Ετικέτες

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Η Μάχη της Μυκάλης




Η Μάχη της Μυκάλης διεξήχθη στις 27 Αυγούστου 479 π.Χ στη Μυκάλη της Ιωνίας μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων και είχε ως επακόλουθο την ελληνική αντεπίθεση. Το 480 π.Χ, οι Πέρσες πέτυχαν νίκες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο, έχοντας καταστρέψει τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Αττική – ωστόσο, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και εμπόδισαν την προώθηση των Περσών. Τον Αύγουστο του 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν στρατό για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Πλαταιές, όπου οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη – παράλληλα, ο Λεωτυχίδας Β’, διοικητής του ελληνικού στόλου, επιτέθηκε στους Πέρσες και κατέστρεψε τον στόλο τους και, αργότερα, το πεζικό τους.
Μετά τις δύο αυτές μάχες ακολούθησε η ελληνική αντεπίθεση και ο πόλεμος συνεχίστηκε για περίπου 30 έτη. Αν και οι δύο μάχες είχαν αποφασιστική σημασία δεν θεωρούνται θρυλικές όπως η αυτές του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα – αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι’ άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη.[63] Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ηροδότου Ιστορίαι, ΒΙΒΛΙΟ Θ΄ ΚΑΛΛΙΟΠΗ)
90. Την ίδια μέρα που οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές, υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος, κάτω από τις διαταγές του ΣπαρτιάτηΛευτυχίδη βρισκόταν στη Δήλο, τρεις άνδρες έφτασαν από τη Σάμο με ένα μήνυμα·  οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, γιος του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, γιος του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, γιος του Αρισταγόρα, που είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες τύραννο. Αυτοί, λοιπόν, παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος τους έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες κι ότι οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν ή, αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ. Έπειτα, στο όνομα όλων των κοινών θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένο. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, γιατί τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι να σας παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».
ADVERTISEMENT
91. Καθώς ο ξένος από τη Σάμο εξακολουθούσε να τους πιέζει με την έκκλησή του, ο Λευτυχίδης, είτε από θεϊκή συντυχία είτε επειδή πραγματικά περίμενε ότι η απάντηση μπορεί να ήταν κάποιος οιωνός, τον ρώτησε το όνομά του. Κι εκείνος απάντησε «Ηγησίστρατος». Οπότε ο ναύαρχος δεν τον άφησε να συνεχίσει και φώναξε: «Σάμιε φίλε μου, δέχομαι τον οιωνό. Και τώρα, πριν φύγεις εσύ και οι δύο σύντροφοί σου, δώστε μας μια εγγύηση ότι θα έχουμε την αμέριστη υποστήριξη του λαού της Σάμου».
92. Αμέσως με τα λόγια προχώρησε στις πράξεις. Έτσι υπαγορεύτηκε ο όρκος· οι Σάμιοι τον έδωσαν αμέσως κι έγινε μια προφορική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης. Οι δύο ξένοι έφυγαν μετά… ο τρίτος, ο Ηγησίστρατος, διατάχτηκε να πλεύσει με τον ελληνικό στόλο, αφού ο Λευτυχίδης πίστευε ότι το όνομά του ήταν καλός οιωνός.
96. Μόλις οι οιωνοί από τις θυσίες φάνηκαν ευνοϊκοί, ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε από τη Δήλο κι έπλευσε για τη Σάμο. Εδώ τα πλοία άραξαν κοντά στους Καλάμους— όπου υπάρχει το Ηραίο  κι άρχισαν να προετοιμάζονται για τη ναυμαχία. Οι Πέρσες, μόλις πληροφορήθηκαν την προσέγγισή τους, έδιωξαν τους Φοίνικες κι οι ίδιοι τράπηκαν με τα πλοία σε φυγή προς την ασιατική ακτή, γιατί είχαν αποφασίσει, μετά από συζήτηση, ότι αφού δεν ήταν αντάξιος αντίπαλος του ελληνικού στόλου, το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν ν’ αποφύγουν την αναμέτρηση. Έτσι, έπλευσαν στη Μυκάλη, όπου θα είχαν την υποστήριξη των στρατευμάτων που, σύμφωνα με διαταγές του Ξέρξη, είχαν αποσπαστεί από το κύριο σώμα του στρατού για να φρουρούν την Ιωνία. Αυτή η δύναμη είχε εξήντα χιλιάδες άνδρες και είχε στρατηγό τον Τιγράνη, τον πιο ψηλό και πιο όμορφο άνδρα στον περσικό στρατό. Το σχέδιό τους ήταν να σύρουν τα πλοία στην ακτή, κάτω από την προστασία αυτού του στρατεύματος, και να χτίσουν ένα αμυντικό οχυρό γύρω τους, μέσα στο οποίο θα κατέφευγαν κι οι ίδιοι, αν υποχρεώνονταν από τον εχθρό. Έχοντας αυτό το σχέδιο στο μυαλό, σήκωσαν πανιά.
97. Αφού πέρασαν τον ναό των Ποτνίων, έφτασαν στη Γαίσωνα και στον Σκολοπόεντα της Μυκάλης, όπου υπάρχει ναός αφιερωμένος στην Ελευσίνια Δήμητρα. Ο ναός είχε χτιστεί από τον Φίλιστο, γιο του Πασικλή, όταν συνόδευσε τον Νειλέα, γιο του Κόδρου, στην επιχείρηση για την ίδρυση της Μιλήτου. Εκεί, έσυραν τα πλοία τους στην ξηρά κι ύψωσαν ένα τείχος από πέτρες και ξύλα γύρω τους, κόβοντας τα οπωροφόρα δέντρα της περιοχής· πρόσθεσαν γύρω και πασσάλους κι ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν μια πολιορκία.
98. Οι Έλληνες θύμωσαν, όταν ανακάλυψαν ότι οι Πέρσες είχαν φύγει για τα ηπειρωτικά, και δίστασαν για λίγο ν’ αποφασίσουν αν έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή να πλεύσουν προς τον Ελλήσποντο. Τέλος, όμως, κατέληξαν να μην κάνουν τίποτε απ’ τα δυο, αλλά να ξεκινήσουν για την ήπειρο. Όλα τα απαραίτητα για μια ναυμαχία και οι αποβάθρες ήταν σε ετοιμότητα κι ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε προς τη Μυκάλη. Κανένα εχθρικό πλοίο δε βγήκε να τους αντιμετωπίσει καθώς πλησίαζαν το στρατόπεδο. Λίγο μετά είδαν ότι όλα τα πλοία ήταν αραγμένα στην παραλία, προστατευμένα μέσα σε τείχος, κι ότι ισχυρή δύναμη στρατού ξηράς περίμενε συγκεντρωμένη στην ξηρά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Λευτυχίδης πλησίασε όσο μπορούσε με το πλοίο του στην παραλία και, καθώς περνούσε, έβαλε έναν κήρυκα να φωνάξει την ακόλουθη έκκληση στους Ίωνες: «Άνδρες της Ιωνίας, αν μ’ ακούτε, προσέξτε τι έχω να σας πω. Οι Πέρσες, έτσι κι αλλιώς, δε θα καταλάβουν τίποτα. Όταν αρχίσει η μάχη, θυμηθείτε όλοι σας την ελευθερία κι έπειτα, το σύνθημά μας, Ήρα. Όσοι μ’ ακούσατε πρέπει να μεταφέρετε το μήνυμά μου σ’ αυτούς που δεν άκουγαν». Αυτή η ενέργεια είχε τον ίδιο σκοπό με την κίνηση του Θεμιστοκλή στο Αρτεμίσιο. Είτε οι Πέρσες δε θα μάθαιναν τι τους είπε κι οι Ίωνες θα τολμούσαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του ή τα λόγια του θα μεταφράζονταν στους Πέρσες που, μοιραία, θα γίνονταν καχύποπτοι απέναντι στους Ίωνες.
99. Αμέσως μετά από την έκκληση του Λευτυχίδη, οι Έλληνες προσάραξαν τα πλοία τους στην ακτή κι οι άνδρες παρατάχτηκαν στην παραλία. Η πρώτη ενέργεια των Περσών, όταν είδαν τους Έλληνες να ετοιμάζονται για τη μάχη με παραινέσεις, μάλιστα, προς τους Ίωνες, ήταν να αφοπλίσουν τους Σαμίους, τους οποίους υποπτεύονταν για συμπάθεια προς το Ελληνικό ζήτημα· πράγματι, όταν μερικοί Αθηναίοι, που πιάστηκαν από τους άνδρες του Ξέρξη, μεταφέρθηκαν στα Περσικά πλοία αιχμάλωτοι, οι Σάμιοι τους ελευθέρωσαν και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα με προμήθειες για το ταξίδι τους. Το γεγονός ότι είχαν σώσει πεντακόσιους εχθρούς του Ξέρξη ήταν ο κυριότερος λόγος της καχυποψίας των Περσών. Μετά, ο Πέρσης διοικητής διέταξε τους Μιλησίους να φρουρούν τα περάσματα που οδηγούν στα βουνά της Μυκάλης —φαινομενικά επειδή οι Μιλήσιοι γνώριζαν αυτή την περιοχή της χώρας τους αλλά, στην πραγματικότητα, για να τους απομακρύνει όσο γινόταν από το πεδίο της μάχης. Έπειτα, αφού πήραν αυτές τις προφυλάξεις ενάντια στους Ίωνες που υποψιάζονταν ότι ίσως δημιουργούσαν προβλήματα, αν τους δινόταν η ευκαιρία, άρχισαν να παίρνουν θέσεις μάχης —σε αμυντική παράταξη που προστατευόταν πίσω από ένα φράγμα από ασπίδες.
100. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, κινήθηκαν ενάντια στον εχθρό αμέσως μόλις ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες τους. Στη διάρκεια της προέλασής τους, βρήκαν στην παραλία το σκήπτρο ενός κήρυκα και, ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε στις γραμμές η φήμη ότι οι Έλληνες είχαν νικήσει το Μαρδόνιο στη Βοιωτία. Είναι πολλά τα γεγονότα που με ωθούν να πιστέψω ότι το θεϊκό χέρι επεμβαίνει πολύ συχνά στις ανθρώπινες υποθέσεις, γιατί, πώς αλλιώς εξηγείται ότι η ήττα των Περσών στη Μυκάλη συνέβη την ίδια ακριβώς μέρα με την πανωλεθρία τους στις Πλαταιές ή ότι μια τέτοια φήμη κυκλοφόρησε στους Έλληνες, δίνοντας σε όλους τους άνδρες διπλάσιο θάρρος και αποφασιστικότητα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους.
101. Άλλη μια παράξενη σύμπτωση συνέβη. Και οι δύο μάχες δόθηκαν κοντά σε ναούς της Ελευσίνιας Δήμητρας — αφού, όπως ανέφερα ήδη, και η μάχη των Πλαταιών έγινε πολύ κοντά στο Δημήτριο και, το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη Μυκάλη. Επιπλέον, η φήμη ότι οι άνδρες του Παυσανία είχαν νικήσει στις Πλαταιές ήταν απόλυτα ορθή, γιατί η μάχη των Πλαταιών έγινε νωρίς το πρωί, ενώ η συμπλοκή στη Μυκάλη δεν έλαβε χώρα παρά το απόγευμα. Η σύμπτωση της ημερομηνίας και του μήνα αποδείχτηκε, όταν υπολόγισαν τις μέρες προς τα πίσω, λίγο αργότερα. Προτού πάρουν την αναφορά από τις Πλαταιές, οι άνδρες ανησυχούσαν πολύ, όχι τόσο για τους εαυτούς τους όσο για την τύχη των συμπατριωτών τους που θα αντιμετώπιζαν το Μαρδόνιο· μόλις, όμως, έλαβαν τα καλά νέα, άρχισαν την επίθεση με πολύ υψηλότερο ηθικό και ζωηρό βηματισμό. Έτσι, και οι δύο αντίπαλοι ανυπομονούσαν να συγκρουστούν, γνωρίζοντας ότι αντικειμενικός σκοπός της αναμέτρησης τους ήταν ο έλεγχος του Ελλησπόντου και των νησιών του Αιγαίου.
102. Οι Αθηναίοι, τώρα, μαζί με αυτούς που ήταν παραταγμένοι δίπλα τους, σχεδόν μέχρι το κέντρο, βάδιζαν κατά μήκος της παραλίας, σε επίπεδο έδαφος, ενώ ο δρόμος των Λακεδαιμονίων κι αυτών δίπλα τους ανέβαινε κι έκλεινε από ψηλά βουνά. Κατά συνέπεια, οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί ήδη στη μάχη, όσο οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν ακόμα τον κύκλο. Οι Πέρσες, όσο έμειναν ανέπαφα τα γέρρα, απωθούσαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις και δεν ήταν σε τόσο δύσκολη θέση· από τη στιγμή, όμως, που οι Αθηναίοι και οι μονάδες που πολεμούσαν μαζί τους, προτιμώντας να αποσπάσουν οι ίδιοι τη δόξα της μάχης παρά να την παραχωρήσουν στους Σπαρτιάτες, έδωσαν το σύνθημα κι έγιναν πιο τολμηροί, όλα άλλαξαν. Έσπασαν την αμυντική γραμμή των ασπίδων και ξεχύθηκαν πάνω στον εχθρό με μια γενική επίθεση.
Η αλήθεια είναι ότι, για λίγο, οι Πέρσες κατάφεραν να συγκρατήσουν την επίθεση, αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πίσω από την ασφάλεια του οχυρού τους. Οι Αθηναίοι και, με τη σειρά που ήταν παραταγμένοι, οι άνδρες της Κορίνθου, της Σικυώνας και της Τροιζήνας, κατόρθωσαν να εισβάλουν πίσω ακριβώς από τον εχθρό. Αυτό ήταν το τέλος- γιατί, μόλις έπεσε το τείχος, ο εχθρός δεν πρόβαλε άλλη αξιόλογη αντίσταση – αντίθετα, όλοι τους τράπηκαν σε άτακτη φυγή, εκτός από τους ίδιους τουςΠέρσες, οι οποίοι, σε σκόρπιες ομάδες, συνέχισαν να πολεμούν ενάντια στους Έλληνες που ακόμα εισέρρεαν στο οχυρό από την παραλία. Από τους Πέρσες ναυάρχους σώθηκαν μόνο δύο, ο Αρταΰντης, και ο Ιθαμίτρης, ενώ ο Μαρδόντης κι ο διοικητής του στρατού, Τιγράνης, σκοτώθηκαν στη μάχη.
103. Οι Λακεδαιμόνιοι έφτασαν με το υπόλοιπο στράτευμα που τους συνόδευε, ενώ οι περσικές μονάδες αντιστέκονταν ακόμα, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να συμμετάσχουν κι αυτοί στην υπόλοιπη μάχη. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν επίσης σημαντικές, κυρίως ανάμεσα στους Σικυωνίους, των οποίων ο στρατηγός Περίλεως σκοτώθηκε. Οι Σάμιοι, που υπηρετούσαν κάτω από διαταγές των Μήδων κι είχαν αφοπλιστεί νωρίτερα, βλέποντας από την αρχή ότι η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη, έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να βοηθήσουν τους Έλληνες- οι υπόλοιποι Ίωνες, ακολουθώντας το παράδειγμα τους, στράφηκαν εναντίον των Περσών διοικητών τους.
104. Οι Μιλήσιοι, όπως ανέφερα, είχαν πάρει διαταγή να φρουρούν τα ορεινά περάσματα, ως μέτρο προφύλαξης των Περσών, που ήθελαν να έχουν οδηγούς που θα τους πήγαιναν σε ασφαλέστερα εδάφη, στην περίπτωση που οι Πέρσες θα είχαν μια κακοτυχία όπως αυτή που τους συνέβη. Παράλληλα, τους είχε ανατεθεί αυτός ο ρόλος και για έναν άλλο λόγο, δηλαδή να τους εμποδίσει να προκαλέσουν προβλήματα στον περσικό στρατό· αυτό που έκαναν στην πράξη ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι τους είχαν διατάξει· γιατί, όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να διαφύγουν, τους οδήγησαν σε λάθος δρόμο, από μονοπάτια που τους έφερναν ξανά αντιμέτωπους με τον εχθρό και, τελικά, πήραν μέρος στη σφαγή κι αποδείχτηκαν οι χειρότεροι εχθροί τους. Έτσι, αυτή η μέρα έφερε τη δεύτερη στάση των Ιώνων ενάντια στην Περσική κυριαρχία.
Τα γεγονότα σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη)
34. Στην Ιωνία επίσης, έδωσαν μεγάλη μάχη οι Έλληνες με τους Πέρσες την ίδια μέρα που δόθηκε η μάχη στις Πλαταιές, και εφόσον έχουμε σκοπό να γράψουμε γι’ αυτή, θα πιάσουμε από την αρχή την αφήγησή της. Ο Λεωτυχίδης λοιπόν, ο Λακεδαιμόνιος, και ο Ξάνθιππος ο Αθηναίος, επικεφαλής της ναυτικής δύναμης, συγκέντρωσαν το στόλο μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας στην Αίγινα, όπου έμειναν μερικές ημέρες, και στη συνέχεια έπλευσαν στη Δήλο, έχοντας μαζί τους διακόσιες πενήντα τριήρεις. Ενώ ήταν αγκυροβολημένοι εκεί, ήρθαν πρέσβεις από τη Σάμο, ζητώντας τους να ελευθερώσουν τους Έλληνες της Ασίας. Ο Λεωτυχίδης συνεδρίασε με τους διοικητές, και αφού άκουσαν μέχρι τέλους τους Σαμίους, αποφάσισαν να ελευθερώσουν τις πόλεις και απέπλευσαν τάχιστα από τη Δήλο. Οι ναύαρχοι όμως των Περσών, που βρίσκονταν στη Σάμο, μαθαίνοντας ότι οι Έλληνες έπλεαν εναντίον τους, τραβήχτηκαν από τη Σάμο με όλα τα πλοία και, αφού κατέπλευσαν στη Μυκάλη της Ιωνίας, τράβηξαν στην ξηρά τα πλοία, βλέποντας ότι δεν ήταν ικανά για ναυμαχία, και τα περιέβαλαν με ξύλινο τείχος και βαθιά τάφρο. Παρόλ’ αυτά, κάλεσαν και δυνάμεις πεζικού από τις Σάρδεις και τις κοντινές πόλεις και συγκέντρωσαν συνολικά εκατό χιλιάδες άντρες. Επιπλέον, έκαναν και όλες τις άλλες απαραίτητες πολεμικές προπαρασκευές, πιστεύοντας ότι οι Ίωνες θα αποστατούσαν προς τους αντιπάλους. Ο Λεωτυχίδης, με όλο το στόλο έτοιμο, έπλευσε προς τους βαρβάρους που βρίσκονταν στη Μυκάλη κι έστειλε προπομπό ένα πλοίο που είχε τον κήρυκα με την πιο δυνατή φωνή από όσους βρίσκονταν στο στόλο. Τον είχε προστάξει να πλεύσει κοντά στους εχθρούς και με δυνατή φωνή να ανακοινώσει ότι οι Έλληνες είχαν νικήσει τους Πέρσες [στις Πλαταιές], και τώρα είχαν έρθει να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις της Ασίας. Αυτό το έκανε ο Λεωτυχίδης, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες που είχαν συστρατευθεί με τους βαρβάρους θα αποστατούσαν από τους Πέρσες και θα ακολουθούσε μεγάλη αναταραχή στο στρατόπεδο των βαρβάρων πράγμα που έγινε. Γιατί μόλις ο κήρυκας έπλευσε κοντά στα πλοία που ήταν τραβηγμένα στη στεριά και κήρυξε αυτά που τον είχαν προστάξει, οι μεν Πέρσες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους Έλληνες, οι δε Έλληνες άρχισαν να συμφωνούν μεταξύ τους για αποστασία.
35. Έχοντας από μακριά παρατηρήσει οι Έλληνες τα όσα συνέβαιναν στους αντιπάλους, αποβίβασαν τη δύναμή τους. Την επομένη, κι ενώ ετοιμάζονταν για τη μάχη, έφτασε η είδηση ότι οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στις Πλαταιές. Γι’ αυτό, ο Λεωτυχίδης συγκάλεσε συνέλευση, παροτρύνοντας τα πλήθη στη μάχη, και μεταξύ των άλλων που ανέφερε παρουσίασε τη νίκη στις Πλαταιές με πομπώδη τρόπο, θεωρώντας ότι ένεκα αυτής της νίκης θα έκανε ακόμη πιο τολμηρούς αυτούς που έμελλε να αγωνιστούν. Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά θαυμαστό, καθώς δόθηκε η εικόνα ότι και οι δυο μάχες έγιναν την ίδια μέρα, τόσο αυτή που έλαβε χώρα στη Μυκάλη όσο και εκείνη που έγινε στις Πλαταιές. Γι’ αυτό, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι του Λεωτυχίδη δεν είχαν πληροφορηθεί ακόμη τη νίκη και ότι έπλασαν από μόνοι τους την επιτυχία, κάνοντας το για λόγους στρατηγικής? άλλωστε το μέγεθος της απόστασης αποδεικνύει ότι η μετάδοση της είδησης ήταν αδύνατη. Όσο για τους αρχηγούς των Περσών, μη έχοντας εμπιστοσύνη στους Έλληνες, τους αφόπλισαν και παρέδωσαν τα όπλα στους δικούς τους φίλους? και, αφού παρότρυναν τα πλήθη και είπαν ότι θα ερχόταν ο ίδιος ο Ξέρξης σε βοήθεια μαζί με πολύ στρατό, τους έκαναν όλους να έχουν θάρρος απέναντι στον κίνδυνο της μάχης.
36. Όταν και οι δυο πλευρές παρέταξαν τις δυνάμεις τους και τις οδηγούσαν τη μια εναντίον της άλλης, οι Πέρσες, βλέποντας λίγους τους αντιπάλους, τους αψήφησαν και άρχισαν να τους επιτίθενται με δυνατές ιαχές. Οι Σάμιοι τώρα και οι Μιλήσιοι, που είχαν αποφασίσει εκ των προτέρων ομόφωνα να βοηθήσουν τους Έλληνες, προήλαυναν με βιάση όλοι μαζί. Μόλις πλησίασαν και έγιναν ορατοί από τους Έλληνες, ενώ οι Ίωνες πίστευαν πως αυτό θα έκανε τους Έλληνες να πάρουν μεγαλύτερο θάρρος, το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο. Γιατί οι άντρες του Λεωτυχίδη, νομίζοντας ότι είχε έρθει ο Ξέρξης από τις Σάρδεις με το στρατό του, φοβήθηκαν και, μέσα στη σύγχυση που επακολούθησε, διχάστηκαν οι μεν έλεγαν ότι πρέπει να μπουν στα πλοία και να φύγουν το ταχύτερο και οι δε ότι πρέπει να μείνουν και να δώσουν τη μάχη με θάρρος. Ενώ ήταν ακόμη σε αναταραχή, φάνηκαν οι Πέρσες, εξοπλισμένοι με τρόπο που προκαλούσε τρόμο, να ορμούν εναντίον τους με πολεμικές ιαχές. Οι Έλληνες, μη έχοντας περιθώριο να σκεφτούν, αναγκάστηκαν να υποστούν την έφοδο των βαρβάρων. Αρχικά, επειδή και οι δυο πλευρές αγωνίζονταν ρωμαλέα, η μάχη ήταν ισόρροπη και πολυάριθμοι άνδρες έπεφταν και από τις δυο πλευρές. Όταν όμως φάνηκαν οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι, οι Έλληνες πήραν θάρρος και οι βάρβαροι, τρομαγμένοι, όρμησαν να φύγουν. Επακολούθησε μεγάλο φονικό και οι άντρες του Λεωτυχίδη και του Ξάνθιππου, ακολουθώντας από κοντά τους ηττημένους, καταδίωξαν τους βαρβάρους μέχρι το στρατόπεδο. Κι ενώ η μάχη είχε ήδη κριθεί, πήραν μέρος και οι Αιολείς καθώς και πολλοί από τους άλλους λαούς που βρίσκονταν στην Ασία, γιατί στις πόλεις της Ασίας είχε δημιουργηθεί μια τρομερή επιθυμία για ελευθερία. Γι’ αυτό, σχεδόν όλοι, δε νοιάστηκαν ούτε για τους ομήρους ούτε για τις ένορκες συμφωνίες, αλλά μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες σκότωναν τους βαρβάρους που είχαν τραπεί σε φυγή. Κατά την ήττα των Περσών, που συνέβη με αυτό τον τρόπο, σκοτώθηκαν περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες από αυτούς, ενώ από όσους διασώθηκαν, άλλοι κατέφυγαν στο στρατόπεδο και άλλοι έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν ο Ξέρξης πληροφορήθηκε την ήττα στις Πλαταιές και την τροπή σε φυγή των στρατευμάτων του στη Μυκάλη, άφησε ένα μέρος της δύναμης του στις Σάρδεις, για να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων, αλλά ο ίδιος, καταθορυβημένος, κίνησε με την υπόλοιπη στρατιά, κατευθυνόμενος προς τα Εκβάτανα.
37. Οι δυνάμεις του Λεωτυχίδη και του Ξάνθιππου, αφού απέπλευσαν για τη Σάμο, έκαναν συμμάχους τους Ίωνες και τους Αιολείς, και στη συνέχεια προσπαθούσαν να τους πείσουν να εγκαταλείψουν την Ασία και να μετοικήσουν στην Ευρώπη. Τους υπόσχονταν να διώξουν τα έθνη που είχαν μηδίσει και να δώσουν σ’ εκείνους τα εδάφη τους. Και γενικά, αν έμεναν στην Ασία θα είχαν τους εχθρούς, οι οποίοι υπερείχαν κατά πολύ σε δυνάμεις, γείτονες, ενώ οι σύμμαχοι που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά της θάλασσας δε θα μπορούσαν να φτάσουν έγκαιρα σε βοήθεια. Οι Αιολείς και οι Ίωνες, ακούγοντας τις υποσχέσεις, αποφάσισαν να πειστούν σ’ αυτά που τους έλεγαν οι Έλληνες και ετοιμάζονταν να πλεύσουν μαζί τους στην Ευρώπη. Οι Αθηναίοι, όμως, άλλαξαν γνώμη και τους συμβούλευαν να μείνουν εκεί που βρίσκονταν, λέγοντας ότι, ακόμη κι αν δεν τους βοηθούσε κανένας άλλος από τους Έλληνες, οι Αθηναίοι και μόνο, όντας συγγενείς τους, θα τους βοηθούσαν. Γιατί σκέφτονταν ότι, αν οι Ίωνες έπαιρναν τόπους κατοικίας από όλους τους Έλληνες, δε θα θεωρούσαν πια ως μητρόπολη τους την Αθήνα. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Ίωνες άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν να παραμείνουν στην Ασία. Όταν έγιναν αυτά, ο στρατός των Ελλήνων χωρίστηκε στα δυο, και οι μεν Λακεδαιμόνιοι απέπλευσαν προς τη Λακωνία, ενώ οι Αθηναίοι, μαζί με τους Ίωνες και τους νησιώτες, σήκωσαν άγκυρα για το Σηστό. O στρατηγός Ξάνθιππος, μόλις κατέπλευσε εκεί, κάνοντας επιθέσεις στην πόλη κατέλαβε το Σηστό και, αφού εγκατέστησε φρουρά, αποστράτευσε τους συμμάχους, ενώ ο ίδιος, μαζί με τους συμπολίτες του, επέστρεψε στην Αθήνα. Ο πόλεμος λοιπόν που ονομάστηκε Μηδικός, αφού κράτησε δυο χρόνια, τελείωσε με αυτό τον τρόπο. Από τους συγγραφείς, ο Ηρόδοτος, αρχίζοντας από τα χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο, έχει γράψει σε εννέα βιβλία τη γενική ιστορία σχεδόν όλων των γεγονότων που συνέβησαν στην οικουμένη, και τελειώνει την αφήγησή του με τη μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη Μυκάλη και την πολιορκία του Σηστού. […]
[Πηγές: http://users.sch.gr,  η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος. ΗΡΟΔΟΤΟΣ. ΔΙΟΔΩΡΟΣ. ΠΑΝΟΡΑΜΙΟΝ. ΕΛ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου