Αν και ο Φρόυντ σε όλη τη διάρκεια της ερευνητικής και συγγραφικής του πορείας παρουσιάζει ένα μόνιμο ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τη συνδέει με την προβληματική του ασυνειδήτου -είναι γνωστή η παρομοίωση που κάνει σχετικά με τα όνειρα, ότι δηλαδή είναι γρίφοι που πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν-, εκείνος ο οποίος θέτει τη γλώσσα σε πρωταρχική σύνδεση με το ασυνείδητο και τη δόμηση του υποκειμένου είναι ο Ζακ Λακάν. Ο Λακάν προγραμματικά διατυπώνει τη θεωρία του ως “επιστροφή στον Φρόυντ”, μια επιστροφή που κατά τα φαινόμενα κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: η μία με την κυριολεξία της λέξης -επιστρέφουμε από κάπου που έχουμε φύγει· και όντως η ψυχανάλυση τον καιρό της εναρκτήριας ομιλίας του Λακάν
(“Ο λόγος της Ρώμης” 26-27/9/1953) παρουσιάζει συμπτώματα αν όχι φυγής, τουλάχιστον απομάκρυνσης, από το πνεύμα του Φρόυντ -απόδειξη ο αμερικάνικος νεοφροϋδισμός και η ένταξη της ψυχανάλυσης στους κλάδους της πειραματικής ψυχολογίας. Το άλλο πνεύμα της επιστροφής είναι “συνδηλωτικό”: επιστρέφουμε σε κάτι, αφού πρώτα έχουμε πάει αλλού, και γυρνούμε εμπλουτισμένοι από την εμπειρία του καινούριου τόπου. Αυτός ο καινούριος τόπος είναι για τον Λακάν η γλωσσολογία, και πιο συγκεκριμένα η γλωσσολογία όπως αναπτύχθηκε από τον θεμελιωτή της F. deSaussure.
Σε μια εποχή που ο στρουκτουραλισμός, παιδί της σωσσυριανής σκέψης, έχει εμπνεύσει νέες θεωρήσεις στη γλωσσολογία και την ανθρωπολογία, σε μια εποχή που σφραγίζεται από “επαναναγνώσεις” (ο Αλτουσέρ ξαναδιαβάζει τον Μαρξ και ο Φουκώ την ψυχιατρική), ο Λακάν στρέφεται στη γλωσσολογία μέσα από δύο βασικά σημεία:
1. Υιοθετώντας τη βασική ιδέα ότι η γλώσσα ως συμβολικό σύστημα μαζί με τα άλλα κοινωνικο-πολιτιστικά συστήματα και τις δομές τους προϋπάρχουν της γέννησης ενός ανθρώπου και υπέρ-κεινται αυτού. Κατά συνέπεια, το παιδί με την κατάκτηση της γλώσσας εγγράφεται σε αυτή τη συμβολική τάξη, η οποία επειδή ακριβώς υπέρ-κειται θα το πλάσει ανάλογα με τις δομές της. Με άλλα λόγια, το άτομο αναδύεται ως υποκείμενο μέσα από την εγγραφή του στη συμβολική τάξη της γλώσσας ή, όπως λέει ο Αλτουσέρ (1983), η κατάκτηση της γλώσσας είναι αυτή που με την εισαγωγή στη συμβολική τάξη θα σημαδέψει το πέρασμα από τον άνθρωπο-θηλαστικό στον άνθρωπο-παιδί -άνδρα ή γυναίκα.
2. Θεωρώντας ότι το “το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα”, δηλαδή μια δομή που όπως και η γλώσσα αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση, και εξομοιώνοντας τους μηχανισμούς του ασυνειδήτου με τους γλωσσικούς μηχανισμούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας.
Για τον Λακάν η “επιστροφή στον Φρόυντ” σημαίνει να επανέλθει στο προσκήνιο της ψυχανάλυσης η διάσταση της ομιλίας (Dor 1994, 28), αφού η ομιλία του υποκειμένου είναι το μοναδικό μέσο της αναλυτικής διαδικασίας, μέσα από αυτή αναδεικνύεται το ασυνείδητο, αλλά και αυτή είναι ο τόπος στον οποίο εκφράζεται (ό.π., 41). Οι θεωρήσεις του Λακάν αποτελούν προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης του ασυνειδήτου, δεν αποτελούν θεωρία της γλώσσας. Η μεγάλη συμβολή του είναι ότι σε αυτή την προσπάθεια οριοθέτησης της ψυχανάλυσης ως επιστήμης από άλλες επιστήμες -βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές- ανέδειξε τη γλώσσα σε πρωταρχικό παράγοντα δόμησης του ανθρώπινου υποκειμένου και ότι οι απόψεις του υπήρξαν αιτία μιας ριζικής επιστημολογικής μεταβολής σε σχέση με σημαντικές μεταψυχολογικές έννοιες.
Ο Λακάν αναγνώρισε την οφειλή του στον Saussure, αφού βασικές έννοιες της λακανικής θεωρίας στηρίζονται στις σωσυριανές θεωρήσεις και διχοτομίες. Καταρχάς, η διάκριση langue-parole: η διάκριση ανάμεσα στο αφηρημένο, εσωτερικευμένο σύστημα της γλώσσας που υπάρχει δυνάμει στο σύνολο των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και στη συγκεκριμένη υλική πραγμάτωσή του· με άλλα λόγια, η διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό, αυτό που έχει θεσπίσει η κοινότητα, και το ατομικό έτσι όπως αυτό εκδηλώνεται σε κάθε στιγμή γλωσσικής επικοινωνίας. Επιπλέον: η διάκριση ανάμεσα στο ομοιογενές και το ανομοιογενές, ανάμεσα σε αυτό που είναι ουσιαστικό από αυτό που είναι συμπτωματικό -με αυτή την τελευταία διάκριση κατακυρώνεται η langue ως το πεδίο έρευνας της γλωσσολογίας, αφού η parole θεωρείται δευτερεύουσα. Παρά τον δευτερεύοντα ρόλο όμως που της παραχωρείται ερευνητικά, η parole θεωρείται ότι βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τη langue: ιστορικά και οντογεννητικά η parole προηγείται, είναι ο χώρος στον οποίο πραγματοποιούνται οι γλωσσικές αλλαγές -με αυτή την έννοια η langue είναι το προϊόν της εξέλιξης της parole-, από την άλλη όμως parole δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη της langue.
‘Επειτα, η ιδέα του γλωσσικού σημείου, ως βασικού συστατικού της langue, που αποτελεί την αδιάρρηκτη ένωση μιας ακουστικής εικόνας ή σημαίνοντος με μια έννοια ή σημαινόμενο· ένωση η οποία έχει προκύψει αυθαίρετα μέσα από την κοινή σύμβαση, χωρίς δηλαδή να μπορεί να αιτιολογηθεί γιατί μια έννοια αποδίδεται με το τάδε σημαίνον -απόδειξη η διαγλωσσική σύγκριση της ίδιας έννοιας. Εκτός από την αυθαιρεσία το άλλο χαρακτηριστικό του γλωσσικού σημείου είναι η γραμμικότητα, -αυτό που ο Λακάν θα αποδώσει ως σημαίνουσα αλυσίδα-, το γεγονός δηλαδή ότι ο προφορικός λόγος εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο, το ένα γλωσσικό σημείο διαδέχεται το άλλο, πράγμα που δεν συμβαίνει σε άλλα σημεία π.χ. οπτικά. ‘Ενα σημείο αποκτάει τη γλωσσική του αξία, οριοθετούμενο με βάση τις σχέσεις του -διαφοράς ως προς τις δύο πλευρές του σημείου, αντίθεσης ως προς το σημείο ως όλο (Saussure 1979, 150-161)- με τα άλλα σημεία του συστήματος. Η έννοια αυτή του Saussure σχετίζεται επίσης με την αυθαιρεσία: Στο, κατά τον Saussure, “σύννεφο” της σκέψης, όπου τίποτε δεν είναι οριοθετημένο από μόνο του, και στην επίσης άμορφη μάζα των ήχων, όπου και εκεί δεν υπάρχουν οριοθετήσεις, η γλώσσα επεμβαίνει και πάλι αυθαίρετα για “να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσο μεταξύ της σκέψης και του ήχου μέσα σε τέτοιους όρους, που η ένωση τους καταλήγει αναγκαστικά σε οριοθετήσεις μονάδων” (Saussure 1979, 151). Τις δυο παράλληλες αυτές άμορφες μάζες της σκέψης και του ήχου ο Λακάν θα τις ονομάσει ροή των σημαινομένων και ροή των σημαινόντων αντίστοιχα.
Καθώς λοιπόν οι ενδοσυστημικές σχέσεις είναι ο καθοριστικός παράγοντας οριοθέτησης της αξίας των γλωσσικών σημείων -παραδοχή που θεμελιώνει και την έννοια του συστήματος ως δομής· δομή σημαίνει στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση-, ο Saussure κάνει μια άλλη, τρίτη, διάκριση που αφορά τις σχέσεις που συνάπτουν οι γλωσσικές μονάδες μεταξύ τους. Είναι δύο ειδών: 1. Συνταγματικές, οι οποίες είναι απόρροια της γραμμικότητας του σημείου, είναι οι σχέσεις που συνάπτει μια μονάδα με τις γειτονικές της διατασσόμενη στον λόγο -οι σχέσεις που συνάπτει μια μονάδα με τα γλωσσικά συμφραζόμενα, γι’ αυτό σχέσεις inpraesentia. 2. Παραδειγματικές, δηλαδή οι σχέσεις που συνειρμικά ανακαλούνται -ή συνδέονται- με οποιονδήποτε τρόπο και βρίσκονται τοποθετημένες στον εγκέφαλο των ομιλητών -σχέσεις που δεν προκύπτουν από τη συνεμφάνιση των μονάδων στον λόγο, γι’ αυτό και σχέσεις inabsentia. Παρά τα φαινόμενα, και τα δύο είδη σχέσεων έγκεινται στη σφαίρα της langue· πράγμα που σημαίνει ότι η langue δεν αποτελεί ένα λεξικό που περιέχει γλωσσικά σημεία αλλά περιέχει και τις σχέσεις τους, συνειρμικές και συνδυασμού, και ότι το πώς συνδυάζονται στον λόγο αποτελεί μια ακόμη αυθαιρεσία -ο Bronkart (1979, 116) την ονομάζει “αυθαιρεσία διάταξης”.
Η άλλη σημαντική διάκριση του Saussure είναι ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία: στην πρώτη περίπτωση νοείται η γλώσσα στην α-χρονική της διάσταση, προκειμένου να μελετηθούν οι σχέσεις ανάμεσα στα γλωσσικά στοιχεία (Saussure 1979, 115), ενώ στη δεύτερη η γλώσσα νοείται στην εξέλιξή της, όπου αυτό που μελετάται είναι ένα στοιχείο στη διαδοχή του. Η διάκριση αυτή είναι που καθιέρωσε τον Saussure ως θεμελιωτή της σύγχρονης γλωσσολογίας, αφού αυτός, αν και ξεκίνησε ως ιστορικός γλωσσολόγος, έδωσε έμφαση στη συγχρονική μελέτη της γλώσσας, και γιατί αυτή είχε παραμεληθεί αλλά κυρίως γιατί η συγχρονία υπάρχει στη συνείδηση των ομιλητών.
Και μια τελευταία διάκριση: Η γλώσσα-langue είναι μορφή και όχι ουσία, που επάγεται από τη θεώρηση της γλώσσας από τον Saussure ως συστήματος. Που σημαίνει ότι στη γλώσσα αυτό που ενδιαφέρει είναι οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος και όχι το πώς -με τί υλικό πραγματώνονται. Mε άλλα λόγια, οι σχέσεις παραμένουν ανεξάρτητα από το υλικό με το οποίο θα παρασταθεί ο λόγος (φωνητικά ή γραπτός λόγος). Που σημαίνει επίσης ότι, σε σχέση με το γλωσσικό σημείο, τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινόμενο μέσω της γλώσσας έχουν υποστεί μορφοποιήσεις μέσα από την τομή που κάνει η γλώσσα ανάμεσα στις άμορφες μάζες της σκέψης και των ήχων.
Ο Λακάν θα πάρει από τον Saussure την ιδέα της γλώσσας ως δομής για να σχηματίσει την καταρχήν θεώρησή του περί ασυνειδήτου.’Οπως αναφέρει στα Écrits(Lacan 1966, 806), στο ασυνείδητο δεν είναι “η μονοσήμαντη αντιστοιχία ενός σημείου με κάποιο πράγμα” που διατηρείται, αλλά “μια συγχρονική και αναρίθμητη συγκέντρωση [σημαινόντων] όπου κανένα δεν υποστηρίζεται παρά από την αρχή της αντίθεσης του καθενός από τα άλλα” (Diatkine 1997, 28 -υπογράμμιση δική μου). Τα βασικά στοιχεία του ασυνειδήτου είναι λοιπόν τα λακανικά σημαίνοντα (θα εξηγήσω παρακάτω), τα οποία σχηματίζουν δίκτυο και αποκτούν αξία -κατά τον Saussure- από τις αντιθέσεις τους με τα άλλα στοιχεία. Είναι ένα στοιχείο, νομίζω, που στηρίζει την άποψη “του ασυνειδήτου δομημένου σαν γλώσσα”.
Η φύση του λακανικού σημαίνοντος, όμως, κεντρικό σημείο της θεωρίας του για το ασυνείδητο έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και έχει πονοκεφαλιάσει τους γλωσσολόγους, στον βαθμό που ο Λακάν μιλάει και για την “υπεροχή” του σημαίνοντος σε σχέση με το σημαινόμενο, άποψη που εν πολλοίς φαίνεται καταρχήν παράλογη μετά από αυτά που αναπτύχθηκαν σε σχέση με το γλωσσικό σημείο παραπάνω. Ο ίδιος το ορίζει ως εξής (Lacan 1966, 819· 1975, 48· αναφέρεται από τον Diatkine 1997, 28): “Το σημαίνον αναπαριστά το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον”. Μια πρώτη διαπίστωση: στη θεωρία του για το σημαίνον εμπλέκεται το υποκείμενο, κάτι που είναι εντελώς ξένο στη σωσυριανή γλωσσολογία. Διαπίστωση δεύτερη: τα λακανικά σημαίνοντα διατάσσονται σε ένα δομημένο όλο και κάθε σημαίνον ορίζεται από τα άλλα (βλ. και Diatkine ό.π.) -η σωσυριανή αντίληψη του γλωσσικού συστήματος και ο απόηχος της γλωσσικής αξίας. Διαπίστωση τρίτη: ‘Οπως ο Pierce για την ερμηνεία του σημείου παραπέμπει στον interpretant ‘ερμηνευτή’ -σε άλλα σημεία (π.χ. η κατανόηση της λέξης άνθρωπος απαιτεί την επιστράτευση άλλων σημείων -άλλων ερμηνευτών· αυτό άλλωστε κάνει και το λεξικό· βλ. Χριστίδης 2001β), o Λακάν αποδίδει ρόλο ερμηνευτή στα σημαίνοντα, προκειμένου για την αναπαράσταση του υποκειμένου μέσα στο δίκτυο των σημαινόντων του ασυνειδήτου· που σημαίνει ότι το υποκείμενο -του ασυνειδήτου- αναδύεται με τη λειτουργία ενός σημαίνοντος β ως ερμηνευτή κάποιου άλλου σημαίνοντος α -η στιγμή της ερμηνείας στην ψυχαναλυτική διαδικασία ή της ανάδυσης του ευφυολογήματος (βλ. και Lacan 1966, 840· αναφέρεται ό.π.).
Ούτως ή άλλως, όμως, το λακανικό σημαίνον είναι καλύτερα να προσεγγιστεί μέσα από τις αποκλίσεις που παρουσιάζει σε σχέση με το σωσυριανό σημείο. Καταρχήν το σημαίνον του Saussure είναι μέρος της θεωρίας για το γλωσσικό σημείο, ενώ ο Λακάν δεν συνδέει τη θεωρία του για το σημείο με τη θεωρία του για το σημαίνον (Arrivé 1992, 123). Κατά συνέπεια το λακανικό σημαίνον πρέπει να διαβαστεί διαφορετικά από το γλωσσικό σημαίνον. Ο Λακάν παίρνει το σωσυριανό κλάσμα σημαινόμενο/ σημαίνον και το τροποποιεί:
α. Αντιστρέφει τη φορά του κλάσματος βάζοντας επάνω το σημαίνον και αναπαριστώντας το με κεφαλαίο Σ, θέλοντας να δείξει την υπεροχή του σημαίνοντος σε σχέση με το σημαινόμενο, αυτή δηλαδή που κυβερνά τον λόγο του υποκειμένου, δηλαδή το ίδιο το υποκείμενο (Dor 1994, 62) -άποψη που θεμελιώνεται από τον ρόλο των μεταφορικών και μετωνυμικών διαδικασιών στην εμφάνιση των ασυνείδητων φαινομένων.
β. Ονομάζει τη γραμμή του κλάσματος μπάρα, πράγμα που δεν είχε ονοματιστεί ποτέ από τον Saussure, και αργότερα θα της αποδώσει τον χαρακτηρισμό του “φράγματος στη σημασία” -χαρακτηρισμός που της προσδίδει μια υλική χροιά. Η γραμμή στον Saussure έχει την έννοια της ένωσης των δύο όψεων του γλωσσικού σημείου, η μπάρα στον Λακάν έχει την έννοια του διαχωρισμού. Η λειτουργικότητα της μπάρας παίζει σημαντικό ρόλο στην αντίληψη του Λακάν για τη μεταφορά και τη μετωνυμία. Η μεταφορά στον Λακάν, ή αλλιώς σημαίνουσα υποκατάσταση εφόσον ορίζει κάτι μέσω ενός άλλου πράγματος, συνίσταται στην υποκατάσταση σημαινόντων έτσι που το Σ2 είναι το καινούριο σημαίνον [ο Γιάννης είναι λιοντάρι·όπου το λιοντάρι είναι το Σ2 και Σ1 ο Γιάννης] ενώ το παλιό σημαίνον Σ1 περνάει κάτω από την μπάρα -με την έννοια του φράγματος στη σημασία- ως ολόκληρο σημείο. Διαφορετικά θα είχαμε να κάνουμε με ένα καινούριο σημείο και όχι με μεταφορά (Dor 1994, 63-69). Στη μετωνυμία αντιθέτως δεν υπάρχει αυτό το πέρασμα της μπάρας, διατηρείται το φράγμα της σημασίας, επειδή το καινούριο σημαίνον βρίσκεται σε σχέση συνάφειας με το παλιό. Στη μεταφορά η υπέρβαση του φράγματος δείχνει τη “θεμελιακή αξία αυτής της υπέρβασης για την ανάδειξη της σημασίας”, η σημασία αναδύεται άμεσα (ό.π., 70, 71). Στη μετωνυμία, αντιθέτως, η διατήρηση του φράγματος δηλώνει αντίσταση στη σημασία, με την έννοια αυτό που παράγεται είναι ένα φαινομενικό μη-νόημα, χρειάζεται μια νοητική διεργασία για να συλλάβουμε το νόημα της μετωνυμικής έκφρασης (ό.π., 71).
γ. Τα βέλη και η έλλειψη που περιβάλλουν το σχήμα του γλωσσικού σημείου, σημεία της ένωσης και της θεώρησης του σημείου ως “κλειστού πεδίου”, έχουν απαλειφθεί.
Οι αλλαγές αυτές συμπυκνώνουν τις σχετικές απόψεις του Λακάν. ‘Οπως ειπώθηκε παραπάνω, για τον Saussure η γλώσσα έρχεται να κάνει μια τομή στη άμορφη μάζα των σκέψεων και των ήχων και αμοιβαία να καθορίσει τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα (βλ. σχήμα 1). Ο Λακάν αμφισβητεί τον ισομορφικό αυτό καθορισμό και θεωρεί ότι σε αυτό που υπάρχει τμήση είναι η ροή των σημαινόντων -με αυτή τη διατύπωση ήδη απομακρύνεται από τον Saussure, αφού η τομή της γλώσσας δημιουργεί το σημαίνον· δεν προϋπάρχει ως τέτοια (βλ. και Taillandier 1994, 407). Το γλωσσικό σημαινόμενο αντικαθίσταται από τη βελονιά του παπλωματά -έννοια που συνδέεται άμεσα με την ψυχαναλυτική εμπειρία η οποία δείχνει ότι η σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου είναι “πάντα ρευστή, πάντα έτοιμη να χαλάσει”, γεγονός που ενισχύεται από την ψυχωτική εμπειρία όπου ο δεσμός ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο απουσιάζει. Η βελονιά του παπλωματά είναι η διαδικασία με την οποία “το σημαίνον σταματά το αλλιώς ατέρμονο γλίστρημα της σημασίας” και οριοθετεί τη σημασία όχι επιμέρους μονάδων αλλά με ένα εκ των υστέρων “κόψιμο” σφραγίζει το νόημα της ομιλούμενης ακολουθίας αναδρομικά (Dor 1994, 57-59). Αυτό το γλίστρημα της σημασίας αφενός δικαιολογεί την υπεροχή του σημαίνοντος έναντι του σημαινομένου, αφετέρου δείχνει και άλλες αποκλίσεις σε σχέση με τον Saussure. Αποδίδεται η διαχρονία στη γραμμικότητα του σημαίνοντος, πράγμα που είναι αντίθετο με τη συγχρονική θεώρησή της από τον Saussure. Επίσης η σημασία συνδέεται με την parole και δεν άπτεται της σφαίρας της langue.
‘Εχοντας κάνει αυτές τις πρωταρχικές παρατηρήσεις, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την άποψη του Λακάν για τη γλώσσα. Καταρχήν, όπως πρώτος υποστήριξε ο Φρόυντ, το ζήτημα της γλώσσας θέτει το ζήτημα της αναπαράστασης, με την έννοια ότι η λέξη είναι το σημείο ενός πράγματος εν τη απουσία του· που σημαίνει ότι ένα πράγμα πρέπει να φονευθεί για να μπορέσει να αναπαρασταθεί. Η άποψη αυτή -εγελιανής προέλευσης- θα χρησιμοποιηθεί από τον Λακάν για να γίνει εμφανές ότι γλώσσα και άμεσο βίωμα είναι δύο αποκλειόμενα πράγματα και αυτό είναι ένα από τα “δράματα” της ανθρώπινης ύπαρξης.
Θεμελιακή έννοια για να παρακολουθήσουμε το ξετύλιγμα της σκέψης του είναι η έννοια της ενόρμησης, έννοια που χρησιμοποιεί ο Φρόυντ ως ενδιάμεση της οργανικής ανάγκης και της επιθυμίας, θεωρώντας την βιολογικής τάξης και η οποία αποκτάει πρόσβαση στον ψυχισμό μέσα από τον ψυχικό εκπρόσωπο· δηλαδή από τη στιγμή που θα αναπαρασταθεί αποτελεί έναν οριακό ενδιάμεσο ανάμεσα στο βιολογικό και τον ψυχισμό. Ο Λακάν συνδέει την ενόρμηση με την ανάγκη μέσα από μια διαφορετική σύλληψη. Καταρχήν η έλλειψη αναφέρεται στην απουσία του ανατομικού, του σωματικού, συμπληρώματος, που βιώνει το παιδί από τη στιγμή που γεννιέται, καθώς αυτό διαχωρίζεται/ αποσπάται από τον μητρικό κόλπο. Η ενόρμηση, σε αυτή την οπτική, είναι μια τάση που κατακλύζει το παιδί και μεταφράζει αυτή τη σωματική έλλειψη του μητρικού συμπληρώματος· αντίθετα από την άποψη του Φρόυντ, η ενόρμηση βρίσκεται πριν από κάθε αναπαράσταση.
Το παιδί θέλοντας να φράξει αυτό το κενό, το χάσμα που δημιουργεί αυτός ο σωματικός χωρισμός, διαμορφώνει την επιθυμία. Η καταρχήν επιθυμία του είναι να είναι ο φαλλός, η επιθυμία της επιθυμίας της μητέρας, το συμπλήρωμα της έλλειψης. Αυτό έχει “δραματικά” αποτελέσματα. Σε επίπεδο ψυχισμού, η επιθυμία, μη μπορώντας να συμπληρώσει το χάσμα, το κενό, μεταφέρεται διαρκώς σε άλλα υποκατάστατα σε ένα ατέλειωτο ταξίδι μετωνυμιών (βλ. παρακάτω), αποξενώνοντας/ απομακρύνοντας το υποκείμενο από την πρωταρχική του επιθυμία, η οποία παραμένει ανικανοποίητη. Σε επίπεδο λεκτικοποίησης, η επιθυμία με το να περάσει στη γλώσσα γίνεται αίτημα, γίνεται σημείο ή σύμβολο, που σημαίνει ότι δεν μπορεί ποτέ να εκφραστεί άμεσα, αφού η λεκτικοποίηση της θα σημαίνει και τον φόνο της. Κατά την έκφραση του Λακάν, το κύμα της επιθυμίας πρέπει να περάσει από το “στένωμα του σημαίνοντος”. Γι’ αυτό η επιθυμία είναι πέραν του αιτήματος, αφού το υπερβαίνει μην μπορώντας ποτέ να ικανοποιηθεί· είναι εντεύθεν του αιτήματος, γιατί είναι σημαίνον της πρωταρχικής έλλειψης ως προς το είναι [manque à être].
Δύο στάδια της ψυχικής εξέλιξης του ατόμου είναι σημαντικά για το θέμα της γλώσσας και τη συνακόλουθη εγγραφή του υποκειμένου στη συμβολική τάξη. α. Το στάδιο του καθρέφτη, και συγκεκριμένα η τρίτη φάση του, κατά την οποία το παιδί κοιτάζοντας στον καθρέφτη βιώνει μεγάλη χαρά αναγνωρίζοντας στην εικόνα που βλέπει τον εαυτό του συνολικά, θέτοντας έτσι τέλος στο ψυχικό βίωμα που ο Λακάν ονομάζει φαντασίωση του τεμαχισμένου σώματος (Dor 1994, 109-111). Η στιγμή αυτή αποκτά τεράστια σημασία όσον αφορά το θέμα των ταυτίσεων του υποκειμένου (ό.π., υποσ. 11), στον βαθμό που πρόκειται για μια πρωταρχική ταύτιση του παιδιού που προωθεί τη δόμηση του εγώ [Je], και αποτελεί την πηγή όλων των άλλων ταυτίσεων. Είναι “διττή” -αφού ανάγεται σε δύο όρους: σώμα και εικόνα-, άμεση, ο Φρόυντ την αποκαλεί ναρκισσική, ενώ ο Λακάν θα την ονομάσει φαντασιακή, αφού το παιδί ταυτίζεται με το αντίτυπό του μέσω της εικόνας (Fages 1997, 16) -ταύτιση που προεικονίζει κατά τον Dor (ό.π.) “τον χαρακτήρα της φαντασιακής του αλλοτρίωσης, από όπου και η ”χρόνια παραγνώριση” που δεν θα πάψει να διατηρεί με τον ίδιο του τον εαυτό”.
Το δεύτερο κρίσιμο σημείο για τη δόμηση του υποκειμένου είναι το οιδιπόδειο, όπου ο πατέρας παρεμβαίνει ως ο τρίτος απαγορεύοντας την αιμομειξία και σπάζοντας τη φαντασιακή ενότητα του παιδιού με τη μητέρα, βίωμα που κυρίως εκτυλίσσεται γύρω από την προβληματική του φαλλού. ‘Οπως ήδη ειπώθηκε, η καταρχήν επιθυμία του παιδιού είναι να είναι ο φαλλός της μητέρας, η επιθυμία της επιθυμίας της, πιο απλά να είναι τα πάντα γι’ αυτήν. Σε κάποιο σημείο, αρχίζει να συνδέει την απουσία της μητέρας με τον τρίτο -τον πατέρα- και καταλαβαίνει ότι ο φαλλός είναι αλλού: δεν είναι ο ίδιος, δεν τον έχει η μητέρα, βρίσκεται προς τη μεριά του πατέρα -εντοπισμός που θα κινητοποιήσει στο τελευταίο στάδιο του οιδιποδείου ταυτίσεις ως προς το φύλο. Το σπάσιμο αυτό της φαντασιακής δυαδικής σχέσης και η αποδοχή του Νόμου του Πατέρα -η ταύτιση με τον νόμο του- εισάγουν το παιδί στη συμβολική τάξη, της γλώσσας, της κουλτούρας, του πολιτισμού, τοποθετώντας το μέσα στην τριαδική σχέση, απελευθερώνοντας το από τη φαντασιακή υποταγή του στη μητέρα και καθιστώντας το υποκείμενο.
Νομίζω πως εδώ είναι το κρίσιμο σημείο της θεωρίας του Λακάν για το τρίπολο υποκειμενικότητα, συμβολική τάξη (του συστήματος συγγενείας, και με αυτή την έννοια του πολιτισμού), συμβολική τάξη του συστήματος της γλώσσας (ενός συστήματος αναπαράστασης). Καταρχήν ο Λακάν συνδέει την είσοδο στη συμβολική τάξη με την είσοδο στη γλώσσα. Ξαναδιαβάζοντας” το fort-da του Φρόυντ, ο οποίος εκεί βλέπει τον καταναγκασμό της επανάληψης, ο Λακάν εκτός των άλλων εντοπίζει στο παιχνίδι αυτό και κυρίως στη λεκτική εκφορά του τη συμβολική κυριαρχία επί του χαμένου αντικειμένου. Που σημαίνει ότι το παιδί “καταφέρνει στο εξής να κυριαρχεί πάνω στο ότι δεν είναι πλέον το ένα και μοναδικό αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας, δηλαδή το αντικείμενο που πληροί την έλλειψη του ‘Αλλου, δηλαδή ο φαλλός” (Dor 1994, 124). Η επιθυμία αυτή, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, θα μεταφερθεί στα υποκατάστατα αντικείμενα της επιθυμίας· το κυριότερο σε αυτό είναι ότι θα καταστήσει το παιδί επιθυμούν υποκείμενο και όχι αντικείμενο επιθυμίας (της μητέρας). Δεύτερον, με την αποδοχή του Νόμου του Πατέρα η πρωταρχική επιθυμία απωθείται (έχουμε εδώ την πρωταρχική απώθηση -που θα διασφαλίσει το πέρασμα από την άμεση βίωση στη συμβολοποίηση μέσα από τη γλώσσα- και τη δημιουργία ασυνειδήτου). Σε αυτό το σημείο γίνεται, κατά την άποψη μου, η σύνδεση των δύο συμβολικών συστημάτων: Το παιδί, με την αποδοχή του Νόμου του Πατέρα και ονομάζοντας αυτόν, εν αγνοία του ονομάζει το πρωταρχικό του σημαίνον, την επιθυμία να είναι ο φαλλός: Γι’ αυτό το ‘Ονομα του Πατέρα αποτελεί μεταφορά.
Εφόσον το υποκείμενο άλλο ονομάζει και άλλο λέει κατά βάθος με την πατρική μεταφορά, εμφανίζεται η εγκαθίδρυση μιας ψυχικής διαίρεσης (Spaltung) του υποκειμένου ανάμεσα στο ασυνείδητο -τον ψυχισμό του- και τον συνειδητό του λόγο, διαίρεση η οποία επέρχεται υπό το κράτος της γλώσσας· με αυτή την έννοια, κατά τον Dor (ό.π., 137), το ασυνείδητο θα δομηθεί υποταγμένο στην τάξη του σημαίνοντος, δηλ. σαν γλώσσα. ‘Αποψη που προκάλεσε τη ρήξη του Λακάν με τη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη, στον βαθμό που υπέταξε τη δημιουργία του ασυνειδήτου στη γλώσσα, αναγνωρίζοντάς τη ως βασική προϋπόθεσή του, και θεώρησε το υποκείμενο ως υπάρχον μόνο ως ομιλούν (το ομιλ-όν). Ο Λακάν χρησιμοποιεί τη διάκριση του Benveniste (1966) ανάμεσα σε υποκείμενο της εκφώνησης και υποκείμενο του εκφωνήματος για να καταδείξει ότι το υποκείμενο του ασυνειδήτου, το υποκείμενο της επιθυμίας, προσδιορίζεται σε επίπεδο εκφώνησης, σε αυτό που λέγεται σε ένα κατά κάποιον τρόπο “κείμενο λόγου”, ενώ στο εκφώνημα, στην πρόταση, εκεί που γραμματικά θα βάλει τη στίξη το υποκείμενο, χάνεται η αλήθεια του καθώς εμφανίζεται διαστρεβλωμένη -η ψυχαναλυτική εργασία συνίσταται, με αυτή την έννοια, στην ανάδυση της επιθυμίας του υποκειμένου μέσα από τα εκφωνήματά του· γι’ αυτό ο αναλυτής ακούει “από κάτω” από τα συγκεκριμένα εκφωνήματα “προσέχοντας” το συνολικό κείμενο του αναλυόμενου.
Αν το υποκείμενο αναδύεται μέσα από τη γλώσσα -και αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αιτία της γλώσσας/ του σημαίνοντος αλλά επίπτωσή της-, ταυτοχρόνως όμως αλλοτριώνεται μέσα και από αυτήν, εφόσον το ίδιο λόγω της διαδικασίας της συμβολοποίησης (“το πράγμα πρέπει να φονευθεί για να αντιπροσωπευθεί”) εμφανίζεται κατά την έκφραση του A. Miller “σαν να υπέχει θέση. Δεν είναι εκεί αλλά και δεν είναι και απόν”. ‘Ετσι παρουσιάζεται το αντιφατικό φαινόμενο: από τη μια η γλώσσα κάνει να αναδυθεί το υποκείμενο, από την άλλη το εξαφανίζει μέσα από την αναπαράστασή του. Ο Λακάν ονομάζει αυτή την έκλειψη στιγμιαία εξαφάνιση του υποκειμένου, το γεγονός δηλ. ότι μέσω της γλώσσας το υποκείμενο νοείται ως αναπαράσταση, ως προσωπείο που το αλλοτριώνει, αποκρύπτοντάς το από τον εαυτό του (Dor 1994, 146). O όρος σχίση [refente] αποδίδει αυτή ακριβώς την αλλοτρίωση μέσα και από τη γλώσσα.
Από τη μια λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται διαχωρισμένο από τον “λόγο” του ασυνειδήτου του, τον λόγο της επιθυμίας του, και από την άλλη λειτουργεί στον λόγο ως “υπέχον θέση”, ως ομοίωμα. Μία ακόμη από τις δραματικές αντιφατικότητες της ύπαρξης. Μπορεί το υποκείμενο με την πρόσβαση στη γλώσσα και τη συμβολική τάξη να απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία της φαντασιακής δυαδικής σχέσης με τη μητέρα, από την άλλη όμως βυθίζεται πάλι μέσω της γλώσσας σε μια άλλη φαντασιακή αιχμαλωσία του εαυτού του υιοθετώντας τα διάφορα εγώ του -αλλοτριωμένου- λόγου του και αποκτώντας έτσι μια φαντασιακή εικόνα του εαυτού του -το Εγώ [Moi]. Στη φαντασιακή αυτή αναπαράσταση, εικόνα, του εαυτού του υπεισέρχεται και ο ‘Αλλος (η μητέρα καταρχήν), στον βαθμό που μέσα από τα μάτια του ‘Αλλου γίνεται η αναγνώρισή μας (προεικονίζεται ήδη από το στάδιο του καθρέφτη, όπου μέσα από τα μάτια του ‘Αλλου υπάρχει η έγκριση για την ταύτιση του παιδιού με αυτό που βλέπει). Αναλόγως όμως κινείται και η σχέση του Εγώ [Moi] με τον άλλον, διαποτισμένη από το φαντασιακό, αφού με τον ίδιο τρόπο που εκλαμβάνει τον εαυτό του εκλαμβάνει και τον άλλον. Η επικοινωνία όμως έτσι καθίσταται “διάλογος μεταξύ κουφών”, αφού ο καθείς επικοινωνεί μέσα από τα Εγώ [moi] του. Ο Μεγάλος ‘Αλλος -η επικοινωνία με το ασυνείδητο- καθίσταται αδύνατη στον βαθμό που διαχωρίζεται από τον “τοίχο της γλώσσας”· ο Μεγάλος ‘Αλλος βρίσκεται από την άλλη πλευρά του, όπως ακριβώς το υποκείμενο λόγω της γλώσσας τίθεται εκτός της προσωπικής του αλήθειας. Και είναι ο στόχος της ανάλυσης αυτό τον κενό -αλλοτριωμένο- λόγο του υποκειμένου να τον καταστήσει πλήρη, να τον φέρει σε επικοινωνία με το ασυνείδητό του, με την επιθυμία του, αποκαθιστώντας τη συμβολική τάξη στον φαντασιακό του λόγο.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Εδουάρδου Σάκαγιαν.
πηγή κειμένου:http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/guide/thema_a5/12.html/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου