Ετικέτες

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Άνταμ Σμιθ, ο καταμερισμός της εργασίας και τα σχετικά με τον πλούτο των εθνών…


1 Vote
O Άνταμ Σμιθ (αγγλικά: Adam Smith, 16 Ιουνίου 1723 - 17 Ιουλίου 1790) ήταν Σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της πολιτικής οικονομίας και θεμελιωτής της σχολής των κλασικών οικονομικών.
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
            Στο βιβλίο του Άνταμ Σμιθ «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», η σπουδαιότητα που έχει για τον πλούτο της κοινωνίας ο καταμερισμός της εργασίας τίθεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Ο πλούτος της κοινωνίας δεν είναι τίποτε άλλο από την ταχύτητα και την έκταση της παραγωγής, αφού, αν η παραγωγή προσφέρει αφειδώς προϊόντα στην κοινωνία, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό από το πέρασμα των προϊόντων αυτών στους πολίτες. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των παραγόμενων προϊόντων, τόσο αυξημένος είναι και ο πλούτος της χώρας, άρα τόσο υψηλότερο και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων – καταναλωτών αυτών των προϊόντων. Υπό αυτή την έννοια, οτιδήποτε συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγής (οι οικολογικές παρενέργειες δε λαμβάνονται υπόψη) είναι ευπρόσδεκτο, αφού θα δράσει οπωσδήποτε ευεργετικά. Εξάλλου, μόνο η ικανοποιητική παραγωγή θα ρίξει την τιμή κάθε προϊόντος, θα το κάνει δηλαδή προσιτό καταναλωτικά, αφού ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης είναι αμείλικτος. Όταν η ζήτηση ενός αγαθού δεν καλύπτεται από την προσφορά, οι τιμές αυξάνονται, καθώς οι καταναλωτές μπαίνουν σ’ ένα είδος άτυπου πλειστηριασμού προκειμένου να το αποκτήσουν, στον οποίο, αναγκαστικά, θα υπερισχύσουν αυτοί που δίνουν τα περισσότερα. Και βέβαια δε χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις για να γίνει αντιληπτό ότι η υπερπληθώρα ενός προϊόντος θα επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα οδηγώντας την πώλησή του σε τιμές που καμιά φορά είναι χαμηλότερες από το ίδιο το κόστος. Το βέβαιο είναι ότι τα προϊόντα πρέπει να πωλούνται στις κανονικές τους τιμές, γεγονός που εξασφαλίζεται μόνο από την πετυχημένη ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, ισορροπία, που, κατά το Σμιθ, μόνο η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς μπορεί να εξασφαλίσει.


Κοντολογίς, η αύξηση της παραγωγής ταυτίζεται με την αύξηση του πλούτου μιας κοινωνίας, αφού, αυτό που ονομάζουμε οικονομία, δεν είναι τίποτε άλλο από το μέγεθος των παραγόμενων προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, και η εξειδίκευση της εργασίας συμβάλλει τα μέγιστα στην αύξηση της παραγωγής. Ο Σμιθ προκειμένου να πείσει ακόμη και τους πιο δύσπιστους επικαλείται το παράδειγμα με την καρφίτσα: «Ένας εργάτης που δεν είναι εκπαιδευμένος σ’ αυτή τη δουλειά (την οποία ο καταμερισμός της εργασίας έχει καταστήσει διαφορετικό επάγγελμα), ούτε έχει εξοικειωθεί με τη χρήση του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται σε αυτήν (την εφεύρεση του οποίου έχει πιθανώς προκαλέσει ο ίδιος αυτός ο καταμερισμός της εργασίας), θα μπορούσε να παράγει, μετά βίας ίσως, καταβάλλοντας εξαιρετική προσπάθεια, μία καρφίτσα την ημέρα, και ασφαλώς δε θα μπορούσε να παράγει είκοσι. Ωστόσο, με τον τρόπο που εκτελείται σήμερα αυτή η εργασία, όχι μόνο ως σύνολο αποτελεί ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, αλλά υποδιαιρείται η ίδια σε επιμέρους παρακλάδια, η πλειονότητα των οποίων συνιστά ιδιαίτερα επαγγέλματα. Ένας άνθρωπος τραβάει το σύρμα, ένας άλλος το ισιώνει, ένας τρίτος το κόβει…………… Ακόμη και η τοποθέτησή της σε χαρτί αποτελεί μια ξεχωριστή εργασία και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σημαντική εργασία της κατασκευής μιας καρφίτσας υποδιαιρείται σε περίπου δεκαοχτώ διακριτές εργασίες, οι οποίες σε ορισμένα εργαστήρια εκτελούνται όλες από διακριτά χέρια, ενώ σε κάποια άλλα το ίδιο άτομο επιτελεί δύο ή περισσότερες διεργασίες. Έχω συναντήσει ένα μικρό εργαστήριο αυτού του είδους, όπου απασχολούνταν μόνο δέκα άνθρωποι και όπου, κατά συνέπεια, μερικοί απ’ αυτούς εκτελούσαν δύο ή τρεις διακριτές εργασίες. Παρόλο, όμως, που ήταν πολύ φτωχοί και, κατά συνέπεια, δε διέθεταν τον αναγκαίο εξοπλισμό, ήταν σε θέση, όταν κατέβαλλαν προσπάθεια, να παράγουν περί τις δώδεκα λίβρες καρφίτσες την ημέρα. Σε μία λίβρα περιέχονται περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες καρφίτσες μεσαίου μεγέθους. Επομένως, τα δέκα αυτά άτομα μπορούσαν να παράγουν περισσότερες από σαράντα οκτώ χιλιάδες καρφίτσες την ημέρα». (σελ. 32).
Εξάλλου, κανείς δε θα μπορούσε αμφισβητήσει ότι όσο πιο εξειδικευμένος είναι κάποιος σε μια εργασία τόσο βαθύτερα θα γνωρίζει και τα μυστικά της. Με άλλα λόγια η εξειδίκευση συμβάλλει στη γνώση της εκάστοτε εργασίας ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η εξειδίκευση μεθοδεύει τη γνώση οδηγώντας την σε αλματώδη πρόοδο. Χώρια η εξοικονόμηση του χρόνου. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για την εξοικονόμηση του χρόνου που επιφέρει η δαιμονισμένη αύξηση της παραγωγής, όπως στο παράδειγμα της καρφίτσας. Εδώ μιλάμε για την εξοικονόμηση του εποικοδομητικού χρόνου μέσα στο πλαίσιο της διεκπεραίωσης της εργασίας, ή αλλιώς, για την εντατικοποίηση της εργασίας που κάνει το άτομο να δουλεύει ακόμη πιο παραγωγικά μέσα στα ίδια χρονικά όρια. Σ’ αυτό βέβαια θα συντελέσει και η βελτίωση της επιδεξιότητας, που επίσης επιφέρεται με την εξειδίκευση: «Είναι αδύνατον να περάσουμε από το ένα είδος εργασίας σε ένα άλλο, που εκτελείται σε διαφορετικό μέρος και με τελείως διαφορετικά εργαλεία. Ένας υφαντής της επαρχίας που καλλιεργεί μια μικρή φάρμα, πρέπει να δαπανά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη μετάβαση από τον αργαλειό στον αγρό και από τον αγρό στον αργαλειό. Όταν αυτές οι δύο εργασίες μπορούν να εκτελεστούν στο ίδιο εργαστήριο, οι απώλειες χρόνου είναι σίγουρα πολύ μικρότερες. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ σημαντικές. Όταν κάποιος περνά από μια εργασία σε μια άλλη, συνήθως χαλαρώνει κάπως. Όταν πρωτοξεκινά τη νέα του εργασία, σπανίως είναι ενθουσιώδης και προσηλωμένος σε αυτήν. Το μυαλό του, όπως λέγεται, δεν είναι σε αυτήν και για κάποιο χρονικό διάστημα μάλλον παίζει παρά εργάζεται για το συγκεκριμένο σκοπό του. Η συνήθεια να χαζεύει και να δουλεύει με νωθρότητα, που αποκτάται φυσιολογικά ή, μάλλον, αναγκαστικά από κάθε εργάτη που είναι αναγκασμένος να αλλάζει εργασία και εργαλεία κάθε μισή ώρα και να χρησιμοποιεί τα χέρια του με είκοσι διαφορετικούς τρόπους κάθε ημέρα της ζωής του, τον καθιστά σχεδόν πάντα άτονο, οκνηρό και ανίκανο για οποιαδήποτε σοβαρή εργασία, ακόμα και υπό τις πιο πιεστικές συνθήκες». (σελ. 35 – 36).
Εργάτριες σε εργοστάσιο σιγαρέττων, 19ος αιώνας
Η εξειδίκευση είναι συνυφασμένη με την εργασιακή εντατικοποίηση  και η εντατικοποίηση αυτή είναι συνυφασμένη με την ποσότητα (και την ποιότητα) της παραγωγής. Ο άνθρωπος, αν θέλει να απολαμβάνει την πληθώρα των αγαθών που μπορούν να παραχθούν οφείλει να εξειδικευτεί. Οφείλει δηλαδή να προσηλωθεί στον εργασιακό του ρόλο, που όσο πιο μικρή έκταση έχει, τόσο μεγαλύτερο βάθος μπορεί να αποκτήσει. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε μόνο για τη δεδομένη εργασιακή αλλοτρίωση των ρομποτοποιημένων κινήσεων μπροστά στο μηχάνημα, που κουρελιάζουν κάθε έννοια δημιουργικότητας, μετατρέποντας τον εργάτη σε νευρόσπαστο (ούτε βέβαια την αποκλείουμε). Ούτε για τις επίσης δεδομένες σχέσεις εκμετάλλευσης ανάμεσα στον κάτοχο της μηχανής και τον εργάτη, που ασφαλώς δεν αμείβονται το ίδιο, δηλαδή δεν έχουν την ίδια πρόσβαση στα παραγόμενα αγαθά που διαρκώς αυξάνονται.  Εδώ μιλάμε για την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου που νοηματοδοτείται μόνο ως εργαλείο παραγωγής, αφού ο πλούτος των εθνών μετριέται μόνο με τα παραγόμενα αγαθά, δηλαδή με τη δυνατότητα της κατανάλωσης. Όσο περισσότερα αγαθά, τόσο μεγαλύτερη η πρόσβαση στην κατανάλωση, κι όσο μεγαλύτερη η πρόσβαση στην κατανάλωση, τόσο αυξημένο και το βιοτικό επίπεδο. Θα λέγαμε ότι η έννοια του πλούτου ισοδυναμεί με την έννοια της ευτυχίας καθώς κρύβει μέσα της όλες τις βασικές ανθρώπινες αξίες. Η αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, η πρόσβαση στην εκπαίδευση, η ισότητα γίνονται αξίες μετρίσιμες σε απόλυτο βαθμό, αφού όλα εξισορροπούνται υπό το πρίσμα της δυνάμει κατανάλωσης. Κι όταν υπάρχει πλούτος δεν υπάρχει εξαθλίωση. Κι όταν δεν υπάρχει εξαθλίωση, οι όποιες οικονομικές ανισότητες γίνονται ανεκτές. Βρισκόμαστε μπροστά στον πυρήνα της καπιταλιστικής φιλοσοφίας, που θέλει τα πάντα να ανάγονται σε χρήμα ή αλλιώς στη θεοποίηση της κατανάλωσης.
Το ότι η αύξηση της παραγωγής από την εξειδίκευση μπορεί να οδηγήσει και σε ενδεχόμενη μείωση του ωραρίου εργασίας δε φαίνεται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το Σμιθ. Η υπερπαραγωγή καρφιτσών λειτουργεί μόνο ως δυνατότητα αυξημένης κατανάλωσης και πτώσης των τιμών κι όχι ως δυνατότητα αύξησης του ελεύθερου χρόνου. Με δυο λόγια μπορούμε, αν χρειαζόμαστε δέκα καρφίτσες, να αγοράζουμε πενήντα, όχι όμως να δουλεύουμε λιγότερο. Ο ίδιος ο Σμιθ, επιχειρηματολογώντας υπέρ της εξειδίκευσης, επικαλείται και τη δυνατότητα της επινόησης νέων τρόπων τέλεσης της εργασίας ώστε να εξοικονομείται χρόνος. Αναφέρει το παράδειγμα του παιδιού στις πυροσβεστικές αντλίες: «Στις πρώτες πυροσβεστικές αντλίες έπρεπε να απασχολείται ένα παιδί συνεχώς στο εναλλασσόμενο άνοιγμα και κλείσιμο της επικοινωνίας μεταξύ λέβητα και κυλίνδρου, ανάλογα με το εάν το πιστόνι ανέβαινε ή κατέβαινε. Ένα από αυτά τα παιδιά, στο οποίο άρεσε να παίζει με την παρέα του, παρατήρησε ότι, αν συνέδεε με ένα νήμα το χερούλι της βαλβίδας που άνοιγε αυτή την επικοινωνία με ένα άλλο μέρος της μηχανής, η βαλβίδα θα άνοιγε και θα έκλεινε χωρίς τη βοήθειά του, αφήνοντάς το έτσι ελεύθερο να διασκεδάζει με τους φίλους του. Έτσι, λοιπόν, μία από τις μεγαλύτερες βελτιώσεις που επήλθαν σε αυτή τη μηχανή μετά την αρχική της εφεύρεση, ήταν η ανακάλυψη ενός αγοριού που ήθελε να εξοικονομήσει χρόνο από την εργασία του». (σελ. 37). Είναι προφανές ότι οι νέες μηχανές που προκύπτουν από την εφευρετικότητα των εξειδικευμένων μαστόρων δε θα επιφέρουν ποτέ τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Ο άνθρωπος, όσες μηχανές κι αν ανακαλύψει, δε θα αφεθεί ποτέ ελεύθερος να παίξει με τους φίλους του. Ο πλούτος των εθνών δε μετριέται με το χρόνο. Μόνο με το χρήμα. Κι αυτή είναι η πιο αβάσταχτη ανθρώπινη δυστυχία.
Ο Σμιθ δε φαίνεται να ασχολείται με το ψυχικό κόστος των ανθρώπων – μηχανών μέσα στις πρώτες μανουφακτούρες. (Ίσως και να μην μπορούσε να το διακρίνει στην εποχή του – μην ξεχνάμε ότι γράφει το 1776). Σήμερα όμως, σχεδόν διακόσια πενήντα χρόνια μετά την «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», ξέρουμε πολύ καλά και τις ψυχικές και τις σωματικές επιπτώσεις της εξειδικευμένης υπερεργασίας (χωρίς να αναφερθούμε ούτε στην ανεργία ούτε στην εξάντληση του περιβάλλοντος). Παρόλα αυτά η  εξειδίκευση συμπορεύεται με την υπερεργασία τόσο φυσικά, σαν κάτι αυτονόητο. Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητώντας την ευτυχία μέσα από την κατανάλωση, είναι αδύνατο να ιεραρχήσει τις πραγματικές του ανάγκες. Η εκτόνωση βαφτίζεται διασκέδαση, η μαζική κουλτούρα τέχνη, η αγορά προϊόντων νόημα ύπαρξης. Και κάπου εδώ γίνεται βίωμα η πιο απόλυτη αντιστροφή. Ο ελεύθερος χρόνος γίνεται βάρος, γίνεται πλήξη και χαμένη ζωή, αφού ο άνθρωπος δεν ξέρει πώς να τον διαχειριστεί. Ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ότι η δημιουργικότητα αφορά μόνο την εργασία. Ο σύγχρονος άνθρωπος στερείται πλήρως φαντασίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος δε διαθέτει ούτε την ελάχιστη αυτογνωσία. Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε απόλυτη αποξένωση με τους συνανθρώπους του. Ο σύγχρονος άνθρωπος ανάγει την εργασία σε προσωπική ταυτότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά ηττημένος.
Η εξειδίκευση και η μηχανοποίηση της παραγωγής που εκτινάσουν την ποσότητα των αγαθών στα ύψη, αποκτούν νόημα με την προϋπόθεση της μείωσης της εργασίας. Γιατί ο άνθρωπος είναι πολυδιάστατο ον και η ευτυχία μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την αυτογνωσία και τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Γιατί ο ελεύθερος χρόνος σηματοδοτεί τον ελεύθερο άνθρωπο και η φαντασία, το παιχνίδι, η επικοινωνία, η τέχνη, ο έρωτας, η φιλία, η συντροφικότητα είναι ζητήματα που αφορούν μόνο τους ελεύθερους ανθρώπους. Και κάπου εδώ φτάνουμε στον αληθινό πλούτο των εθνών, που ο άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει. Γιατί η υλική βάση που εξασφαλίζεται από την εντατικοποίηση της παραγωγής είναι το μέσο κι όχι αυτοσκοπός. Η παραγωγή οφείλει να βελτιώνεται εξασφαλίζοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Η μηχανή οφείλει να λειτουργεί επίσης προς αυτή την κατεύθυνση. Κι αν το κόστος του ελεύθερου χρόνου είναι η βραδύτερη πρόοδος των παραγωγικών δυνάμεων, το μόνο που απομένει είναι οι απορίες του Κορνήλιου Καστοριάδη: «Γιατί πρέπει να αυξάνουν επ’ άπειρον οι παραγωγικές δυνάμεις; Γιατί πρέπει να αυξάνει η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στους άλλους ανθρώπους; Και επιτέλους, τι θα πει ότι αυξάνει η κυριαρχία;» Για να απαντήσει ο ίδιος: «Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία – η καπιταλιστική κοινωνία εν γένει – έχει ως κεντρική φαντασιακή σημασία την απεριόριστη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, την απεριόριστη αύξηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και πάνω στους ίδιους τους ανθρώπους. Και αυτό το εμφανίζει ως λογική επιδίωξη. Όμως αυτή η επιδίωξη, η οποία πραγματικά παίζει έναν απολύτως κεντρικό ρόλο στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι τελείως άλογη, τελείως αυθαίρετη». (σελ. 56).
Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη Α.Ε. Αθήνα, 2010.
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2000.
https://wikis.engrade.com/a8aworkers
Πηγή. http://eranistis.net/wordpress/2014/08/22/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου