Της Μαίρης Μπόση
Aρκετά χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της αποικιοκρατίας στις χώρες της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, κατά τη δεκαετία του 1920, δημιουργήθηκε η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ο Hassan al Banna, που θεωρείται ο μέγας διδάσκαλος της θρησκευτικής ανάκαμψης των μουσουλμάνων της Αιγύπτου, άντλησε τα διδάγματα του από την παράδοση των παλαιότερων διδασκάλων της θρησκείας. Η διαφορά με τις παλαιότερες διδαχές ήταν η πολιτικοποίηση στο πλαίσιο της ανάγκης ανάκαμψης του χαμένου ηθικού, της δημιουργίας ταυτότητας και της απαλλαγής από όποιο ξενόφερτο τρόπο σκέψης, ζωής, πολιτισμού. Σημαντικότερος στόχος όλων ήταν να δοθεί τέλος στην αποικιοκρατία, όχι μόνο για τον τρόπο αντίληψης της ζωής, βάσει των Δυτικών αξιακών προτύπων και της εισόδου της δυτικής “αμαρτίας” στα μουσουλμανικά εδάφη, αλλά κυρίως στην αποτίναξη της δυτικής εκμετάλλευσης του πλούσιου υπεδάφους των μουσουλμανικών περιοχών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα διδάγματα του δασκάλου Hassan al Banna, πολύ σύντομα είχαν απήχηση με αποτέλεσμα σε μικρό σχετικά διάστημα να εξαπλωθούν οι διδαχές του στο σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου, ο οποίος γεωγραφικά και πολιτικά βρισκόταν σε συνθήκες αποικιοκρατίας με το σύνολο των φυσικών πόρων του στα χέρια εταιρειών της Δύσης.
Η συσχέτιση του τέλους της αποικιοκρατίας και της παρουσίας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο των εξεγέρσεων του αραβικού κόσμου έγινε από «πεφωτισμένους» στρατιωτικούς ηγέτες (παρεμπιπτόντως ήταν από τη μόνη τάξη που είχε κάποια μόρφωση). Οι δε θρησκευτικοί ηγέτες της αδελφότητας μαζί με το πλήθος των πιστών τους, δρούσαν υποστηρικτικά, αλλά παράλληλα.
Συμμετέχοντας στην εξέγερση είχαν (και διατηρήθηκε αναλλοίωτο όσα χρόνια και αν πέρασαν) τελείως διαφορετική άποψη για τη μελλοντική εξέλιξη των χωρών τους. Οι στρατιωτικοί (σχεδόν στο σύνολο τους) τους αντιμετώπισαν ως «χρηστικό» είδος και αυτό αποδεικνύεται από το ότι όταν εξέλειψε η χρησιμότητα τους, τα μέλη της αδελφότητας υπέστησαν διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια και θανάτους.
Το κίνημα των «Αδελφών Μουσουλμάνων», εξαπλώθηκε στον αραβικό κόσμο, αλλά στην πορεία του υπήρξαν πολλές και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους μεταλλάξεις. Όπως ιστορικά συμβαίνει σε κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα που έχουν οικονομικό – κοινωνικό υπόβαθρο, η υποκειμενικότητα της αντιμετώπισης στις λοιπές αραβικές χώρες ήταν αναπόφευκτη. Πολλές αραβικές χώρες χρησιμοποίησαν θρησκευτικές διδαχές, αλλά πάντα κάτω και μέσα από το εθνικό ή ακριβέστερα «καθεστωτικό» συμφέρον, έτσι όπως γινόταν αντιληπτό από την κάθε μια χώρα διαφορετικά.
Κλασσικό δείγμα είναι η θεοκρατική Σαουδική Αραβία, η οποία ποτέ δεν είδε με συμπάθεια τις απόψεις τους, παρά το ότι σε πολλές περιπτώσεις για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας άσκησε «θρησκευτική πολιτική» στο πλαίσιο της θεμελιακής αντιπαράθεσής της με τον «Μπααθισμό» – Aραβικό Eθνικισμό. Οι ριζοσπαστικές τάσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων και ειδικότερα ο κοινωνικός χαρακτήρας του ισλαμισμού, έρχεται κατά βάση σε σύγκρουση με τον ιδιότυπο μοναρχισμό – αυταρχισμό του Σαουδαραβικού καθεστώτος.
Αξίζει ιδιαίτερης επισήμανσης το ότι οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» είναι ένα πολυσυλλεκτικό κίνημα, άρα μη ελεγχόμενο απόλυτα. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη στάση αλληλεγγύης που επέδειξαν κατά το σύντομο «δημοκρατικό βίο» τους προς την ομογάλακτη «Χαμάς» (προέρχεται από το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου) τότε εύκολα εξηγεί κανείς τις τάσεις μεταστροφής της διεθνούς υποστήριξης προς τα παράγωγα της «Αραβικής Άνοιξης».
Όμως, όπως επίσης συμβαίνει σε όλα τα κοινωνικού τύπου κινήματα, όσο υφίστανται διώξεις, τόσο αυτά αναπτύσσονται και επεκτείνονται. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που διώχτηκε ανελέητα επί Νάσερ, αλλά και από όλους τους στρατιωτικούς ηγέτες της Αιγύπτου, αυξανόταν διαρκώς σιωπηρά και σε καθεστώς παρανομίας. Οι στρατιωτικοί ηγέτες, υπό μια έννοια πραγματιστές, δεν διατήρησαν μόνο την εξουσία τους για πάρα πολλά χρόνια, αλλά παρείχαν στις διαρκώς αναπτυσσόμενες ένοπλες δυνάμεις και αρχές ασφαλείας ιδιαίτερα οικονομικά προνόμια μαζί με ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας. Σε εθνικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι αναβαθμίζεται διαρκώς η λαϊκή αγανάκτηση λόγω της ανισότητας, της δημιουργίας κοινωνικού χάσματος, της διαιώνισης της φτώχειας.
Σε διεθνές επίπεδο οι στρατιωτικοί ηγέτες (τουλάχιστον της Αιγύπτου) από ένα σημείο και μετά, εγκαινίασαν όχι μόνο καλές σχέσεις με το δυτικό «εχθρό» σε όλα τα επίπεδα (αγορές οπλικών συστημάτων, εισαγωγές προϊόντων, ανοχή του δυτικού τρόπου ζωής) αλλά ακόμη περισσότερο, συμμετείχαν σε αναγνώριση και διαπραγματεύσεις με τον κύριο περιφερειακό εχθρό, το Ισραήλ. Αυτό που τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ονόμασαν «Αραβική Άνοιξη», δεν είναι παρά «προ-αναγγελθείσες» εξεγέρσεις που ωρίμαζαν επί πολλά χρόνια.
Το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων, δεν διατίθεται να υποχωρήσει, κυρίως μετά την έστω και βραχυχρόνια δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική παρουσία του. Οι ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου, δεν πρόκειται να επιτρέψουν την αλλαγή του status quo σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, εφόσον συγκεντρώνουν «πλέον» την κατά ένα τρόπο «ετερόκλητη» υποστήριξη Δύσης – Σαουδικής Αραβίας, καθώς διαθέτουν ισχυρότατη διεθνή νομιμοποίηση (παρά τη διεθνή ευαισθητοποίηση περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»), αλλά και οπωσδήποτε την άπλετη επικοινωνιακή στήριξη από τα Δυτικά ΜΜΕ για τα τεκταινόμενα.
* Η κυρία Μπόση είναι επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου