Εμ. Πανσέληνου: Ο Χριστός ένθρονος, Πρωτάτο Αγίου Όρους, 1300 |
Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Ποιός
ήταν όμως ο Ιησούς; Ο ιδρυτής μιας νέας θρησκείας ή ένας κοινωνικός
επαναστάτης, καθώς λέγουν κάποιοι; Η ιστορικότητα του προσώπου του
περιβάλλεται από μια αχλή ανεξήγητης αμφισβήτησης, εκ μέρους ορισμένων
συγγραφέων (μεταξύ αυτών ο Carpenter), ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με τον
Σωκράτη και με τον Βούδα, που επίσης δεν άφησαν κείμενα, ή με τον
Αλέξανδρο που έζησε τρεις αιώνες πριν από εκείνον. Ωστόσο, η μαρτυρία
των αυτοπτών μαθητών Πέτρου, Ιωάννη και Ματθαίου, ο απόηχος των
γεγονότων, αλλά και οι σαφείς ιστορικές αναφορές ανεξάρτητων συγγραφέων,
που ήταν σχεδόν σύγχρονοί του, όπως ο Τάκιτος, ο Σουητώνιος και ο
Φλάβιος Ιώσηπος (λογ. Ιή, κεφ. γ΄), δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας.
Η
πιθανή χρονολογία της γέννησής του ήταν το 4 π.Χ. Μια προσεκτική μελέτη
των Ευαγγελίων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Εκεί βλέπουμε πως ο
Ιησούς, όχι μόνο μπορούσε να διαβάζει τις γραφές, αλλά σίγουρα ήξερε
και να γράφει. Σε μια εποχή, που η γνώση της γραφής ήταν προσόν πολύ
λίγων, γίνεται φανερό ότι ο Ιησούς ήταν ένας μορφωμένος διδάσκαλος. Πόσο
εφικτό ήταν κάτι τέτοιο για τον γιο ενός φτωχού ξυλουργού, είναι
πράγματι αινιγματικό. Το περιστατικό του δωδεκαετή Ιησού να διδάσκει
τους σοφούς στο ναό, υπονοεί, πως η ξεχωριστή του ευφυΐα οφειλόταν σε
μεταφυσική αιτία, αφού απλά ήταν Υιός του Θεού. Εκτός από τα αραμαϊκά,
υπάρχουν ενδείξεις πως ο Ιησούς γνώριζε και ελληνικά ή είχε κάνει
ελληνικές σπουδές, αφού ήταν η οικουμενική γλώσσα της εποχής. Η
απομακρυσμένη Γαλιλαία και η Ναζαρέτ, όπου έζησε ο Ιησούς, ανήκαν στο
ελληνιστικό περιβάλλον, όπου υπήρχαν πολλές ελληνικές πόλεις και η
επίδραση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού, ήταν ευρέως
διαδεδομένη ακόμη και στην Ιερουσαλήμ. Εξαιτίας αυτού του πολιτισμικού
τους υπόβαθρου, οι Ιουδαίοι συχνά εκφράζονταν περιφρονητικά για τους
Γαλιλαίους και το ίδιο εχθρικά αντιμετώπισαν και τον Ιησού.
Εμ. Πανσέληνου: Ο Χριστός ένθρονος, Πρωτάτο Αγίου Όρους, 1300 |
Για
τους Ρωμαίους, με τον διαφορετικό τρόπο σκέψης, η όλη ιστορία με τον
Ιησού, που τον θεωρούσαν ένα περίεργο φιλόσοφο-μάγο με θαυμαστές
ικανότητες, ήταν ακατανόητη. Μια ακόμη παραξενιά των Ιουδαίων, ένα ακόμη
επεισόδιο στα πολλά της ιστορίας της περιοχής εκείνης. Η γνωστή
ουδέτερη στάση του Ποντίου Πιλάτου, δείχνει φανερά ότι η Ρωμαϊκή Αρχή
ενδιαφερόταν μόνο για τις πολιτικές προεκτάσεις και για την αποφυγή
αναταραχών στις ανατολικές επαρχίες. Αντίθετα, για το μικρόκοσμο του
Ιουδαϊκού κράτους και τον θεοκρατικό χαρακτήρα της δομής του, η
διδασκαλία του Ιησού σε συνδυασμό με την θαυμαστή του δράση, αποτελούσε
μια βόμβα στα θεμέλια της κατεστημένης τάξης. Σε μια πόλη, όπως η
Ιερουσαλήμ, που εξαιτίας των προσκυνητών της εορτής του Πάσχα, ο
πληθυσμός της ξεπερνούσε ίσως και το ένα εκατομμύριο, η υποδοχή του
Ιησού ως Μεσσία, θα έγινε από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ώστε να
δονηθεί από τις ιαχές τους ολόκληρη η πόλη. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν
μπορούσε απλά να περάσει απαρατήρητος.
Για
τους Ιουδαίους, ο Ιησούς ήταν ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος, ένας
φοβερά ενοχλητικός λαϊκός ήρωας, και ο τίτλος του Μεσσία υπέσκαπτε την
ιερατική και πολιτική εξουσία. Σύμφωνα με τα θρησκευτικά κείμενα της
ιουδαϊκής θεολογίας, ο τίτλος αυτός συνδύαζε τόσο την αρχιερατική
ιδιότητα, όσο και την βασιλική αρχή και άρα έθετε ζήτημα μεταβίβασης της
πολιτικής εξουσίας. Οι Ιουδαίοι των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, οι
Σαδδουκαίοι, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που γνώριζαν την απροθυμία
των Ρωμαίων να επεμβαίνουν σε θρησκευτικές διαμάχες, είχαν καταστρώσει
τη στρατηγική συκοφάντησης του Ιησού, προτάσσοντας πολιτικές κατηγορίες.
Η ερώτηση του Πιλάτου προς τον Ιησού, σχετικά με τη βασιλική ιδιότητα
(1) που του είχαν προσάψει στο πολιτικό κατηγορητήριο οι ενάγοντες
Ιουδαίοι Αρχιερείς, είχε την έννοια της ανάκρισης για ενδεχόμενες
πολιτικές βλέψεις και σκοπούς. Άλλωστε η ερώτηση των Φαρισαίων, η
σχετική με την απόδοση ή μη του φόρου στον Καίσαρα (2), ήταν μια σαφής
προσπάθεια παγίδευσης του Ιησού σε πολιτικές θέσεις τέτοιες, που θα
έκαναν τους απρόθυμους Ρωμαίους να επέμβουν. Όταν ο Πιλάτος διαπίστωσε,
ότι ο Ιησούς δεν ήταν πολιτικά επικίνδυνος, θεώρησε πως η υπόθεση είναι
στην ουσία μια εσωτερική θρησκευτική διαμάχη των Ιουδαίων. Έτσι, χωρίς
την πολιτική αφορμή, που θα τον υποχρέωνε να εμπλακεί στα παράξενα
ιουδαϊκά προβλήματα, προτίμησε να κρατήσει τη γνωστή ουδέτερη στάση,
φροντίζοντας εν τούτοις να ικανοποιήσει το αίτημα των αρχιερέων φίλων
της Ρώμης.
Στην
αρχή, λοιπόν, η Ρωμαϊκή εξουσία παρέμεινε αδιάφορη μπροστά στο νέο
θρησκευτικό φαινόμενο, που εμφανίστηκε στην περιοχή της απομονωμένης
θρησκευτικά Ιουδαίας. Ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα από τα πολλά που
υπήρχαν μέσα στο πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον της
αχανούς αυτοκρατορίας. Η αμετροέπεια των Ρωμαίων, σε ότι αφορά την
εκτίμηση της προσωπικότητας του Ιησού και την υποτίμηση του
μακροπρόθεσμου κινδύνου που αντιπροσώπευε για εκείνους, είναι
εκπληκτική. Πήγαζε από την θρησκευτική ανεκτικότητα που έδειχναν έναντι
των καταχτημένων λαών και από το γεγονός, πως ο Ιησούς είχε εκτελεστεί.
Ρωμαίοι και Ιουδαίοι αποδείχθηκαν αδύναμοι να συνειδητοποιήσουν έγκαιρα
τον οικουμενικό προορισμό του χριστιανικού μηνύματος στο να γίνει η
έκφραση μιας νέας ανώτερης θρησκευτικής συνείδησης. Μόνο λίγο αργότερα,
επί Νέρωνος, ειδικά μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 64 μΧ, που έκαψε την
Ρώμη και η οποία αποδόθηκε σκόπιμα σε ενέργεια των χριστιανών, άρχισε η
Ρωμαϊκή εξουσία να τους αντιμετωπίζει εχθρικά και να τους εξοντώνει ως
εχθρούς του κράτους.
Χριστός Παντοκράτωρ, Μονή Σινά, 6ος αι. |
Στην
πραγματικότητα, οι διωγμοί ξεκίνησαν υπό το βάρος της διαρκώς
αυξανόμενης πίεσης του ταξικού, ιερατικού και επαγγελματικού
κατεστημένου, που δεν έβλεπε με καλό μάτι την ραγδαία εξάπλωση της νέας
θρησκείας. Ο Χριστιανισμός είχε απλωθεί πια σε πολλές περιοχές της
αυτοκρατορίας, ακόμη και μέσα στην ίδια την πόλη της Ρώμης. Οι διωγμοί
των χριστιανών για ένα διάστημα τριών αιώνων, είναι γεγονός
αναμφισβήτητο (3). Ήταν μια φυσική αντίδραση καταστολής ενός νέου
κινήματος με περιεχόμενο, όχι μόνο στενά θρησκευτικό, (αν ήταν έτσι τότε
θα γινόταν πιο εύκολα αποδεκτός), αλλά επίσης με προεκτάσεις
κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές. Τέτοιες αντιδράσεις βλέπουμε να
επαναλαμβάνονται συχνά-πυκνά στην ιστορία, ανάμεσα στα παλαιά
κατεστημένα και στις νέες ριζοσπαστικές ιδέες. Όσο μεγαλύτερη είναι η
κοινωνική απήχηση-ενδεικτική της μεγάλης αποδοχής- που αρχίζει να ασκεί
το νέο, τόσο πιο άγρια και ανελέητη είναι η αντίσταση της κατεστημένης
εξουσίας που νιώθει να απειλείται η ύπαρξή της. Η άσκηση βίας ήταν μια
κατώτερη επιλογή από την ανώτερη ιδέα της αγάπης και της αδελφικής
αληλλεγγύης που πρότεινε η χριστιανική διδασκαλία. Αυτή η λανθασμένη
στρατηγική, αντί να περιορίσει, αύξησε τελικά την απήχηση στις πλατιές
μάζες των κοινωνικά καταπιεσμένων, επισπεύδοντας το τέλος του αρχαίου
κόσμου και των ειδωλολατρικών θρησκειών (4).
Τα
λόγια του Ιησού «Ήλθα πυρ να βάλω στον κόσμο», απηχούν την ένταση των
γεγονότων. Ο Χριστιανισμός ήταν μια ειρηνική πλημμυρίδα που άρχισε να
κατακλύζει τα πάντα σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, θρησκευτικό και
καλλιτεχνικό επίπεδο. Αν σκεφθούμε, ότι κάποια στιγμή ο ένας αδελφός, ο
ένας σύζυγος, φίλος ή συγγενής ήταν ειδωλολάτρης, ενώ ο άλλος
χριστιανός, μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος των προβλημάτων που
δημιουργήθηκαν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την εξάπλωση της νέας
θρησκείας. Λαμβάνοντας υπόψη και την αρνητική θέση απέναντι στο θεσμό
της δουλείας, θα γίνει ολοφάνερο, ότι παράλληλα με τη θρησκευτική αλλαγή
άρχισε να τίθεται και το αίτημα μιας αλλαγής στο δουλοκτητικό
παραγωγικό σύστημα και μια νέας μορφής κοινωνία και οικονομία (5). Αν
συνυπολογίσουμε ότι χιλιάδες ιερείς, τεχνίτες και καλλιτέχνες, που
εξαρτιόνταν οικονομικά από τις λατρείες των ειδωλολατρικών θρησκειών,
αλλά και δουλέμποροι που έβλεπαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται
σταδιακά και τα ζωτικά τους συμφέροντα να βλάπτονται άμεσα, είναι
εύγλωττο να συμπεράνουμε ότι η εξάπλωση του Χριστιανισμού προκάλεσε μια
γενική αναταραχή και αστάθεια στο σύστημα του αρχαίου κόσμου (6). Όλα
αυτά, δημιούργησαν εύλογες αιτίες και προοπτικές σύγκρουσης με το
πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο των μεγάλων δουλοκτητών γαιοκτημόνων.
Αναπόφευκτα, οι πλούσιοι και ισχυροί συντάχθηκαν εναντίον του
Χριστιανισμού, οι δε πτωχοί και αδύνατοι υπέρ του. Δεν είναι τυχαίο, ότι
οι πρώτοι που πύκνωσαν την εκκλησία του Χριστιανισμού, ήταν οι άνθρωποι
των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, οι αγρότες, οι βοσκοί, οι ψαράδες, οι
τεχνίτες και οι μικροεπαγγελματίες, οι πτωχοί και οι πεινασμένοι, οι
δούλοι, τα άτομα του κοινωνικού περιθωρίου και οι ευαίσθητοι άνθρωποι
που ήταν ανοιχτοί στο να δεχθούν την αναγγελία του νέου ελπιδοφόρου
μηνύματος, που έφερνε στην ψυχή όλων αυτών των απελπισμένων, η
χριστιανική διδασκαλία. Από το 321 μ.Χ. η Εκκλησία μπορούσε πια να
απελευθερώνει τους δούλους.
Για
το αν, όπως λέει ο Carpenter (7), αυτός ο ανοικτός δημοκρατικός
χαρακτήρας του Χριστιανισμού, ευθύνεται για την εσωτερική παθογένεια που
εκδηλώθηκε μακροπρόθεσμα στους κόλπους του με τη μορφή ερίδων και
δεισιδαιμονιών, είναι θέμα οπτικής γωνίας. Το μόνο βέβαιο, είναι, ότι η
δύναμη της πίστης αυτών των απλών ανθρώπων κατανίκησε τις σιδερόφραχτες
αρένες των αυτοκρατόρων. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό, παρά μόνο χάρις στην
ακλόνητη πίστη στο εφικτό του χριστιανικού οράματος και στη λαχτάρα των
ανθρώπων της εποχής για αλλαγή. Οι άνθρωποι αυτοί, που ήταν λίγοι στην
αρχή, μετά από τρεις αιώνες είχαν γίνει τόσοι πολλοί, ακόμη και στις
ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ώστε το αίτημα της αλλαγής πήρε τη μορφή της
αναγκαιότητας. Ο Αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να
παραβλέψει την δυναμική της νέας θρησκείας, η αναγνώριση της οποίας, σε
συνδυασμό με άλλα γεωπολιτικά του σχέδια θα εξασφάλιζε την θρησκευτική
και κοινωνική ειρήνη στην αυτοκρατορία. Με το Διάταγμα του Μεδιολάνου,
που εξέδωσαν από κοινού με τον Λικίνιο στα 313 μ.Χ., τέθηκε η αρχή της
ανεξιθρησκίας, ενώ λίγο αργότερα ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη
θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους.
Με
τον αυτοκράτορα Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό (332-363 μ.Χ.), επιχειρήθηκε η
επιστροφή στην ελληνορωμαϊκή θρησκεία και αποτέλεσε την τελευταία
επίσημη απόπειρα υπέρ του εθνισμού. Στο διάστημα της βασιλείας του από
το 361-363, τάχθηκε εναντίον του Χριστιανισμού και υπέρ της αρχαίας
θρησκείας. Άνοιξαν οι αρχαίοι ναοί και έκτισε νέους, ενώ άρχισαν να
γίνονται πάλι θυσίες στους βωμούς, αγώνες σε όλη την Έλλάδα και
προχώρησε στην επανίδρυση του μαντείου των Δελφών. Την αποτυχία του
εγχειρήματός του είχε προείπει με χρησμό το μαντείο των Δελφών 8. Στην
περίπτωση του Ιουλιανού, όπως και του Αχενατών, έχουμε παραδείγματα
ανοικτής πολιτικής παρέμβασης σε ζητήματα θρησκείας, αλλά αντίθετης
φοράς. Γιατί ο Αχενατών προσπάθησε να εισάγει μια νέα θρησκεία
πολεμώντας την παλαιά, ενώ ο Ιουλιανός πολέμησε τη νέα για να
αποκαταστήσει την παλαιά, όμως και οι δυο απέτυχαν.
(Το
απόσπασμα που σας παρέθεσα, προέρχεται από τη μελέτη μου, με τον τίτλο:
«ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια ανασκόπηση της
εξέλιξης του πολιτισμού». Β΄Μέρος: ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, Κεφ. 1. ΤΟ ΝΕΟ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ-ΠΡΩΤΟΙ μ.Χ ΑΙΩΝΕΣ, παρ. 1.4 Η
εμφάνιση του Χριστιανισμού», που ξεκινά από την Παλαιολιθική εποχή και
φτάνει ως τον 20ο αιώνα, εξετάζοντας ταυτόχρονα, έργα τέχνης και
θρησκείες)
Παραπομπές:
1.
Το γεγονός αυτό είναι τόσο σημαντικό, που παραδίδεται από όλους τους
Ευαγγελιστές (Ματθ: Κζ΄11-12, Μαρ. Ιε΄ 2-3, Λουκ. Κγ΄1-3, Ιωαν.
Ιη΄33-38).
2. Ματθ: Κβ΄15-22, Μαρκ. Ιβ΄13-17, Λουκ. Κ΄20-26.
3.
Ιστορικά αναφέρονται αρκετοί διωγμοί μεταξύ των οποίων: Το 64 μ.Χ του
Νέρωνα, το 235 του Μαξιμίνου, το 250 του Δέκιου, το 257 του Βαλεριανού,
το 302 γίνονται διωγμοί των Χριστιανών από το στρατό, ενώ το 303 ο
Διοκλητιανός εκδίδει διατάγματα διωγμών, τελευταίος ήταν ο διωγμός επί
Ιουλιανού στα 361-363 μ.Χ.
4.
Κάτι ανάλογο-μόνο ως προς το αποτέλεσμα- συνέβη τον 20ο αι., με το
ειρηνικό κίνημα της μη βίας του Γκάντι, που υποχρέωσε τελικά την
πανίσχυρη Βρετανική αυτοκρατορία να παραχωρήσει στην Ινδία την
ανεξαρτησία.
5.
Ήδη από το 104 π.Χ, είχαν γίνει σοβαρές ταραχές με τους δούλους στην
Αθήνα, ενώ το 73 π.Χ. ξέσπασε επανάσταση των δούλων υπό τον Σπάρτακο που
καταπνίχθηκε το 71 π.Χ από τους Πομπήϊο και Κράσσο.
6.
Δεν είναι τυχαίο πως οι τεχνίτες και οι ιερείς των ειδώλων, που ζούσαν
από τα αφιερώματα των πιστών στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο, ήταν οι
πρώτοι που στράφηκαν εναντίον του αποστόλου Παύλου. Πραξ: Ιθ΄23-32.
7.
EDWARD CARPENTER: «Παγανισμός και Χριστιανική Θρησκεία», (αυτ. σ. 150),
Εκδόσεις Περίπλους-Αθήνα 2002. (Μετ από αγγλικά Μαργ. Ζαχαριάδου)
8.
«Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσαι δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει
καλύβην, ουδέ μάντιδα δάφνιν, ουδέν παγάν λαλέουσαν, απέσβετω γαρ και
λάλων ύδωρ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου