Με
αφορμή τη φετινή επέτειο από τον Μικρασιατικό όλεθρο του 1922, ας
επιχειρήσουμε, σε ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα, μια αναφορά στην
ιστορική σχέση της Μ. Ασίας με τον Ελληνισμό μέχρι το 1919 ? ?22.
Πολύτιμοι ‘βοηθοί’ μας τα διάφορα ιστοριογραφικά πονήματα Ελλήνων και
ξένων ιστορικών (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Τ. Βουρνάς, Γ. Κορδάτος, Ν.
Ψυρούκης κ.α.).
Η Ιστορία της Σμύρνης κι ολόκληρης της Μ. Ασίας ξεκινά πολλούς αιώνες πριν, όταν ελληνικά φύλα, Αιολείς, Ιωνες και Δωριείς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή με τον πρώτο αποικισμό (μέχρι το 9ο αι), για να δημιουργήσουν έναν υψηλού επιπέδου κι αξιοζήλευτο πολιτισμό.
Από τα χρόνια του 2ου αποικισμού (8ος – 6ος αιώνας) κι έπειτα, ο μικρασιατικός ελληνισμός έχει να επιδείξει πέρα από τους Ομηρο, Θαλή, Αναξαγόρα, Ηρόδοτο κ.α. και πόλεις – κέντρα όπως π.χ. η Μίλητος, η Εφεσος, η Φώκαια, η Αλικαρνασσός, η Πέργαμος. Ο Μέγας Αλέξανδρος (4ος αι. π.Χ.) κυριεύει ολόκληρη τη Μ. Ασία που είχε χωριστεί σε σατραπείες από τους Πέρσες. Μετά από τις διενέξεις των επιγόνων του, αλλά και κινήσεις όπως αυτή του Αττάλου να κληρονομήσει το κράτος του στο ρωμαϊκό δήμο (133 π.Χ.), η Μ. Ασία υποδουλώνεται στους Ρωμαίους και θεωρείται το μεγαλύτερο μέρος της συγκλητικής επαρχία.
Το ελληνικό στοιχείο που υπήρχε άφθονο στην περιοχή όλα αυτά τα χρόνια συνετέλεσε κατά κάποιον τρόπο στο να περιέλθει στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, όταν ο Θεοδόσιος (4ος αι. μ.Χ.) μοίρασε το βασίλειο σε δυτικό (με έδρα τη Ρώμη) κι ανατολικό ( με έδρα την Κωνσταντινούπολη) στους γιους του, Ονώριο κι Αρκάδιο, αντίστοιχα. Εκτοτε, σε γενικές γραμμές, αλλά καθώς διαρκώς εμφανίζονται και αναπτύσσονται νέες ελληνοχριστιανικές πόλεις (Νίκαια, Ικόνιο κ.α.), η Μ. Ασία ακολουθεί τις τύχες της Βασιλεύουσας και αποτελεί το πολυτιμότερο κομμάτι της αυτοκρατορίας για αιώνες. Πεδίο αμυντικών πολέμων, ορμητήριο επιθέσεων, τόπος δράσης συχνών (όχι πάντα πετυχημένων) στρατιωτικών κινημάτων και μέρος διάδοσης παραθρησκευτικών – αιρετικών ιδεών η Μ. Ασία είναι η ‘ψυχή’ του Βυζαντίου, που όταν την κυριεύουν αρχικά οι Σελτζούκοι κι αργότερα οι Οθωμανοί Τούρκοι ?καθώς βρίσκονται πλέον μια «ανάσα» από την Κωνσταντινούπολη? εύκολα οι τελευταίοι εισβάλλουν και κατακτούν την εναπομείνασα αυτοκρατορία των μέσων του 15ου αιώνα (1453).
Θα αναδημοσιεύσουμε εδώ από την ‘Ελευθεροτυπία’ ένα σχετικό απόσπασμα από ένα άρθρο του Βλ. Αγτζίδη («Πώς φτάσαμε στην καταστροφή;», 17 ? 09 ? 2011) : «Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη) σ? ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται, συνεχίζει ο Βλ. Αγτζίδης στο ίδιο άρθρο, ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999). Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου Ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά.»
Τα χρόνια ως το 1922 οι Τούρκοι αποκαλούν τη Σμύρνη ‘Γκιαούρ Ιζμίρ’, λόγω της πληθυσμιακής και κοινωνικοοικονομικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου στη Δυτική Μικρά Ασία. Το πασίγνωστο ‘Και’ ήταν η παραλία της πόλης και επίκεντρο της κοσμικής ζωής για πολλά χρόνια. Από τους 270.000 μόνιμους κατοίκους της οι 165.000 ήταν Ελληνες, με δικές τους εφημερίδες [εξ? ων η 'Αμάλθεια' (1838 ? 1922), η 'Αρμονία' (1880 ? 1922) και 'Ο Εργάτης' (1908 ? 1922)], σημαντική αθλητική κίνηση (τα σωματεία, ‘Πανιώνιος’ και ‘Απόλλων’) και θέσεις – κλειδιά σε όλα τα δημόσια πόστα της πόλης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας και πάλι από το 1917 μετά τον Εθνικό Διχασμό, εποφθαλμιούσε, λοιπόν, την σφύζουσα από ελληνικό στοιχείο περιοχή της Μ. Ασίας και την περιελάμβανε σε όλα του τα υπομνήματα προς τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία).
Οπως γράφει ο ‘Ριζοσπάστης’ (ειδική ένθετη έκδοση για τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, 14 ? 08 ? 2011, σελ. 1) «Η αστική τάξη της Ελλάδας ήθελε την περίοδο εκείνη να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. Προσέβλεπε σε τέτοια εδάφη, που κατοικούσε και δρούσε ελληνικός πληθυσμός. Τέτοια ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας και η τότε Ανατολική Θράκη. Αλλά αυτή η επιδίωξη χωρίς τους τότε ιμπεριαλιστές συμμάχους της, νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Ηδη, η αστική τάξη ήταν αντιδραστική. Προσδοκούσε, λοιπόν, προσάρτηση εδαφών. Αυτό συνδυαζόταν με τις επιδιώξεις ιμπεριαλιστικού μοιράσματος ολόκληρης της περιοχής από τα Βαλκάνια έως την Εγγύς Ανατολή, σε περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιπλέον ήταν σύμμαχος των ηττημένων στον πόλεμο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων».
Ετσι, στις 2/5/1919 (π.η.) μέσα σε εθνικό παραλήρημα πανηγυρισμών και ανείπωτης χαράς, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα υπό το συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάζεται στη Σμύρνη. 1.700.000 Ελληνες ολόκληρης της Μ. Ασίας ξέσπαγαν σε δάκρυα σαν μικρά παιδιά με την παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών στην περιοχή της Ιωνίας. Δυστυχώς όμως αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως ο στρατός μας θα βρισκόταν εκεί όχι υπέρ των ελληνικών (δικαίων) διεκδικήσεων, αλλά για να κάνει τον ‘βρώμικο αγώνα’ της φθοράς των Τούρκων προκειμένου να τους πείσει να δεχτούν την ανακωχή του Μούδρου (1918) και τη συνθήκη των Σεβρών (1920).
Δεν έλεγαν, όμως, να το καταλάβουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί προϊστάμενοι της εκστρατείας από την Ελλάδα. Μετά το 1920 και τις αποτυχημένες για το Βενιζέλο εκλογές του Νοεμβρίου, οι νικητές αντίπαλοί του συνέχισαν -παρά τα υπεσχημένα- τον πόλεμο και την προέλαση στα βάθη της Μ. Ασίας. Παρασυρμένοι άραγε από τον όρο της συνθήκης των Σεβρών πως σε μια πενταετία οι Μικρασιάτες Ελληνες θα αποφάσιζαν ή όχι την προσχώρηση στην Ελλάδα, ήθελαν να κατακτήσουν περισσότερα εδάφη, δείχνοντας ‘καλή διαγωγή’ στους Συμμάχους και τα ‘δόντια’ τους στους Κεμαλικούς αντάρτες, που ναρκοθετούν ό,τι υπογράφει ο Σουλτάνος με την Αντάντ;
Ο Βενιζέλος τοποθέτησε αμέσως αρμοστή της Σμύρνης τον Ηρακλειώτη νομομαθή Αριστείδη Στεργιάδη. Κατά τον πρωθυπουργό και το Στεργιάδη, οι Ελληνες κι οι Τούρκοι πρέπει να ζουν αρμονικά για την προκοπή της περιοχής. Οι αντιβενιζελικοί ( μετά το 1920) διατήρησαν μεν το Στεργιάδη στη θέση του, αλλά προέλασαν ως το Σαγγάριο και εξασθένισαν σημαντικά το στρατό, ώστε να είναι αρκετά ευάλωτος σε μια πιθανή δυναμική αντεπίθεση του Μ. Κεμάλ και των τσετών του.
Να σημειωθεί εδώ πως μπροστάρης των αγώνων του μικρασιατικού – σμυρναίικου ελληνισμού ήταν ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης και ακόμα ότι ο Βενιζέλος που έδωσε τόσο διπλωματικό αγώνα για τη Σμύρνη δεν πάτησε το πόδι του ποτέ σε αυτήν!
Χανιώτικα Νέα
Η Ιστορία της Σμύρνης κι ολόκληρης της Μ. Ασίας ξεκινά πολλούς αιώνες πριν, όταν ελληνικά φύλα, Αιολείς, Ιωνες και Δωριείς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή με τον πρώτο αποικισμό (μέχρι το 9ο αι), για να δημιουργήσουν έναν υψηλού επιπέδου κι αξιοζήλευτο πολιτισμό.
Από τα χρόνια του 2ου αποικισμού (8ος – 6ος αιώνας) κι έπειτα, ο μικρασιατικός ελληνισμός έχει να επιδείξει πέρα από τους Ομηρο, Θαλή, Αναξαγόρα, Ηρόδοτο κ.α. και πόλεις – κέντρα όπως π.χ. η Μίλητος, η Εφεσος, η Φώκαια, η Αλικαρνασσός, η Πέργαμος. Ο Μέγας Αλέξανδρος (4ος αι. π.Χ.) κυριεύει ολόκληρη τη Μ. Ασία που είχε χωριστεί σε σατραπείες από τους Πέρσες. Μετά από τις διενέξεις των επιγόνων του, αλλά και κινήσεις όπως αυτή του Αττάλου να κληρονομήσει το κράτος του στο ρωμαϊκό δήμο (133 π.Χ.), η Μ. Ασία υποδουλώνεται στους Ρωμαίους και θεωρείται το μεγαλύτερο μέρος της συγκλητικής επαρχία.
Το ελληνικό στοιχείο που υπήρχε άφθονο στην περιοχή όλα αυτά τα χρόνια συνετέλεσε κατά κάποιον τρόπο στο να περιέλθει στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, όταν ο Θεοδόσιος (4ος αι. μ.Χ.) μοίρασε το βασίλειο σε δυτικό (με έδρα τη Ρώμη) κι ανατολικό ( με έδρα την Κωνσταντινούπολη) στους γιους του, Ονώριο κι Αρκάδιο, αντίστοιχα. Εκτοτε, σε γενικές γραμμές, αλλά καθώς διαρκώς εμφανίζονται και αναπτύσσονται νέες ελληνοχριστιανικές πόλεις (Νίκαια, Ικόνιο κ.α.), η Μ. Ασία ακολουθεί τις τύχες της Βασιλεύουσας και αποτελεί το πολυτιμότερο κομμάτι της αυτοκρατορίας για αιώνες. Πεδίο αμυντικών πολέμων, ορμητήριο επιθέσεων, τόπος δράσης συχνών (όχι πάντα πετυχημένων) στρατιωτικών κινημάτων και μέρος διάδοσης παραθρησκευτικών – αιρετικών ιδεών η Μ. Ασία είναι η ‘ψυχή’ του Βυζαντίου, που όταν την κυριεύουν αρχικά οι Σελτζούκοι κι αργότερα οι Οθωμανοί Τούρκοι ?καθώς βρίσκονται πλέον μια «ανάσα» από την Κωνσταντινούπολη? εύκολα οι τελευταίοι εισβάλλουν και κατακτούν την εναπομείνασα αυτοκρατορία των μέσων του 15ου αιώνα (1453).
Θα αναδημοσιεύσουμε εδώ από την ‘Ελευθεροτυπία’ ένα σχετικό απόσπασμα από ένα άρθρο του Βλ. Αγτζίδη («Πώς φτάσαμε στην καταστροφή;», 17 ? 09 ? 2011) : «Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη) σ? ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται, συνεχίζει ο Βλ. Αγτζίδης στο ίδιο άρθρο, ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999). Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου Ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά.»
Τα χρόνια ως το 1922 οι Τούρκοι αποκαλούν τη Σμύρνη ‘Γκιαούρ Ιζμίρ’, λόγω της πληθυσμιακής και κοινωνικοοικονομικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου στη Δυτική Μικρά Ασία. Το πασίγνωστο ‘Και’ ήταν η παραλία της πόλης και επίκεντρο της κοσμικής ζωής για πολλά χρόνια. Από τους 270.000 μόνιμους κατοίκους της οι 165.000 ήταν Ελληνες, με δικές τους εφημερίδες [εξ? ων η 'Αμάλθεια' (1838 ? 1922), η 'Αρμονία' (1880 ? 1922) και 'Ο Εργάτης' (1908 ? 1922)], σημαντική αθλητική κίνηση (τα σωματεία, ‘Πανιώνιος’ και ‘Απόλλων’) και θέσεις – κλειδιά σε όλα τα δημόσια πόστα της πόλης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας και πάλι από το 1917 μετά τον Εθνικό Διχασμό, εποφθαλμιούσε, λοιπόν, την σφύζουσα από ελληνικό στοιχείο περιοχή της Μ. Ασίας και την περιελάμβανε σε όλα του τα υπομνήματα προς τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία).
Οπως γράφει ο ‘Ριζοσπάστης’ (ειδική ένθετη έκδοση για τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, 14 ? 08 ? 2011, σελ. 1) «Η αστική τάξη της Ελλάδας ήθελε την περίοδο εκείνη να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. Προσέβλεπε σε τέτοια εδάφη, που κατοικούσε και δρούσε ελληνικός πληθυσμός. Τέτοια ήταν τα παράλια της Μικράς Ασίας και η τότε Ανατολική Θράκη. Αλλά αυτή η επιδίωξη χωρίς τους τότε ιμπεριαλιστές συμμάχους της, νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Ηδη, η αστική τάξη ήταν αντιδραστική. Προσδοκούσε, λοιπόν, προσάρτηση εδαφών. Αυτό συνδυαζόταν με τις επιδιώξεις ιμπεριαλιστικού μοιράσματος ολόκληρης της περιοχής από τα Βαλκάνια έως την Εγγύς Ανατολή, σε περίοδο αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιπλέον ήταν σύμμαχος των ηττημένων στον πόλεμο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων».
Ετσι, στις 2/5/1919 (π.η.) μέσα σε εθνικό παραλήρημα πανηγυρισμών και ανείπωτης χαράς, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα υπό το συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάζεται στη Σμύρνη. 1.700.000 Ελληνες ολόκληρης της Μ. Ασίας ξέσπαγαν σε δάκρυα σαν μικρά παιδιά με την παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών στην περιοχή της Ιωνίας. Δυστυχώς όμως αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως ο στρατός μας θα βρισκόταν εκεί όχι υπέρ των ελληνικών (δικαίων) διεκδικήσεων, αλλά για να κάνει τον ‘βρώμικο αγώνα’ της φθοράς των Τούρκων προκειμένου να τους πείσει να δεχτούν την ανακωχή του Μούδρου (1918) και τη συνθήκη των Σεβρών (1920).
Δεν έλεγαν, όμως, να το καταλάβουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί προϊστάμενοι της εκστρατείας από την Ελλάδα. Μετά το 1920 και τις αποτυχημένες για το Βενιζέλο εκλογές του Νοεμβρίου, οι νικητές αντίπαλοί του συνέχισαν -παρά τα υπεσχημένα- τον πόλεμο και την προέλαση στα βάθη της Μ. Ασίας. Παρασυρμένοι άραγε από τον όρο της συνθήκης των Σεβρών πως σε μια πενταετία οι Μικρασιάτες Ελληνες θα αποφάσιζαν ή όχι την προσχώρηση στην Ελλάδα, ήθελαν να κατακτήσουν περισσότερα εδάφη, δείχνοντας ‘καλή διαγωγή’ στους Συμμάχους και τα ‘δόντια’ τους στους Κεμαλικούς αντάρτες, που ναρκοθετούν ό,τι υπογράφει ο Σουλτάνος με την Αντάντ;
Ο Βενιζέλος τοποθέτησε αμέσως αρμοστή της Σμύρνης τον Ηρακλειώτη νομομαθή Αριστείδη Στεργιάδη. Κατά τον πρωθυπουργό και το Στεργιάδη, οι Ελληνες κι οι Τούρκοι πρέπει να ζουν αρμονικά για την προκοπή της περιοχής. Οι αντιβενιζελικοί ( μετά το 1920) διατήρησαν μεν το Στεργιάδη στη θέση του, αλλά προέλασαν ως το Σαγγάριο και εξασθένισαν σημαντικά το στρατό, ώστε να είναι αρκετά ευάλωτος σε μια πιθανή δυναμική αντεπίθεση του Μ. Κεμάλ και των τσετών του.
Να σημειωθεί εδώ πως μπροστάρης των αγώνων του μικρασιατικού – σμυρναίικου ελληνισμού ήταν ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης και ακόμα ότι ο Βενιζέλος που έδωσε τόσο διπλωματικό αγώνα για τη Σμύρνη δεν πάτησε το πόδι του ποτέ σε αυτήν!
Χανιώτικα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου