Π.Καρύκας: «Εμφυλιος.Κόνιτσα 1947. Κριτική αποτίμηση της πρώτης μεγάλης μάχης του Εμφυλίου»
του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέα – hellasforce.com
Η μάχη της Κόνιτσας ήταν η πρώτη μεγάλη «τακτική» μάχη που έδωσε οΔΣΕ. Ο αρχηγός του, ο «στρατηγός» Μάρκος, είχε ο ίδιος σχεδιάσει την επιχείρηση, ξεφεύγοντας από τις έως τότε ακολουθούμενες τακτικές του ανταρτοπόλεμου. Τότε ακριβώς φάνηκαν και τα προβλήματα. Ο Μάρκος πήρε στην Κόνιτσα το μάθημά του, ο Ζαχαριάδης όχι.

Από τα γραφόμενα του αρχηγού του ΔΣΕ συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι βίωνε – αρχικά- τη δική του ουτοπία. Ίσως όχι στο βαθμό που τη βίωνε ο Ζαχαριάδης, αλλά, πάντως, σε μεγάλο βαθμό. Ο Μάρκος, όμως, βασικά ήταν ρεαλιστής. Δεν άργησε, λοιπόν, να αντιληφθεί ότι η ήττα στην Κόνιτσα ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό τοπικό συμβάν. Αν ο ΔΣΕ δεν κατόρθωνε να επιτύχει μία συμβολική νίκη την εποχή εκείνη που ο Ελληνικός Στρατός ήταν ακόμη αδύναμος να αντιδράσει, τι αλήθεια θα συνέβαινε όταν αυτός θα ισχυροποιείτο;
Για την επιχείρηση κατά της Κόνιτσας ο ΔΣΕ και ο Μάρκος Βαφειάδης διέθεσε δύο ισχυρές ταξιαρχίες, την 32η ταξιαρχία του Σοφιανού και την 16η ταξιαρχία του Παλαιολόγου, ενισχυμένες με δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες. Ένα ενισχυμένο με τμήμα σαμποτέρ τάγμα διατέθηκε για την κάλυψη της κύριας επιχείρησης από την κατεύθυνση Καλπάκι – Γκραμπάλα. Επίσης, οι Ταξιαρχίες των Αγράφων, του Λευτέρη, του Υψηλάντη και του Χειμάρρου ανέλαβαν την απομόνωση του πεδίου της μάχης από τα νότια και νοτιοδυτικά.
Η Ταξιαρχία Σοφιανού άρχισε τη μάχη με 4 τάγματα, για να ενισχυθεί με ένα ακόμη στις 26 Δεκεμβρίου και με ακόμη ένα στις 27. Επίσης, σε αυτήν διατέθηκαν οι δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες των 75 χιλ. Άλλα 10 τάγματα διατέθηκαν σε αποστολές κάλυψης. Συνολικά, λοιπόν, ο ΔΣΕ στη μάχη της Κόνιτσας έριξε περί τους 6.000 μαχητές, με καλό και πλούσιο οπλισμό.
Απέναντι στις δυνάμεις αυτές, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Βαφειάδη : «Οι δυνάμεις που διέθετε σε όλο τον τομέα ο εχθρός ήταν:
α) Δύο πλήρη τάγματα του στρατού και τάγμα από ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, χαμηλής στάθμης μονάδες εθνοφυλακής) και χωροφύλακες με συνολική δύναμη 1.100 περίπου σε διάταξη στα γύρω υψώματα της πόλης και ένα λόχο στη γέφυρα Μπουραζάνι.
β) Δύναμη τάγματος στο Καλπάκι και μικρότερες δυνάμεις σε άλλες δευτερεύουσες θέσεις κατά μήκος του δρόμου Καλπάκι – Μπουραζάνι και ελάχιστες ίσως στα δυτικά Ζαγόρια.
γ) Τέσσερα πεδινά πυροβόλα στην Κόνιτσα».
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα τάγματα δεν ήταν πλήρη, αλλά το καθένα παρέτασσε δύναμη μικρότερη των 500 ανδρών.
Η επίθεση κατά της πόλης εκτελέστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες των Χριστουγέννων του 1947 και κλιμακώθηκε σε ένταση τις επόμενες ημέρες, μέχρι που τελικά οι δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού έσπασαν τον κλοιό του ΔΣΕ, γύρω από την πόλη, με προπομπό τη Γ’ Μοίρα Καταδρομών. Έτσι η μάχη έληξε με ήττα του ΔΣΕ.
Ο Βαφειάδης στην κριτική του για τη μάχη, καταγγέλλει μεν τις αδυναμίες του ΔΣΕ, ειδικά σε επίπεδο διοίκησης στα μέσα και κατώτερα κλιμάκια, αλλά η κριτική του, εν πολλοίς, είναι μονόπλευρη και όχι ρεαλιστική. Ο ΔΣΕ δεν πολεμούσε μόνος, είχε αντίπαλο. Εντύπωση προκαλεί επίσης, η άποψή του ότι η κατάληψη της πόλης ήταν δυνατή και μετά το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου του 1948, όταν η φρουρά είχε ήδη σημαντικά ενισχυθεί. Και γεννάται το ερώτημα, αν ο ΔΣΕ δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των δύο μειωμένης σύνθεσης ταγμάτων και των λίγων ΜΑΥδων της φρουράς, πώς θα το κατόρθωνε, όταν η δύναμη της φρουράς είχε ήδη διπλασιαστεί;
Χαρακτηριστική, στην κριτική του Μάρκου, είναι επίσης η μετατόπιση των ευθυνών, χωρίς καμία παράλληλη αναφορά στις ίδιες ευθύνες, τόσο σε αυτές που απορρέουν φύσει και θέσει από το αξίωμα του, όσο και σε εκείνες από τον εξαρχής λανθασμένο σχεδιασμό. Γιατί δεν μπορεί κανείς αρχιστράτηγος να σχεδιάζει μία επιθετική επιχείρηση και να διαθέτει σε παθητικές αποστολές το 70% της δύναμής του, αφήνοντας το 30% να κερδίσει τη μάχη. Η ανάληψη ευθυνών είναι όμως ίδιον του μεγάλου ηγέτη. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι οι διοικήσεις των σχηματισμών του ΔΣΕ απουσίαζαν προκλητικά από το πεδίο της μάχης, μη όντας μάλλον ικανές να οδηγήσουν με το προσωπικό τους παράδειγμα τους άνδρες τους στη φωτιά. Προτιμούσαν – όπως αναφέρει ο Μ. Βαφειάδης – τα παρατηρητήρια.
Η μάχη της Κόνιτσας, αν και έληξε νικηφόρα για τον Στρατό, εντούτοις θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη. Είναι αλήθεια ότι η VIII Μεραρχία υπέστη αιφνιδιασμό, τόσο αναφορικά με το στόχο της κύριας επίθεσης του αντιπάλου όσο και από την ένταση των πληγμάτων και τη μαζικότητα της εχθρικής δράσης. Ποτέ μέχρι τότε οι αντάρτικες δυνάμεις δεν είχαν αναλάβει επιχείρηση τόσο μεγάλης κλίμακας.
Η Μεραρχία γνώριζε ότι προετοιμαζόταν επίθεση του ΔΣΕ στην Ήπειρο, δεν γνώριζε όμως το χρόνο, τον τόπο και στην έντασή της. Έτσι, αφέθηκε σχεδόν αφύλακτη η σημαντική γέφυρα στο Μπουραζάνι, πράγμα το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ΔΣΕ και κατάφερε να αποκλείσει τνη πόλη.
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς τη διοίκηση της Μεραρχίας, η οποία αντιμετώπιζε μία πραγματικά πρωτοφανή κατάσταση, με το μέτωπό της τριχοτομημένο από τις βαθιές διεισδύσεις του ΔΣΕ στη Μουργκάνα και τα Ζαγόρια. Ο Μάρκος, έχοντας αποκτήσει βάσεις στην περιοχή και με τα νώτα του ασφαλισμένα από τους Αλβανούς, θα μπορούσε να χτυπήσει οπουδήποτε, στο Μέτσοβο, στην Κόνιτσα, ακόμη και στα ίδια τα Ιωάννινα.
Η Μεραρχία δεν είχε εφεδρείες να διαθέσει στην 75η Ταξιαρχία. Η Ταξιαρχία -αναφέρουν ορισμένοι- ίσως μπορούσε να αναπτυχθεί δυτικότερα, με το αριστερό της σταθερά αγκιστρωμένο στη γέφυρα και το δεξιό της στα υψώματα βόρεια – βορειοδυτικά της Κόνιτσας. Η κίνηση αυτή θα εξασφάλιζε σίγουρα την πολύτιμη γέφυρα, αλλά θα άφηνε ευπρόσβλητη την πόλη. Αν, όμως, το τάγμα που θα φρουρούσε την Κόνιτσα άντεχε στην εχθρική πίεση, θα ήταν δυνατό να ενισχυθεί ταχύτερα μέσω της γέφυρας Μπουραζάνι. Σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, ίσως και ο Μάρκος άλλαζε σχέδια και έριχνε εξαρχής τον όγκο των δυνάμεών του κατά της πλημμελώς εκ των πραγμάτων φρουρούμενης πόλης.
Σφάλμα θα μπορούσε, επίσης, να χαρακτηριστεί η πλημμελής κάλυψη της Γκραμπάλας, υψώματος-κλειδιού, που καταλήφθηκε από τον ΔΣΕ. Το πρόβλημα, όμως, δεν είχε σχέση με τη διοίκηση της VIII ΜΠ. Ήταν γενικότερο. Αφορούσε την όλη μέχρι τότε στρατηγική ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού σε κατά βάση στατικές αποστολές κάλυψης σημαντικών σημείων στηρίγματος σε όλο το εύρος του ελλαδικού χώρου – εκ των πραγμάτων αδύνατο – στερώντας τις διοικήσεις από τακτικές εφεδρείες και από τον όγκο δυνάμεων ελιγμού. Αυτός ήταν ο λόγος που μέχρι και τα τέλη του 1948 η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε στον ΣΕ, ο οποίος ήταν σε θέση να πραγματοποιεί τακτικές συγκεντρώσεις και να πλήττει τον αντίπαλο κατά το δοκούν.
Η κατάσταση βελτιώθηκε μόνο, όταν οργανώθηκαν σοβαρές μονάδες Εθνοφυλακής, που ανέλαβαν τις στατικές αποστολές, απελευθερώνοντας τον ΕΣ για μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις.