Του Βενιαμίν Καρακωστάνογλου*
Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου βρέθηκε και πάλι στην επικαιρότητα των ελληνογερμανικών σχέσεων, η οποία βέβαια κυριαρχείται από τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας και τον κεντρικό ρόλο που παίζει η Γερμανία γι’ αυτές.
Ακόμη όμως και αν το ευρύτερο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων δεν ευδοκιμήσει στο νομικό ή το διπλωματικό επίπεδο (κυρίως λόγω των διεθνών κειμένων που υπογράφηκαν,
π.χ. ελληνογερμανική συμφωνία 1960, συνθήκη 4+2 για την επανένωση της Γερμανίας), το ζήτημα που αναγκαστικού κατοχικού δανείου ως διμερούς σύμβασης Ελλάδος-Γερμανίας έχει τη δική του αυτοτέλεια και η ελληνική νομική τεκμηρίωση είναι ισχυρότατη.
π.χ. ελληνογερμανική συμφωνία 1960, συνθήκη 4+2 για την επανένωση της Γερμανίας), το ζήτημα που αναγκαστικού κατοχικού δανείου ως διμερούς σύμβασης Ελλάδος-Γερμανίας έχει τη δική του αυτοτέλεια και η ελληνική νομική τεκμηρίωση είναι ισχυρότατη.
Το θέμα είναι, βέβαια, περίπλοκο και με μεγάλο χρονικό βάθος, καθώς οι ποικίλες νομικές, διπλωματικές και πολιτικές πτυχές του, μεταπολεμικά, ξεκινούν στη διάσκεψη των επανορθώσεων το 1945, συνεχίζουν το 1958 και το 1960 (επί Κωνσταντίνου Καραμανλή) και καταλήγουν στις μέρες μας με το πόρισμα του επίτιμου αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Ι. Παπανικολάου, τη συζήτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο επί κυβερνήσεως Α. Σαμαρά και την απόφαση συγκρότησης μικτής κοινοβουλευτικής επιτροπής από όλες τις πτέρυγες, τη συγκρότηση επιτροπής καταγραφής και αξιολόγησης αρχειακού υλικού, που το πόρισμά της υποβλήθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για αξιολόγηση. Επίσης, η σκληρή απάντηση του τότε Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Δ. Αβραμόπουλου, σε σχετική απορριπτική δήλωση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, αποτελεί μια ακόμη ελληνική ενέργεια.
Η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα όξυνε ιδιαίτερα την υποβόσκουσα αντιπαράθεση για το θέμα, εντάσσοντάς το στο «οπλοστάσιο» των ελληνικών διεκδικήσεων, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για τακτοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας μας και της έντονης αντιπαλότητας που κλιμακώνεται καθημερινά μεταξύ της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης (π.χ. απειλή για κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα).
Σημαντικό σταθμό για το ζήτημα αποτέλεσε η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (3/2/2012) στην υπόθεση μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, στην οποία παρενέβη και η Ελλάδα, με την οποία διατηρήθηκε η δικαστική ασυλία του γερμανικού κράτους και πιθανότατα έκλεισε και το ενδεχόμενο επιτυχούς διεκδίκησης επανορθώσεων με απόφαση του ιδίου του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ωστόσο υπογραμμίστηκε η υποχρέωση της Γερμανίας να διαπραγματευθεί με την Ιταλία (συνεπώς και με την Ελλάδα), ώστε να εφαρμοστεί ο θεσμός της διεθνούς ευθύνης του Κράτους απέναντι στα θύματα σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κρατικές πράξεις. Συνεπώς, αφού η διεκδίκηση επανορθώσεων μέσω των εσωτερικών δικαστηρίων (π.χ. της Ιταλίας ή της Ελλάδος), δεν έγινε δεκτή, η διευθέτηση θα πρέπει να γίνει στο διακρατικό επίπεδο με διαδικασία συνεννόησης μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών.
Όπως τονίσαμε και πιο πάνω, ακόμη και αν το ευρύτερο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων δεν ευδοκιμήσει στο νομικό ή το διπλωματικό επίπεδο, το ζήτημα του αναγκαστικού κατοχικού δανείου ως διμερούς σύμβασης Ελλάδος-Γερμανίας έχει τη δική του αυτοτέλεια και η ελληνική νομική τεκμηρίωση είναι ισχυρότατη.
Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι και τα δύο θέματα επιβάλλουν την εμπέδωση καλού και φιλικού κλίματος στις σχέσεις μας με τη Γερμανία. Δυστυχώς, η πολιτική που ακολουθεί η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κάνει ακριβώς το αντίθετο. Έτσι, όμως, αφενός δυσχεραίνεται η ελληνική προσπάθεια για βελτίωση των όρων αποπληρωμής των ελληνικών δανειακών υποχρεώσεων αλλά και της περαιτέρω χρηματοπιστωτικής στήριξης της οικονομίας μας, αφετέρου δυναμιτίζεται και η όποια προοπτική συναινετικής επίλυσης του θέματος του κατοχικού δανείου και άλλων ενδεχομένως διεκδικήσεων για πολεμικές επανορθώσεις.
Η διεθνής δικαστική οδός, όσο αβέβαιη κι αν είναι, παραμένει (πιθανότατα πλέον μόνο για το κατοχικό δάνειο), αλλά η εμπειρία υπογραμμίζει τη μεγάλη χρησιμότητα των πολιτικο-διπλωματικών λύσεων, ιδίως στο πλαίσιο μιας κοινότητας κρατών και εθνών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ισχύει η αρχή της κοινότητας συμφερόντων, της αλληλεγγύης και της προοδευτικής σύγκλισης των οικονομιών και των δικαιικών τάξεων των κρατών μελών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου