobo των περιπλανώμενων εργατών και το πέρασμά του στην παραγωγή των Wobblies «αρχίζει μια διαδικασία συγχώνευσης ανάμεσα στο στυλ του στρατευμένου τραγουδιού και εκείνο του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού, που ανοίγει το δρόμο στην πιο ολοκληρωμένη σύνθεση αυτών των δύο ρευμάτων, στο έργο του Woody Guthrie στις δεκαετίες του ’30 και του ’40» (12).
Πράγματι, στα χρόνια της κρίσης αναβιώνει το εργατικό τραγούδι και πολιτικοποιείται ευρύτερα το αμερικανικό λαϊκό τραγούδι, τόσο στη φολκ όσο και στη μπλουζ εκδοχή του. Για το χώρο του blues μάλιστα, που μέχρι τότε δεν είχε κοινωνικοπολιτικά στοιχεία, είναι η πρώτη φορά που γράφονται πολιτικά blues. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Mr. Rich Man της Bessie Smith (13). Κατά τον Samuel Charters: «η Bessie Smith που δυσκολεύονταν να ηχογραφήσει ένα τραγούδι για τη φυλετική μισαλλοδοξία στάθηκε ικανή να τραγουδήσει ένα φανερά σοσιαλιστικό μπλουζ» (14).
Ο Γκάθρι αποτελεί, και δικαίως, τη μεγαλύτερη μορφή αυτού του τραγουδιού, «είναι ο άνθρωπος γέφυρα ανάμεσα στη λαϊκή παράδοση και τους κύκλους της διανόησης στην αναβίωση του φολκ» (15).
Τραγούδια όπως το This land is your land ή το Tom Joad, έχουν μείνει στην ιστορία όχι μόνο λόγω του μηνύματός τους, αλλά και λόγω της τεχνοτροπίας του Γκάθρι να αναπλάθει την παράδοση με ελευθερία, χρησιμοποιώντας νέα εκφραστικά μέσα. «Από τη μια η παράδοση γουέστερν, τα μπλουζ και το ρεπερτόριο wobblie, από την άλλη η επίσημη κουλτούρα, όπως μπορεί να την δει ένας αυτοδίδακτος και τέλος η μαζική κουλτούρα. Με τον Γκάθρι η φολκ τέχνη βγαίνει από τα γκέτο της επαρχιακής υποκουλτούρας και έρχεται αντιμέτωπη, σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών, με τη λόγια τέχνη και με τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις της σε εθνικό επίπεδο» (16).
Στην ουσία ο Γκάθρι ενοποιεί τη λαϊκή κουλτούρα με την αστική βιομηχανική πραγματικότητα, βάζοντας τις βάσεις για το τότε σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Ο Γκάθρι, επίσης, συνθέτει μέσα στον κόσμο για τον οποίο τραγουδά. «Να πάμε στα μέρη όπου ο κόσμος ζει πραγματικά τις καταστάσεις για τις οποίες τραγουδάμε», έγραφε στο Born to win (17).
Από αυτήν την άποψη, αποτελεί τον ορισμό του εκφραστή της κοινότητας αντίθετα από την αστική αντίληψη του διαχωρισμού που οδηγεί στην απόσπαση και το σταριλίκι. Ο Γκάθρι, βέβαια, με τον κύκλο των Bonneville τραγουδιών, θα φτάσει να υμνεί τα δημόσια έργα του Ρούσβελτ και τον απελευθερωτικό χαρακτήρα του αμερικανικού στρατού στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Στην ουσία, εκφράζει τις αυταπάτες και τις συγχύσεις, τόσο των εργατικών στρωμάτων όσο και της αμερικανικής αριστεράς, για το Νιού Ντηλ (New Deal). Κι όμως, την ίδια περίοδο ετοιμάζει τη σειρά τραγουδιών Sacco & Vanzetti Ballads, το τελευταίο σύνθετο και ολοκληρωμένο έργο του.
Almanac Singers: o Guthrie μαζί με τον Pete Seeger
O Guthrie, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940, ζει πλέον στη Νέα Υόρκη. Ενώνεται με τους Almanac Singers και συνεργάζεται με τον Pete Seeger, ο οποίος έμελλε να γίνει η επόμενη εμβληματική φιγούρα του protest folk, μέχρι και το θάνατό του, τον περασμένο Ιανουάριο. Οι Almanac Singers ήταν ένα, κατεξοχήν, συγκρότημα εργατικού συνδικαλισμού. «Τα πιο γνωστά τους τραγούδια Talkin Union, Get Thee Behind me, Satan, γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια των απεργιών στη Ford του Ντιτρόιτ το 1941» (18).
Ο Pete Seeger παίρνοντας τη σκυτάλη από τον μεγάλο Guthrie θα γίνει ο δημιουργός αναφοράς του τραγουδιού διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ.
Η αναβίωση της δεκαετίας του ‘60
Ο Seeger θα πρωταγωνιστήσει στην φολκ αναβίωση της δεκαετίας του ‘60. Αρκετά καλλιεργημένος ο ίδιος και έχοντας συνείδηση για το ρόλο που θέλει να παίξει το τραγούδι του, καταφέρνει από τη δεκαετία του ‘50 να συνδεθεί με τις αναζητήσεις των πιο πρωτοπόρων δημιουργών και με το κλίμα της αμφισβήτησης που κυοφορείται εκείνη την περίοδο. Για μια ακόμη φορά, η «ανάπλαση» που είχε καταφέρει ο Guthrie χρόνια πριν, συμβαίνει και πάλι με άλλους πρωταγωνιστές, οι οποίοι βάζουν τη φολκ μουσική στη νεολαία της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ‘60. Οι Phill Ocks, Joan Baez, Tom Paxton και άλλοι, αλλά και ο πρώιμος Dylan, όπως και πλευρές της τραγουδοποιίας του Johnny Cash, συνθέτουν το μουσικό μωσαϊκό της δεύτερης αναβίωσης του λαϊκού τραγουδιού διαμαρτυρίας.
Ο Johnny Cash είχε γίνει ήδη διάσημος με το «I Walked the line» του 1957. «Λιτός, ουσιαστικός, με ένα επίμονο βασικό ρυθμό, που δημιουργούσε ορισμένη ένταση και πάνω στον οποίο κόλλαγε, η μικρής έκτασης και με λίγα στολίδια, η πολύ υποβλητική βαρύτονη φωνή του» (19) τον έκανε να ξεχωρίζει. «Το άλμπουμ Bitter Tears του 1964, είναι μια συλλογή αφηγηματικών τραγουδιών και τραγουδιών διαμαρτυρίας των αμερικανών Ινδιάνων, ενώ από το ’67 και το ’68, χρόνια του καινούργιου λανσαρίσματός του, είναι τα άλμπουμ J.C. at Folsom Prison και J.C. at San Quentin, ζωντανές ηχογραφήσεις που έδωσε στις 20 φυλακές, μαρτυρίες του κοινωνικού ενδιαφέροντος του για τους Ινδιάνους και για τη μεταρρύθμιση στο σύστημα κράτησης» (20).
Η επιλογή των διοργανωτών του Γούντστοκ να έχουν τη Baez στη σκηνή απηχεί ακριβώς την επίδραση του protest folk στο αναπτυσσόμενο ροκ ρεύμα. Η Baez με την καταπληκτική βιμπράτο φωνή της έγινε το σήμα κατατεθέν του τραγουδιού διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ‘60.«Ήταν απίθανο να υπήρχε κάποια αριστερών τάσεων έφηβη το 1969 που να μην είχε πρότυπο την Joan Baez» (21). Ο Bob Dylan της πρώιμης περιόδου, βαδίζει στα χνάρια της φολκ παράδοσης, αν και τα τραγούδια του Dylan δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τραγούδια διαμαρτυρίας αλλά «ποιητικές θέσεις ενός κοινωνικά ευαίσθητου και υπεύθυνου ατόμου» (22). Ο Dylan πατά μουσικά πάνω στους δρόμους και τις φόρμες του Guthrie, στο στυλ του «αφηγηματικού blues» ενώ «η επίπεδη, κοφτή του φωνητική τεχνική έμοιαζε περισσότερο με αφήγηση παρά με τραγούδι» (23).
Βέβαια, μιας και πιάνουμε την υπόθεση του Ντύλαν, πρέπει να σταθούμε στο περιστατικό τουφεστιβάλ του Νιούπορτ στο 1965. Το εν λόγω φεστιβάλ αποτελούσε την ετήσια γιορτή της αμερικάνικης φολκ. Εκεί ο Ντύλαν για πρώτη φορά έκανε δύο τομές. Η πρώτη αφορούσε τη μπάντα του, που αποτελούταν από λευκούς και μαύρους μουσικούς. Η δεύτερη ήταν ότι έβαλε ηλεκτρισμό στα όργανα, παρουσιάζοντας το τότε νέο του άλμπουμ «Bring it all back home». Αυτό δεν άρεσε καθόλου στους πιουρίστες του χώρου, με αποτέλεσμα τα πρώτα γιουχαΐσματα να ακουστούν κατά τη διάρκεια του «Μaggie’ s farm» και το πράγμα να χειροτερέψει κατά τη διάρκεια του «Like a rolling stone», με το σετ να καταλήγει άδοξα όταν ο Seeger ανέβηκε στη σκηνή με ένα τσεκούρι, απειλώντας να κόψει τα καλώδια της κεντρικής παροχής εάν ο Ντύλαν συνέχιζε.
Πώς ένας άνθρωπος με την ποιότητα του Seeger έφτασε σε αυτό το σημείο; Η απάντηση δεν είναι άλλη, από την επιρροή του φορμαλισμού στην εξέλιξη της μουσικής, ο οποίος ξεκινώντας αρχικά από τη θετική πλευρά της ταυτοποίησης πολλές φορές καταλήγει να λειτουργεί συντηρητικά. Ο Seeger και το κοινό που φώναζε στον Dylan ότι ξεπουλήθηκε δεν καταλάβαιναν ότι εκείνη τη στιγμή μπροστά του εκτυλίσσονταν μια τομή στην εξέλιξη του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού και τραγουδιού διαμαρτυρίας. Συνέβαινε για μια ακόμη φορά αυτή η «ανάπλαση» που σημειώναμε πριν για το Woody Guthrie και για τον ίδιο το Seeger άλλωστε. Για την ιστορία, μετά από δύο ώρες ο Dylan επέστρεψε μαζί με την Baez και δύο ακουστικές κιθάρες. Τα υπόλοιπα, όσα αφορούν τον Dylan, έχουν καταγραφτεί πλέον στην ιστορία της ροκ μουσικής.
Το Αμερικανικό εργατικό τραγούδι σήμερα
Στο πλαίσιο της κατάστασης που διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, εμφανίζεται μια τάση επανασύστασης και αναβίωσης του εργατικού τραγουδιού, η οποία λόγω και της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης πιθανότατα θα αναπτυχθεί. Πρωταγωνιστές σε αυτήν είναι οTom Morello ως Nightwatchman, η αποκαλούμενη «τραγουδοποιός της αντιεταιρικότητας» Ani Difranco, η Natalie Merchant (της οποίας την εκδοχή στο «Which side are you on» χρησιμοποίησε γνωστή διαφήμιση), η Tracy Chapman, o David Rovics (o οποίος έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το τραγούδι του για τον γνωστό σκύλο Λουκάνικο) και μια σειρά άλλοι δημιουργοί, πολλαπλών επιρροών. Επίσης, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός της κυκλοφορίας του «We shall overcome» από τον Bruce Springsteen το 2006.
Η μνήμη του Joe Hill και το στίγμα του Woody Guthrie ζουν και εξελίσσονται με τραγούδια σαν τα«Union Song και Until the end» του Morello ή τα «We are everywhere» και «Behind the barricades» του Rovics. Παρά τη σημερινή τεχνολογία και τις δυνατότητες της παραγωγής, που και αυτοί οι δημιουργοί χρησιμοποιούν, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι μια κιθάρα, μια ισχυρή μελωδία, στίχοι και μηνύματα που αγγίζουν την πλειοψηφία μπορούν να έχουν θέση στη σημερινή, πολυεπίπεδη και μαζική παραγωγή. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια η IWW κυκλοφορεί τραγούδια ενώ στο πλαίσιό της φτιάχνονται μουσικά σχήματα και διοργανώνονται συναυλίες. Οι στίχοι τους έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί στο «Μεγάλο Κόκκινο Βιβλίο Τραγουδιών» (24).
Πιστεύουμε ότι οι παραπάνω γραμμές δείχνουν με παραστατικό τρόπο τη σχέση του λαϊκού πολιτισμού με τις κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις και τη συμβολή που μπορεί να έχει αυτή η σχέση στην εξέλιξη του λαϊκού πολιτισμού γενικά. Το τραγούδι και η μουσική που ανασαίνει μέσα στις αγωνίες της κοινωνίας μπορεί και να τις εκφράσει και να επιφέρει καλλιτεχνικές και αισθητικές τομές στην ιστορία. Έτσι συνέβαινε πάντα και έτσι θα ξανασυμβεί.
Παραπομπές
1) Στα Ελληνικά: Wobblies! Μια εικονογραφημένη ιστορία των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Εκδόσεις ΚΨΜ – ΑΘΗΝΑ 2007, σελ.26
2) Στο ίδιο, σελ.296
3) Ουμπέρτο Φιόρι: Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντι Γκάθρυ. Ιστορία του αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ - ΑΘΗΝΑ 1981, σελ.12
4) Στο ίδιο, σελ.13
5) Wobblies! Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ.296
6) Ουμπέρτο Φιόρι: Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντι Γκάθρυ. Ιστορία του αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ - ΑΘΗΝΑ 1981, σελ.12
7) Μάριο Ντε Σιμόνε: Country Music, σελ.77 (Εκδόσεις Στάχυ 1991)
8) Στο ίδιο, σελ.25
9) Νταίηβιντ Χατς –Στήβεν Μίλγουωρθ: Από το μπλουζ στο ροκ. Εκδόσεις ΠΡΙΣΜΑ ΑΘΗΝΑ 1994.
10) Μάριο Ντε Σιμόνε: Country Music, σελ.175 (Εκδόσεις Στάχυ 1991)
11) Στο ίδιο, σελ.140
12) Ουμπέρτο Φιόρι: Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντι Γκάθρυ. Ιστορία του αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ - ΑΘΗΝΑ 1981, σελ.25
13) Για τη Bessie Smith: Women in Rock, σελ.19-38 (Εκδόσεις Οξύ 1998)
14) Samouel Charters: Η ποίηση του Μπλουζ, σελ.133 (Εκδόσεις Απόπειρα, 1982)
15) Ουμπέρτο Φιόρι: Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντι Γκάθρυ. Ιστορία του αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ - ΑΘΗΝΑ 1981, σελ.58-59.
16) Στο ίδιο, σελ.67
17) Woody Guthrie “Born to Win” (Νέα Υόρκη 1965)
18) Ουμπέρτο Φιόρι: Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντι Γκάθρυ. Ιστορία του αμερικάνικου εργατικού τραγουδιού. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ - ΑΘΗΝΑ 1981, σελ.144.
19) Μάριο Ντε Σιμόνε: Country Music,σελ.185 (Εκδόσεις Στάχυ 1991)
20) Στο ίδιο, σελ.186.
21) Women in Rock, σελ.158 (Εκδόσεις Οξύ 1998)
22) Μάριο Μάφι: Underground. Εκδόσεις Οδυσσέας ΑΘΗΝΑ-1983, σελ.320
23) Νταίηβιντ Χατς –Στήβεν Μίλγουωρθ: Από το μπλουζ στο ροκ, σελ.144 (Εκδόσεις ΠΡΙΣΜΑ 1994).
24) The Big Red Songbook. Charles H.Kerr Publishing ΗΠΑ-2007
(*) Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα toperiodiko.gr σε δυο μέρη ( πρώτο και δεύτερο). Κρίναμε σωστό να τα ενοποιήσουμε ώστε ο αναγνώστης να έχει μια πλήρη εικόνα της ενδαιφέρουσας μελέτης.
Από: http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/-a-/1955-2014-06-25-13-41-05
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου