Ετικέτες

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Σ. Αμάραντος – Όταν η κόλαση δεν είναι οι άλλοι

Matthew Musgrave – Supplement
Ο ρυθμός της κοινωνικής ροής με τις ταχύτητες και τις ποιότητες που αναπτύσσει όχι μόνο απαξιώνει ως περιττή και μη παραγωγική κάθε είδους ενασχόληση με τα έσχατα ερωτήματα της ύπαρξης και της συνείδησης, όχι μόνο απωθεί την κριτική και την αναστοχαστικότητα έναντι της κοινωνίας στη διαχρονική και συγχρονική της προοπτική, αλλά επιβραβεύει κάθε είδους ανορθολογισμό έστω και με τον ενδιαίτημα της επιστημονικότητας ή της φιλοσοφίζουσας γνώμης, εφόσον ανταποκρίνεται στις αδηφάγες ναρκισσιστικές εκφάνσεις του πολιτισμού μας. Η  απομάγευση του κόσμου και η άνοδος του λεγόμενου ορθολογισμού, (για κάποιους ψευτοορθολογισμού) όπως έδειξε η ιστορία δεν ήταν αρκετά για να μας προστατευσει από την κόλαση που εγκυμονούμε, τόσο στο ατομικό, όσο και στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Σε πoια φιλοσοφική σύλληψη θα μπορούσαμε άραγε να βρούμε μια σχετικά επεξεργασμένη διάγνωση της όλης προβληματικής και ίσως να αναζητήσουμε μια κάποια λύση;
Ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία ένας Έλληνας στοχαστής ο Κώστας Παπαϊωάννου ήταν σε θέση να διακρίνει πίσω από τα επιφαινόμενα της ανθρώπινης κατάστασης ένα διαχρονικό στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού, το οποίο διατρέχει τους αρμούς και τα χάσματα κάθε πολιτισμού με «σκοπό» να τον αλώσει με τα ίδια του τα όπλα, και να τον παραδώσει στην πλήρη αλλοίωση, στην καταστροφή. Έκδηλος στο σημείο αυτό ο επηρεασμός του Παπαϊωάννου από την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην κλασική φροϋδική θεωρία το «ένστικτο του θανάτου».

Στην προοπτική του Παπαϊωάννου το ένστικτο αυτό απαντάται ως δαιμονικό στοιχείο, ως εσωτερική κόλαση του ανθρώπινου συλλογικού ψυχισμού. Υπεύθυνο για τα μνημεία φρίκης, για τα ειδεχθέστερα εγκλήματα και για τις επονείδιστες πράξεις και καταστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Η φιλοσοφία του Παπαϊωάννου στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά υπαινικτική, αν όχι σκοτεινή, ίσως διότι τα βήματα σε έναν τόσο ρευστό «χώρο», να επιβάλλουν μια ιχνηλάτηση με οδηγό την ανεπτυγμένη φιλοσοφική διαίσθηση, παρά τη σιγουριά των θετικιστικών μεθόδων. Κατ΄αρχάς δύο ερωτήματα ζητούν επιτακτικά απάντηση: Πρώτον πως από το ατομικό ψυχικό υποκείμενο το ένστικτο αυτό μεταβιβάζεται στον συλλογικό ψυχισμό και μάλιστα πως αποτυπώνεται πολιτισμικά; Δεύτερον είναι ρεαλιστική η κατάταξη των πολιτισμών σε δύο μεγάλες κατηγορίες, αυτούς που οργανώνονται με βάση το συγκεκριμένο ένστικτο καταστροφής και αυτούς που παρασύρονται προς αυτό σε ειδικές στιγμές κρίσης;

Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια κοινή απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα: Τον ανθρώπινο υποκείμενο ήδη από τη στιγμή που μπορεί να στοχαστεί τον εαυτό του ως τέτοιον, συνιστά το αποτέλεσμα της ρήξης του με μια πρώτη κατάσταση, όπου υποκείμενο και αντικείμενο δεν διακρίνονται, σε μια «χρονική» δηλαδή στιγμή όπου βασιλεύει η αρχή της ηδονής. Πρόκειται για μια κατάσταση παντελούς πλήρωσης της επιθυμίας. Η ρήξη λοιπόν με αυτήν την πρωτογενή κατάσταση κατά την οποία εισάγεται «πραξικοπηματικά» στον ανθρώπινο ψυχισμό η αρχή της πραγματικότητας, όπου το υποκείμενο μαθαίνει να διακρίνει τον αντικειμενικό κόσμο από την εαυτότητά του και να θέτει όρια στις επιθυμίες του (εσωτερικεύει ένα ελάχιστο κριτήριο κοινωνικά ανεκτής ικανοποίησης των ενορμήσεών του), σηματοδοτεί το πέρασμα στην κατάσταση (και δημιουργία) του πολιτισμού. Η εκάστοτε πολιτισμική κατάσταση εντάσσει τον κάθε επιμέρους ψυχισμό στα διευρυμένα πρότυπα του αντίστοιχου κοινωνικού σχηματισμού.  Από την άλλη η ένταξη αυτή είναι υποχρεωμένη να συμπεριλάβει κάποιες αναλλοίωτες και μη κοινωνικοποιημένες ψυχικές πτυχές που ορίζονται από τα αμετάβλητα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, από το γεγονός δηλαδή ότι  ο άνθρωπος αναδύεται ως ποθούν υποκείμενο. Αυτοί του όμως οι πόθοι και ως προς την παραγωγή και ως προς την ικανοποίηση τους έχουν μόνο μια σχετική εξάρτηση με τις βιολογικές κανονιστικές αρχές, στις οποίες ο φροϋδισμός αποδίδει περισσότερες αιτιοκρατικές συσχετίσεις από όσες πραγματικά τους αναλογούν. Εάν λοιπόν η φροϋδική θεωρία έχει δίκιο να επιμένει  στο δίπολο των βασικών ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου, τότε κάθε πολιτισμός εντάσσει και μορφοποιεί με διαφορετικό, κάθε φορά, τρόπο τον έρωτα και τον θάνατο στο δυναμικό του.
Επιστρέφοντας στο φιλοσοφικό πλαίσιο του Παπαϊωάννου υποθέτουμε πως υπάρχουν μορφές κοινωνικής οργάνωσης που αναγνωρίζουν την παρουσία των καταστροφικών αυτών τάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλες που τις αγνοούν.  Δεν θα πρέπει στο σημείο αυτό να ξεπεράσουμε εύκολα τις έννοιες της γνώσης και της άγνοιας, καθώς η πρώτη σηματοδοτεί την άμεση-βιωματική αναγνώριση του καταστροφικού στοιχείου και άρα ανοίγει τον δρόμο για ένα είδος συγκράτησης και ίσως δημιουργικής και πολιτισμικά ωφέλιμη χρήσης του, ενώ η άλλη ουσιαστικά συγκαλύπτει όλη αυτή τη δύναμη που εγκλείει στο εσωτερικό της, με αποτέλεσμα το ένστικτο της καταστροφής να εκδηλώνεται κάτω από μεταμφιεσμένες μορφές, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν να αναπαράγονται ακόμη και με το προσωπείο της πιο φιλάνθρωπης και αγαπητικής προσφοράς (βλέπε ιερά εξέταση).
Στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα που έγραφε αυτά τα σπουδαία κείμενα ο Κώστας Παπαϊωάννου, ήταν νωπή ακόμη η εμπειρία και ανοικτές οι πληγές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος και θα μπορούσε να ειδωθεί ως το κορυφαίο σημαίνον ενός πολιτισμού που εγκλωβίστηκε στη διπλή φενάκη μιας γνώσης-αποκάλυψης, μέσα από τον ορθό λόγο και την επιστημονική μέθοδο, του καταστροφικού στοιχείου που είχε συγκαλύψει και προωθήσει η θεοκρατική αναπαράσταση του μεσαιωνικού κόσμου. Διπλή φενάκη γιατί ο πολιτισμός του Διαφωτισμού όχι μόνο πίστεψε ότι υπεύθυνη για όλα τα δεινά του μεσαιωνικού κόσμου ήταν γενικά η μεταφυσική , αλλά και γιατί νόμισε πως με όπλο τον ορθολογισμό και την επιστήμη θα γκρέμιζε μια για πάντα τους βωμούς της νομιμοποίησης του υπερβατικού, στήνοντας όμως ανεπίγνωστα νέα ιερά μνημεία, στα οποία πλέον οι άνθρωποι λάτρεψαν απενοχοποιημένα τον ίδιο τους τον ναρκισσισμό.
Για τον Παπαϊωάννου ένα κάποιο κοινωνικό σώμα κατακτά τη δυνατότητα (αλλά όχι την ικανότητα) συνειδητοποίησης και επεξεργασίας των δαιμονικών στοιχείων που λανθάνουν στο εσωτερικό του, μόνο όταν καταφέρει να βιώσει τη φρίκη και την τυφλή βία, που αυτά συνεπάγονται, με όλη τους την ένταση. Αλλά ακόμη και αυτό το βίωμα-πάθος της πλήρους φρίκης από μόνο του δεν είναι ικανό να εξασφαλίσει για τη συγκεκριμένη κοινωνία το «μάθος» και έτσι να φωτιστούν οι  διέξοδοι από έναν ανάλογο κυκεώνα. Εδώ είναι που η φιλοσοφία του Παπαϊωάννου σχεδόν μας εγκαταλείπει (και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;), διότι πολύ απλά δεν υπάρχει έτοιμη συνταγή για μια τόσο ιδιαίτερη, οντολογικά, συνθήκη. Πρόκειται καλύτερα για μια αισιόδοξη εγκατάλειψη στους απροσδιόριστους και απρόσωπους κοινωνικούς μηχανισμούς, οι οποίοι για τον Παπαϊωάννου, τουλάχιστον όπως μας διδάσκει η ιστορία, σε ορισμένες περιπτώσεις λειτούργησαν ικανοποιητικά, για να γίνει το πάθημα μάθημα.
Εξήντα  περίπου χρόνια μετά τη διατύπωση αυτών των σκέψεων, μπορούμε να θέσουμε ως πρόβλημα το κομβικό ερώτημα για το εάν το πάθος έγινε μάθος. Σήμερα καμιά ίσως ιδεολογία, εάν εξαιρέσουμε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, δεν μπορεί να κινητοποιήσει τις γνωστές από την ιστορία καταστροφικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον κόσμο σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη ή σε θεσμικά κατοχυρωμένα εγκλήματα με διάρκεια στον χρόνο,(εξαίρεση εδώ θα μπορούσε να είναι ο τρίτος κόσμος) επίσης η έννοια του έθνους μοιάζει να έχει χάσει πολλά από τα στοιχεία εκείνα που την έκαναν άλλοτε κεντρικό στοιχείο ταυτότητας που χώριζε και ένωνε τους ανθρώπους (πλην των γραφικών βέβαια συμπτωμάτων ακραίου εθνικισμού και άλλων ομαδικών παροξυσμών που παρουσιάζονται συνδυαζόμενα με την οικονομική ύφεση, την κοινωνική περιθωριοποίηση και την περαιτέρω ανάπτυξη των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης), πλέον ούτε καν ο ματαιωμένος έρωτας είναι ικανός να κινητοποιήσει ατομικά το ένστικτο της καταστροφής. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε έγιναν δικαιότερες ή οι εξουσίες ηπιότερες και αλληλέγγυες στον ανθρώπινο πόνο. Αντίθετα βιώνουμε έναν θεσμικά ανάλγητο τρόπο διαχείρισης των ανθρώπινων υπάρξεων ως πραγμάτων, ως αριθμητικών δεδομένων, γι΄ αυτό άλλωστε και δεν έχει σταθεί δυνατό να δημιουργηθεί ένα συλλογικό κίνημα που θα εναντιωθεί στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Με λίγα λόγια οι δαίμονες όχι μόνο εξακολουθούν να είναι άγνωστοι σε εμάς, άλλα έχουν αλλάξει και μορφή. Πλέον οι δαίμονες αυτοί προσδιορίζουν μια ατομική και κοινωνική ζωή άνευ νοήματος, μια ζωή χλιαρή και γκρίζα από κάθε άποψη. Το μόνο «πάθος» που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι το πάθος του αυτοερωτισμού, με επικουρικά εξαρτήματα τα πράγματα ως ανταλακτικές-καταναλωτικές αξίες και την εργαλειακή αντίληψη των άλλων ανθρώπων. Η αγορά άλλωστε κάθε είδους εμπειριών από κατ΄ουσίαν ερημωμένες προσωπικές  υπάρξεις, αποτελεί συγκεκριμένο κοινωνικό αίτημα, που η οικονομία σπεύδει όχι μόνο να ικανοποιήσει, αλλά και να ενισχύσει.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αντιτείνει σε όλα αυτά ότι η ανθρωπότητα πάντοτε διψά για νέες εμπειρίες. Σε αυτό θα απαντήσουμε πρώτον ότι υπήρξαν κοινωνίες οι οποίες όχι μόνο στηρίχθηκαν στην παράδοση και στη συνήθεια, αναπαράγοντας κυκλικά τα ίδια μοτίβα συμπεριφοράς για ολόκληρες δεκαετίες ή και για αιώνες (έστω και αν κάθε τόσο μια μικρή η μεγάλη εξαίρεση σπάει το καλούπι της αναπαραγωγής) και δεύτερον ότι, από όσο μας επιτρέπεται γνωρίζουμε, η δίψα αυτή της ανθρωπότητας για την τροφοδότηση του ψυχικού κόσμου με νέα βιώματα, ήταν σχεδόν για όλες τις γνωστές κοινωνικές μορφές μια αναγκαία συνέπεια κατά την επιθυμία επίτευξης ενός κάποιου σκοπού. Αντίθετα στην εποχή μας η εμπειρία ως τέτοια συνιστά αυτοσκοπό.
Έχουμε νομίζω κάθε δικαίωμα μετά από όλα αυτά να αναρωτηθούμε πως μέσα από ένα τέτοιο άτονο και φαιό «πάθος» μπορεί η ανθρωπότητα να βγάλει ένα «μάθος», ικανό για να της δώσει μια ελπιδοφόρα απάντηση, ώστε να υπερβεί αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο.
Ίσως η λύση να μπορέσει να δοθεί αξιοποιώντας την τεράστια συσσώρευση παθημάτων-μαθημάτων που έχει αποκτήσει η εποχή μας  ως γνώση για το ιστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας συνολικά. Ίσως αυτή η νέκρωση του ψυχικού μας κόσμου να μπορεί να αρθεί δια μέσου της επανένωσης των βασικών, πλην κατακερματισμένων στο παρόν, οργάνων αντίληψης του κόσμου, των άλλων και του εαυτού μας: Ας προσπαθήσουμε να δούμε πως η μεταφυσική σκέψη, ο λόγος και ο μύθος μπορούν να έχουν μια σημασία σε όλο αυτό το εγχείρημα. (Βλ το άρθρο μας  Mεταφυσική, Σκέψη, Μύθος και Λόγος, αναζητούν επιδέξιο φορέα-xειριστή, Αντίφωνο 9-2-2013)
*υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας
 πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου