Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο φύλλο #26 της εφημερίδας δρόμου Άπατρις
Μέσα στο πολιτικό χάος που έχει δημιουργηθεί
τα τελευταία χρόνια, δύο βασικές τάσεις ξεχωρίζουν: από τη μία, η
σχετική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών να τάσσεται χωρίς δισταγμό υπέρ
της παραμονής της Ελλάδας σε Ε.Ε. και ευρωζώνη, στηρίζοντας κόμματα και
παρατάξεις που εφαρμόζουν με κάθε θυσία και κόστος τις νεοφιλελεύθερες
συνταγές. Από την άλλη βλέπουμε να αναδύεται ένα έντονα
ευρωσκεπτικιστικό (και δίχως ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση) ρεύμα, το
οποίο αντιμετωπίζει τις ευρω-εκλογές ως αφορμή για να εκφράσει την
αγανάκτησή του μέσω της κάλπης. Είναι σίγουρο ότι η διαδικασία αυτή στην
πραγματικότητα αποτελεί μια ανακύκλωση των «διαφορών» των ελληνικών
κομμάτων στα μάτια του χουλιγκανοποιημένου και βαθιά
αποπολιτικοποιημένου ελληνικού εκλογικού κοινού που εν τοις πράγμασι
αδιαφορεί για τις διαδικασίες που υποτίθεται ότι διαμορφώνουν τα πλαίσια
λειτουργίας του μεγάλου ευρωπαϊκού κράτους – αυτού του
(νεο)-«φιλελεύθερου» οικονομικοπολιτικού πατερούλη της Ευρώπης. Βέβαια η
ελληνική περίπτωση είναι διττή, καθώς διαπιστώνεται παράλληλη
ευρωλαγνεία αλλά και αδιαφορία για τους θεσμούς της Ε.Ε. Αδιαφορία η
οποία όμως δεν οφείλεται σε κάποια παγιωμένη αντίληψη περί του ανούσιου
των ευρωεκλογών ή του αντιπροσωπευτικού συστήματος εν γένει. Η
φαινομενική αυτή αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν ιδωθεί η σχέση
Ελλάδας – Ευρώπης, ιστορικά.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»
Η ιστορία αυτή ξεκινά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, με τη βοήθεια της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας που επιθυμούσαν τη διάλυση τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,με την ίδρυση αντίστοιχων συμφερόντων πολιτικών κομμάτων και την εγκαθίδρυση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα, περνάει από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας» ως βασικής πηγής τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας, γυρίζει γύρω από την ένταξη μας στο στρατόπεδο των δυτικών συμμάχων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μοιρασιά του πλανήτη που ακολούθησε (που είχε ως συνέπεια και τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο), γίνεται εντονότερη με την εξόφθαλμη εμπλοκή των ΗΠΑ στα εσωτερικά της χώρας με τη δικτατορία των συνταγματαρχών και συνεχίζεται με την ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ κι έπειτα στην ευρωζώνη.
Το ελληνικό κράτος, καθώς ποτέ δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη ή αυτάρκη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, αναζητούσε πάντα συμμαχίες με τις υπερδυνάμεις της Δύσης τόσο ώστε να επιβιώσει, δεδομένου ότι η εσωτερική παραγωγή δεν αρκούσε για την κάλυψη της πλειονότητας των αναγκών του πληθυσμού, όσο και ώστε να διασφαλίσει ή να επεκτείνει (όπως στην περίπτωση της μικρασιατικής εκστρατείας) τα σύνορα του, όντας σε μια γεωγραφική ζώνη αστάθειας και διαρκών εθνικών συγκρούσεων. Η τεχνητή πολεμική με την Τουρκία, που εξασφάλισε αρκετές δεκάδες δις δολάρια στις βιομηχανίες όπλων, καθώς και οι καλλιεργούμενοι εθνικισμοί και αλυτρωτισμοί των δύο λαών που βρέχονται απ’ το Αιγαίο, συνεπικουρούμενοι απ’ τα τετρακόσια χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, συνετέλεσαν στην ηγεμονία της ιδέας ότι μόνο μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής και της ένταξης της χώρας σε οικονομικοπολιτικές συμμαχίες, όπως η Ε.Ε, ή στρατιωτικές συνεργασίες, όπως το ΝΑΤΟ, θα εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της χώρας. Ενδεικτικές του γεγονότος είναι οι συνεχείς δηλώσεις κυβέρνησης/αντιπολίτευσης πως «τα ελληνικά σύνορα είναι τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Πέραν όλων αυτών, βέβαια, τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού προς το δυτικό, κυρίως, κόσμο συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μύθου για τις δυτικές μητροπόλεις. Οι διεθνείς συνθήκες, ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης, έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς μετανάστες να εργαστούν στο εξωτερικό και να επιστρέψουν στις χώρες τους μ’ ένα συγκεντρωμένο μικρό ή μεσαίο κεφάλαιο (το οποίο έγινε μεγαλύτερο σε χώρες με χαμηλής αξίας νόμισμα όπως η Ελλάδα), γεγονός που συνέδεσε στο νεοελληνικό φαντασιακό την Ευρώπη με τον πλούτο και την άνεση (σε αντίθεση με την φτώχια και την οικονομική μιζέρια της Ελληνικής πραγματικότητας). Έτσι, οι Έλληνες πορεύονται στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την ιδεολογική κληρονομιά του 20ού. Μια μίξη αδικαιολόγητης περηφάνιας για τα επιτεύγματα των κατοίκων του ελλαδικού χώρου πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χριστιανικής υποκρισίας, εθνικισμού, αποπολιτικοποίησης και λαϊκισμού, μπολιασμένη με μια γερή δόση ευρωλιγούρας και ανάγκης επιβίβασης σε άρματα με αμερικάνικες, γερμανικές, ρώσικες ή κινέζικες σημαιούλες.
Ο ευρωπολίτης κι η ευρωπολιτεία
Τι είναι, λοιπόν, αυτή η σύγχρονη ευρωπολιτεία, για τη συντροφιά της οποίας οι πολίτες της Ευρώπης χάνουν, σιωπηροί, ένα προς ένα τα κεκτημένα δικαιώματα τους και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της; Ποιά είναι η Ελλάδα και τι σημαίνει τελικά το «να γίνουμε επιτέλους Ευρώπη»; Ποιά ακριβώς είναι η πολιτική φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι τόσο ζηλευτή από την αόριστη, ασαφή και περιρρέουσα νεοελληνική μυθολογία; Η Ευρώπη της ανεργίας, της φτώχειας, της λιτότητας, της καταστολής, ακόμα και της «αποανάπτυξης» αν θέλουμε να μιλήσουμε την γλώσσα των οικονομιστών και του καπιταλισμού. Η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη.
Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη οφείλεται κυρίως στην σταδιακή υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος μετά το Μάη του 1968 και στο κλίμα απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού που καλλιεργήθηκε συστηματικά στις περισσότερες Δυτικές χώρες τις τελευταίες 4 δεκαετίες, στην αδυναμία του καπιταλιστικού μοντέλου του κρατικού παρεμβατισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ν’ αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, στην συντηρητικοποίηση και αλλοτρίωση των δυτικών κοινωνιών μέσω της αναγωγής του παραγωγισμού και της ηθικής της εργασίας σε υπέρτατες αξίες και κυρίως στον πανικό που δείχνει το διεθνές κεφάλαιο μπροστά στη σταθερή πτώση του ποσοστού κέρδους του (λόγω της ανάγκης ν’ αγοράζει ολοένα και πιο προηγμένη τεχνολογία, της υπερπροσφοράς προϊόντων και του ανταγωνισμού). Από οικονομική άποψη, χαρακτηρίζεται από την επιστροφή σ’ έναν σκληρό μονεταρισμό και στην πλήρη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας που είναι το αποτέλεσμα της ανατροπής της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου έναντι των άλλων μορφών (βιομηχανικό, εφοπλιστικό, εμπορικό), το οποίο απέκτησε την πρωτοκαθεδρία λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή και της συνεπακόλουθης μεταστροφής των επενδύσεων σε κάθε είδους χρηματιστικά «προϊόντα». Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο, κύριο γνώρισμά του είναι η «μείωση του ρόλου του Κράτους». Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται στόχος από τους νεοφιλελεύθερους είναι μόνο ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους στον βαθμό που αυτός συνέβαινε, υπήρχε και εκφραζόταν μέσα από τους θεσμούς του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», θεσμοί που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η νομική αποκρυστάλλωση των εργατικών αγώνων και των κοινωνικών διεκδικήσεων, στο δίκαιο των αστικών πολιτευμάτων. Η «μείωση» του Κράτους βέβαια, δεν συμπεριλαμβάνει την καταστολή και την εισπρακτική πολιτική που, για χάρη της ελευθερίας των αγορών, εντατικοποιούνται αφήνοντας ,ως προς το κομμάτι αυτό, τα παραμύθια περί ελευθερίας των αγορών και ιδιωτικής πρωτοβουλίας μόνο προς κατανάλωση των πιο ανόητων.
Μέσα σ’ αυτό το οικονομικοπολιτικό περιβάλλον, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι καταδικασμένος (όπως ήταν πάντα) να παραμείνει ο φτωχός συγγενής. Πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας και με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας, ακόμα και προ κρίσης, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Όσο περισσότερο συνειδητό είναι το γεγονός αυτό στην ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τόσο περισσότερο θ’ ακούμε τις πραγματικά απίστευτες ανοησίες περί ανάπτυξης γενικά και αόριστα, μείωσης του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, της ανεργίας, τόσο περισσότερο θα εθιζόμαστε στα διάφορα success story. Το μόνο που μπορεί να περιμένουμε είναι μεγαλύτερη φτώχεια, αύξηση ανεργίας, ολοσχερή εξαφάνιση κάθε κατάκτησης που σχετίζεται με την αγορά εργασίας, καταστολή, καταστολή, καταστολή. Πάνω σε αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, βασίζεται ολόκληρο το σκεπτικό της «αναγκαιότητας για περισσότερη Ευρώπη», για «παραδειγματισμό από τα αυστηρά εξορθολογισμένα Δυτικά πρότυπα».
Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνής απομόνωση: ένα ψευδές δίλημμα
Η προσκόλληση, βέβαια, στην ιδέα ότι η Ελλάδα είναι μια πλήρως καθυστερημένη χώρα (λαμβάνοντας ως μοναδική αφετηρία τα ενδοκαπιταλιστικά προβλήματα) σε σχέση με την αναπτυγμένη Ευρώπη και ότι η μόνη λύση είναι η μετατροπή της σε μια εκδυτικισμένη φιλελεύθερη ολιγαρχία – πράγμα που συνεπάγεται ότι «τα μνημόνια είναι ευλογία για τον τόπο» – επισκιάζει την άλλη πτυχή της πραγματικότητας, ότι δηλαδή και οι Δυτικές κοινωνίες βρίσκονται σε εξίσου βαθιά αποσύνθεση. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν είναι αυτός που ήταν μερικές δεκαετίες πριν, όταν τα κοινωνικά κινήματα και οι δημοκρατικές πρωτοβουλίες κατάφεραν να προκαλέσουν ρωγμές στο συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο. Απεναντίας, έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν τις ίδιες «ανατολικού τύπου» παθογένειες (στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για παθογένειες που σχετίζονται με το σύγχρονο στάδιο «ανάπτυξης» -ή, καλύτερα, σήψης – του καπιταλισμού) όπως αυτές της ελληνικής κοινωνίας (εξάπλωση της διαφθοράς – η οποία μπορεί να μην είναι ολοφάνερη όπως στην ελληνική περίπτωση, ωστόσο κυριαρχεί κάτω από έναν μανδύα νομιμότητας – διάλυση κάθε δημόσιας παροχής και ολική απαξίωση του δημόσιου αγαθού, μίσος προς τους αναξιοπαθούντες ανέργους, αντι-διανοουμενισμός, κραυγαλέος εθνικισμός και συντηρητισμός). Συνεπώς, ούτε η δήθεν «ευρωπαϊκή λύση» -και κατ’ επέκταση η θεοποίηση της Δύσης- βάσει μια παλιότερης εικόνας, μπορεί να υιοθετείται αστόχαστα και αβασάνιστα σαν μια βιώσιμη πρόταση, ούτε φυσικά και ο στείρος ευρωσκεπτικισμός (που φλερτάρει με τον ακραίο εθνικισμό, το λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία) συνιστά μια άξια αντιπρόταση. Πάνω σε αυτό το διττό πρόβλημα εμείς καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις: θα επιλέξουμε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα ως αποκούμπι που μας παρέχει μια δήθεν σιγουριά ή θα πέσουμε στην παγίδα του επικίνδυνου απομονωτισμού που συστηματικά καλλιεργείται (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης);
Αντί επιλόγου: «Ανήκομεν εις τον εαυτό μας»
Την ώρα που η συνθηματολογία στην κεντρική πολιτική σκηνή, λοιπόν, κινείται μεταξύ του «Ευρώπη ή χάος» και «Χάος ή Ευρώπη», αντίρροπες δυνάμεις αναπτύσσονται στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στις συνθήκες της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης αναδύονται μεν κινήματα με περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, ενισχύονται όμως σημαντικά και οι νεοσυντηρητικές δυνάμεις, όπως και η ακροδεξιά, με αποκορύφωμα φυσικά την εκτόξευση του νεοναζισμού στην Ελλάδα, μέσω της Χρυσής Αυγής. Ο ευρωσκεπικισμός παίρνει περισσότερο λαϊκίστικες διαστάσεις είτε στρέφοντας τα βέλη του στην «απληστία των golden boys», είτε ψάχνοντας αποδιοπομπαίους τράγους στους «τεμπέληδες της νότιας Ευρώπης» και τους μετανάστες, είτε «αποκαλύπτοντας» μυστικές συνωμοσίες κατά συγκεκριμένων εθνών-θρησκειών. Από την άλλη, οι πολίτες καλούνται να απαντήσουν διαρκώς σε προκατασκευασμένα κλειστά δίπολα και να επιλέξουν αν «ανήκομεν εις την δύσιν» ή αν «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (ή «η Γαλλία ανήκει στους Γάλλους»).
Σε πείσμα όλων αυτών, εμείς επιμένουμε πως «ανήκομεν εις τον εαυτό μας» (ως άτομα, ο καθένας ξεχωριστά, και ως κοινωνία κατ’ επέκταση) και έχουμε όλους τους λόγους του κόσμου ν’ αγωνιστούμε για την αυτοδιεύθυνση, την αυτοδιαχείριση και τη συλλογική και ατομική αυτονομία.
Συγγραφή: Efor, Ian Delta, Μιχάλης Θ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου