του Γκέοργκ Ράμερ
Διαβάζουμε ότι η πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθορίζεται από τη ρύθμιση, τη γραφειοκρατία, την ικανοποίηση αιτημάτων και διαρκώς καινούργια σχέδια αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω. Πώς είπατε, παρακαλώ; Μπροστά σε μια τέτοια άρνηση της πραγματικότητας μπορεί κανείς μόνο να κουνήσει δύσπιστα το κεφάλι. Όμως, η είδηση καταλήγει στην πρώτη σελίδα ορισμένων εφημερίδων, αντί να καταλήξει στο καλάθι των αχρήστων της σύνταξης. Διότι, αυτή την εκτυφλωτική βλακεία γνωστοποιεί ουδείς λιγότερος από την «οικονομία».
Αλλά ποιός είναι η «οικονομία»; Ο λίβελλος, που με στόμφο αποκαλείται «μανιφέστο», τιτλοφορείται «Το αξίωμα Γερμανία-τι μάς κάνει δυνατούς» (βλ. εδώ) και συντάχθηκε από τις εργοδοτικές οργανώσεις, από τον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο της γερμανικής βιομηχανίας, από τους κλαδικούς συνδέσμους μεταλλουργίας, χημικής βιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανίας και από την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» («Initiative Neue Soziale Marktwirtschaft», INSM). Οι άνθρωποι που εργάζονται σ’ αυτές τις βιομηχανίες δεν συγκαταλέγονται, προφανώς, στην «οικονομία»: δεν ρωτήθηκε η γνώμη τους.
«Η οικονομία» απαιτεί: όχι στον κατώτατο μισθό, όχι στα συνταξιοδοτικά πακέτα, όχι στην υπέρμετρη κοινωνική πολιτική! Επιθυμεί την ταχεία εφαρμογή των συνθηκών ελεύθερου εμπορίου, TTIP και CETA, και πριν απ’ όλα, «ελευθερία για την οικονομία». Είναι μάλλον χωρίς νόημα να αντιπαραθέσουμε σε αυτά τα κερδοσκοπικά συμφέροντα τα δεδομένα: το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο γίνεται μεγαλύτερο, η φτώχεια των ηλικιωμένων αυξάνεται μαζικά, εξίσου με τα ποσοστά της ατυπικής απασχόλησης, το «ρεκόρ απασχόλησης» θεμελιώνεται στον τομέα των χαμηλών μισθών (όπου κατά 70% εργάζονται γυναίκες). Η μακροχρόνια ανεργία παγιώνεται. Το προσδόκιμο ζωής για τα παιδιά από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα είναι κατά δέκα έτη μικρότερο από ότι για τα παιδιά από ευκατάστατες οικογένειες.
Η άλλη πλευρά: «Οι μέτοχοι γερμανικών μετοχικών εταιρειών μπορούν να χαίρονται με την πιο ραγδαία βροχή χρήματος στην ιστορία […]. Ρεκόρ προσόδων […] για πέμπτη συνεχόμενη φορά», μεταδίδει το dpa στις 13 Απριλίου 2015 (βλ. αναλυτικά και εδώ). Από την οικονομική ανάπτυξη επωφελούνται σχεδόν αποκλειστικά οι πλούσιοι. Η Γερμανία είναι μια ταξική κοινωνία, στην οποία ο λαός απαλλοτριώνεται από μια πολιτική-οικονομική ελίτ. Αυτό, όμως, δεν αρκεί στις εργοδοτικές οργανώσεις, τους συνδέσμους βιομηχάνων και την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς»: «ο κατώτατος μισθός βλάπτει την οικονομική μας θέση, διακινδυνεύει θέσεις εργασίας και ως εκ τούτου έρχεται σε αντίθεση προς το αξίωμα Γερμανία». Ο μισθός δεν πρέπει να φτάνει για να ζήσουμε. Οι λομπίστες της «οικονομίας» επιθυμούν να επιδοτούνται οι μισθοί πείνας που δίνουν από το κράτος, από τους φορολογούμενους. Με φοβερή αγανάκτηση, θέλουν επιπλέον να παρεμποδίσουν ακόμα και την ελάχιστη αύξηση του φόρου κληρονομιάς. Η «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» επιδιώκει ιδιαιτέρως φορτικά περαιτέρω βροχή χρήματος για επενδυτές και μετόχους. Αυτό δεν εκπλήσσει, καθώς πρόκειται για οργάνωση άκαμπτα νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού, η οποία χρηματοδοτείται από τους εργοδοτικούς συνδέσμους της μεταλλουργικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας ηλεκτρικών. Ορθότερα και πλησιέστερα στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να αποκαλείται «Πρωτοβουλία Νεοφιλελευθερισμός, Κοινωνικός Δαρβινισμός και Φονταμενταλισμός της αγοράς».
Οι απαιτήσεις της οικονομικής ελίτ αποτελούν κήρυξη πολέμου στο κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία, όπως και σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Είναι κυνικές και γεμάτες περιφρόνηση: «η εργατική τάξη έχει μια τιμή, όπως μια τιμή έχουν και τα γουρούνια», είπε ο πρώην πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της γερμανικής βιομηχανίας, Μίχαελ Ρογκόσκι. Οι απαιτήσεις της οικονομικής ελίτ αποκαλύπτουν ένα απάνθρωπο σύστημα αξιών. Στο πλαίσιο των μελετών για την «ομαδικά συσχετιστική μισανθρωπία» (βλ. σχετικά και εδώ), ο κοινωνικός επιστήμονας Βίλχελμ Χάϊτμαϊερ, διαπίστωσε αυξητική «ωμότητα της αστικής τάξης». Σύμφωνα με τον Χάϊτμαϊερ, αυτή η ωμότητα χαρακτηρίζεται από το ότι «προσανατολίζεται στην κατηγοριοποίηση κοινωνικών ομάδων με μέτρο την κοινωνική χρησιμότητα, την αξιοποιησιμότητα και την αποδοτικότητα […] και μηχανεύεται μια ταξική πάλη από τα πάνω». Η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με μέτρο την κοινωνική χρησιμότητα, την αξιοποιησιμότητα και την αποδοτικότητα αντιτίθεται κατάφωρα στα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα, είναι, ωστόσο, επίσημη πολιτική λιτότητας της Ε.Ε. και με ιδιαίτερη βαναυσότητα εφαρμόζεται απέναντι στους πρόσφυγες. Ο πρόεδρος της Ο.Δ.Γ., Γιόαχιμ Γκάουκ, δήλωσε κατόπιν επισκέψεως σε στρατόπεδο προσφύγων στη Μάλτα: «θέλουμε να τους στείλουμε όλους πίσω; μήπως χρειαζόμαστε ένα τμήμα αυτών των..εεε…ανθρώπων, που διαθέτουν μια πολύ μεγάλη ενέργεια; Διαφορετικά, δεν θα είχαν καταφέρει να φτάσουν μέχρι εδώ» (στην εκπομπή ARD-Tagesthemen, 30.4.2015). Ναι, μπορούμε να αξιολογήσουμε ένα τμήμα αυτών των…εεε…ανθρώπων.
Απροσδόκητες αντιλήψεις προβάλλει μια άλλη είδηση. «Όταν ο άνθρωπος γίνεται τέρας»: κάτω από αυτόν τον τίτλο, το Focus online είχε περιγράψει τυπικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σε περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας: «είναι συχνά άκρως επιβλητικοί, εύγλωττοι, ανενδοίαστοι […] αδίστακτοι, χειριστικοί και χωρίς οποιαδήποτε συμπόνια για το κοινωνικό περιβάλλον τους […]. Πολλοί είναι ιδιαιτέρως επιτυχημένοι εργασιακά: η αδυσώπητη συμπεριφορά τους, η υπεραξίωση του εαυτού τους και η προθυμία διακινδύνευσης τούς φέρνουν σε θέσεις ισχύος. Επειδή σε περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας απουσιάζουν η ενσυναίσθηση και το αίσθημα του φόβου, τα άτομα μπορούν να επιβληθούν σε μεγάλο βαθμό». Χωρίς να θέλουμε να αναλύσουμε ψυχοπαθολογικά την οικονομική ελίτ: το προφίλ προσωπικότητας ενός επιτυχημένου μάνατζερ θα μπορούσε, καθώς φαίνεται, να έχει ληφθεί από εγχειρίδιο ψυχοπαθολογίας, όπως διαπιστώνει ο Πάουλ Φερχέγκε (βλ. σχετικά Paul Verhaeghe, Und ich? Identität in einer durchökonomisierten Gesellschaft, εκδ. Kunstmann, Μόναχο, 2013).
Κυριαρχούμαστε από κοινωνιοπαθείς, αδίστακτες ελίτ; Πώς μπόρεσε να επιβληθεί μια τέτοια ξεδιάντροπη στάση και να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία; Προφανώς, τα νεοφιλελεύθερα αξιώματα ανταποκρίνονταν στα καπιταλιστικά συμφέροντα κατά τη δεκαετία του ’80. Σκοπός για τον θεωρητικό «μονόδρομο» των «Chicago-boys», των φονταμενταλιστών εισηγητών του νεοφιλελευθερισμού, δεν ήταν μόνο η επιβολή μιας οικονομικής αντίληψης, αλλά, επίσης, ένα καινούργιο σύστημα αξιών και μια στάση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εγωμανία και την αδυσώπητη συμπεριφορά. Και έκαναν, καταφανώς, «καλή δουλειά», οι αρχές τους «στήθηκαν καλά», χάρη στην πολιτική εξουσία. Θεμέλιο του νεοφιλελευθερισμού είναι μια αντιεπιστημονική, μισανθρωπική κοσμοεικόνα, η οποία, άλλωστε, γίνεται όλο και πιο πραγματική υπό την έννοια μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Σύμφωνα με αυτή την κοσμοεικόνα, ο άνθρωπος είναι εγωιστής, προσηλωμένος στο υλικό του όφελος. Η ατομική ενσυναίσθηση και η κοινωνική αλληλεγγύη θα νόθευαν την αναγκαία ανταγωνιστικότητα. Η κοινωνική δικαιοσύνη; Τιμωρεί τους ανθρώπους που είναι συμβατοί με την αγορά, είναι ικανοί να επιβληθούν και βελτιστοποιούνται μέσα στη μάχη του ανταγωνισμού. Γι’ αυτό, το κοινωνικό κράτος δικαίου μπορεί και πρέπει να απεμποληθεί, μαζί με την κοινωνική μέριμνα. Τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, ο άμετρος πλουτισμός, η φοροδιαφυγή κ.α. αντιμετωπίζονται από τον πληθυσμό μονάχα με σήκωμα των ώμων, καθώς έχουν γίνει καθημερινότητα. Ειδικά οι «φορείς απόδοσης» κυριολεκτικά οικειοποιήθηκαν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και την χρησιμοποίησαν κατά το συμφέρον τους, για την συσσώρευση δύναμης και πλούτου. Αν έπαιρναν το μέρος της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν θα υπέσκαπταν μόνο τη διαδικασία κοινωνικού δαρβινισμού, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση και την επιλογή, αλλά και οι ίδιοι θα ήταν στο νεοφιλελεύθερο σύστημα σκέψης δυσλειτουργικοί και ηττημένοι.
Ό, τι κατ’ αρχήν δοκιμάστηκε με αγριότητα στη Χιλή κι έπειτα εφαρμόστηκε δραστικά από τον Ρίγκαν, την Θάτσερ, τον Μπλερ και τον Σρέντερ στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, κυριαρχεί εν τω μεταξύ στην πολιτική και την οικονομία, ενώ έχει εσωτερικευτεί από πολλούς ανθρώπους σαν αυτονόητο, σχεδόν φυσικό πρότυπο. Η ανισότητα μέσα από την αξιολόγηση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων έχει αποκτήσει μια διάσταση, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο με έναν-δυο νόμους και με την εθελούσια τήρηση των κανόνων (την επιλεγόμενη «compliance»). Οι άνθρωποι είναι εργαζόμενοι σκλάβοι, δεν τούς υπολογίζουν πολύ. Όταν καταρρέει ένα εργοστάσιο σκλάβων, όπου οι επιχειρηματικοί «μας» όμιλοι εξαντλούν τους εργαζόμενους στη δουλειά μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες, και σκοτώνονται, όπως στο Μπανγκλαντές, 1127 άνθρωποι, αυτό για τις επιχειρήσεις είναι το πολύ-πολύ ένας λόγος να σκεφτούν τη ζημιά στο πρεστίζ τους. Ακριβώς όπως οι χιλιάδες νεκροί πρόσφυγες στη Μεσόγειο δίνουν αφορμή στις κυβερνήσεις της Ε.Ε. μόνο για αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα. Ακόμα κι εκεί όπου κυβερνήσεις προφασίζονται πως εφαρμόζουν μια πολιτική προσανατολισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα, για παράδειγμα στην υποστήριξη της μετανάστευσης, εκδηλώνεται η αξιολόγηση αναλόγως με τη χρησιμότητα: νέοι, καλά εκπαιδευμένοι άνθρωποι από τις ξεζουμισμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είναι ευπρόσδεκτοι, άλλοι γίνονται στόχος διακρίσεων και καταδιώκονται. Το αξίωμα αυτού του συστήματος είναι οι άνθρωποι σαν εμπορεύματα, που γίνονται κατά βούληση αντικείμενο εκμετάλλευσης. Φέρνει εκατομμύρια ανθρώπων και ολόκληρα κράτη στην ερήμωση και την απελπισία. Οι δράστες βρίσκονται στην ΕΚΤ, το ΔΝΤ, διευθύνουν την Ε.Ε. και την τρόικα, διαχειρίζονται hedge-funds και είναι μεγάλοι επενδυτές, διοικούν υπερεθνικούς ομίλους επιχειρήσεων και τράπεζες. Προκαλούν εντονότατη ανισότητα ευκαιριών διαβίωσης, απερίγραπτο κοινωνικό ψύχος, αδιαφορία και κτηνωδία.
Τα μωρά και τα μικρά παιδιά αναπτύσσουν από νωρίς την ικανότητα να συμμερίζονται τους άλλους ανθρώπους, να συναισθάνονται και να υποδέχονται την οπτική των άλλων. Άνθρωποι δίχως συναλληλία είναι συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι, κοινωνίες δίχως αλληλεγγύη είναι ανομικές, επομένως αποπροσανατολισμένες και αλλοτριωμένες, προσομοιάζουν σε μια εγκληματική οργανωτική μορφή κοινωνικού δαρβινισμού. Συνεχώς γινόμαστε μάρτυρες ενός κρατικά προωθούμενου, απάνθρωπου προγράμματος: είναι το «αξίωμα βαρβαρότητα».
Georg Rammer
Το άρθρο του Γκέοργκ Ράμερ, με τίτλο «Kriegserklärung gegen den Sozialstaat», δημοσιεύτηκε στη δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, Ossietzky (τεύχος 11/2015). Ο Γκέοργκ Ράμερ είναι ψυχίατρος-ψυχολόγος, μέλος της attac Καρλσρούης και συγγραφέας επιστημονικών μελετών και βιβλίων για τις επιπτώσεις της φτώχειας και της ανισότητας στην ψυχική υγεία.
Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης
http://rednotebook.gr/2015/06/kirixi-polemou-sto-kinoniko/
Αλλά ποιός είναι η «οικονομία»; Ο λίβελλος, που με στόμφο αποκαλείται «μανιφέστο», τιτλοφορείται «Το αξίωμα Γερμανία-τι μάς κάνει δυνατούς» (βλ. εδώ) και συντάχθηκε από τις εργοδοτικές οργανώσεις, από τον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο της γερμανικής βιομηχανίας, από τους κλαδικούς συνδέσμους μεταλλουργίας, χημικής βιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανίας και από την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» («Initiative Neue Soziale Marktwirtschaft», INSM). Οι άνθρωποι που εργάζονται σ’ αυτές τις βιομηχανίες δεν συγκαταλέγονται, προφανώς, στην «οικονομία»: δεν ρωτήθηκε η γνώμη τους.
«Η οικονομία» απαιτεί: όχι στον κατώτατο μισθό, όχι στα συνταξιοδοτικά πακέτα, όχι στην υπέρμετρη κοινωνική πολιτική! Επιθυμεί την ταχεία εφαρμογή των συνθηκών ελεύθερου εμπορίου, TTIP και CETA, και πριν απ’ όλα, «ελευθερία για την οικονομία». Είναι μάλλον χωρίς νόημα να αντιπαραθέσουμε σε αυτά τα κερδοσκοπικά συμφέροντα τα δεδομένα: το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο γίνεται μεγαλύτερο, η φτώχεια των ηλικιωμένων αυξάνεται μαζικά, εξίσου με τα ποσοστά της ατυπικής απασχόλησης, το «ρεκόρ απασχόλησης» θεμελιώνεται στον τομέα των χαμηλών μισθών (όπου κατά 70% εργάζονται γυναίκες). Η μακροχρόνια ανεργία παγιώνεται. Το προσδόκιμο ζωής για τα παιδιά από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα είναι κατά δέκα έτη μικρότερο από ότι για τα παιδιά από ευκατάστατες οικογένειες.
Η άλλη πλευρά: «Οι μέτοχοι γερμανικών μετοχικών εταιρειών μπορούν να χαίρονται με την πιο ραγδαία βροχή χρήματος στην ιστορία […]. Ρεκόρ προσόδων […] για πέμπτη συνεχόμενη φορά», μεταδίδει το dpa στις 13 Απριλίου 2015 (βλ. αναλυτικά και εδώ). Από την οικονομική ανάπτυξη επωφελούνται σχεδόν αποκλειστικά οι πλούσιοι. Η Γερμανία είναι μια ταξική κοινωνία, στην οποία ο λαός απαλλοτριώνεται από μια πολιτική-οικονομική ελίτ. Αυτό, όμως, δεν αρκεί στις εργοδοτικές οργανώσεις, τους συνδέσμους βιομηχάνων και την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς»: «ο κατώτατος μισθός βλάπτει την οικονομική μας θέση, διακινδυνεύει θέσεις εργασίας και ως εκ τούτου έρχεται σε αντίθεση προς το αξίωμα Γερμανία». Ο μισθός δεν πρέπει να φτάνει για να ζήσουμε. Οι λομπίστες της «οικονομίας» επιθυμούν να επιδοτούνται οι μισθοί πείνας που δίνουν από το κράτος, από τους φορολογούμενους. Με φοβερή αγανάκτηση, θέλουν επιπλέον να παρεμποδίσουν ακόμα και την ελάχιστη αύξηση του φόρου κληρονομιάς. Η «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» επιδιώκει ιδιαιτέρως φορτικά περαιτέρω βροχή χρήματος για επενδυτές και μετόχους. Αυτό δεν εκπλήσσει, καθώς πρόκειται για οργάνωση άκαμπτα νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού, η οποία χρηματοδοτείται από τους εργοδοτικούς συνδέσμους της μεταλλουργικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας ηλεκτρικών. Ορθότερα και πλησιέστερα στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να αποκαλείται «Πρωτοβουλία Νεοφιλελευθερισμός, Κοινωνικός Δαρβινισμός και Φονταμενταλισμός της αγοράς».
Οι απαιτήσεις της οικονομικής ελίτ αποτελούν κήρυξη πολέμου στο κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία, όπως και σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Είναι κυνικές και γεμάτες περιφρόνηση: «η εργατική τάξη έχει μια τιμή, όπως μια τιμή έχουν και τα γουρούνια», είπε ο πρώην πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της γερμανικής βιομηχανίας, Μίχαελ Ρογκόσκι. Οι απαιτήσεις της οικονομικής ελίτ αποκαλύπτουν ένα απάνθρωπο σύστημα αξιών. Στο πλαίσιο των μελετών για την «ομαδικά συσχετιστική μισανθρωπία» (βλ. σχετικά και εδώ), ο κοινωνικός επιστήμονας Βίλχελμ Χάϊτμαϊερ, διαπίστωσε αυξητική «ωμότητα της αστικής τάξης». Σύμφωνα με τον Χάϊτμαϊερ, αυτή η ωμότητα χαρακτηρίζεται από το ότι «προσανατολίζεται στην κατηγοριοποίηση κοινωνικών ομάδων με μέτρο την κοινωνική χρησιμότητα, την αξιοποιησιμότητα και την αποδοτικότητα […] και μηχανεύεται μια ταξική πάλη από τα πάνω». Η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με μέτρο την κοινωνική χρησιμότητα, την αξιοποιησιμότητα και την αποδοτικότητα αντιτίθεται κατάφωρα στα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα, είναι, ωστόσο, επίσημη πολιτική λιτότητας της Ε.Ε. και με ιδιαίτερη βαναυσότητα εφαρμόζεται απέναντι στους πρόσφυγες. Ο πρόεδρος της Ο.Δ.Γ., Γιόαχιμ Γκάουκ, δήλωσε κατόπιν επισκέψεως σε στρατόπεδο προσφύγων στη Μάλτα: «θέλουμε να τους στείλουμε όλους πίσω; μήπως χρειαζόμαστε ένα τμήμα αυτών των..εεε…ανθρώπων, που διαθέτουν μια πολύ μεγάλη ενέργεια; Διαφορετικά, δεν θα είχαν καταφέρει να φτάσουν μέχρι εδώ» (στην εκπομπή ARD-Tagesthemen, 30.4.2015). Ναι, μπορούμε να αξιολογήσουμε ένα τμήμα αυτών των…εεε…ανθρώπων.
Απροσδόκητες αντιλήψεις προβάλλει μια άλλη είδηση. «Όταν ο άνθρωπος γίνεται τέρας»: κάτω από αυτόν τον τίτλο, το Focus online είχε περιγράψει τυπικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σε περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας: «είναι συχνά άκρως επιβλητικοί, εύγλωττοι, ανενδοίαστοι […] αδίστακτοι, χειριστικοί και χωρίς οποιαδήποτε συμπόνια για το κοινωνικό περιβάλλον τους […]. Πολλοί είναι ιδιαιτέρως επιτυχημένοι εργασιακά: η αδυσώπητη συμπεριφορά τους, η υπεραξίωση του εαυτού τους και η προθυμία διακινδύνευσης τούς φέρνουν σε θέσεις ισχύος. Επειδή σε περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας απουσιάζουν η ενσυναίσθηση και το αίσθημα του φόβου, τα άτομα μπορούν να επιβληθούν σε μεγάλο βαθμό». Χωρίς να θέλουμε να αναλύσουμε ψυχοπαθολογικά την οικονομική ελίτ: το προφίλ προσωπικότητας ενός επιτυχημένου μάνατζερ θα μπορούσε, καθώς φαίνεται, να έχει ληφθεί από εγχειρίδιο ψυχοπαθολογίας, όπως διαπιστώνει ο Πάουλ Φερχέγκε (βλ. σχετικά Paul Verhaeghe, Und ich? Identität in einer durchökonomisierten Gesellschaft, εκδ. Kunstmann, Μόναχο, 2013).
Κυριαρχούμαστε από κοινωνιοπαθείς, αδίστακτες ελίτ; Πώς μπόρεσε να επιβληθεί μια τέτοια ξεδιάντροπη στάση και να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία; Προφανώς, τα νεοφιλελεύθερα αξιώματα ανταποκρίνονταν στα καπιταλιστικά συμφέροντα κατά τη δεκαετία του ’80. Σκοπός για τον θεωρητικό «μονόδρομο» των «Chicago-boys», των φονταμενταλιστών εισηγητών του νεοφιλελευθερισμού, δεν ήταν μόνο η επιβολή μιας οικονομικής αντίληψης, αλλά, επίσης, ένα καινούργιο σύστημα αξιών και μια στάση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εγωμανία και την αδυσώπητη συμπεριφορά. Και έκαναν, καταφανώς, «καλή δουλειά», οι αρχές τους «στήθηκαν καλά», χάρη στην πολιτική εξουσία. Θεμέλιο του νεοφιλελευθερισμού είναι μια αντιεπιστημονική, μισανθρωπική κοσμοεικόνα, η οποία, άλλωστε, γίνεται όλο και πιο πραγματική υπό την έννοια μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Σύμφωνα με αυτή την κοσμοεικόνα, ο άνθρωπος είναι εγωιστής, προσηλωμένος στο υλικό του όφελος. Η ατομική ενσυναίσθηση και η κοινωνική αλληλεγγύη θα νόθευαν την αναγκαία ανταγωνιστικότητα. Η κοινωνική δικαιοσύνη; Τιμωρεί τους ανθρώπους που είναι συμβατοί με την αγορά, είναι ικανοί να επιβληθούν και βελτιστοποιούνται μέσα στη μάχη του ανταγωνισμού. Γι’ αυτό, το κοινωνικό κράτος δικαίου μπορεί και πρέπει να απεμποληθεί, μαζί με την κοινωνική μέριμνα. Τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, ο άμετρος πλουτισμός, η φοροδιαφυγή κ.α. αντιμετωπίζονται από τον πληθυσμό μονάχα με σήκωμα των ώμων, καθώς έχουν γίνει καθημερινότητα. Ειδικά οι «φορείς απόδοσης» κυριολεκτικά οικειοποιήθηκαν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και την χρησιμοποίησαν κατά το συμφέρον τους, για την συσσώρευση δύναμης και πλούτου. Αν έπαιρναν το μέρος της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν θα υπέσκαπταν μόνο τη διαδικασία κοινωνικού δαρβινισμού, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση και την επιλογή, αλλά και οι ίδιοι θα ήταν στο νεοφιλελεύθερο σύστημα σκέψης δυσλειτουργικοί και ηττημένοι.
Ό, τι κατ’ αρχήν δοκιμάστηκε με αγριότητα στη Χιλή κι έπειτα εφαρμόστηκε δραστικά από τον Ρίγκαν, την Θάτσερ, τον Μπλερ και τον Σρέντερ στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, κυριαρχεί εν τω μεταξύ στην πολιτική και την οικονομία, ενώ έχει εσωτερικευτεί από πολλούς ανθρώπους σαν αυτονόητο, σχεδόν φυσικό πρότυπο. Η ανισότητα μέσα από την αξιολόγηση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων έχει αποκτήσει μια διάσταση, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο με έναν-δυο νόμους και με την εθελούσια τήρηση των κανόνων (την επιλεγόμενη «compliance»). Οι άνθρωποι είναι εργαζόμενοι σκλάβοι, δεν τούς υπολογίζουν πολύ. Όταν καταρρέει ένα εργοστάσιο σκλάβων, όπου οι επιχειρηματικοί «μας» όμιλοι εξαντλούν τους εργαζόμενους στη δουλειά μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες, και σκοτώνονται, όπως στο Μπανγκλαντές, 1127 άνθρωποι, αυτό για τις επιχειρήσεις είναι το πολύ-πολύ ένας λόγος να σκεφτούν τη ζημιά στο πρεστίζ τους. Ακριβώς όπως οι χιλιάδες νεκροί πρόσφυγες στη Μεσόγειο δίνουν αφορμή στις κυβερνήσεις της Ε.Ε. μόνο για αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα. Ακόμα κι εκεί όπου κυβερνήσεις προφασίζονται πως εφαρμόζουν μια πολιτική προσανατολισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα, για παράδειγμα στην υποστήριξη της μετανάστευσης, εκδηλώνεται η αξιολόγηση αναλόγως με τη χρησιμότητα: νέοι, καλά εκπαιδευμένοι άνθρωποι από τις ξεζουμισμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είναι ευπρόσδεκτοι, άλλοι γίνονται στόχος διακρίσεων και καταδιώκονται. Το αξίωμα αυτού του συστήματος είναι οι άνθρωποι σαν εμπορεύματα, που γίνονται κατά βούληση αντικείμενο εκμετάλλευσης. Φέρνει εκατομμύρια ανθρώπων και ολόκληρα κράτη στην ερήμωση και την απελπισία. Οι δράστες βρίσκονται στην ΕΚΤ, το ΔΝΤ, διευθύνουν την Ε.Ε. και την τρόικα, διαχειρίζονται hedge-funds και είναι μεγάλοι επενδυτές, διοικούν υπερεθνικούς ομίλους επιχειρήσεων και τράπεζες. Προκαλούν εντονότατη ανισότητα ευκαιριών διαβίωσης, απερίγραπτο κοινωνικό ψύχος, αδιαφορία και κτηνωδία.
Τα μωρά και τα μικρά παιδιά αναπτύσσουν από νωρίς την ικανότητα να συμμερίζονται τους άλλους ανθρώπους, να συναισθάνονται και να υποδέχονται την οπτική των άλλων. Άνθρωποι δίχως συναλληλία είναι συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι, κοινωνίες δίχως αλληλεγγύη είναι ανομικές, επομένως αποπροσανατολισμένες και αλλοτριωμένες, προσομοιάζουν σε μια εγκληματική οργανωτική μορφή κοινωνικού δαρβινισμού. Συνεχώς γινόμαστε μάρτυρες ενός κρατικά προωθούμενου, απάνθρωπου προγράμματος: είναι το «αξίωμα βαρβαρότητα».
Georg Rammer
Το άρθρο του Γκέοργκ Ράμερ, με τίτλο «Kriegserklärung gegen den Sozialstaat», δημοσιεύτηκε στη δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, Ossietzky (τεύχος 11/2015). Ο Γκέοργκ Ράμερ είναι ψυχίατρος-ψυχολόγος, μέλος της attac Καρλσρούης και συγγραφέας επιστημονικών μελετών και βιβλίων για τις επιπτώσεις της φτώχειας και της ανισότητας στην ψυχική υγεία.
Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης
http://rednotebook.gr/2015/06/kirixi-polemou-sto-kinoniko/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου