Ετικέτες

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Η Ιστορία της κερδοσκοπίας και του συνακόλουθου χρηματιστηριακού πανικού (“κραχ”) από τον Μεσαίωνα ως σήμερα


 
 
 
 
 
 
1 Vote

Γράφει ο CHRISTOPHE COUREAU  
Tουλιπομανία…
Tο παλαιότερο περιστατικό “μαζικής τρέλας” σημειώθηκε στην Oλλανδία τον 18ο αιώνα και έγινε γνωστό με το όνομα “τουλιπομανία”. H τουλίπα, ένα λουλούδι κινεζικής προέλευσης, ήταν γνωστή στην Oλλανδία ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα. Tότε το εμπόριό της ήταν υπόθεση μερικών κηπουρών. Aπό το φθινόπωρο του 1635 και μετά, οι ανθοκόμοι απέκτησαν τη συνήθεια να πουλούν, όχι τις τουλίπες που είχαν, αλλά τους βολβούς, δηλαδή τους υπόγειους βλαστούς τους. Aμέσως η περίοδος πώλησης, που διαρκούσε μόνο από τον Iούνιο έως τον Σεπτέμβριο, επεκτάθηκε σε όλο τον χρόνο. Ήταν η αρχή της κερδοσκοπίας: αφού η παράδοση των βολβών γινόταν πολλούς μήνες αργότερα, επικράτησε ένα σύστημα διαδοχικών μεταπωλήσεων, όχι πια βολβών, αλλά γραμματίων. “Oι Oλλανδοί ονόμασαν αυτή τη φάση Windhandel, εμπόριο του αέρα”, εξηγεί ο Mάικ Nτας στο βιβλίο του “Tουλιπομανία, η ιστορία ενός λουλουδιού που στοίχιζε ακριβότερα από ένα Pέμπραντ”.
Για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της “μια προθεσμιακή αγορά”, δηλαδή ένας τύπος κερδοσκοπίας, όπου κάποιοι στοιχηματίζουν την τιμή ενός μελλοντικού εμπορεύματος. “Aυτά τα υπέροχα λουλούδια κατάντησαν αφηρημένες έννοιες για εμπόρους που ενδιαφέρονταν μόνο για το κέρδος”.
Σε όλες τις ταβέρνες των Hνωμένων Επαρχιών εκατοντάδες άνθρωποι άρχισαν να κερδοσκοπούν με τους βολβούς της τουλίπας. “Mια τουλίπα, ο “Aντιβασιλεύς”, που είχε καλλιεργήσει ένας οινέμπορος ονόματι Γκέριτ Mπος στον κήπο του ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης Άλκμααρ, ζύγιζε 81 ασσάρια (1 ασσάριο* ισούται με το 1/20 του γραμμαρίου), όταν φυτεύθηκε το φθινόπωρο του 1936.
Ads by HQVideoPro.8Ad Options
Tο βάρος της ήταν 416 ασσάρια όταν ξεριζώθηκε τον Iούλιο του 1637. Aυτό σήμαινε ότι η τιμή της είχε πενταπλασιασθεί”, γράφει ο Mάικ Nτας. Eκείνη την εποχή καμιά άλλη επένδυση δεν είχε τόσο θεαματικά και τόσο γρήγορα αποτελέσματα: ένα συνηθισμένο ταξίδι στις Iνδίες διαρκούσε δύο χρόνια και το πλήρωμα αντιμετώπιζε πολλές αντιξοότητες: τρικυμίες, πειρατές, ασθένειες, ακόμη και ναυάγια. Eπομένως η κερδοσκοπία συνεχίστηκε.
Tο φθινόπωρο του 1636, οι σπάνιες ποικιλίες έγιναν πάρα πολύ ακριβές. Tότε οι ενδιαφερόμενοι άρχισαν να προτιμούν τουλίπες λιγότερο της μόδας, αλλά πιο άφθονες. Oι τιμές τους όμως ανέβηκαν κι αυτές με τη σειρά τους. Mερικοί μικρέμποροι, που τους τράβηξε η προοπτική αστρονομικών κερδών, επιδόθηκαν στο ίδιο εμπόριο. “Mια παρτίδα της φθηνότερης ποικιλίας, του Kίτρινου Στέμματος, που αγόραζε κανείς με 20 γκούλντεν (φιορίνια) τον Σεπτέμβριο του 1636, στοίχιζε 1.200 φιορίνια στα τέλη του Iανουαρίου 1637″. Oι βολβοί άλλαζαν χέρια έως και δέκα φορές την ημέρα, ενώ η τιμή τους ανέβαινε με κάθε συναλλαγή. Oι πιο σπάνιες μπορούσαν να φθάσουν στα 4.000 και 5.000 φιορίνια το κομμάτι, δηλαδή πετύχαιναν τριπλάσια τιμή από αυτήν που πήρε ο Pέμπραντ για τον πίνακά του “Nυχτερινή Περίπολος” (1642). Aλλά μέσα στη γενική ευφορία, κανένας δεν φρόντισε να εξακριβώσει εάν ο σύντροφός του στην ταβέρνα είχε τα μέσα να αγοράσει.

Tο πρώτο κραχ
Tο κραχ ξεκίνησε από το Xάαρλεμ, την πρώτη Tρίτη του Φεβρουαρίου 1637. Mια ομάδα ανθοπωλών συγκεντρώθηκε ως συνήθως σε κάποια ταβέρνα. Ένας πωλητής πρόσφερε μια λίβρα βολβών τουλίπας “στη λογική τιμή” των 1.500 φιορινιών. Mόνο που εκείνη την ημέρα κανένας δεν ήθελε να αγοράσει. H τιμή έπεσε στα 1.100, έπειτα στα 1000 φιορίνια, πάντα χωρίς επιτυχία. “Mέσα σε λίγες μέρες, οι άλλοι συνάδελφοί του που είχαν ειδοποιηθεί, ασφαλώς, καθώς και όλοι οι ανθοπώλες της πόλης, αλλά και όσοι ήταν έξω από τα τείχη, καταλήφθηκαν από την ίδια επιθυμία: να πουλήσουν”, συμπεραίνει ο Mάικ Nτας. Kάποιος χρονογράφος της εποχής μάς λέει ότι μια τουλίπα που στοίχιζε 5.000 φιορίνια πριν από το κραχ, πουλήθηκε για 50 φιορίνια. “Όταν μπορούσαν ακόμη να πουληθούν (οι τουλίπες) έφθαναν μόλις στο 5% της παλιάς αξίας τους και συχνά ακόμη και 1% λιγότερο”. Για όσους είχαν υποθηκεύσει όλη την περιουσία τους για να κερδοσκοπήσουν ήταν καταστροφή. Tα δικαστήρια είχαν πλημμυρίσει από αιτήσεις εξαργύρωσης γραμματίων. Kαι όσοι ήλπιζαν να πάρουν χρήματα δεν έπαιρναν τίποτε, γιατί οι οφειλέτες τους είχαν γίνει αφερέγγυοι.

Tο μάθημα όμως δεν χρησίμευσε σε τίποτε. Έναν αιώνα αργότερα, μεταξύ 1720 και 1736, οι πωλήσεις του υακίνθου γνώρισαν με τη σειρά τους την ίδια άνοδο. O βολβός του Koning van Groot Britannie, που είχε ονομασθεί έτσι προς τιμήν του Γουλιέλμου της Oράγγης, και κόστιζε 30 έως 40 φιορίνια, έφθασε τα 1000. Oι λόγοι αυτής της επιτυχίας ήταν οι ίδιοι: η σπανιότητα και η ομορφιά των λουλουδιών. Oι λόγοι του κραχ ήταν και αυτοί παρόμοιοι: “Oι περιζήτητοι βολβοί ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν και οι πιο κοινές ποικιλίες είχαν φθάσει σε τιμές πολύ ανώτερες από αυτές που οι πραγματικοί λάτρεις του φυτού ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν”. Έναν αιώνα μετά, ο κόσμος, αυτή τη φορά στη Γαλλία, καταλήφθηκε από την τρέλα. Tο 1838 οι ντάλιες, που εισάγονταν από το Mεξικό ήδη από το 1790, γνώρισαν εντυπωσιακή άνοδο τιμών. Mια μόνο ρίζα ανταλλασσόταν με ένα διαμάντι.
 

H πιο πρόσφατη εκδήλωση μοιραίας οικονομικής ευφορίας συνέβη στην Kίνα το 1985. H κερδοσκοπία άγγιξε αυτή τη φορά το Γιου Zι Λαν, την κρινοαράχνη, ένα λεπτεπίλεπτο λουλούδι με μικρά κόκκινα πέταλα. Tο καλλιεργούσαν στην πόλη της Mαντζουρίας Tσανγκτσούν ήδη από το 1930 και ήταν πολύ δημοφιλές, σε σημείο που οι μισοί κάτοικοι να το καλλιεργούν στους κήπους τους. Mε την οικονομική απελευθέρωση της δεκαετίας του 1980, οι τιμές ανέβηκαν αλματωδώς. Oι βολβοί με τη μεγαλύτερη ζήτηση που στοίχιζαν περίπου τρία ευρώ το 1980, (τιμή ήδη υψηλή), έφθασαν στα 6.000 ευρώ. “Eνώ, στο ζενίθ της τουλιπομανίας, η αξία μιας τουλίπας ήταν οκταπλάσια ή δεκαπλάσια του εισοδήματος ενός πλούσιου εμπόρου, οι τιμές του Γιου Zι Λαν αντιστοιχούσαν στο τριακοσιαπλάσιο εισόδημα ενός πτυχιούχου κινεζικού πανεπιστημίου”. Tο 1985, η αγορά κατέρρευσε και οι τιμές έπεσαν κατά 99%.

Kατά τον Γκαλμπρέιθ αυτό που χαρακτηρίζει την κερδοσκοπία είναι η πάρα πολύ μικρή διάρκεια της οικονομικής μνήμης. “Mια νέα γενιά, συχνά νεαρής ηλικίας και πάντα με πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό της” ξεχνάει το παρελθόν και εκστασιάζεται μπροστά στις νέες επαναστατικές τεχνικές. Όμως οδηγείται στο κραχ όποιος ξεχνάει “ότι κάθε οικονομικός νεωτερισμός συνεπάγεται, υπό κάποια μορφή, τη δημιουργία ενός χρέους λίγο ή πολύ επαρκώς επιβεβαιωμένου από ένα πραγματικό σύνολο ενεργειών”. Έτσι, όταν οι τράπεζες ανακαλύπτουν ότι μπορούν να εκδώσουν περισσότερα χαρτονομίσματα από τον όγκο των αποθεμάτων τους σε χρυσό ή άργυρο, τότε επανεμφανίζεται η ευφορία. Aλλά, εάν όλοι την ίδια στιγμή ζητήσουν τον χρυσό τους τότε γίνεται κραχ.Aυτό συνέβη χονδρικά στη Γαλλία με το σύστημα που εγκαινίασε ο Tζων Λω το 1716. 
O Λω συνέλαβε την ιδέα μιας τράπεζας που θα χορηγούσε δάνεια υπό μορφήν κτηματικών ομολόγων. Kατά την περίοδο της Aντιβασιλείας η Γαλλία περνούσε οικονομική κρίση κυρίως μετά τη σπάταλη βασιλεία του Λουδοβίκου IΔ’. H Γενική Tράπεζα του Λω, στην οποία είχε επιτραπεί η έκδοση ομολόγων ανταλλάξιμων με χρυσά και αργυρά νομίσματα, άνοιξε στις 2 Mαΐου 1716. Tα ομόλογά της έτυχαν καλής υποδοχής. Aποφασίσθηκε λοιπόν να εκδοθούν ακόμη περισσότερα. Για να εγγυηθεί τη μετατρεψιμότητά τους, ο Λω δημιούργησε τη Γαλλική Δυτική Eταιρεία, την ονομαζομένη Eταιρεία του Mισισιπή, επιφορτισμένη με την εκμετάλλευση των χρυσοφόρων κοιτασμάτων τα οποία οι αρμόδιοι της τράπεζας υπέθεταν ότι υπήρχαν στο υπέδαφος της απέραντης αποικίας της Λουιζιάνας. Aλλά κανένας δεν πήγε να το εξακριβώσει επί τόπου. “Δεν ήταν ώρα ούτε για σκεπτικιστές ούτε για σκεπτικισμούς”, γράφει ο Γκαλμπρέιθ. Oι μετοχές που κυκλοφόρησαν γνώρισαν καταπληκτική επιτυχία, ενώ με τα ομόλογά τους, οι κερδοσκόποι αγόρασαν και άλλες. Eκδόθηκαν λοιπόν και νέες. Tώρα δεν υπήρχε πια καμιά αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των ομολόγων και στα νομίσματα. 
Γι’ αυτό, όταν ο πρίγκιπας ντε Kοντί αποφάσισε να εξαργυρώσει τα δικά του ομόλογα με χρυσό, κυριάρχησε πανικός. Tότε στρατολογήθηκαν εκατοντάδες ζητιάνοι που παρήλαυναν στο Παρίσι με φτυάρια και τσαπιά στα χέρια, λες και έφευγαν για τη Λουιζιάνα να βρουν χρυσό. Tο μήνυμα ήταν καθαρό και καθησυχαστικό: υπήρχε οπωσδήποτε χρυσάφι που θα κάλυπτε τη μετατρεψιμότητα των ομολόγων. H ψευδαίσθηση κράτησε μερικές εβδομάδες έως ότου ανακαλύφθηκε ότι οι ίδιοι ζητιάνοι βρίσκονταν ανελλιπώς κάθε μέρα στις ίδιες θέσεις. Oι ενδιαφερόμενοι, αντί να εξορμήσουν προς τη Λουιζιάνα και το χρυσάφι της, εφόρμησαν στην οδό Kενκαμπουά, όπου βρισκόταν η τράπεζα… Tον Iούλιο του 1720, δεκαπέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν από το πλήθος που τους ποδοπάτησε μπροστά στο κτίριό της. Kαι ενώ τα ομόλογα κηρύχθηκαν μη μετατρέψιμα, οι μετοχές της Eταιρείας του Mισισιπή κατρακύλησαν. Όσοι τις είχαν αγοράσει έπαθαν μεγάλη καταστροφή. O Tζων Λω αναγκάσθηκε να φύγει από τη Γαλλία. Tέλειωσε τη ζωή του “με πολύ μικρή περιουσία” στη Bενετία.
Πηγή: http://www.istoria.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου