Ετικέτες

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865)



«ΕΙΣΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ;». «ΌΧΙ». «Μήπως είσαι φιλελεύθερος;». «Όχι, καθόλου». «Τι είσαι τότε;». «Είμαι αναρχικός».  Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν στο βιβλίο του “Τι είναι η ιδιοκτησία”,
 «Δεν υπάρχει κανένας θεός εκτός από την Ανθρωπότητα -το περιεχόμενο της θεολογίας είναι ασήμαντο. Δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση εκτός από την Ελευθερία -το περιεχόμενο της πολιτικής δεν έχει καμιά αξία. Κυριολεκτώντας, η καλύτερη μορφή κυβέρνησης, όπως και η πιο τέλεια θρησκεία είναι μια αντιφατική ιδέα. Το πρόβλημα είναι να ανακαλύψουμε πως μπορούμε να αποκτήσουμε όχι την καλύτερη κυβέρνηση αλλά την καλύτερη ελευθερία…»  Προυντόν – Ιδιοκτησία και Επανάσταση

Η αμοιβαιότητα (μουτουαλισμός) είναι μία οικονομική θεωρία η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από τον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, τον αποκαλούμενο και «πατέρα της αναρχίας», η οποία αντιτίθεται στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι ένα σύστημα ισότιμης παραγωγής και ανταλλαγής, όπου οι άνθρωποι (κοινότητες, κολεκτίβες) συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας τον παραγόμενο πλούτο έντιμα και χωρίς κέρδος. Άρα η κοινωνική αλληλεξάρτηση είναι τόσο δυνατή, ευεργετική και ορθή ώστε κανένας κυβερνητικός μηχανισμός δεν μπορεί να αντικαταστήσει την παρούσα αρμονία της κοινωνίας. Οι αναρχικοί ανέκαθεν θαύμαζαν την αμοιβαιότητα που παρατηρείται και αναπτύσσεται στις μικρές κοινότητες.
Ιστορικά η αμοιβαιότητα συνδέεται με τον Προυντόν, ο οποίος δεν ήταν εναντίον της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά μόνο εναντίον της ύπαρξης κράτους και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από τους εργοδότες (π.χ. όπως είχε προσδιορίσει αυτή την εκμετάλλευση ο Καρλ Μαρξ, με την εργασιακή θεωρία της αξίας και την έννοια της υπεραξίας). Οι υποστηρικτές του Προυντόν προσπάθησαν να εφαρμόσουν τη θεωρία του μουτουαλισμού στη πράξη και κατασκεύασαν τράπεζες, «Αμοιβαίες Πιστωτικές Τράπεζες», οι οποίες χρέωναν τους πελάτες με τόκους τόσο μικρούς, ίσα-ίσα για να καλύπτουν τα έξοδα της τράπεζας και όχι για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Ο αναρχοκολεκτιβισμός μπορεί να ιδωθεί ως μία μεταγενέστερη σύνθεση αμοιβαιότητας και κομμουνισμού, η οποία απέρριπτε τη μετεπαναστατική, κρατικιστική μεταβατική φάση προς τον κομμουνισμό την οποία αιτούνταν οι μαρξιστές (τη δικτατορία του προλεταριάτου).

 Φεντεραλισμός. Πρώτος ήταν ο Προυντόν που αφιέρωσε δύο από τις ογκώδεις εργασίες του στην ιδέα της οµοσπονδίας σε αντίθεση µε εκείνη του έθνους-κράτους. Αυτές ήταν  Η Οµοσπονδία και η Ένωση στην Ιταλία του 1862 και τον επόµενο χρόνο το βιβλίο του Για την Αρχή της Οµοσπονδίας.
Ο Προυντόν ήταν πολίτης ενός ενοποιηµένου, συγκεντρωτικού έθνους-κράτους, µε αποτέλεσµα να υποχρεωθεί να διαφύγει στο Βέλγιο. Και ανησυχούσε για την ενοποίηση της Ιταλίας σε πολλά και διάφορα επίπεδα. Στο βιβλίο του Για τη Δικαιοσύνη του 1858 ισχυρίστηκε ότι η δηµιουργία της Γερµανικής Αυτοκρατορίας θα έφερνε µόνο προβλήµατα στους Γερµανούς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, επιχειρηµατολογία που  ακολούθησε και όσον αφορά την πολιτική της Ιταλίας.


Στο κατώτερο επίπεδο υπήρχε η ιστορία, όπου φυσικοί παράγοντες όπως η γεωλογία και το κλίµα είχαν διαµορφώσει τοπικά έθιµα και στάσεις. «Η Ιταλία», ισχυριζόταν, «είναι οµόσπονδη µέσω του συντάγµατος της επικράτειάς της, της διαφορετικότητας των κατοίκων της, σύµφωνα µε τη φύση της ιδιοφυΐας της, τα ήθη της, την ιστορία της. Είναι οµόσπονδη µε όλο της το είναι, και ήταν έτσι ανέκαθεν…  Και µε την οµοσπονδία θα την κάνετε εξίσου και τόσες φορές ελεύθερη όσο και µε το να της δίνετε ανεξάρτητα κράτη». Δεν είναι δικός µου ρόλος να υπερασπιστώ τις υπερβολές του προυντονικού λόγου, αλλά είχε άλλες αντιρρήσεις. Κατανοούσε το λόγο που οι Καβούρ και Ναπολέων Γ΄ είχαν συµφωνήσει να µετατρέψουν την Ιταλία σε µια οµοσπονδία κρατών, αλλά καταλάβαινε επίσης ότι ο Οίκος της Σαβοΐας δεν θα συµβιβαζόταν µε τίποτε λιγότερο από µια συγκεντρωτική συνταγµατική µοναρχία. Πέραν αυτού, δυσπιστούσε έναντι του φιλελεύθερου αντικληρικαλισµού του Ματσίνι, όχι λόγω κάποιας αγάπης προς τον Πάπα, αλλά επειδή αντιλαµβανόταν ότι το σύνθηµα του Ματσίνι «Θεός και λαός» µπορούσε να γίνει αντικείµενο εκµετάλλευσης από οποιονδήποτε δηµαγωγό καταλάµβανε τη διοικητική µηχανή ενός συγκεντρωτικού κράτους. Πίστευε ότι η ύπαρξη αυτού του διοικητικού µηχανισµού αποτελούσε την απόλυτη απειλή για την ατοµική και τοπική ελευθερία. Ο Προυντόν ήταν σχεδόν ο µόνος θεωρητικός του δέκατου ένατου αιώνα που αντιλήφθηκε ότι:
«Φιλελεύθερο σήµερα [το συγκεντρωτικό κράτος] µε µια φιλελεύθερη κυβέρνηση, αύριο θα γίνει µια τροµερή µηχανή κάποιου σφετεριστή δεσπότη. Αποτελεί αέναο πειρασµό για την εκτελεστική εξουσία, µια διαρκή απειλή για τις ανθρώπινες ελευθερίες. Κανένα δικαίωµα, ατοµικό ή συλλογικό, δεν µπορεί να είναι µελλοντικά εξασφαλισµένο. Ο συγκεντρωτισµός µπορεί τότε να αποκληθεί ως ο αφοπλισµός ενός έθνους προς όφελος της κυβέρνησής του…»
Ό,τι γνωρίζουµε για την ιστορία της Ευρώπης, της Ασίας, της Λατινικής Αµερικής και  της Αφρικής του εικοστού αιώνα συντείνει προς της υπεράσπιση αυτής της αντίληψης. Ούτε και ο βορειοαµερικανικός τύπος φεντεραλισµού, που τόσο όµορφα αποδόθηκε από τον Τόµας Τζέφερσον, εγγυάται την αποµάκρυνση αυτής της απειλής.  Ένας από τους Άγγλους βιογράφους του Προυντόν, ο Έντουαρντ Χάιαµς, σχολιάζει ότι: «Έχει καταστεί προφανές από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσµιου Πόλεµου ότι οι πρόεδροι των Ηνωµένων Πολιτειών µπορούν και πράγµατι χρησιµοποιούν την οµοσπονδιακή διοικητική µηχανή µε τρόπο που χλευάζει τη δηµοκρατία». Και ο Καναδός µεταφραστής του παραφράζει το συµπέρασµα του Προυντόν ως εξής:
«Ζητήστε την άποψη των ανθρώπων ως µελών µιας µάζας και θα πάρετε απαντήσεις αλλοπρόσαλλες, ανόητες και βίαιες. Ζητήστε την άποψή τους ως µελών συγκεκριµένων οµάδων µε πραγµατική αλληλεγγύη και µε σαφή χαρακτήρα, και οι απαντήσεις τους θα είναι υπεύθυνες και σοφές. Εκθέστε τους στην πολιτική “γλώσσα” της µαζικής δηµοκρατίας, που αναπαριστά “το λαό” ως ενωµένο και αδιαίρετο και τις µειονότητες ως προδότες, και θα φέρουν τυραννία. Εκθέστε τους τους στην πολιτική γλώσσα του φεντεραλισµού, όπου ο λαός εµφανίζεται σαν ένα διαφοροποιηµένο σύνολο αληθινών ενώσεων, και θα αντισταθούν στην τυραννία µέχρι τέλους».
Αυτή η παρατήρηση αποκαλύπτει µια βαθιά εδραιωµένη κατανόηση της πολιτικής ψυχολογίας. Ο Προυντόν έβγαζε τα συµπεράσµατά του από την εξέλιξη της Ελβετικής Οµοσπονδίας, αλλά η Ευρώπη έχει να επιδείξει και άλλα παραδείγµατα σε µια σειρά εξειδικευµένων πεδίων. Οι Κάτω Χώρες φηµίζονται για τον επιεική χαρακτήρα του ποινικού συστήµατός τους. Η επίσηµη εξήγηση αυτού του γεγονότος είναι η αντικατάσταση το 1886 του Ναπολεόντειου Κώδικα «από έναν γνήσιο ολλανδικό ποινικό κώδικα», βασισµένο σε πολιτισµικές παραδόσεις όπως «η πασίγνωστη ολλανδική “ανοχή” και η τάση να γίνονται αποδεκτές οι αποκλίνουσες µειονότητες». Παραθέτω τον Ολλανδό εγκληµατολόγο Δρ. Βίλλεµ ντε Χάαν, ο οποίος εξηγεί ότι η ολλανδική κοινωνία «παραδοσιακά βασίζεται σε θρησκευτικές, πολιτικές και ιδεολογικές παρά σε ταξικές γραµµές. Οι σηµαντικές θρησκευτικές οµάδες δηµιούργησαν τους δικούς τους κοινωνικούς θεσµούς σε όλες τις µείζονες δηµόσιες σφαίρες. Η διαδικασία αυτή… είναι υπεύθυνη για τη µετατροπή µιας πραγµατιστικής, ανεκτικής γενικής στάσης σε ένα απόλυτο κοινωνικό καθήκον».
Με άλλα λόγια, είναι η διαφορετικότητα και όχι η οµοιογένεια που δηµιουργεί το είδος της κοινωνίας όπου εσύ και εγώ µπορούµε να συνυπάρξουµε πιο άνετα. Και η σύγχρονη ολλανδική συµπεριφορά έχει τη ρίζα της στη διαφορετικότητα των µεσαιωνικών πόλεων-κρατών της Ολλανδίας και της Ζηλανδίας, που εξηγούν, όσο και ο περιφερισµός του Προυντόν, ότι το επιθυµητό µέλλον για όλη την Ευρώπη βρίσκεται στη συνύπαρξη των τοπικών διαφορών.
Τη δεκαετία του 1860 ο Προυντόν άκουγε τις συζητήσεις για µια ευρωπαϊκή συνοµοσπονδία ή για τις Ηνωµένες Πολιτείες της Ευρώπης. Τα σχόλιά του ήταν τα εξής:
«Με αυτό, το µόνο που αντιλαµβάνονται είναι µια συµµαχία όλων των κρατών που υπάρχουν επί του παρόντος στην Ευρώπη, µικρών και µεγάλων, η οποία θα κατευθύνεται υπό την προεδρία ενός µόνιµου Συµβουλίου. Λαµβάνεται ως δεδοµένο ότι κάθε κράτος θα διατηρεί τη µορφή κυβέρνησης που του ταιριάζει καλύτερα. Εφόσον, όµως, κάθε κράτος θα έχει αριθµό ψήφων στο Συµβούλιο ανάλογο του πληθυσµού και της έκτασής του, τα µικρά κράτη σ’ αυτή την υποτιθέµενη συνοµοσπονδία σύντοµα θα ενσωµατωθούν στα µεγάλα…»

Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (Pierre Josef Prοudhon) ήταν Γάλλος πολιτικός, μουτουαλιστής φιλόσοφος και σοσιαλιστής. Ήταν μέλος του γαλλικού κοινοβουλίου, και ήταν ο πρώτος που αυτοχαρακτηρίστηκε αναρχικός. Θεωρείται από τους σημαντικότερους αναρχικούς συγγραφείς και οργανωτές. Μετά τα γεγονότα του 1848, άρχισε να αυτοαποκαλείται φεντεραλιστής.
Ο Προυντόν ήταν τυπογράφος στο επάγγελμα, ο οποίος έμαθε μόνος του λατινικά, για να τυπώνει καλύτερα βιβλία σε αυτήν τη γλώσσα. Η γνωστότατη του φράση είναι ότι η ιδιοκτησία είναι κλεψιά, που περιέχεται στο πρώτο του μεγάλο έργο Περί ιδιοκτησίας (Qu’est-ce que la propriété? Recherche sur le principe du droit et du gouvernement), που εκδόθηκε το 1840.
Η έκδοση του βιβλίου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των γαλλικών αρχών, αλλά και την κριτική του Μαρξ, ο οποίος ξεκίνησε αλληλογραφία με το συγγραφέα. Οι δύο άντρες αλληλοεπηρεάστηκαν: Συναντήθηκαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του Μαρξ. Η φιλία τους τελικά έληξε, όταν ο Μαρξ απάντησε στο “Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας” του Προυντόν με το προκλητικά τιτλοφορημένο “Η αθλιότητα της φιλοσοφίας”.
H διαμάχη έγινε μία των πηγών ρήξης μεταξύ των αναρχικών και των μαρξιστικών πτερύγων της Πρώτης Διεθνούς. Κάποιοι, όπως Έντμουντ Γουίλσον, ισχυρίστηκαν ότι η επίθεση του Μαρξ στον Προυντόν οφειλόταν στην υπεράσπιση από τον τελευταίο του Καρλ Γκρυν, τον οποίο ο Μαρξ αντιπαθούσε έντονα και ο οποίος ετοίμαζε μεταφράσεις του έργου του Προυντόν.
Ο Προυντόν προτιμούσε τα εργατικά σωματεία και τους εργατικούς συνεταιρισμούς, όπως και την ατομική εργατική/αγροτική ιδιοκτησία, παρά την κοινωνικοποίηση της γης και των χώρων εργασίας. Πίστευε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να επιτευχθεί με ειρηνικό τρόπο.
Στις “Εξομολογήσεις ενός επαναστάτη” ο Προυντόν ισχυρίστηκε ότι “η αναρχία είναι τάξη” (Anarchy is Order), μια φράση που πολύ αργότερα ενέπνευσε, κατά τη γνώμη κάποιων, το αναρχικό σύμβολο του Α μέσα σε κύκλο, σήμερα ένα από τα πιο κοινά γκράφιτι στις πόλεις.
Προσπάθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει μια εθνική τράπεζα, η οποία θα χρηματοδοτείτο από φόρο εισοδήματος σε καπιταλιστές και μετόχους. Παρόμοια κατά κάποιον τρόπο με μια πιστωτική ένωση, θα παρείχε άτοκα δάνεια.
Τα πρώτα χρόνια 
Ο Προυντόν γεννήθηκε στην Μπεζανσόν της Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν κατασκευαστής βαρελιών ενός ζυθοποιού. Ως αγόρι, έβοσκε αγελάδες και είχε άλλα παρόμοια, απλά ενδιαφέροντα. Αλλά δεν ήταν εντελώς αυτοδίδακτος: στα 16 μπήκε στο σχολείο της πόλης, αν και η οικογένειά του ήταν τόσο φτωχή που δεν μπορούσε να αγοράσει τα απαραίτητα βιβλία. Αναγκαζόταν να τα δανείζεται από τους συμμαθητές του, για να αντιγράφει τα μαθήματα. Στα 19 εργαζόταν ως στοιχειοθέτης. Αργότερα εξελίχθηκε σε διορθωτή για τον Τύπο και διορθωτή εκκλησιαστικών κειμένων, και με αυτόν τον τρόπο απέκτησε μια πολύ αξιόλογη γνώση της θεολογίας. Έτσι κατέληξε να μαθαίνει εβραϊκά και να τα συγκρίνει με τα ελληνικά, τα λατινικά και τα γαλλικά. Και ήταν η πρώτη απόδειξη του πνευματικού του θάρρους ότι με τη βοήθεια αυτών έγραψε ένα δοκίμιο γενικής γραμματικής. Καθώς ο Προυντόν δε γνώριζε τίποτα για τις πραγματικές αρχές της Φιλολογίας, η πραγματεία του δεν είχε αξία. Το 1838 κέρδισε το επίδομα Suard, μια υποτροφία 1500 φράγκων το χρόνο για τρία χρόνια, για την ενθάρρυνση υποσχόμενων νέων, την οποία την έδινε η Ακαδημία της Μπεζανσόν.
Το ενδιαφέρον για την πολιτική 
Το 1839 έγραψε μια πραγματεία, τη “Χρησιμότητα της αργίας της Κυριακής” (L’Utilité de la célébration du dimanche), η οποία περιείχε τους σπόρους των επαναστατικών ιδεών του. Περίπου την ίδια εποχή πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε μια φτωχή, ασκητική και μελετηρή ζωή, αλλά γνώρισε τις σοσιαλιστικές ιδέες που τότε έκαναν την εμφάνισή τους στην πρωτεύουσα. Το 1840 δημοσίευσε το έργο του “Τι είναι ιδιοκτησία” (Qu’est-ce que la propriété). Η διάσημη απάντησή του σε αυτό το ερώτημα (τι είναι δηλ. η ιδιοκτησία: η ιδιοκτησία είναι κλεψιά), φυσικά δεν ευχαρίστησε την Ακαδημία της Μπεζανσόν, και υπήρξαν σκέψεις να αποσύρουν την υποτροφία του, αλλά την κράτησε για το κανονικό διάστημα.Η τρίτη του αναφορά στην ιδιοκτησία ήταν ένα γράμμα του στο φουριεριστή Κονσιντεράν. Δικάστηκε γι’ αυτό στην Μπεζανσόν, αλλά αθωώθηκε. Το 1846 δημοσίευσε το “Σύστημα των οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας”. Για κάποιο χρονικό διάστημα, ο Προυντόν διηύθυνε ένα μικρό τυπογραφείο στην Μπεζανσόν, αλλά χωρίς επιτυχία. Ύστερα συνδέθηκε ως κάποιου είδους διευθυντής με μια εμπορική επιχείρηση στη Λυών. Το 1847 άφησε τη δουλειά του και τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου τώρα τον τιμούσαν ως ηγέτη του νεωτερισμού. Την ίδια χρονιά έγινε ελευθεροτέκτονας.
Επανάσταση του 1848
Ο Προυντόν ξαφνιάστηκε από τις επαναστάσεις του 1848 στη Γαλλία. Συμμετείχε στην εξέγερση του Φεβρουαρίου και στη σύνταξη της “Πρώτης Δημοκρατικής Διακήρυξης” της καινούριας Δημοκρατίας. Αλλά είχε επιφυλάξεις για τη νέα προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Dupont de l’Eure (1767-1855), ο οποίος από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 υπήρξε γνωστός πολιτικός, αν και συχνά στην αντιπολίτευση. Εκτός από τον Dupont de l’Eure στην προσωρινή κυβέρνηση επικρατούσαν ρεπουμπλικάνοι, όπως ο Λαμαρτίνος (Εξωτερικών), ο Ledru-Rollin (Εσωτερικών), ο Crémieux (Δικαιοσύνης), ο Burdeau (Πολέμου) κτλ, επειδή επεδίωκε πολιτικές μεταρρυθμίσεις σε βάρος των σοσιαλιστικών-οικονομικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες ο Προυντόν θεωρούσε βασικές. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ιουλίου του 1830, το Δημοκρατικό-Σοσιαλιστικό κόμμα είχε συγκροτήσει αντι-κυβέρνηση στο Δημαρχείο, στην οποία συμμετείχαν οι Louis Blanc, Armand Marrast, Ferdinand Flocon, και ο εργάτης Albert.Ο Προυντόν δημοσίευσε τη δική του άποψη για τις μεταρρυθμίσεις, που ολοκληρώθηκε το 1849, τη “Λύση του κοινωνικού ζητήματος” (Solution du problème social), στην οποία χάραξε ένα πρόγραμμα αμοιβαίας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ εργατών. Πίστευε ότι αυτό θα μετέφερε τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων από τους καπιταλιστές και τους κεφαλαιούχους στους εργάτες. Το κεντρικό μέρος αυτού του σχεδίου ήταν η ίδρυση μιας τράπεζας που θα παρείχε πίστωση με πολύ χαμηλό τόκο και την έκδοση “εργατο-επιταγών”, που θα κυκλοφορούσαν αντί για χρήμα βασισμένο σε χρυσό.Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας (1848-1852), ο Προυντόν έκανε τη μεγαλύτερη δημόσια σύγκρουσή του μέσω της δημοσιογραφίας. Συνεργάστηκε με τέσσερις εφημερίδες: τον “Εκπρόσωπο του λαού” (Φεβρουάριος 1848-Αύγουστος 1848), το “Λαό” (Σεπτέμβρης 1848-Ιούνιος 1849), τη “Φωνή του λαού” (Σεπτέμβρης 1849 – Μάης 1850) και το “Λαό του 1850″ (Ιούνιος 1850 – Οκτώβριος 1850). Το πολεμικό του συγγραφικό ύφος, σε συνδυασμό με την αντίληψη του εαυτού του ως πολιτικού περιθωρίου, δημιούργησαν μια κυνική, μαχητική δημοσιογραφία, η οποία είχε απήχηση σε πολλούς Γάλλους εργάτες, αλλά ξένιζε άλλους. Άσκησε επανειλημμένα κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης και προωθούσε μεταρρυθμίσεις στις πιστώσεις και τις συναλλαγές. Γι’ αυτόν το σκοπό, προσπάθησε να ιδρύσει μια λαϊκή τράπεζα (Banque du peuple) στις αρχές του 1849, αλλά παρόλο που γράφτηκαν πάνω από 13.000 άνθρωποι (κυρίως εργάτες), οι εξοφλητικές αποδείξεις ήταν περιορισμένες, μη φτάνοντας τα 18.000 φράγκα, και ολόκληρη η επιχείρηση ουσιαστικά πέθανε πριν καν γεννηθεί.Ο Προυντόν έθεσε υποψηφιότητα για τη συντακτική συνέλευση τον Απρίλιο του 1848, αλλά δεν εκλέχτηκε, παρόλο που το όνομά του υπήρχε στα ψηφοδέλτια στο Παρίσι, τη Λυών, τη Μπεζανσόν και τη Λιλ. Ωστόσο πέτυχε αργότερα, στις συμπληρωματικές εκλογές της 4ης Ιουνίου, και υπηρέτησε ως βουλευτής κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τα Εθνικά Εργαστήρια, που δημιουργήθηκαν από το διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1848, που το πέρασε ο ρεπουμπλικάνος Louis Blanc. Τα Εργαστήρια θα έδιναν δουλειά στους ανέργους. Ο Προυντόν δεν ήταν ποτέ ενθουσιασμένος με τέτοιου είδους Εργαστήρια, καθώς τα αντιλαμβανόταν σαν ουσιωδώς φιλανθρωπικά ιδρύματα, που δεν έλυναν το πρόβλημα του οικονομικού συστήματος. Ωστόσο ήταν κατά της κατάργησής τους, εκτός αν μπορούσε να βρεθεί μια εναλλακτική λύση για τους εργάτες που βασίζονταν σε αυτά για τη διαβίωσή τους.Το 1848 το κλείσιμο των Εθνικών Εργαστηρίων προκάλεσε την Εξέγερση του Ιουνίου, και η βία σοκάρισε τον Προυντόν. Αφού επισκέφτηκε προσωπικά τα οδοφράγματα, αργότερα θυμόταν ότι η παρουσία του στη Βαστίλλη ήταν “μία από τις πιο φρικτές πράξεις της ζωής μου”. Αλλά γενικά κατά τη διάρκεια των ταραχωδών γεγονότων του 1848, ο Προυντόν αντιτέθηκε στην εξέγερση κηρύττοντας τον ειρηνικό συμβιβασμό, μια στάση που ερχόταν σε συμφωνία με τη στάση κατά της βίας που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δεν ενέκρινε τις εξεγέρσεις και τις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου, του Μαΐου και του Ιουνίου του 1848, αν και αισθανόταν συμπόνια για τις κοινωνικές και ψυχολογικές αδικίες που οι εξεγερμένοι είχαν αναγκαστεί να υποστούν.Ο Προυντόν πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 1865 και βρίσκεται θαμμένος στο Παρίσι, στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς (τρίτη διασταύρωση, κοντά στο δρομάκι Lenoir, στον οικογενειακό τάφο των Προυντόν).
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Πολιτική φιλοσοφία
Ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στον εαυτό του ως αναρχικό. Στο “Περί ιδιοκτησίας” το 1840 όριζε την αναρχία ως την “απουσία ενός αφέντη, ενός ηγεμόνα” και στη “Γενική ιδέα της επανάστασης” (1850) προέτρεπε για “μια κοινωνία χωρίς εξουσία”. Επέκτεινε αυτήν την ανάλυση πέρα από τα πολιτικά καθιερωμένα, υποστηρίζοντας στο “Περί ιδιοκτησίας” ότι ο “ιδιοκτήτης” ήταν συνώνυμο του “κυρίαρχος”. Για τον Προυντόν:
Το “κεφάλαιο”…στο πολιτικό πεδίο είναι ανάλογο της “κυβέρνησης”…Η οικονομική ιδέα του καπιταλισμού, η πολιτική της κυβέρνησης ή της εξουσίας και η θεολογική ιδέα της Εκκλησίας είναι τρεις πανομοιότυπες ιδέες, συνδεδεμένες με διάφορους τρόπους. Το να επιτίθεσαι σε μια από αυτές ισοδυναμεί με το να επιτίθεσαι σε όλες…Αυτό που κάνει το κεφάλαιο στην εργατιά και το κράτος στην ελευθερία, η Εκκλησία το κάνει στο πνεύμα. Αυτή η τριάδα του απολυταρχισμού είναι τόσο ολέθρια στην πράξη όπως και στη φιλοσοφία. Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την καταπίεση του λαού θα ήταν ταυτόχρονα να σκλαβώσεις το σώμα, τη θέληση και τη λογική του.
Ο Προυντόν στα πρώτα έργα του ανέλυσε τη φύση και τα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας. Παρά τη βαθιά κριτική του στον καπιταλισμό, ωστόσο ερχόταν αντιμέτωπος και με τους σύγχρονους σοσιαλιστές που εξιδανίκευαν τα συνδικάτα. Με μια σειρά σχολίων από το ‘Περί ιδιοκτησίας” (1840) μέσω του “Θεωρία της ιδιοκτησίας” (1863-64), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, δήλωσε με τη σειρά ότι “η ιδιοκτησία είναι κλεψιά”, “η ιδιοκτησία δεν είναι δυνατή”, “η ιδιοκτησία είναι δεσποτισμός” και “η ιδιοκτησία είναι ελευθερία”. Όταν είπε ότι “η ιδιοκτησία είναι κλεψιά”, αναφερόταν στο γαιοκτήμονα ή καπιταλιστή που έκλεψε τα κέρδη από τους εργάτες. Για τον Προυντόν, ο υπάλληλος του καπιταλιστή ήταν “υποτελής, τον εκμεταλλεύονταν και η μόνιμη κατάστασή του ήταν η υπακοή”. Όταν υποστήριζε ότι η ιδιοκτησία είναι ελευθερία, αναφερόταν όχι μόνο στο προϊόν της εργασίας ενός εργάτη, αλλά και στο σπίτι και στα εργαλεία της δουλειάς του αγρότη ή του τεχνίτη και στο εισόδημα που έπαιρνε πουλώντας τα αγαθά του. Για τον Προυντόν η μόνη θεμιτή πηγή ιδιοκτησίας ήταν η εργασία. Ό,τι κανείς παράγει είναι η ιδιοκτησία του και οτιδήποτε πέρα από αυτό όχι. Στήριζε την αυτοδιαχείριση των εργατών και ήταν υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Απέρριπτε έντονα την κατοχή των προϊόντων της εργασίας από την κοινωνία, ισχυριζόμενος στο “Περί ιδιοκτησίας” ότι παρόλο που “η ιδιοκτησία είναι προϊόν[...]δε συνεπάγεται την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής” [...]Το δικαίωμα στο προϊόν είναι αποκλειστικό [...] το δικαίωμα στα μέσα είναι κοινό” και εφαρμόζοντάς το στη γη: (“Η γη είναι [...]ένα κοινό πράγμα”) και στους χώρους εργασίας (“Αφού όλο το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι κοινωνική ιδιοκτησία, κανείς δεν μπορεί να είναι αποκλειστικός ιδιοκτήτης του”). Όμως δεν ενέκρινε την κατοχή της γης ή των μέσων παραγωγής από την κοινωνία, αλλά την κατοχή τους από αυτόν που τα χρησιμοποιούσε (κάτω από την επίβλεψη της κοινωνίας, με την “οργάνωση μιας κοινωνίας που λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγοντας”, έτσι ώστε “να ρυθμίζει την αγορά”. Ο Προυντόν θεωρούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή, αλλά ήταν αντίθετος με την κρατική κατοχή κύριων αγαθών, ενώ προτιμούσε να τα κατέχουν οι ίδιοι οι εργάτες οργανωμένοι σε ενώσεις.
Αυτό τον κάνει έναν από τους πρώτους θεωρητικούς του ελευθεριακού σοσιαλισμού. Ο Προυντόν ήταν μια από τις κύριες επιρροές για την θεωρητικοποίηση της αυτοδιαχείρισης των εργατών στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ό. Αυτήν την ιδιοκτησία από το χρήστη την ονόμαζε “κατοχή” και αυτό το οικονομικό σύστημα μουτουαλισμό. Ο Προυντόν είχε πολλά επιχειρήματα κατά του δικαιώματος στη γη και στο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων λόγων βασισμένων στην ηθική, την οικονομία, την πολιτική και την ατομική ελευθερία. Ένα τέτοιο επιχείρημα ήταν ότι έτσι γινόταν δυνατό το κέρδος, το οποίο με τη σειρά του οδηγούσε στην κοινωνική αστάθεια και στον πόλεμο, δημιουργώντας πλήθος χρεών που σταδιακά έπαυαν να μπορούν να ξεπληρωθούν από τους εργάτες. Ένα άλλο ήταν ότι παρήγαγε το “δεσποτισμό” και μετέτρεπε τους εργάτες σε έμμισθους δούλους υποκείμενους στην εξουσία ενός αφεντικού.
Στο “Περί ιδιοκτησίας” ο Προυντόν έγραψε:
Η ιδιοκτησία, χρησιμοποιώντας τον αποκλεισμό και την καταπάτηση, ενώ ο πληθυσμός αυξανόταν, υπήρξε η πρωταρχική και καθοριστική αιτία όλων των επαναστάσεων. Όταν οι θρησκευτικοί και οι κατακτητικοί πόλεμοι σχεδόν κατέστρεψαν τους λαούς, υπήρξαν μόνο τυχαίες ταραχές, οι οποίες σύντομα επουλώθηκαν από τη μαθητματική εξέλιξη της ζωής των εθνών. Η πτώση και ο θάνατος των κοινωνιών οφείλονται στη δυνατότητα συσσώρευσης που δίνει η ιδιοκτησία.
Ο Ζοζέφ Ντεζάκ επιτέθηκε στην υποστήριξη από τον Προυντόν της έννοιας της πατριαρχίας, την οποία οι αναρχικοί των τελών του 20ού αιώνα θα όριζαν ως σεξισμό, κάτι αντίθετο με τις αρχές του αναρχισμού.
Στο τέλος της ζωής του ο Προυντόν τροποποίησε κάποιες από τις προηγούμενες απόψεις του. Στην “Αρχή του Φεντεραλισμού” (1863) άλλαξε την αρχική κατά του κράτους στάση του, παραθέτοντας επιχειρήματα για την “εξισορρόπηση της εξουσίας από την ελευθερία” διατυπώνοντας μια “θεωρία ομοσπονδιακής κυβέρνησης”. Επίσης όρισε διαφορετικά τον αναρχισμό, “ο καθένας κυβερνάει τον εαυτό του”, που σήμαινε ότι “οι πολιτικές λειτουργίες περιορίστηκαν σε βιομηχανικές λειτουργίες και ότι το κοινωνικό σύστημα προκύπτει μονάχα από τις συναλλαγές και τις ανταλλαγές”. Σε αυτό το έργο επίσης αποκάλεσε το οικονομικό του σύστημα “αγροτικο-βιομηχανική ομοσπονδία”, υποστηρίζοντας ότι θα παρείχε συγκεκριμένες ομοσπονδιακές ρυθμίσεις, προστατεύοντας τους πολίτες των ομοσπονδιακών κρατών από τον καπιταλιστικό και τον οικονομικό φεουδαλισμό, τόσο μέσα όσο κι έξω από αυτά” κι έτσι θα σταματούσε την επανεισήγηση της “έμμισθης δουλείας”. Αυτό, επειδή “τα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να ενισχύονται από την οικονομία”.
Στη “Θεωρία της ιδιοκτησίας”, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, υποστήριζε ότι “η ιδιοκτησία είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σταθεί ως αντίβαρο στο Κράτος”. Επομένως, “ο Προυντόν μπορούσε να διατηρήσει την ιδέα της ιδιοκτησίας ως κλεψιάς και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα νέο της ορισμό ως ελευθερίας. Υπάρχει μια μόνιμη πιθανότητα κατάχρησης, εκμετάλλευσης, που σημαίνει κλεψιά. Ταυτόχρονα όμως η ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δημιούργημα της κοινωνίας και ένα οχύρωμα απέναντι στην καταπατητική δύναμη του κράτους”.
Συνέχισε να αντιτίθεται στην ιδιοκτησία, τόσο καπιταλιστική όσο και κρατική. Στη “Θεωρία της Ιδιοκτησίας” υποστηρίζει: “Τώρα, το 1840, απορρίπτω κατηγορηματικά την ιδέα της ιδιοκτησίας, τόσο για το σύνολο όσο και για το άτομο”, αλλά μετά διατυπώνει τη νέα του θεωρία για την ιδιοκτησία: “Η ιδιοκτησία είναι η μεγαλύτερη επαναστατική δύναμη που υπάρχει, με εκπληκτική ικανότητα να στέκεται ενάντια στην εξουσία” και “η κυριότερη λειτουργία της ιδιοκτησίας μέσα στο πολιτικό σύστημα θα είναι να στέκεται ως αντίβαρο στο κράτος, κι έτσι να ενισχύει την ελευθερία του ατόμου”. Παρόλα αυτά, συνέχισε να αντιτίθεται στη συγκέντρωση πλούτου και ιδιοκτησίας, υποστηρίζοντας τη μικρής κλίμακας ιδιοκτησία των αγροτών και των τεχνιτών. Ακόμη αντιτιθόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία της γης: “Αυτό που δεν μπορώ να δεχτώ, σε σχέση με τη γη, είναι ότι το να καταβάλεις δουλειά δίνει το δικαίωμα να κατέχεις αυτό στο οποίο δούλεψες”. Επιπροσθέτως, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η “ιδιοκτησία” θα έπρεπε να είναι πιο ισοκατανεμημένη και περιορισμένη στο μέγεθος που πραγματικά χρησιμοποιούσαν τα άτομα, οι οικογένειες και οι ενώσεις εργατών. Υποστήριζε το δικαίωμα στην κληρονομιά, και το υπερασπιζόταν σαν “ένα από τα θεμέλια της οικογένειας και της κοινωνίας”. Ωστόσο αρνιόταν να το επεκτείνει πέρα από τα προσωπικά υπάρχοντα, υποστηρίζοντας ότι “σύμφωνα με τους κανόνες της ένωσης, η μεταβίβαση πλούτου δεν αφορούσε τα μέσα εργασίας”.
Ως συνέπεια της αντίθεσής του με το κέρδος, την έμμισθη εργασία, την εκμετάλλευση των εργατών, την ιδιοκτησία γης και κεφαλαίου, και την κρατική ιδιοκτησία, ο Προυντόν απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομουνισμό. Θέσπισε τον όρο “μουτουαλισμός” για το είδος της αναρχίας του, το οποίο περιελάμβανε κατοχή των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Στο όραμά του, οι αυτοαπασχολούμενοι τεχνίτες, οι αγρότες και οι συνεταιρισμοί θα εμπορεύονταν τα προϊόντα τους στην αγορά. Για τον Προυντόν τα εργοστάσια και άλλοι μεγάλοι χώροι εργασίας θα λειτουργούσαν ως “ενώσεις εργατών” βασισμένες σε αμεσοδημοκρατικές αρχές. Το κράτος θα έπαυε να υπάρχει. Η κοινωνία θα οργανωνόταν με μια ομοσπονδία από “ελεύθερες κομούνες” (μια κομούνα είναι μια τοπική κοινότητα στα γαλλικά). Το 1863 ο Προυντόν είπε: “Όλες οι οικονομικές μου ιδέες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια μπορούν να συνοψιστούν στις λέξεις: αγροτική-βιομηχανική ομοσπονδία. Όλες οι πολιτικές μου ιδέες συμπυκνώνονται σε έναν παρόμοιο “τύπο”: πολιτική ομοσπονδία και αποκέντρωση.”
Ο Προυντόν αντιτιθόταν στους τόκους και στα νοίκια, αλλά δεν ήθελε να τα καταργήσει με νόμο: “Ξεκαθαρίζω ότι, όταν έκανα κριτική στους θεσμούς στους οποίους η ιδιοκτησία είναι η θεμέλιος λίθος, ποτέ δε θέλησα να απαγορεύσω ή να καταπιέσω, με ηγεμονικά διατάγματα, τα ενοίκια οικοπέδων ή τους τόκους επί των κεφαλαίων. Πιστεύω ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να παραμείνουν ελεύθερες και να εναπόκεινται στη βούληση του καθενός: δε ζητάω γι’ αυτές μετατροπές, περιορισμούς ή καταστολή, εκτός από αυτές που έρχονται φυσικά και αναγκαία από τη διεθνοποίηση της αρχής της αμοιβαιότητας που προτείνω.”
Ο Προυντόν ήταν ένας επαναστάτης, αλλά η επανάστασή του δε σήμαινε βίαιο ξεσηκωμό ή εμφύλιο πόλεμο, αλλά μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν ουσιωδώς ηθικός στη φύση του και απαιτούσε την υψηλότερη ηθική από εκείνους που ήθελαν την αλλαγή. Ήταν χρηματική-νομισματική μεταρρύθμιση, συνδυασμένη με την οργάνωση μιας τράπεζας πιστώσεων και εργατικές ενώσεις, τα οποία ο Προυντόν πρότεινε να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός, για να επιφέρουμε στην κοινωνία νέους όρους. Δεν είπε όμως πώς τα χρηματικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα του πληθωρισμού και την επαρκή κατανομή σπάνιων πόρων.
Έκανε λίγες δημόσιες κριτικές στο Μαρξ και το Μαρξισμό, γιατί στην εποχή του ο Μαρξ ήταν συγκριτικά ελάσσων διανοητής. Ήταν μετά το θάνατο του Προυντόν που ο μαρξισμός έγινε μεγάλο κίνημα. Πάντως έκανε κριτική στους αυταρχικούς σοσιαλιστές της περιόδου του. Αυτή περιελάμβανε τον κρατικό σοσιαλιστή Louis Blanc, για τον οποίο ο Προυντόν είπε “Έχω να πω στον Blanc: δεν επιθυμείτε ούτε τον καθολικισμό ούτε τη μοναρχία ούτε τους ευγενείς, αλλά έχετε Θεό, θρησκεία, δικτατορία, λογοκρισία, ιεραρχία, διακρίσεις και τάξεις. Από την πλευρά μου αρνούμαι το Θεό σας, την εξουσία σας, την κυριαρχία σας, το δικαστικό κράτος σας”. Ήταν το βιβλίο του Προυντόν “Περί ιδιοκτησίας” που έπεισε το νεαρό Καρλ Μαρξ ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία έπρεπε να καταργηθεί.
Σε ένα από τα πρώτα του έργα, στην “Αγία Οικογένεια”, ο Μαρξ γράφει: “Όχι μόνο ο Προυντόν γράφει για το συμφέρον του προλεταριάτου, αλλά είναι κι ο ίδιος προλετάριος, εργαζόμενος. Το έργο του είναι ένα επιστημονικό μανιφέστο του γαλλικού προλεταριάτου.” Ο Μαρξ ωστόσο διαφωνούσε με τον αναρχισμό του Προυντόν και αργότερα δημοσίευσε κακές κριτικές στον Προυντόν. Ο Μαρξ έγραψε το “Η αθλιότητα της φιλοσοφίας”, για να αντικρούσει το “Η φιλοσοφία της αθλιότητας” του Προυντόν. Στο σοσιαλισμό του, τον Προυντόν τον ακολούθησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν, το 1843 επισκέφτηκε το Παρίσι και γνώρισε τον Προυντόν, ο οποίος εκείνη την χρονιά δημοσίευσε το Η δημιουργία της τάξης στην ανθρωπότητα. Η γνωριμία αυτή τον έκανε να ενστερνιστεί τις αναρχικές απόψεις.
Κληροδότημα 
Αν και τελικά επισκιάστηκε από τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος τον απέρριψε σαν μπουρζουά σοσιαλιστή, εξαιτίας των απόψεών του υπέρ της αγοράς, ο Προυντόν είχε μια άμεση και διαρκή επιρροή στο κίνημα του αναρχισμού και πιο πρόσφατα στα επακόλουθα του Μάη του ’68 και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Περιέργως, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως αναφορά από τον “Κύκλο του Προυντόν”, μια ακροδεξιά ένωση που σχηματίστηκε το 1911 από τον George Valois και τον Edward Berth, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν κι μαζί από τον συνδικαλιστή George Sorel. Αλλά θα έτειναν σε μια σύνθεση σοσιαλισμού και εθνικισμού, αναμειγνύοντας το μουτουαλισμό του Προυντόν με τον ολοκληρωτικό εθνικισμό του Charles Maurra. Το 1925, ο George Valois ίδρυσε το Faisceau, τον πρώτο φασιστικό συνασπισμό από τους fasci του Μουσολίνι.
Εκτός του ότι θεωρείται αναρχιστής φιλόσοφος, θεωρείται από κάποιους πρόδρομος του φασισμού. Ο ιστορικός του φασισμού, και συγκεκριμένα των Γάλλων φασιστών, ο Zeev Sternhell, έχει σημειώσει αυτή τη χρησιμοποίηση του Προυντόν από την άκρα δεξιά. Στη “Γέννηση της φασιστικής ιδεολογίας” λέει ότι:
“Η “Γαλλική Δράση” (Αction Francaise) από την αρχή θεωρούσε το συγγραφέα της “Φιλοσοφίας της Αθλιότητας” έναν από τους δασκάλους της. Του δόθηκε τιμητική θέση στην εβδομαδιαία στήλη του περιοδικού του κινήματος, η οποία είχε τίτλο ακριβώς “Οι δάσκαλοί μας”. Ο Προυντόν χρωστούσε αυτή τη θέση του στη “Γαλλική Δράση” σε αυτό που οι οπαδοί του Maurra έβλεπαν σαν αντιδημοκρατικότητα, αντισημιτισμό, απέχθεια στο Ρουσσώ, περιφρόνηση στη Γαλλική Επανάσταση, στη δημοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό και σαν υπεράσπιση του έθνους, της οικογένειας, της παράδοσης και της μοναρχίας.”
Αλλά η κληρονομιά που μας άφησε ο Προυντόν δεν περιορίζεται στην εκμετάλλευση της σκέψης του από την επαναστατική δεξιά (la droite révolutionnaire). Επίσης επηρέασε τους αντικομφορμιστές της δεκαετίας του 1930, όπως και τον κλασικό αναρχισμό. Στη δεκαετία του 1960, έγινε η κύρια επιρροή της αυτοδιαχείρισης των εργατών στη Γαλλία, εμνέοντας το CFDT, το οποίο δημιουργήθηκε το 1964, και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα,(PSU) , το οποίο ιδρύθηκε το 1960 και του οποίου ηγήθηκε μέχρι το 1967 ο Édouard Depreux. Συγκεκριμένα, η αυτοδιαχείριση επηρέασε την εμπειρία της αυτοδιαχείρησης της LIP στην Μπεζανσόν.
Η σκέψη του Προυντόν έχει αναβιώσει κάπως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο Ανατολικό Μπλοκ. Μπορεί να συνδεθεί χαλαρά και με σύγχρονες προσπάθειες για άμεση δημοκρατία. Η ομάδα Προυντόν, η οποία συνδέεται με την Αναρχική Ομοσπονδία (Fédération Anarchiste) , δημοσίευσε μια ανασκόπηση από το 1981 ως το 1983 και πάλι μέχρι το 1994 (η πρώτη περίοδος αντιστοιχεί με την εκλογή του σοσιαλιστή υποψηφίου Francois Mitterand το 1981 και την φιλελεύθερη οικονομική στροφή που πήρε το 1983 η σοσιαλιστική κυβέρνηση). Είναι σθεναρά αντιφασιστική και συνδέεται με την “Ομάδα Απόλυτα Ενάντια στο Λε Πεν” (Section Carrément Anti Le Pen) , η οποία αντιτίθεται στον Ζαν Μαρί Λεπέν. Οι αγγλόφωνοι αναρχικοί επίσης έχουν κάνει προσπάθειες να κρατήσουν την παράδοση του Προυντόν ζωντανή και να εμπλακούν σε ένα διάλογο για τις ιδέες του Προυντόν. Ο μουτουαλισμός του Kevin Carlson είναι συνειδητά προυντονικός, και ο Shawn P. Wilbur συνεχίζει να διευκολύνει τη μετάφραση των έργων του Προυντόν στα αγγλικά και να στοχάζεται σχετικά με τη σημασία τους για το σύγχρονο αναρχικό προτσές.


Προυντόν, ανέκδοτα αποσπάσματα

Τι πραγματικά γνωρίζουμε από τη σκέψη του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν, για πάνω απο 200 χρόνια μετά τη γέννησή του, στις 15 Ιανουαρίου 1809 ; Κυρίως μία φράση : « Η ιδιοκτησία είναι κλοπή ». Λίγα από τα γραπτά του συγγραφέα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ο μεγαλύτερος Γάλλος φιλόσοφος του 19ου αιώνα, υπάρχουν σήμερα στα βιβλιοπωλεία, ακόμα και της χώρας του. Κι όμως, το θεωρητικό πλαίσιο του αναρχισμού που μας χάρισε ο Προυντόν, επανέρχεται « στη μόδα » αρκετά συχνά. Η έγκυρη γαλλική επιθεώρηση « Le Monde diplomatique » δημοσίευσε ένα εκτεταμένο αφιέρωμα από το οποίο επιλέξαμε να παρουσιάσουμε μερικά ανέκδοτα γραπτά του.
Από τις 7 Ιουνίου 1849 ως τις 4 Ιουνίου 1852, ο Προυντόν εκτίει κάθειρξη στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας για το αδίκημα της « προσβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας ». Ζει εκεί το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851, το οποίο σηματοδοτεί τον θρίαμβο του Λουί Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Τα σημειωματάρια που συμπληρώνει σχολαστικά εκείνη την περίοδο – αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύουμε σήμερα– καταδεικνύουν τη βαθιά απογοήτευσή του από την άμεση καθολική ψηφοφορία, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Εκφράζοντας οργή ανάλογη της απογοήτευσής του, ο Προυντόν στήνει στον τοίχο, δίπλα δίπλα, το « βλακώδες » προλεταριάτο και τη « δειλή » και « άπληστη » μπουρζουαζία, τα οποία προσπαθούσε, ωστόσο, να συμφιλιώσει.

4 Δεκεμβρίου 1851
Σηκώθηκα στις 5.30 το πρωί. Ο ύπνος μου ήταν πυρετώδης, εξημμένος, ενώ οι αρτηρίες μου σφυροκοπούσαν αφόρητα. Η κρίση είναι φρικιαστική (…) Ένας αχρείος τυχοδιώκτης –ο οποίος εκλέχθηκε εξαιτίας της λαϊκής αυταπάτης για να προεδρεύσει επί του πεπρωμένου της Δημοκρατίας–, εκμεταλλεύεται τις πολιτικές μας έριδες για να καταλύσει το Σύνταγμα, να διαβάλει την ισχύ των νόμων, να καταδιώξει και να φυλακίσει τους εκπροσώπους του λαού, να δολοφονήσει διαμέσου των δορυφόρων του όλους όσοι, αντιστεκόμενοι, φέρουν εις πέρας το ιερότερο των καθηκόντων. Τολμά, βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό, να μας ζητά να συναινέσουμε στην τυραννία. Το Παρίσι θυμίζει αυτή τη στιγμή γυναίκα φιμωμένη, δεμένη και βιασμένη από κάποιον ληστοσυμμορίτη. Αν ήμουν ελεύθερος θα θαβόμουν κάτω από τα ερείπια της Δημοκρατίας μαζί με τους πιστούς πολίτες ή, αλλιώς, θα πήγαινα να ζήσω μακριά από μία πατρίδα που δεν αξίζει την ελευθερία.
9 Δεκεμβρίου 1851
Πέρασα άσχημη νύχτα. Το σαράκι με κατατρώγει. (…) Η πρόοδος των επιστημών και της φιλοσοφίας υπονόμευσε αίφνης την ελίτ της διανόησης στην Ευρώπη σε ασύλληπτο βαθμό – οι μάζες διαφέρουν ελάχιστα από εκείνες του Μεσαίωνα. Πιστέψαμε ότι θα μπορούσαμε να τις πάρουμε με το μέρος μας διαμέσου του λόγου, της στήριξης των συμφερόντων τους, της εθνικής αξιοπρέπειας, της αγάπης για την ελευθερία. Τίποτα δεν πιάνει. Τα δύο τρίτα των χωρικών πιστεύουν πιο πολύ τον παπά παρά τον δικηγόρο τους – η γοητεία που τούς ασκεί ο αυτοκράτορας Ναπολέοντας είναι τέτοια που καμία λογική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να τη διαλύσει. Ο Λαός είναι ένα τέρας που καταβροχθίζει όλους τους ευεργέτες και τους απελευθερωτές του. Δεν υφίσταται, όπως πιστέψαμε, επαναστατικός λαός – δεν υπάρχει παρά μία ελίτ ανδρών οι οποίοι πίστεψαν ότι θα μπορούσαν, παθιάζοντας το λαό, να εφαρμόσουν τις ιδέες τους για το κοινό καλό. (…) Όλα αποδεικνύουν περίτρανα ότι εκλαμβάνοντας κανείς τον λαό σαν διαιτητή της ίδιας του της σωτηρίας, εξισώνεται τόσο με τους τρελούς όσο και με τους τσαρλατάνους.
15 Δεκεμβρίου 1851
(…) Η Γαλλία είναι πλέον ένα τίποτα : ο Λουί Βοναπάρτης είναι ο εφημέριος των Ιησουϊτών, το δεξί χέρι της Εκκλησίας, ο ταπεινός υπηρέτης του υπηρέτη των υπηρετών του Θεού. (…) Αίσχος για αυτό το έθνος το δειλό, το αποσυντεθημένο από τον μερκαντιλισμό, για τους παράλογους βασιλόφρονες και τους τραμπούκους Ιακωβίνους του, για την μπουρζουαζία του την εγωιστική, την υλιστική, που ούτε πίστη διαθέτει ούτε δημόσιο πνεύμα. Αίσχος για το ηλίθιο προλεταριάτο που είναι πάντα αχόρταγο για συγκινήσεις και πάντα πρόθυμο να εκπορνευτεί με κάθε τρόπο (…) Αίσχος για τον κλήρο τον υποκριτή, τον προδότη, τον αρχιτέκτονα όλων των αχρειοτήτων και των προδοσιών. Αίσχος για αυτόν τον στρατό που στερείται συλλογικού πνεύματος, που συγκροτείται από άγρια ζώα, για τον οποίο, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, οι πόλεμοι της Αφρικής χρησιμεύουν ως σχολείο για να τη δολοφονία ανθρώπων, δίχως οίκτο και δίχως τύψεις (…) Ω ! Αυτή η αντίδραση είναι ανάξια σωφροσύνης και ανθρωπιάς : τίποτα εκτός από τον πλήρη αφανισμό του δεν μπορεί να αναιρέσει το έγκλημα. (…) Ιούνιος και Δεκέμβριος του 1848, Ιούνιος 1849, Μάιος 1850, Δεκέμβριος 1851 – όλες οι διαπραχθείσες πράξεις δειλίας, όλες οι προσβολές που υπέμεινε αδιαμαρτύρητα θα τον στιγματίζουν αιώνια. Η ελίτ αυτής της χώρας, εκείνη της οποίας η σκέψη, η συνείδηση έδιναν ζωή στο έθνος, είναι νεκρή, εξοστρακισμένη ή φιμωμένη. Απομένουν μονάχα στάχτες !…
21 Δεκεμβρίου 1851
Φανατισμός για την πατρίδα ! Ακόμη μία βδελυρή προκατάληψη που πρέπει να ξεριζωθεί από την καρδιά των ανθρώπων, μαζί με τη λατρεία του καθολικισμού και την πειθήνια υπακοή στους νομοθέτες. Τιμή, Αλήθεια, Ισότητα, Ελευθερία, Τελειοποίηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας – ορίστε οι θεοί ! Ορίστε η πατρίδα ! Χωρίς αυτά, οι συμπολίτες, οι συμπατριώτες, οι ομόθρησκοι, οι συνωμότες δεν είναι παρά ζώα άγρια και φαρμακερά. Γι’ αυτό, επομένως, η πατρίδα, η θρησκεία, όλες αυτές οι λέξεις ισοδυναμούν με ψεύδη που πεδικλώνουν τη συνείδηση και τρέπουν σε φυγή την αρετή.
11 Ιανουαρίου 1852
Αναμφίβολα, επιχειρήσαμε κάτι μεγαλειώδες όταν καλέσαμε δέκα εκατομμύρια πολίτες να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της πολιτείας, όταν επιχειρήσαμε αυτή τη λαμπρή πρωτοβουλία η οποία θα όφειλε να τερματίσει τα σκάνδαλα όλων των παλαιών εξουσιών. Οι μάζες αψήφησαν τους μύστες τους – το άξεστο προλεταριάτο ψήφισε, επιδεικνύοντας αγνωμοσύνη αλλά και πονηριά, εναντίον εκείνων που τού πρόσφεραν αυτή την προέκταση της ελευθερίας του. Ποιο όνειδος μπορεί να απορρεύσει σε μας ; Γιατί θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ο κήρυκας ατιμάστηκε επειδή, μετερχόμενος μονάχα την πειθώ και προάγοντας την ελευθερία, τού αντιτείνεται η προσβολή, οι διώξεις και η βία ; Ο γαλλικός όχλος αποδεικνύεται ανάξιος της πολιτικής ελευθερίας, επιστρέφει στη δουλεία και στον εξευτελισμό του, κηρύσσει δημόσιους εχθρούς εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι θα τον απελευθερώσουν εκπληρώνοντας τους δικούς του ευσεβείς πόθους ! (…)
1 Μαρτίου 1852
Είμαι σε θέση να πω τη γνώμη μου για την υπόθεση κατά την οποία υπέρτατοι κριτές γίνονται οι βασιλείς, οι νομοθέτες και οι εμπνευστές οι ίδιοι άνθρωποι τους οποίους η κοινωνία οφείλει να διαφωτίσει, να εκπαιδεύσει, να καθοδηγήσει κ.λπ. Η οποία θεωρεί ότι η ευφυΐα και η ισχύς λανθάνουν στην αδρανή και παθητική πλειονότητα, ενώ αναγνωρίζει ως κατεξοχήν ενάρετη, έλλογη, καλή την πολυπληθέστερη και την πλέον φτωχή μερίδα των εθνών, ως εκ τούτου την πιο καθυστερημένη, την πιο αδαή, την πιο φαύλη, την πιο αγνώμονα. (…) Η άμεση και καθολική ψηφοφορία δολοφόνησε τη Δημοκρατία, ενώ η πλειονότητα, αφού εγκατέλειψε και πρόδωσε τους αντιπροσώπους της, εφοδιάστηκε με νέο αφέντη. Εφόσον η εμπειρία του 1799 και του 1804 δεν υπήρξε αρκετή, δεν πείθομαι ότι η αντίστοιχη του 1852, η οποία έχει ιστορικό αιώνων, θα επαρκούσε. (…) Έχει αποδειχθεί ότι ο λαός διάκειται ευνοϊκά προς τον δεσποτισμό, εχθρικά προς την ελευθερία : επίσης, όλες οι τυραννίες συμπεριφέρονται το ίδιο και δεν έχουν παρά μία πολιτική : να καταστρέψουν τις μεσαίες τάξεις, τις λεγόμενες αστικές, και να μην αφήσουν παρά μία τάξη αμόρφωτη, επαιτούσα, με μία αριστοκρατία νομοθετών και στρατηγών και τον κλήρο για αντίβαρο. (…) Ορίστε το διεστραμμένο σχέδιο των Ιησουϊτών στα 1852, ορίστε η συνωμοσία της οποίας αυτουργός είναι ο Λουί Βοναπάρτης.
15 Μαΐου 1853
Το έργο του 19ου αιώνα θα είναι ασύγκριτα σημαντικότερο από εκείνο του 1789, από κάθε άποψη, πιο τρανταχτό ακόμη και από τη διαφορά της άρνησης από την κατάφαση, της καταστροφής από την οικοδόμηση. Βιάζεστε, λοιπόν, αστοί, να ολοκληρώσετε το βιομηχανικό σας έργο, προτού το ανθρώπινο πνεύμα –που βεβαίως δεν εδράζει στις μηχανές ούτε στα μαγαζιά σας– ανακαταλάβει τα δικαιώματά του ; Πιστεύετε ότι θα καταφέρετε για πολύ να ζείτε από τους τόκους και τα επιδόματα, από την πίστωση και τις υποθήκες σας ; Πιστεύετε, παρ’ όλες τις ευκολίες των προαναφερθέντων, ότι η ανθρώπινη σκέψη θα κατορθώσει να αρκεστεί στο μηχανιστικό πλέγμα ; Ή ότι θα είμαστε ικανοποιημένοι όταν δεν θα μας περισσεύουν οι μεταλλουργικές εταιρείες, τα κανάλια, οι σιδηρόδρομοι, οι τράπεζες, οι καταθέσεις, οι αποταμιεύσεις, η ασφάλιση, η κυκλοφορία, το σκόντο, οι αποζημιώσεις, και, μάλιστα, με εγγυημένη μια θέση εργασίας και με χαμηλό κόστος ζωής ; (…) Όλα αυτά είναι ύλη, αποτελούν το σώμα του κοινωνικού : λείπει η ψυχή. Ψυχή έχουμε ανάγκη. Για δείτε λοιπόν τι ψυχή αποκτάτε !…
2 Απριλίου 1854
Το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου εγκαινίασε αμετάκλητα για τη Γαλλία μία νέα περίοδο – σηματοδότησε το αποφασιστικό βήμα στην πρόοδο της αδιαφορίας. Μετά το 1814, η Γαλλία αντελήφθη ότι είχε γίνει απαθής ως προς τη θρησκεία, ενώ η Παλινόρθωση, όπως σήμερα η αυτοκρατορία, προσπάθησε εις μάτην να αναστήσει το πτώμα του χριστιανισμού. (…) Τώρα, μετά από σειρά πολιτικών εγχειρημάτων (δεκατέσσερις αλλαγές κυβέρνησης σε εξήντα πέντε χρόνια), έφτασε στην πολιτική ή δυναστική απάθεια, όπως προηγουμένως οδηγήθηκε στη θρησκευτική. Στη Γαλλία, δηλαδή, καταλαβαίνουμε ότι η μορφή διακυβέρνησης δεν σημαίνει τίποτα, πως δεν είναι παρά δευτερεύον ζήτημα – πως η κυβέρνηση είναι υπονομευμένη, ενώ κρίσιμη δεν είναι η εξουσία του Κράτους αλλά εκείνη των συμφερόντων. Ο νόμος είναι άθεος και αναρχικός : αυτή είναι η αληθινή Γαλλία από το 1852. Είναι εναντίον αυτής της αναγκαιότητας που συσπειρώνεται με μένος η τύρφη των συγγραφέων όλων των κομμάτων.
9 Ιουλίου 1858
Η κατατρυχόμενη Γαλλία. Είναι τέτοια από κάθε άποψη. Σε σχέση με το εξωτερικό, η απομόνωση διαμορφώνεται εκ νέου : Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία, Γερμανία, Βέλγιο Ελβετία και Πιεμόν, ο ίδιος ο πάπας – όλοι είναι εχθρικοί απέναντί μας ! Δεν μάς απομένει παρά η επισφαλής και πολύ επικίνδυνη συμμαχία με τη Ρωσία. (…) Στο εσωτερικό –στην οικονομία, στο εμπόριο, στη βιομηχανία, στη γεωργία– δεν μπορούμε πλέον να προοδεύσουμε ούτε βήμα. Τα λαϊκά στρώματα είναι εξουθενωμένα, η αστική τάξη απαξιωμένη, η πλέμπα μισητή και περιφρονημένη, τα κόμματα φθαρμένα. Είμαστε παραδομένοι στο έλεος της δίνης. Γίνεται λόγος για παλινόρθωση των Βουρβόνων. Έτσι ώστε, από το ’89, είχαμε την εμπειρία τεσσάρων δυναστειών, συνυπολογίζοντας και τη Δημοκρατία, οι οποίες, η μία μετά την άλλη, εγκαθιδρύθηκαν, ανατράπηκαν και αποκαταστάθηκαν – δηλαδή οχτώ στο σύνολο ! (…) Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό ; Η διαφθορά της αστικής Γαλλίας, η υπερβολική διέγερση των ορέξεων, τα λάθη των κυβερνήσεων που όλες στηρίχτηκαν άλλοτε στην καταστολή, άλλοτε στον μακιαβελισμό, άλλοτε στα πάθη και στα συμφέροντα – ποτέ στο δίκαιο. (…) Ταλαίπωρη μπουρζουαζία ! Υπακούοντας μονάχα στην απληστία, έσκαψε τον ίδιο της το λάκκο, όμοια με τους Σιστερσιανούς μοναχούς όταν νηστεύουν και καταστέλλουν τις επιθυμίες του σώματος. Κι όμως αποστολή της ήταν εύσχημη, αλλά και προσοδοφόρα. Να γίνει καθοδηγητής της πλέμπας, να αναλάβει τα ηνία της μόρφωσης του εργάτη και του αγρότη, να τους μυήσει στην επιστήμη, στον πολιτικό και κοινωνικό βίο. Να επιλέξει στις τάξεις της εύρωστους και έντιμους νέους, όμορφες και συνετές κοπέλες για συζύγους στους κληρονόμους της και για την ανανέωση της γενεαλογίας της. Να τερματίσει την αρχέγονη επέλαση των βαρβάρων και να αποκαθάρει αυτή τη σκουριά που μας ατιμάζει. (…) Αλλά όχι : οι αδηφάγοι χρειάζονται την εκμετάλλευση, τους δουλοπάροικους. Ω ! Της αξίζει να τιμωρηθεί, να αφανιστεί. (…) Το 1852, όλοι επικροτούσαν αυτή την ασύγκριτη κυβέρνηση, η οποία θησαύριζε ως δια μαγείας, στρώνοντας χρυσό χαλί στους αστούς, κερδοσκοπούσε κατά βούληση, διπλασίαζε τα κεφάλαιά της κ.λπ. (…) Τώρα εκείνοι που απολάμβαναν τους καρπούς της αφθονίας θρηνούν – εκτοξεύουν κατηγορίες, ξεσπούν εναντίον του αυτοκράτορα που δεν έκανε άλλο από το να συμμορφωθεί καθ’ υπερβολήν στις επιταγές τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου