Η συμφωνία, ήταν αναμενόμενη μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών. Η έννοια – «δανειστής», ίσως και να είναι η ασφαλέστερη από πλευράς χαρακτηρισμού των δρώντων με τους οποίους η Ελλάδα συμφώνησε, έστω σε πρώιμο στάδιο με χώρες οι οποίες προσφέρονται να τη χρηματοδοτήσουν για τα επόμενα τρία χρόνια. Η κουβέντα στη χώρα μας, συνεχίζει να είναι –δυστυχώς- συνεχώς ένα στάδιο πίσω. Ο ελληνικός λαός εξαντλήθηκε από τις αγχώδεις κακουχίες των ημερών και ο δεύτερος μεγαλύτερος –διαχρονικά- φθοροποιός παράγοντας της χώρας μετά την διαφθορά και τις συμφωνίες που ορίζει ο καπιταλισμός της ευνοικρατίας του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, προσπαθεί να αποδομήσει ό,τι δεν κατάφερε τις προηγούμενες μέρες και να διορθώσει την ολοσχερή του αποτυχία στο δημοψήφισμα. Στην ουσία, έχουμε τρείς παράγοντες που πρέπει να εξετάζουμε για να μπορούμε να αποδελτιώνουμς την κάθε εξέλιξη.
Ένας νέος τρόπος επικοινωνίας, μια άλλη πολιτική.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συχνά-πυκνά αποφασίζει να δίνει συνεντεύξεις και να προβαίνει σε διαγγέλματα. Όχι, δεν είναι μόνο η κρισιμότητα της κατάστασης που το επιτάσσει. Δε θυμάται κανείς αυτό να γίνεται από το Καστελόριζο και μετά. Αυτό που επίσης οφείλει να διαφεύγει από τις εντυπώσεις που πάντα υπόσχεται η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής και να μας καθιστά να ενσκύπτουμε πάνω στην ουσία, είναι οτι ο νέος πρωθυπουργός, δεν επιτίθεται στην αντιπολίτευση. Οι λόγοι του στη Βουλή, αφορούν τα όσα λαμβάνουν χώρα. Η αυτοκριτική προηγείται τις όποιας αντιμαχίας. Στελέχη κάθε κόμματος που συνέστησαν το σαθρό ιστό της μεταπολίτευσης που τελείωσε στις 5 Ιουλίου (οι οποίοι βρίσκονται και στα συγκυβερνώντα κόμματα) συνεχίζουν τη γνωστή κενόδοξη και παντελώς πεπαλαιωμένη μέθοδο της «επίκλησης κατά του ήθους του αντιπάλου».
Η σαθρή μεταπολιτευτική πραγματικότητα, δεν επιτέλεσε μόνο το ρόλο του αποδομητή αλλά ήταν επίσης εθιστική. Εθιστική σε τέτοιο βαθμό, που μετέτρεψε την ειλικρίνεια ενός – 6 μηνών- πρωθυπουργού, σε οχλοβοή «Άρον άρον στάυρωσον αυτόν». Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός, όφειλε να υπεραμυνθεί των λαθών του, να πει πράγματα με άλλον τρόπο και να καταφύγει στην παλιά καλή μέθοδο της προηγούμενης καμμένης γης και της σημερινής ωραιοποίησης. Για την ακρίβεια, στη χθεσινή του συνέντευξη ο πρωθυπουργός, ομολόγησε ακόμη και λάθη που δεν έκανε. Ο άξονας πάνω στον οποίον κινούνται ΜΜΕ και παλαιός πολιτικός κόσμος, με επίπεδο πολιτικού λόγου και πρακτικής τύπου «ας έλθει πίσω εκείνος που γελάει», (εννοώντας τον πρωθυπουργό). Η αυτοκριτική του πρωθυπουργού και η συγκέντρωση όλων των λαθών που έγιναν από ένα άπειρο κυβερνητικό σχήμα, μας δίνει μια ουσιαστική πολιτική αλλαγή. Πριν από όλα αυτά τα διαγγέλματα, θεωρούσαμε δεδομένο πως ο «βασιλιάς, παραμένει πίσω από τους οπλίτες προκειμένου να προστατευτεί». Είναι μια πρώτη αλλαγή νοοτροπίας που ευχόμαστε να οδηγήσει νομικά, στην κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η εσωτερική πολιτική κρίση λόγω της συμφωνίας με τους δανειστές.
Η επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης να δοκιμάσει σχέδιο «αριστερής παρένθεσης», αφήνοντας έκθετο τον ελληνικό λαό και τη χώρα, κάποια στιγμή, θα πρέπει ευρύτερα να εξεταστεί. Αν επιθυμούμε να αποδελτιώσουμε ψύχραιμα μια κρίση, οφείλουμε να ανατρέξουμε στην αρχή της. Οι συνέπειες αυτές, προέρχονται από το στάδιο της κρίσης που ξεκίνησε από τις 13 Δεκεμβρίου 2014.
Η παραπάνω κυνική και επικίνδυνη για τη χώρα πολιτική, δεν απαλλάσσει τον σημερινό πρωθυπουργό από τα λάθη του, πριν από εκείνη την ημερομηνία. Ένα επίδοξο κόμμα εξουσίας, δεν μπορεί να φιλοξενεί τόσες ακραίες φωνές. Θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε τους δανειστές -στο βαθμό που θα χρησιμοποιούσαν ως ένα ακόμη άλλοθι- την αντίδρασή τους όταν βλέπουν σε υπουργικές θέσεις ανθρώπους που δεν είναι ούτε στοιχειωδώς συνεννοήσιμοι. Η πολιτική, είναι τέχνη του μέλλοντος και επομένως, προλαμβάνει τα προβλήματα και δεν τα λύνει κατά την εμφάνιση των συνεπειών τους. Τώρα, ο πρωθυπουργός οφείλει σε ένα αντίξοο περιβάλλον να δημιουργήσει εκείνες τις βάσεις που θα δώσουν στην κυβέρνησή του τη διαλλακτικότητα και την πολιτική επάρκεια. Άλλωστε, ήταν κα΄τι παραπάνω από βέβαιο πως μεγάλο ποσοστό της κυβέρνησης που στήθηκε μετά τις 25/1/2015, ήταν αναλώσιμο, δεν μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Οι υποσχέσεις με ορίζοντα το παρόν, ήταν εξίσου άστοχες καθώς ύψωσαν τον πήχη για έναν «πόλεμο» που θα είχε όπως και να έχει πολλές μάχες μελλοντικά. Στη διαπραγμάτευση, αποδείχθηκε οτι η λεγόμενη «δημόσια διπλωματία», που πολλοί θεωρούσαν οτι βοηθά –και σήμερα είναι οι ίδιοι που την επικρίνουν- έδωσε κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο που θα μπορούσε να μην έχει. Μολονότι έλαβε χώρα κάτι τέτοιο, για την αξιολόγηση της διαπραγμάτευσης θα χρειαστεί να επανέλθει κανείς στο μέλλον καθώς εκείνη, επ’ ουδενί δεν έχει ολοκληρωθεί.
Μια συμφωνία που δε θα τηρηθεί και ο ασκός του Αιόλου που ανοίγει στην ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Το πρόβλημα της Ελλάδας, παρά την γερμανική άποψη που υιοθετήθηκε και από αρκετούς μέσα στη χώρα μας, δεν υπήρξε ούε μια στιγμή αμιγώς εσωτερικό, ούτε «ειδική περίπτωση». Η διεθνής αρθρογραφία των ημερών, κάνει λόγο για την αποκάλυψη της παθογενούς Ε.Ε και του αποτελέσματος του τέταρτου σταδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της Ευρωζώνης. Η συμφωνία, με τους δανειστές, συνιστά το τέλος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και πολύ απλά, δε γίνεται να υλοποιηθεί στην πραγματικότητα. Η συμφωνία κατακερματίζει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία ενώ δημιουργεί ζήτημα Διεθνούς Δικαίου, με ξένη-άμεση παρέμβαση στα εσωτερικά ενός κράτους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν άλλοι, πολιτικοί λόγοι που καθιστούν τη διαπραγμάτευση ακόμη ζωντανή.
Το ΔΝΤ, συνεχίζει να αμφισβητεί τη συμφωνία. Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγες ώρες, που το Ταμείο, με επικαιροποιημένη του έκθεση, όχι μόνο ζητά κούρεμα του χρέους ζητά και την περαιτέρω αναδιάρθωσή του, με βάση αυτή που αξίωνε στην έκθεση που δημοσιεύτηκε και η Γερμανία προσπάθησε να εμποδίσει. Χωρίς το ΔΝΤ, (κατά τα όσα η Γερμανία υποστηρίζει) δεν μπορεί να σταθεί μια συμφωνία. Η συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές, είχε και άλλη μια πτυχή η οποία μολονότι σημειολογική, πρόκειται να παράξει πολύ περισσότερο πολιτικό προϊόν από άλλες, πιο μετρήσιμες πτυχές. Κατά την παραμονή της συμφωνίας, η Ε.Ε χωρίστηκε σε δύο μέτωπα. Η λεγόμενη γαλλο-γερμανική –έστω σιωπηρή- συμφωνία για την μετάλλαξη της Ε.Ε, έπαψε να υφίσταται. Η Γερμανία, δεν κατάφερε να συνεχίσει να κρύβεται πίσω από μη θεσμοθετημένα όργανα όπως είναι το Eurogroup και απέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο οτι επιθυμεί την επιβολή μιας παράλογης –σε όλα τα επίπεδα- ευρωπαϊκής πολιτικής. Το δίλημμα της γερμανικής κυβέρνησης, όπως είχαμε αναφέρει, πλαισιωνόταν ως εξής: Α. Να δώσει κίνητρα σε μια νέα κυβέρνηση με διαφορετικό ιδεολογικό άξονα από τον υφιστάμενο ευρωπαϊκό προκειμένου να έλθει προς το κέντρο (με κόστος να καρπωθούν οφέλη άλλα κόμματα, άλλων ευρωπαϊκών χωρών που αρθρώνουν αντι-γερμανική ρητορική) και Β. Να προσπαθήσει να αποδομήσει τη νέα κυβέρνηση, στέλνοντας πανευρωπαϊκό μήνυμα, με κόστος την καλλιέργεια σφοδρότερης αντι-γερμανικής πολιτικής με κατακόρυφη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού έναντι μιας γερμανοκρατούμενης Ευρώπης. Η εικόνα καμμένης γης που παρουσιάζουν τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, συνιστά μια ακόμη αιτία για τη δυσκολία υλοποίησης μια τέτοιας συμφωνίας. Είναι ενδεικτικό πως το κόμμα που ευαγγελίζεται τις μεταρρυθμίσεις, Το Ποτάμι, μέχρι έναν μήνα πριν, έτεινε χείρα συνεργασίας εκμεταλλευόμενο την καλή απήχηση που έχει σε πρόσωπα καίρια για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως είναι ο Μάρτιν Σουλτς και να λάβει μέρος στη συγκυβέρνηση της χώρας. Με βάση όσα βγαίνουν επίσημα αυτές τις μέρες, ο εν λόγω σχηματισμός, προσφέρεται στο να προτείνει ανθρώπους που θα υλοποιήσουν τη συμφωνία, αλλά δεν επιθυμεί τη συγκυβέρνηση.
Με προσωρινό θύμα αυτού του αδιέξοδου διλήμματος που η ίδια η αρτηριοσκληρωτική γερμανική πολιτική, δημιούργησε, για το καλό της Ευρώπης και βέβαια της Ελλάδας, η Γερμανία διολίσθησε στην επιλογή της δεύτερης περίπτωσης. Πριν το ελληνικό δημοψήφισμα, το οποίο καθόρισε εντός και εκτός Ελλάδας αρκετά πράγματα που στην πορεία θα συζητήσουμε, η Γερμανία ακολουθούσε σε πολιτικό επίπεδο δύο τακτικές: 1. Έλεγχος μέσα από φιλικές προς αυτήν κυβερνήσεις της απρόσκοπτης συνέχισης της πολιτικής της και 2. Τον κατακερματισμό ενός πιθανού αντι-γερμανικού μετώπου. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίον η γερμανική κυβέρνηση τόνιζε τη διαφορετικότητα των οικονομικών προβλημάτων των δανειζόμενων χωρών. Η διαφορετικότητα, υπήρχε στον αριθμητή, αλλά όχι στον παρονομαστή. Πλέον, η μαγιά για τη δημιουργία ενός αντι-γερμανικού μετώπου εντός της Ευρώπης, είναι έτοιμη. Όπως ο ίδιος ο Τζώρτζ Φρίντμαν ιδιοκτήτης του Stratfor παραδέχεται, η θέση στην οποία ήλθε το Βερολίνο, είναι εξόχως άβολη για το ίδιο, σε καμία περίπτωση αυτή στην οποία ήθελε να είναι. Άλλωστε ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, είχε θέσει την 30 Ιουνίου ως τη μέρα που θα είχε διαλυθεί η ελληνική κυβέρνηση. Σήμερα, εντός του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν περισσότερες φωνές που επιθυμούν εκλογές κατά το προσεχές φθινόπωρο, παρά τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου