Ετικέτες

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Aufheben: Από τον ιταλικό Εργατισμό (Operaismo) στον Αυτόνομο Μαρξισμό (Ι)

 


Storming Heaven: Class Composition and Struggle in Italian Autonomist Marxism του Steve Wright
Reading ‘Capital’ Politically του Harry Cleaver

Το «Θερμό Φθινόπωρο» του 1969 στην Ιταλία ήταν ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς για τον επαναστατικό αγώνα του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα. Συνδέθηκε με τον Εργατισμό (operaismo), μια μαρξική προσέγγιση που έδινε βάρος στους αγώνες των «απλών ανθρώπων» σε αντίθεση με ότι θεωρούνταν πολιτική και τον οπορτουνισμό της κυρίαρχης (σταλινικής) αριστεράς. Το κύμα των κοινωνικών αγώνων αυτού του χρόνου επαναλαμβάνεται με το ταραχώδες «Κίνημα του 77», παρότι μεταξύ τους εμφανίζουν σημαντικές διαφορές. Κάτω από το λάβαρο της Αυτονομίας, η ανάλυση των εργατιστών για την ταξική πάλη επεκτάθηκε για να περιλάβει τη δράση ομάδων έξω από τον εργασιακό χώρο. Οι δυναμικές οδομαχίες, η αυτομείωση ή η κατηγορηματική άρνηση να πληρώνουν τους λογαριασμούς και τα εισιτήρια, όπως επίσης και η ανάδυση ριζοσπαστικών αιτημάτων όπως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας: όλα αυτά περιέχονταν σε ένα κίνημα για το οποίο, αυτό που θεωρείται «πολιτικό» αμφισβητήθηκε έντονα από αγώνες γύρω από ευρύτερες επιθυμίες και ανάγκες

Σήμερα οι περισσότεροι γνωρίζουν για τον Εργατισμό και την Αυτονομία μέσα από τα έργα των πιο γνωστών θεωρητικών τους, όπως ο Negri, από την αμερικάνικη επιθεώρηση Midnight Notes, και ίσως από το website aut-op-sy και τη discussion list του(1). Για όλους εκείνους που δεν ικανοποιούνται με τις εκδοχές του Μαρξισμού και του Αναρχισμού που υπάρχουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι έννοιες της «αυτονομίας» και του «αυτόνομου» προκαλούν θετικούς συνειρμούς. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες «αντικαπιταλιστικές» κινητοποιήσεις της J18 και του Σιάτλ, άντλησαν θεματικές και ορολογίες που συνδέονται με την Αυτονομία, όπως αυτόνομοι αγώνες και διαφορετικότητα.(2) Παρόλα αυτά, η ιστορία και η θεωρία που περιβάλλουν τον Εργατισμό και την Αυτονομία δεν είναι ίσως τόσο καλά γνωστές. Η πρόσφατη έκδοση δύο βιβλίων πάνω στον Εργατισμό, την Αυτονομία και τη θεωρητική τους κληρονομιά αποτελούν απόδειξη του ενδιαφέροντος που υπάρχει πάνω σε αυτό το ρεύμα μέχρι και σήμερα. Το Reading ‘Capital’ Politically του Harry Cleaver πρωτοεκδόθηκε το 1979 και τώρα επανεκδόθηκε με νέο πρόλογο. Η Εισαγωγή στο βιβλίο του Cleaver, συγκεκριμένα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλούς που ήθελαν να κατανοήσουν τις μεταπολεμικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων και αγώνων που δεν έπαιρναν απαραίτητα τις παραδοσιακές μορφές. Το Storming heaven του Steve Wright παρουσιάζει μια κριτική ιστορία της πολιτικής και θεωρητικής εξέλιξης του ιταλικού κινήματος σε σχέση με τους αγώνες του 1950ς, ΄60ς και ΄70ς. Μια ιστορία η οποία, όπως πιστεύουμε, ξεπερνά την παρουσίαση του Cleaver.
Η έκδοση αυτών των δύο βιβλίων μας δίνει τη δυνατότητα για μια κριτική αποτίμηση του Εργατισμού και της Αυτονομίας, όσο και της προσπάθειας του Cleaver να κρατήσει αυτήν την παράδοση ζωντανή. Συγκεκριμένα θα εξετάσουμε πέντε ζητήματα. Πρώτον, υπάρχει το ερώτημα αν η έννοια της «αυτονομίας» είναι επαρκής ως βάση για μια ταξική ανάλυση. Δεύτερον, θα επιχειρηματολογήσουμε ότι τόσο στους εργατιστές όσο και σε αυτούς που τους διαδέχτηκαν δεν συναντούμε μια ολοκληρωμένη κριτική του αριστερισμού και του εθνικισμού. Τρίτον, οι απόψεις όσων επηρεάστηκαν από τους εργατιστές είναι ασαφείς και αμφιλεγόμενες όσον αφορά το ζήτημα του «νόμου της αξίας». Τέταρτον, η αποτυχία του εργατισμού και της αυτονομίας να ερμηνεύσουν την υποχώρηση του ταξικού ανταγωνισμού μπορεί να συνδεθεί με την σιωπηρή (ή ακόμη και ρητή) ικανοποίηση ορισμένων θεωρητικών αυτής της παράδοσης με τα τωρινά όρια του ταξικού ανταγωνισμού. Τελικά, υπάρχει το ζήτημα αν η πολιτική ανάγνωση του Κεφαλαίου την οποία κάνει ο Cleaver είναι όντως χρήσιμη ή επιτυχημένη. Φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι η ήττα των κινημάτων, πάνω στα οποία βασίστηκε η εξέλιξη του εργατισμού, οδήγησε πολλούς από τους θεωρητικούς αυτής της παράδοσης τόσο στην εγκατάλειψη του σχεδίου της παγκόσμιας επανάστασης όσο και στην ιδεολογικοποίηση της θεωρίας.1.Δυνατότητες και όρια μιας «αυτόνομης» ταξικής ανάλυσης 
Για να κατανοήσει κανείς τη σύλληψη της τάξης από μεριάς Εργατισμού και αυτόνομου Μαρξισμού, χρειάζεται να μελετήσει την απαρχή των βασικών θεωρητικών εννοιών που χρησιμοποίησαν.1.1 Κλασικός Εργατισμός
Οι ρίζες του εργατισμού βρίσκονται στην έρευνα που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 50 πάνω στις ανάγκες και τις αντιλήψεις των ίδιων των εργατών, πώς δηλαδή όριζαν οι ίδιοι τα προβλήματά τους στον εργασιακό τους χώρο και ποια ήταν η φύση των αγώνων τους. Για τον Wright ο πυρήνας της εργατίστικης οπτικής που αναδύεται από αυτήν την έρευνα είναι: η ταύτιση της εργατικής τάξης με την εργασία που υπάγεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία, η έμφαση στον αγώνα για το μισθό ως προνομιακό πεδίο πολιτικής σύγκρουσης και η επιμονή στη θέση ότι η εργατική τάξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. (3) Αυτά τα συμπεράσματα αποτέλεσαν τη βάση για μια εναλλακτική πρόταση που ερχόταν σε ρήξη με την οικονομική ανάλυση και την πολιτική της παραδοσιακής αριστεράς, δηλαδή του ΚΚΙ (του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος στη Δυτική Ευρώπη). Για το ΚΚΙ ο πολιτικός αγώνας διεξαγόταν κυρίως μέσα από το κοινοβούλιο και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Στον αντίποδα, με το να τονίζουν τη σημασία των αδιαμεσολάβητων αγώνων των εργατών μέσα στα εργοστάσια, οι εργατιστές απέρριψαν τον κλασικό λενινιστικό διαχωρισμό ανάμεσα σε «πολιτικούς» και «οικονομικούς» αγώνες.
Στο βιβλίο του Storming Heaven, ο Wright συνδυάζοντας την εργατίστικη θεωρία με τους αγώνες από τους οποίους αναδύθηκε εξετάζει την πιο πολυσυζητημένη έννοια της ανάλυσης του εργατισμού, αυτή της ταξικής σύνθεσης. Ο ίδιος την ορίζει ως το σύνολο των εργατικών συμπεριφορών που αναδύονται σε σχέση με τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες της παραγωγικής διαδικασίας. Ο εργατισμός, επίσης, μετά από έρευνες στα εργοστάσια της FIAT και της Olivetti, εισήγαγε την έννοια του εργάτη μάζα, τα χαρακτηριστικά του οποίου είναι η ανειδίκευτη εργασία, η κεντρική θέση που κατέχει στην παραγωγή και η απουσία των δεσμών που χαρακτήριζαν τους ειδικευμένους εργάτες.
1.2 Εργατισμός πέρα από τους εργάτες
Όπως τονίζει ο Cleaver, η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση και πολιτική πρακτική αντιλαμβάνεται την παραγωγή και την εργασία ως ουδέτερες. Ο στόχος είναι η κατάληψη των μέσων παραγωγής και η χρήση τους για το συμφέρον των εργατών, ώστε να επιτευχθεί μια δικαιότερη διανομή. Παρόλα αυτά, η έρευνα στα εργοστάσια της FIAT και της Olivetti έδειξε ότι ο καταμερισμός της εργασίας και ο διαχωρισμός με βάση τις δεξιότητες που αποκτώνται σε διαφορετικά στάδια της παραγωγής λειτουργούσαν ως μηχανισμός επιβολής και δεν αποτελούσαν ένα απλό τεχνικό ζήτημα. Γι’ αυτόν το λόγο, οι εργατιστές πρότειναν τρόπους να γίνει κατανοητή η μη ουδετερότητα της οργάνωσης του εργοστασίου και των μηχανών. Ιδιαίτερα σημαντική σ’ αυτόν τον τομέα είναι η δουλειά του Panzieri, ο οποίος σε αντίθεση με τους ρεφορμιστές σταλινικούς, υποστήριξε ότι η εργατική τάξη αναγνώριζε την ενότητα των «τεχνικών» και «δεσποτικών» στιγμών στην οργάνωση της παραγωγής. (4) Τέτοιες οπτικές καταδείκνυαν τα όρια της αυτοδιεύθυνσης των εργατών στις παρούσες συνθήκες, η οποία θα μπορούσε να ιδωθεί έτσι και ως αυτοδιεύθυνση της εκμετάλλευσής τους.
Ο Tronti προχώρησε παραπέρα αυτήν την ανάλυση εισάγοντας την έννοια του κοινωνικού εργοστασίου. Η ιδέα του εργοστασίου ως τόπου εξουσίας επεκτάθηκε σε ολόκληρη την κοινωνία. Έτσι η κοινωνία μπορεί να ιδωθεί ως ένα σύνολο που οργανώνεται γύρω από τις ίδιες βασικές αρχές της κυριαρχίας και της (ανα)παραγωγής αξίας. (5) Η συνέπεια αυτής της συλλογιστικής ήταν ότι από τη στιγμή που η οργάνωση της κοινωνίας δεν είναι ουδέτερη, η αντίσταση έξω από το εργοστάσιο θα μπορούσε να είναι μια πτυχή του ταξικού ανταγωνισμού.
Ωστόσο, η έμφαση σε εκείνους τους (εργοστασιακούς) εργάτες που βρίσκονται στην άμεση διαδικασία παραγωγής αποτελεί μια αντίφαση του εργατισμού. Ο Tronti όπως και άλλοι δεν κατάφεραν να συμβιβάσουν την έννοια του κοινωνικού εργοστασίου με την έμφαση την οποία έδιναν σε ό,τι συνέβαινε στα μεγάλα εργοστάσια. Ακόμη κι αν έβλεπαν πέρα από τον εργάτη μάζα, συνέχισαν να αντιμετωπίζουν προνομιακά το ρόλο του βιομηχανικού προλεταριάτου.
Η Αυτονομία (ο χώρος της αυτονομίας), ένα χαλαρό δίκτυο από ομαδοποιήσεις που περιλάμβαναν, αλλά και είχαν επηρεαστεί από ριζοσπάστες εργατιστές αναδύθηκε τη δεκαετία του 70, μετά τη διάλυση κάποιων εργατίστικων ομάδων. Αυτό το νέο κίνημα περιλάμβανε μεγάλο αριθμό νεότερων σε ηλικία ατόμων, πολλοί από τους οποίους είχαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή δούλευαν σε μικρότερες παραγωγικές μονάδες ή ακόμη και στον τομέα των υπηρεσιών. Όλοι αυτοί έδιναν έμφαση στον άμεσο και προσωπικό αγώνα και όχι σε πιο γενικές έννοιες, όπως το ταξικό συμφέρον, στην ανάγκη και όχι στο καθήκον, στη διαφορετικότητα και όχι στην ομοιογένεια. Επέκτειναν την έννοια της ταξικής σύνθεσης πέρα από την άμεση διαδικασία παραγωγής στα εργοστάσια, δεν αναζητούσαν ολιστικές αντιλήψεις για την εργατική τάξη και τις ιδιότητες της που πηγάζουν από το χώρο εργασίας και είχαν ελάχιστες σχέσεις με το ΚΚΙ και τα συνδικάτα. Κάποιες από αυτές τις τάσεις βρήκαν τη θεωρητική τους έκφραση στο κείμενο του Bologna ‘The Tribe of Moles’.(6)
Η πιο αμφιλεγόμενη θεωρητική θέση αυτής της περιόδου είναι το επιχείρημα του Toni Negri ότι ο εργάτης μάζα είχε αντικατασταθεί από αυτό που αποκαλούσε κοινωνικό εργάτη (operaio sociale). Η θέση του Negri ήταν ότι το κεφάλαιο, παρότι διατηρεί την επιχείρηση ως την καρδιά της διαδικασίας αξιοποίησης, κατευθύνεται προς μια εντεινόμενη κοινωνικοποίηση της εργασίας. Στοχεύει πέρα από μια απλή επέκταση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, προς την ολοκληρωτική επανανοηματοδότηση της έννοιας παραγωγική εργασία. Η επανανοηματοδότηση αυτή, σύμφωνα με το Negri ήταν «σε αναλογία με το επίπεδο της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο…Μπορούμε τώρα να πούμε ότι η έννοια του μισθωτού εργάτη και αυτή του παραγωγικού εργάτη τείνουν να ταυτιστούν» με αποτέλεσμα την κατασκευή της «νέας κοινωνικής φιγούρας του ενοποιημένου προλεταριάτου». (7) Εν συντομία, θεωρεί ότι παράγεται αξία σε όλες οι στιγμές της κυκλοφορίας ή ακόμη και της αναπαραγωγής. Η διάκριση ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία εξαλείφεται. Ενώ στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ μιλά για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μέσα από την οικογένεια και την εκπαίδευση, η θεωρητική καινοτομία του Negri είναι ότι εντοπίζει σ’ αυτήν ένα τόπο αγώνα. Ο Negri πρότεινε ότι ιστορικά το κεφάλαιο μετά το τέλος της δεκαετίας του 60 έδωσε έμφαση στις διαδικασίες της αναπαραγωγής, θέλοντας να αποφύγει την αποκλειστική εξάρτηση από την παραδοσιακή εργατική τάξη και να βασιστεί περισσότερο στην εργατική δύναμη κοινωνικών ομάδων που βρίσκονταν τότε στο περιθώριο και ήταν λιγότερο οργανωμένες. (8) Έτσι ο Negri και οι σύντροφοί του αντιμετώπισαν τις οργανώσεις των ανέργων, το γυναικείο κίνημα, την πρακτική της αυτομείωσης και τα αυξανόμενα περιστατικά οργανωμένης λεηλασίας, που χαρακτήρισαν το Κίνημα του 77, ως πτυχές μιας αντικαπιταλιστικής πρακτικής. Η επαναστατική διαδικασία έγινε κατανοητή ως ο πλουραλισμός των μέσων της προλεταριακής εξουσίας (Wright). Όπως σημειώνει ο Wright, η άποψη του Negri κατακρίθηκε ως υπερβολικά αφηρημένη, διότι αναγνωρίζει την αντιεξουσία ως τη διάσταση που συνδέει όλες τις κοινωνικές ομάδες και τις πρακτικές τους που συναποτελούν τον κοινωνικό εργάτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αμβλύνονται οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και των πρακτικών τους. Για τον ίδιο λόγο, είναι προβληματικός και ο νέος ορισμός που δίνει στην παραγωγική εργασία. Ο Negri οδηγήθηκε σε υπεραισιόδοξα συμπεράσματα όσον αφορά την ταξική σύνθεση που προκύπτει από την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Ο «κοινωνικός εργάτης» φαίνεται να αλλάζει με τα χρόνια. Αρχικά, αναφέρεται στην επισφαλή εργασία. Αργότερα, καθώς ο Negri απομακρύνεται από το κίνημα, βρίσκει την έκφρασή του στον «άυλο εργάτη», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον προγραμματιστή Η/Υ.(9)
Η Αυτονομία φτάνει στο ζενίθ της με το Κίνημα του 77. Παρόλα αυτά, δεν ήταν μόνο η μαζική κρατική καταστολή, την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, που με τη βία και τις φυλακίσεις οδήγησε στην ήττα της Αυτονομίας και την κατάρρευση του Εργατισμού. Η εξέλιξη της Αυτονομίας και η έμφαση που δόθηκε στους αγώνες έξω από το παραδοσιακό χώρο εργασίας πήγαιναν χέρι – χέρι με την απομόνωση των πιο ριζοσπαστών εργατιστών από την ευρύτερη εργατική τάξη. Ήταν αυτή η απομόνωση και ο επακόλουθος πεσιμισμός για την πιθανότητα ενός ευρύτερου κινήματος που οδήγησε τελικά πολλούς πίσω στο ΚΚΙ ή στις ένοπλες οργανώσεις.
1.3 Η άποψη του Cleaver για την εργατική τάξη
Ένα πρόβλημα που συχνά ανακύπτει ενάντια στο κομμουνιστικό σχέδιο είναι αυτό της υποτιθέμενης εξαφάνισης της εργατικής τάξης. Η αντίληψη του Μαρξ για την επανάσταση θεωρήθηκε ότι συνδέεται με μια ταξική δομή που εξαφανίζεται. Αυτό ήταν ένα ζήτημα αιχμής την εποχή που ο Cleaver έγραψε το Reading ‘Capital’ Politically, αν σκεφτεί κανείς πόσο δημοφιλείς ήταν τότε απόψεις όπως αυτή του Gorz με το Αντίο προλεταριάτο. Ο Cleaver έδωσε μια απάντηση λέγοντας ότι η εργατική τάξη αλλάζει μορφή και είναι στην πραγματικότητα παντού. (10) Σε πολλούς από μας, την μεγαλύτερη επιρροή άσκησε όχι τόσο η «πολιτική» άποψη για τη σχέση ανάμεσα στην αξία και τους αγώνες (την οποία συζητούμε παρακάτω), όσο η Εισαγωγή του Reading ‘Capital’ Politically, όπου η ιστορία των κινημάτων και των ιδεών χρησιμοποιείται για να αναπτυχθεί μια «αυτόνομη» σύλληψη της εργατικής τάξης σε αντίθεση με τον παραδοσιακό Μαρξισμό, όπως επίσης και με αυτούς που θεωρούν ότι η εργατική τάξη εξαφανίζεται. (Στην πραγματικότητα, ενώ το βιβλίο του Cleaver βγήκε σε φωτοτυπίες και μοιράστηκε σε πολλούς ανθρώπους, οι περισσότεροι διάβασαν μόνο την Εισαγωγή!)
Η ταξική ανάλυση του Cleaver μπορούμε να πούμε ότι συνεχίζει αυτό που ξεκίνησαν ο Tronti με την έννοια του κοινωνικού εργοστασίου και ο Bologna με το The Tribe of Moles. Έτσι, αναφορικά με την Ιταλία, θεωρεί ότι οι αγώνες των μη βιομηχανικών εργατών – κυρίως των γυναικών – εξέφρασαν και αποσαφήνισαν τη νέα ταξική σύνθεση. Οι αγώνες της «κοινότητας» για την αυτομείωση των ενοικίων, του κόστους της τροφής και των τιμών στις υπηρεσίες «κοινής ωφελείας», υποστηρίζει ο Cleaver, έδωσαν τη δυνατότητα στις γυναίκες που συμμετείχαν να συνειδητοποιήσουν το ρόλο τους στην παραγωγή αξίας. Από δω και στο εξής, η δική τους αυτόνομη δραστηριότητα θα μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα κεντρικό κομμάτι του ταξικού ανταγωνισμού, αντί να περιορίζεται στο βοηθητικό ρόλο της υποστήριξης των αγώνων των αντρών γύρω από το μισθό. Ο Cleaver θεωρεί την καμπάνια «Μισθός για την οικιακή εργασία» ως την κορύφωση αυτής της εξέλιξης.
Στο νέο Πρόλογο του Reading ‘Capital’ Politically, ο Cleaver αναπτύσσει λεπτομερώς αυτήν του την άποψη για τη φύση της τάξης. Σχηματικά, το βασικό σημείο εδώ είναι η επέκταση της έννοιας της εργατικής τάξης ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο τους μισθωτούς, αλλά και τους άμισθους. Ο Cleaver ισχυρίζεται ότι αυτή η διεύρυνση δικαιώνεται από την ιστορική έρευνα (π.χ.. Linebaugh’s The London Hanged (11) ) η οποία δείχνει ότι στην πολιτική κουλτούρα των τεχνιτών η εργατική τάξη προϋπάρχει της κυριαρχίας της μισθωτής εργασίας. Θεωρητικά, το κεντρικό σημείο του επιχειρήματος του Cleaver αφορά την εκμετάλλευση κοινωνικών ομάδων από το, και κατά επέκταση τους αγώνες τους ενάντια στο, κεφάλαιο. Επιπλέον, οι αγώνες μιας κοινωνικής ομάδας ως τέτοιοι, παρά η υπαγωγή τους σε ένα γενικότερο αγώνα της εργατικής τάξης, θεωρούνται σημαντικοί για τη δυνατότητα μετασχηματισμού τους. Για τον Cleaver, η δυνατότητα τέτοιων κοινωνικών ομάδων να μετασχηματίζουν τον εαυτό τους μέσα στον αγώνα τονίζει το πρόβλημα με τους παραδοσιακούς (κοντόθωρους) ορισμούς της εργατικής τάξης, που δεν είπαν τίποτα γι’ αυτήν τον αυτομετασχηματισμό.(12) Σε συμφωνία με την παράδοση της Αυτονομίας, η θεώρηση του Cleaver αναγνωρίζει την αντίσταση στο κεφάλαιο ως ένα έμφυτο γνώρισμα της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας και όχι – όπως στις κοινωνιολογικές και μερικές μαρξιστικές αναλύσεις της ταξικής δομής στη Δύση – κάτι περιορισμένο στο βιομηχανικό προλεταριάτο.
Η άποψη του Cleaver για μια «αυτόνομη» παράδοση των αγώνων και των θεωριών υπήρξε σημαντική για μας, όπως και για πολλούς άλλους που έψαχναν μια επαρκή ερμηνεία της ταξικής σύγκρουσης στις δεκαετίες του 80 και του 90. Αλλά, ξαναδιαβάζοντας σήμερα τον ορισμό της εργατικής τάξης που δίνει ο Cleaver, και πιο συγκεκριμένα τις κοινωνικές ομάδες που προσπαθεί (ως τέτοιες) να περιλάβει στον ορισμό του, υποστηρίζουμε ότι η θεώρησή του είναι ανεπαρκής ως ταξική ανάλυση. Το ζήτημα είναι αν η εκμετάλλευση αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ομάδας στην οποία αναφέρεται ως τέτοια και αν γι’ αυτό η αντίσταση είναι εγγενής σ’ αυτήν την ομάδα ως τέτοια. Το επιχείρημά μας είναι ότι υπάρχουν διαφορές και διαχωρισμοί μέσα και ανάμεσα στις κοινωνικές κατηγορίες που ο Cleaver ορίζει ως μέρος της εργατικής τάξης. Ο Wright υποστηρίζει ότι ο Εργατισμός και η Αυτονομία χρησιμοποιούν έννοιες που ισοπεδώνουν αυτές τις διαφορές και τους διαχωρισμούς. Η θέση μας είναι ότι ο Cleaver συνεχίζει αυτήν την τάση.
Για να ενισχύσουμε αυτό το επιχείρημα, ας εξετάσουμε καθεμία από τις κοινωνικές κατηγορίες που ο Cleaver θέλει να (επανα)ορίσει ως μέρος της εργατικής τάξης.
Πριν προχωρήσουμε, όμως, χρειάζεται να τονίσουμε την ανεπάρκεια που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση των τάξεων ως κατηγοριών όπου τοποθετούμε τους ανθρώπους. Για μας η τάξη δεν είναι μια μορφή διαστρωμάτωσης, αλλά μια κοινωνική σχέση. Αντί να προσπαθούμε να ταξινομήσουμε τους ανθρώπους, προτιμότερο είναι να κατανοήσουμε πως η τάξη σχηματίζεται, ως διαδικασία μέσα στον ανταγωνισμό. (13) Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι διαφοροποιούνται ανάλογα με το πόση εργασία αντλείται από τους άμεσους παραγωγούς (και ότι ιδιότητες, και συμφέροντα που συνδέονται με αυτές τις ιδιότητες, σχηματίζονται γύρω από αυτές τις καταστάσεις). Αλλά και η δική μας διαφωνία με τις (ανα)ταξινομήσεις του Cleaver είναι ανεπαρκής από μόνη της και πρέπει να διαβαστεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που αντιμετωπίζει την τάξη ως σχέση και όχι (απλώς) ως παγιωμένη κατάσταση ή συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα.
Ο Cleaver σημειώνει: Η επισήμανση του ηγετικού ρόλου των άμισθων στους αγώνες του 60 στην Ιταλία και η επέκταση της έννοιας (της πολιτικής ανασύνθεσης της εργατικής τάξης) στους αγρότες, παρείχε ένα θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αγώνες των Αμερικανών και Ευρωπαίων φοιτητών και νοικοκυρών, των ανέργων, των εθνικών και φυλετικών μειονοτήτων και των αγροτών του Τρίτου Κόσμου [sic] μπορούσαν να θεωρηθούν όλοι στιγμές ενός διεθνούς κύκλου εργατικών αγώνων.
Οι άνεργοι
Οι οργανωμένοι αγώνες των ανέργων έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην ιταλική εμπειρία της δεκαετίας του 70 – το ναπολιτάνικο κίνημα για παράδειγμα ήταν σε θέση να κινητοποιεί χιλιάδες ανέργους, αποτελώντας έτσι το κεντρικό σημείο αναφοράς της περιοχής όσον αφορά την αγωνιστική δράση (Wright). Μέσα από το περιοδικό μας επικεντρώσαμε την προσοχή μας σε τέτοιους αγώνες, οι οποίοι για μας γίνονται συχνά για επιδόματα, για τον πολύ απλό λόγο ότι τα επιδόματα είναι η άλλη όψη του νομίσματος του μισθού (14) (και επειδή και εμείς οι ίδιοι έχουμε στηριχθεί πολύ στα επιδόματα!). Οι άνεργοι βρίσκονται στην χειρότερη κατάσταση από όλο το προλεταριάτο – αυτοί που αποστερούνται τα περισσότερα – και κατά πάσα πιθανότητα έχουν ένα ιστορικό σύνδεσης με την εργατική τάξη. Στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αποδεικνύει ότι οι άνεργοι είναι απαραίτητοι για την παραγωγή αξίας. Από τη στιγμή που ορίζονται ως κατηγορία σε σχέση με το μισθό, οι άνεργοι είναι προφανώς τμήμα της εργατικής τάξης. Αλλά ο Μαρξ επίσης κάνει ξεκάθαρο πως οι άνεργοι χρησιμοποιούνται για να επιβάλλεται η πειθαρχία σε αυτούς που δουλεύουν και έτσι να βάζουν «χαλινάρι στις βλέψεις τους». (15) Για τον παραδοσιακό Μαρξισμό, οι άνεργοι ως τέτοιοι δεν μπορούν να παίξουν τον ίδιο ρόλο με το βιομηχανικό προλεταριάτο. Τους λείπουν τόσο η επιρροή, όσο και η δυνατότητα για μια επαναστατική ταξική συνείδηση σε σχέση με αυτούς που εργάζονται. Απ’ αυτήν την προοπτική, οι αγώνες των ανέργων πρέπει απαραίτητα να περιοριστούν στο ρόλο της ουράς των εργατικών απεργιών. Οποιαδήποτε «αυτονομία» των ανέργων θα μπορούσε πολύ εύκολα να πάρει τη μορφή μιας απεργοσπαστικής δραστηριότητας. (16)
Παρόλα αυτά, οι λειτουργίες ενός κοινωνικού στρώματος για το κεφάλαιο δεν καθορίζουν απαραίτητα τα όρια της υποκειμενικότητας που συνδέεται με αυτό. Ιστορικά, ήταν συχνά οι λιγότερο αυτοοργανωμένοι ή οι λιγότερο αυτόνομοι μεταξύ των ανέργων που λειτούργησαν ως απεργοσπάστες. Οι άνεργοι είναι, ανάμεσα σ’ αυτούς που προτείνει ο Cleaver, η κοινωνική ομάδα που μπορεί λιγότερο να αμφισβητηθεί ότι αποτελεί κομμάτι της εργατικής τάξης.
«Φυλή»
Στην περίπτωση της «φυλής» και της εθνικότητας, αυτό που τονίζεται απ’ τον Cleaver είναι η κατασκευή απ’ τη μεριά του κεφαλαίου διαχωρισμών μέσα στην εργατική τάξη, ώστε να δημιουργεί και να δικαιολογεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες. Στο βαθμό που οι «φυλετικές» και εθνικές ταυτότητες κατασκευάζονται, η ίδια η οργάνωση της εργατικής τάξης αποκτά φυλετικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, ακριβώς επειδή η «φυλή» και η εθνότητα χρησιμοποιούνται για τη διαίρεση και την αποσύνθεση της εργατικής τάξης, οι άνθρωποι ενδεχομένως να χρησιμοποιούν «φυλετικές» και εθνικές ταυτότητες ως τη βάση για να οργανωθούν ενάντια στο κεφάλαιο. Οι μαύροι και όλες εκείνες οι εθνικές μειονότητες που οργανώνονται και αντιστέκονται αυτόνομα, το κάνουν, διότι ως κοινωνικό στρώμα, βιώνουν τους ταξικούς διαχωρισμούς πιο έντονα, πολύ συχνά τοποθετούνται στον προλεταριακό πόλο της ταξικής σχέσης και αυτό εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έχουν κοινωνικά κατασκευαστεί οι ταυτότητες «μαύρος» και «άσπρος» (στις ΗΠΑ).Εκείνες οι εθνικές μειονότητες που δε συμμετέχουν σε μια τέτοια αυτόνομη δράση είναι αυτές που εμφανίζουν μια μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, δηλαδή με όρους αμερικανικής πραγματικότητας, γίνονται «λευκοί».
Πιο συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, (17) οι μαύροι αποτελούν μια τυπική περίπτωση εθνικών και φυλετικών ομάδων: πάντα στον πάτο, ακόμη και σε σχέση με άλλες εθνικές μειονότητες. Οι μαύροι είναι το αρχέτυπο της εργατικής τάξης, ενώ η μαύρη μεσαία τάξη είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Οι γυναίκες
Η ανάδυση των γυναικών ως συλλογικού υποκειμένου που στοχεύει στην κοινωνική αλλαγή συνεισέφερε στον επαναπροσδιορισμό της ταξικής ανάλυσης του Εργατισμού (Wright). Πιο συγκεκριμένα, οι διεκδικήσεις των γυναικών για ένα καθολικό κοινωνικό μισθό προσέφεραν μια λύση στα εγγενή όρια του αιτήματος του εργατικού μισθού (Wright). Κάποιοι μες την Αυτονομία, όπως η ομάδα γύρω από το περιοδικό Rosso, ξεκίνησαν να συζητούν για την ανάδυση ενός «νέου θηλυκού προλεταριάτου». Γι’ αυτούς, μαζί με τους ανέργους, οι φεμινίστριες αποτελούσαν αναπόσπαστα κομμάτια του νέου κοινωνικού υποκειμένου – του «κοινωνικού εργάτη».
Παρόμοια, για τον Cleaver, οι γυναίκες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής κατηγορίας, η οποία μέσα από τους αγώνες της μπορεί να θεωρηθεί τμήμα της εργατικής τάξης – ιδιαίτερα οι «νοικοκυρές» που απαιτούσαν μισθό για την εργασία τους στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. (18) Από τη δική μας οπτική γωνία, είναι σαφές ότι ανήκουν στην εργατική τάξη εκείνες οι γυναίκες που είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν σε τέτοιους αγώνες. Τέτοιες γυναίκες ανήκουν συνήθως σε χαμηλά οικονομικά στρώματα. Αντίθετα, γυναίκες που βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση είναι λιγότερο πιθανό να χρειάζονται και να επιδιώκουν το «μεταβατικό αίτημα» ενός μισθού, αφού μπορούν να πετύχουν την «αυτονομία» σε ατομικό επίπεδο (κάνοντας καριέρα), αντί να χρειάζεται να οργανωθούν συλλογικά. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίον οι γυναίκες αμφισβήτησαν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων ποικίλλει ιστορικά. Η αναγνώριση και η αμφισβήτηση των γυναικείων ρόλων τη δεκαετία του 60 αποτέλεσαν μέρος μιας ευρύτερης θεωρητικής και πρακτικής αμφισβήτησης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και έκτοτε τείνουν να εκφράζονται ως ένα κίνημα που επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή. Αλλά, ιδιαίτερα μετά την υποχώρηση του ευρύτερου ταξικού ανταγωνισμού, ο φεμινισμός τείνει να μετατραπεί είτε σε μια ιδεολογία που δικαιολογεί την αναγωγή του πολιτικού στο προσωπικό (χωρίς καμία σύνδεση με την επιδίωξη ενός κοινωνικού μετασχηματισμού), είτε σ’ ένα όχημα για τις γυναίκες της μεσαίας τάξης να επιδιώξουν μια καριέρα. Χωρίς να στηρίζεται σε – ή έστω να προσπαθεί να φτιάξει τη βάση για – μια ταξική ανάλυση, η έμφαση στους αγώνες των γυναικών ως τέτοιων αναπόφευκτα ρισκάρει ένα τέτοιο αδιέξοδο.
Οι αγρότες 
Το ότι ο Cleaver περιλαμβάνει τους αγώνες των αγροτών στην εργατική τάξη τον διαφοροποιεί από τον κλασικό Εργατισμό. Παρότι οι πρώτοι εργατιστές αναγνώριζαν ότι οι αγώνες των αγροτών μπορούσαν να συνεισφέρουν στο διεθνισμό της εργατικής τάξης, εντούτοις θεωρούσαν ότι αυτά τα δύο δεν έπρεπε να συγχέονται και ότι τελικά η «σωτηρία» των αγροτών βρίσκεται στους όμοιούς τους στα περισσότερο ανεπτυγμένα μέρη του κόσμου (Wright).
Για να υποστηρίξει ότι οι αγώνες των αγροτών είναι στην πραγματικότητα αγώνες της εργατικής τάξης τουλάχιστον, επιχειρεί να προσδιορίσει την κοινωνική θέση των αγροτών στον καπιταλιστικό κόσμο και τις συνέπειες των δράσεών τους για τον ευρύτερο ταξικό αγώνα. Παρά το ότι δεν εξαρτιέται αποκλειστικά από το μισθό, η εργασία των αγροτών συχνά γίνεται εμπόρευμα. Ο τρόπος που παράγουν αγαθά υπόκειται στις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάποιοι αγροτικοί αγώνες μοιάζουν με τους αντίστοιχους εργατικούς – όσον αφορά τη συλλογική αντίσταση στις επιταγές του κεφαλαίου.
Αλλά, ο ορισμός των «αγροτών» ως τμήμα της ευρύτερης εργατικής τάξης συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές εντός αυτής της ετερογενούς κοινωνικής κατηγορίας. Ο όρος «αγρότης» καλύπτει μια πληθώρα οικονομικών θέσεων: υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα κοινοτικών σχέσεων, διαφορετικές ποσοστώσεις παραγωγής για την αγορά (σε αντίθεση με την παραγωγή για αυτοσυντήρηση), διαφορετικοί βαθμοί ένταξης των αγροτών στη μισθωτή εργασία, όπως και διαφορετικές δυνατότητες ανέλιξης στην καπιταλιστική ιεραρχία. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που οι «αγρότες» ως τέτοιοι δεν μπορούν έτσι απλά να ενταχθούν συλλήβδην στην ευρύτερη εργατική τάξη.
Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι ο Cleaver απλώς εννοεί την πλειοψηφία των αγροτών που δεν έχουν καμία πιθανότητα να γίνουν καπιταλιστές γεωργοί, υπάρχει παρόλα αυτά μια λογική στους αγώνες τους η οποία χαρακτηριστικά τους εμποδίζει απ’ το να αυτοπροσδιοριστούν ως η άρνηση του κεφαλαίου. Ο αγρότης καθορίζεται απ’ τη σχέση του με τη γη και χαρακτηριστικά η γη είναι το ζήτημα γύρω απ’ το οποίο πραγματοποιούνται οι αγροτικοί αγώνες. Με αυτό δεδομένο, η επιτυχία αυτών των αγώνων είναι επίσης το όριό τους. Όσον αφορά το μισθό, οποιαδήποτε επιτυχία (περισσότερα χρήματα) διατηρεί μεν την αλλοτρίωση, μπορεί όμως να ανοίξει ένα δρόμο προς την υπέρβασή της: η νίκη εξακολουθεί να μην προκαλεί ικανοποίηση, αλλά οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση από τη μεριά της καπιταλιστικής τάξης μπορεί να δείξει το πόσο ευάλωτη είναι η καπιταλιστική σχέση. Η νίκη όμως σε ένα αγώνα για τη γη αποτελεί έναν αυτοσκοπό από μόνη της και έτσι δεν παρακινεί σε υψηλότερα επίπεδα αγώνα. Δεν υπάρχει καμία απαίτηση στους αγώνες για τη γη να καταργηθεί η έγγεια ιδιοκτησία. Όπως επιχειρηματολογήσαμε σε προηγούμενο τεύχος του Aufheben, ενώ μπορεί να αναγνωρίζουμε την επαναστατική υποκειμενικότητα των βασισμένων στους αγρότες αγώνων, όπως των ιθαγενών της Chiapas, η θέση του αγρότη συνεπάγεται μια συντηρητική σταθερότητα στις κοινωνικές σχέσεις. Η αντίσταση των αγροτών τείνει να αντανακλά μια εξωτερική απειλή, παρά έναν εσωτερικό ταξικό ανταγωνισμό. Συνεπώς, η μορφή της αντίστασης μπορεί συχνά να συνεπάγεται συμμαχίες ανάμεσα σε λίγους ιδιώτες γεωργούς και σε εκείνους που εξαρτώνται από τις κοινοτικές γαίες – ή ακόμη ανάμεσα σε μια μαζική βάση αγροτών και μια αριστερίστικη – εθνικιστική ηγεσία που έχει τη βάση της στις πόλεις. Ομοίως, δεν μπορούμε να δούμε τη λύση του «αγροτικού προβλήματος» απλώς στους «αυτόνομους» αγροτικούς αγώνες, ούτε προφανώς στην προλεταριοποίηση αυτών των πληθυσμών, αλλά προτιμότερο θα ήταν μαζί με το Μαρξ (και τον Camatte), να δούμε την προοπτική μιας επανάστασης όπου οι κοινοτικές δυνατότητες των αγροτών να στηρίζονται από μια ευρύτερη προλεταριακή εξέγερση στην καρδιά της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι φοιτητές
Για τις εργατίστικες ομάδες, όπως η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), οι φοιτητικοί αγώνες έπρεπε να υπάγονται στους αντίστοιχους των βιομηχανικών εργατών. Τα φοιτητικά κινήματα όμως ήταν κομμάτι και του Θερμού Φθινοπώρου του 69 και του Κινήματος του 77 και ήταν μάλιστα σημαντικοί για την προσπάθεια του Εργατισμού να θεωρητικοποιήσει την προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας . Μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές του Θερμού Φθινοπώρου ήταν η χρησιμοποίηση κάποιας εγκατάστασης της Ιατρικής Σχολής του Τορίνο για τις ανάγκες μιας μόνιμης γενικής συνέλευσης . Το Κίνημα του 77 περιλάμβανε πρακτικές απόπειρες να συνδεθούν οι εργάτες με τους φοιτητές τόσο σε επίπεδο οργάνωσης, όσο και σε επίπεδο διεκδικήσεων, όπως ο γενικευμένος μισθός, ο οποίος θα έδινε τη δυνατότητα σε πολλούς νέους εργάτες να έχουν πρόσβαση στο πανεπιστήμιο.
Η ένταξη από μεριάς Cleaver των φοιτητών στην εργατική τάξη μπορεί να ειπωθεί ότι προέβλεψε το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στους φοιτητές και όσους βρίσκονται στην αγορά εργασίας που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια. Καθώς όλο και περισσότεροι παίρνουν πτυχία, η αξία του πτυχίου μειώνεται και οι δουλειές στις οποίες απασχολούνται οι απόφοιτοι πανεπιστημίου μπορεί πλέον να μην είναι προνομιακές ή καλοπληρωμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες αυτών που δεν έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η ανεργία των πτυχιούχων είναι τώρα υψηλότερη από ποτέ.
Παρόλα αυτά, όλα αυτά είναι μόνο τάσεις. Οι φοιτητές στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκουν στη μεσαία τάξη όσον αφορά το οικογενειακό τους υπόβαθρο (εισόδημα, αξίες και προσδοκίες) και τους στόχους τους. Σε συμφωνία με την ανάλυση του κοινωνικού εργοστασίου, ο Cleaver χειρίζεται αυτά τα ζητήματα ορίζοντας την εκπαίδευση των φοιτητών ως εργασία για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη . Εντούτοις, η δουλειά τους ως φοιτητών είναι κάτι περισσότερο και διαφορετικό από την απλή αναπαραγωγή οποιασδήποτε εργατικής δύναμης. Καταρχήν, το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς ενός φοιτητή δεν είναι απαραίτητα η απόκτηση γενικά δεξιοτήτων, αλλά κυρίως κάποιου προσόντος που θα του παρέχει πρόσβαση σε πιο προνομιακά επαγγέλματα. Αυτό που αναπαράγεται, λοιπόν, είναι η ιεραρχία μέσα στο εργατικό δυναμικό – ένας καταμερισμός της εργασίας που ενισχύει τον ανταγωνισμό. Αυτή η διαδικασία έχει και μια ιδεολογική λειτουργία στο βαθμό που όσοι μετέχουν σ’ αυτή εσωτερικεύουν και ταυτίζονται με την ιεραρχική διαίρεση που προκύπτει – πιστεύοντας ότι δικαιούνται τα προνόμια τους και ότι μόνο μια ικανή και σκληρά εργαζόμενη μειοψηφία μπορεί να φτάσει στο δικό τους status. Δεύτερον, οι «δεξιότητες» που αναπαράγονται μέσω της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δεν είναι μόνο αυτές του επόπτη και του manager, αλλά και (για όσους φοιτούν στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες) αυτές του να κατατάσσεις, να λες μαλακίες και να παίζεις γενικά κάποιο ρόλο – από τις οποίες καμία δε θα είχε αξία σε ένα κόσμο χωρίς αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις.
Επικεντρώνοντας μόνο στην αυτονομία αυτών των αγώνων και τις πιθανές συνέπειες που έχει για το κεφάλαιο, ο ορισμός που δίνει ο Cleaver για τους φοιτητικούς αγώνες ως κομμάτι της εργατικής τάξης αγνοεί κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής κατηγορίας. Είναι πιθανώς μια υπερβολικά κυνική άποψη να δηλώνεις ότι οι «ριζοσπάστες φοιτητές» στο μεγαλύτερό τους ποσοστό καταλήγουν να κυνηγούν την ίδια καλοπληρωμένη και εξασφαλισμένη καριέρα με τους γονείς τους, αλλά στοιχεία αλήθειας σ’ αυτόν τον ισχυρισμό βρίσκονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν παρόμοιες προσδοκίες για τους νεαρούς ριζοσπάστες εργάτες να καταλήξουν να γίνουν managers! Αντίθετα με τους φοιτητές, η νεανική εργατική τάξη (σε παραδοσιακές δουλειές) δεν έχει συνήθως την ίδια επιλογή.
Τι συνέβη στη μεσαία τάξη;
Η «μεσαία τάξη» είναι ένας όρος που λείπει εντελώς από το Reading ‘Capital’ Politically και αυτό γιατί για τον Cleaver σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχει, ή ίσως υπάρχει μόνο κοινωνιολογικά. Το επιχείρημα του «Αυτόνομου Μαρξισμού» μοιάζει να είναι αυτό, ότι σε συνθήκες κοινωνικού εργοστασίου οι μεσαίες τάξεις είναι ένας τομέας της εργατικής τάξης.
Από τη μια μεριά, η ανάλυση του Cleaver αντανακλά πάλι πραγματικές τάσεις. Σε μια σειρά από εργασιακούς χώρους, η δουλειά της μεσαίας τάξης προλεταριοποιήθηκε. Το μεροκάματο (η έκτακτη εργασία), που κάποτε περιοριζόταν μόνο σε δουλειές της εργατικής τάξης, χαρακτηρίζει σήμερα αρκετά απ’ τα μεσαία στρώματα. Επιπλέον, αρκετοί μισθοί, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα χάνουν όλο και περισσότερο την αξία τους τα τελευταία 20 χρόνια. Την ίδια στιγμή, οι αμοιβές όσων βρίσκονται στα ανώτερα μεσαία στρώματα και ιδίως στον ιδιωτικό τομέα (π.χ. λογιστές, δικηγόροι και άλλοι τύποι «συμβούλων») συνεχώς αυξάνονται. Έτσι, ως μια ταυτότητα που υιοθετείται από ανθρώπους των οποίων η κατάσταση ποικίλει πολύ – από τους εργάτες με τα άσπρα κολλάρα σε επισφαλείς δουλειές με μισθούς χαμηλότερους από τους αντίστοιχους με τα μπλε κολλάρα , μέχρι ανώτερους υπαλλήλους και υποδιοικητές – η «μεσαία τάξη» ως σύνολο είναι το λιγότερο μια προβληματική κατηγοριοποίηση, αν όχι κάτι που αποκρύβει τις πραγματικές συνθήκες. Στις ΗΠΑ, την πατρίδα του Cleaver, ο όρος είναι ακόμη πιο προβληματικός εξαιτίας του (αυτό)προσδιορισμού μεγάλων τμημάτων της (λευκής) εργατικής τάξης ως «μεσαίας τάξης».
Από την άλλη μεριά, είναι μονόπλευρο το να αναφέρεις αυτές τις διαζεύξεις, τις ανωμαλίες και τις τάσεις για πεις ότι η κατηγορία «μεσαία τάξη» είναι περιττή. Η ανάλυση που υπάγει το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων στην εργατική τάξη είναι μονοδιάστατη, διότι χάνει την ερμηνευτική δύναμη της κατηγορίας «μεσαία τάξη».
Εδώ πάλι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ανάλυση του Cleaver αντανακλά τα όρια της προσέγγισης της οποίας είναι κληρονόμος. Όπως τονίζει ο Wright, σε όλες τις ζωτικής σημασίας συνεισφορές τους στην κατανόηση του αγώνα, ένα από τα προβλήματα της Αυτονομίας και περισσότερο του Εργατισμού είναι ο τρόπος που λανθασμένα παρουσιάζουν μια τάση ως κυρίαρχο φαινόμενο. Στο ίδιο λάθος υποπίπτει και ο Cleaver.
Ενώ οι τάσεις για προλεταριοποίηση μπορεί να ωθούν αρκετούς από τα μεσαία στρώματα να ενώνουν την τύχη τους με την εργατική τάξη, υπάρχουν άλλα χαρακτηριστικά της μεσαίας τάξης που λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό που απουσιάζει από την ταξική ανάλυση του Cleaver είναι η αναγνώριση εκείνων των στοιχείων που καθιστούν κάποιο άτομο της μεσαίας τάξης δέσμιο του ρόλου του ή της ταξικής του θέσης και κατά συνέπεια του αλλοτριωμένου κόσμου που γεννά αυτές τις καταστάσεις.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που διακρίνει τη μεσαία τάξη από την εργατική και το οποίο έχει συνέπειες, όσον αφορά τη δυνατότητα επαναστατικής δράσης και υποκειμενικοποίησης είναι η παρουσία ή η απουσία κάποιας «δυνατότητας επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης». Ενώ οι μισθοί στις δουλειές της εργατικής τάξης τυπικά παρουσιάζουν μια σχετικά πρώιμη κορύφωση και μετά σταθεροποιούνται, οι μισθοί της μεσαίας τάξης συνήθως εμφανίζουν συνεχείς προσαυξήσεις, έτσι ώστε να προβλέπεται για τους δικαιούχους τους ένα μέλλον διαρκώς αυξανόμενου εισοδήματος και ανερχόμενου status. Συνεπώς, όσο περισσότερο κάποιος της μεσαίας τάξης προσκολλάται σε μια δουλειά, τόσο λιγότερο πρόθυμος είναι να «αποδράσει» από αυτή, εξαιτίας της μεγαλύτερης άνεσης που του/της παρέχει. Επειδή οι δουλειές της εργατικής τάξης συνήθως δεν παρέχουν μια τέτοια προοπτική, το επιτακτικό αίτημα για «απόδραση»παραμένει για αυτούς σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Δεύτερον, ενώ η περηφάνια κάποιου για το ρόλο του εμφανίζεται σε πολλές δουλειές, τα επαγγέλματα της μεσαίας τάξης προκαλούν μια ταύτιση του τύπου που απουσιάζει χαρακτηριστικά από τις δουλειές της εργατικής τάξης. Αυτή η ταύτιση των ανθρώπων της μεσαίας τάξης με το ρόλο τους έχει συνέπειες για τη μορφή που παίρνει η αντίσταση ή ακόμη και στο αν η αντίσταση λαμβάνει χώρα εν γένει. Ο ακαδημαϊκός, ο κοινωνικός λειτουργός, ο δικηγόρος κ.α. μπορεί να θέλουν να επιτεθούν στο κεφάλαιο, αλλά το κάνουν αυτό θέλοντας να συνδυάσουν την αντίστασή με τη διατήρηση του δικού τους ρόλου, με τρόπο αδιανόητο για έναν εργάτη. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν για παράδειγμα ριζοσπάστες ψυχολόγοι, ριζοσπάστες φιλόσοφοι, ριζοσπάστες δικηγόροι, αλλά όχι ριζοσπάστες χτίστες ή ριζοσπάστες οδοκαθαριστές! Οι δεύτεροι είναι απλώς ριζοσπάστες άνθρωποι που θέλουν να αρνηθούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Αντίθετα, οι πρώτοι θέλουν να μετέχουν στον αγώνα, διατηρώντας την ίδια στιγμή τις ιδιότητες της μεσαίας τάξης, συμπεριλαμβανομένων των εξειδικευμένων δεξιοτήτων και ρόλων τους. Ως τέτοια, η συμμετοχή προϋποθέτει, παρά αμφισβητεί από τη ρίζα τους θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις που παρέχουν τη βάση για αυτές τις ιδιότητες. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι οι ηγετικές φιγούρες του χώρου της μετα-αυτονομίας, η οποία απορρίπτει (ή τουλάχιστον αγνοεί) την κριτική των Καταστασιακών στους ρόλους και το πανεπιστήμιο και ξαναορίζει όλες τις πλευρές της ζωής – συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών – ως εργατική τάξη, ήταν οι ίδιοι ακαδημαϊκοί.
Κάποιες ομάδες, όπως οι επαγγελματίες – ιατροί, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί – που ελέγχουν την είσοδο στο επάγγελμά τους, πρέπει προφανώς να οριστούν ως μεσαία τάξη. Υπάρχουν όμως άλλες ομάδες για τις οποίες η κατάσταση είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της, η ενασχόληση με το ακανθώδες ζήτημα της τάξης και πιο συγκεκριμένα με την περίπτωση των μεσαίων στρωμάτων είναι αναπόφευκτα μπελαλίδικη. Και αυτό γιατί η τάξη είναι μια διαδικασία και όχι ένας πίνακας στον οποίον κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους, όπως στην κοινωνιολογία. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, παρακολουθούμε μια διαδικασία, όπου η ταυτότητα της μεσαίας τάξης διαρρηγνύεται. Για να το κατανοήσουμε όμως αυτό είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι μια τέτοια ταυτότητα υπάρχει και έχει υλική βάση. Όπως το βλέπουμε εμείς, το πρόβλημα με το πώς ο Cleaver εξισώνει τα πάντα με την εργατική τάξη είναι ακριβώς η απουσία της αντίληψης της ταξικής σύνθεσης και αποσύνθεσης ως διαδικασίας. Η τάξη (και η ταξική σύνθεση) περιλαμβάνει μια διαρκή δυναμική προλεταριοποίησης από τη μια και «αστικοποίησης» από την άλλη. Αν όμως αυτοί οι πόλοι δεν αναγνωριστούν – και αν η μεσαία τάξη γίνεται κατανοητή ήδη ως εργατική τάξη – η ταξική σύνθεση αποκτά ένα στατικό χαρακτήρα.
1.4 Η Αυτονομία βάση ή λειτουργία της σύνθεσης της εργατικής τάξης;
Όπως έχουμε δει, το βασικό σημείο της ανάλυσης του Cleaver είναι ότι οι άμισθοι και οι υπόλοιπες κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες αναφέρεται αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης, στο βαθμό που το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται και αλλοτριώνει την άμισθη εργασία τους ή την κατάσταση στην οποία ζουν και από τη στιγμή που όλοι αυτοί αντεπιτίθενται στο κεφάλαιο. Είναι ο αγώνας τους και όχι η συμμετοχή τους σε μια κοινωνική κατηγορία που τους καθιστά τμήμα της εργατικής τάξης. Έτσι το σημείο κλειδί για τον Cleaver είναι η αυτόνομη δράση ενάντια στο κεφάλαιο.
Και εδώ ο Cleaver είναι συνεπής με την παράδοση του Εργατισμού, η οποία προσπαθούσε να διαχωρίσει τον εαυτό της και να πάει πιο πέρα από τη φτώχεια του παραδοσιακού Μαρξισμού, επικεντρώνοντας στους ανεξάρτητους και αυτόνομους εργατικούς αγώνες. Η συλλογική δράση και οργάνωση της αντίστασης συνέβαινε χωρίς τη μεσολάβηση του κόμματος ή του συνδικάτου – ή ακόμη και σε σύγκρουση με αυτά. Ο ανταγωνισμός ως τέτοιος, με τη μορφή της αυτονομίας, αποτέλεσε τη βάση της ταξικής ανάλυσης.
Στη δεκαετία του 60, οι εργατιστές έβλεπαν τις ιδιαιτερότητες των διαφορετικών συνθηκών και εμπειριών της εργατικής τάξης μέσα από το πρίσμα του εργάτη μάζα. Στη δεκαετία του 70, η θεωρητική δουλειά του Negri επιχείρησε να αποσυνθέσει ακόμη και αυτήν την μερικώς συνεκτική κατανόηση της τάξης σε ένα «γενικό» προλεταριάτο, τον «κοινωνικό εργάτη». Ο Bologna στο «The tribe of moles» έδωσε νέους υποκειμενικούς ορισμούς της εργατικής τάξης: «Οι τάξεις τείνουν να χάσουν τα «αντικειμενικά» χαρακτηριστικά τους και να γίνουν κατανοητές με όρους πολιτικής υποκειμενικότητας». Για τον Bologna, τα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, της αποδοχής ή της απόρριψης των καθιερωμένων κοινωνικών συμπεριφορών έπαιζαν τώρα σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή των τάξεων. Αυτοί οι νέοι καθορισμοί θεωρήθηκε ότι αποδεικνύονται από τη «συνεχή διεύρυνση της αντικουλτούρας και του αγώνα στη σφαίρα της καθημερινής ζωής, που ποινικοποιούνταν όλο και περισσότερο».
Στην πραγματικότητα, ο Negri όπως και άλλοι εγκατέλειψαν την κεντρική ερευνητική προσέγγιση των εργατιστών – αυτή της εξέτασης της σχέσης ανάμεσα στις «υλικές συνθήκες της εκμετάλλευσης» και των «πολιτικών συμπεριφορών». Σύμφωνα με τον Wright, οι ριζοσπάστες εργατιστές υπερτόνιζαν το υποκείμενο, τη «βούληση για καταστροφή» (Potere Operaio, 1972, δες Wright, σ. 138) που κρινόταν με βάση τα αποτελέσματα του αγώνα του, παρά της θέσης του στην παραγωγική διαδικασία. Η εγκατάλειψη των υλικών στοιχείων που καθορίζουν την εργατική σύνθεση αφήνει αναπάντητο το ερώτημα πως διαφορετικά υποκείμενα ή στρώματα της τάξης αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους, αλλά και τους άλλους ως προλετάριους, δηλαδή ως τη παγκόσμια επαναστατική τάξη.
Για μας, ο λόγος που διαφορετικές ομάδες οργανώνονται αυτόνομα ενάντια στο κεφάλαιο είναι διότι είναι ήδη προλετάριοι (ή τουλάχιστον προλεταριοποιούνται). Ο ανταγωνισμός προκύπτει εξαιτίας της τάξης. Είναι εμφανές από όσα έχουμε πει παραπάνω σε σχέση με τις διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες αναφέρεται ο Cleaver, ότι η έννοια της «αυτονομίας» είναι απαραίτητη, αλλά όχι επαρκής συνθήκη για μια ταξική ανάλυση. Η «αυτονομία» έχει ανάγκη – και για αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για – μια επαρκή ταξική ανάλυση: το υποκειμενικό έχει ανάγκη το αντικειμενικό.


2. Πέρα από τον αριστερισμό; 
Ένα από τα σημεία όπου φαίνεται η διορατικότητα του Εργατισμού ήταν το γεγονός ότι ερμήνευσε την άρνηση των εργατών να συμμετέχουν στις επίσημες απεργίες όχι ως απουσία της ταξικής σύγκρουσης αλλά ως απόδειξη της αυτονομίας της. Στις σύγχρονες συζητήσεις για την κατάσταση του ταξικού ανταγωνισμού, υπάρχει συχνά ο κίνδυνος της μονόπλευρης ερμηνείας αυτής της «παθητικότητας», δηλαδή η μη συμμετοχή στις επίσημες απεργίες να θεωρείται ταξική άρνηση της αντιπροσώπευσης. Αντίθετα, η «παθητικότητα» αυτή είναι μάλλον αμφίσημη: αφενός μπορεί να δείχνει την εχθρότητα εναντίον του κεφαλαίου, αφετέρου όμως μπορεί να είναι απόδειξη μιας παραλυτικής, για τη σκέψη και τη δράση, μοιρολατρίας. Παρ’ όλα αυτά, η αδυναμία του Εργατισμού δεν έγκειται στον τονισμό της σημασίας της αυτόνομης πάλης των εργατών εναντίον τόσο του κεφαλαίου όσο και της επίσημης αριστεράς, αλλά στην απροθυμία ή ανικανότητα του να συμβιβάσει αυτήν του την αντίληψη με τις αντιλήψεις του για το ζήτημα της οργάνωσης. Οι ίδιοι θεωρητικοί που μας προμήθευσαν με αναλυτικά εργαλεία για μια νέα προσέγγιση της πραγματικότητας, την ίδια στιγμή μας προειδοποιούν να είμαστε συγκρατημένοι και μετριοπαθείς στην ερμηνεία και κατανόηση των εργατικών αγώνων. Για παράδειγμα, ο Panzieri θεωρούσε ότι το σαμποτάζ εξέφραζε την πολιτική ήττα των εργατών (Wright), η Classe Operaia (Εργατική Τάξη) έλεγε ότι οι αυθόρμητοι αγώνες δεν ήταν αρκετοί (Wright). Ενώ συμφωνούμε ότι οι διαφορετικοί, μεμονωμένοι αγώνες θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συνδεθούν μεταξύ τους για να ξεπεράσουν τα όρια τους, παραμένει ανοικτό το ζήτημα για τη φύση και τον τρόπο δημιουργίας αυτής της οργάνωσης. Η πλειοψηφία των εργατιστών έτεινε να φετιχοποιεί τις καθιερωμένες οργανωτικές δομές, κάτι που αντανακλούσε τη λενινιστική καταγωγή τους.
Καταρχήν, για μεγάλο διάστημα οι εργατιστές δεν φαίνονταν πρόθυμοι να κόψουν τους δεσμούς με το ΚΚΙ. Για παράδειγμα, ο Tronti τόνιζε την αναγκαιότητα της δουλειάς εντός του ΚΚΙ ώστε να το «σώσουν» από το ρεφορμισμό. Βέβαια, ο Tronti δεν αποτελεί τυπικό παράδειγμα και τελικά εγκατέλειψε τον εργατισμό. Επίσης, και η Potere Operaio διατηρούσε δεσμούς με το ΚΚΙ μέχρι τα γεγονότα στη Γαλλία το 1968, αλλά ακόμη και τότε συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του λενινιστική οργάνωση. Ακόμη και ο Negri, παρόλο που είχε γράψει για την αντίθεση που υπήρχε εντός της αυτονομίας μεταξύ κινηματισμού και λενινισμού, επιβεβαίωσε την ανάγκη ύπαρξης του λενινιστικού κόμματος ακόμη και κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1977 (Wright).
Η Αυτονομία εν μέρει αναδύθηκε ως μια συνένωση αγωνιστών που ένιωθαν την ανάγκη να ασκήσουν κριτική στις λενινιστικές αντιλήψεις για την οργάνωση και τον αγώνα (συμπεριλαμβανομένου και της μορφής κόμμα), δίνοντας παράλληλα έμφαση στις ταξικές ανάγκες: «Η οργάνωση, για να πετύχει τη συνάρθρωση αυτών των αναγκών, θα πρέπει να ριζώσει άμεσα σε εργοστάσια και γειτονιές, τόσο για την προώθηση των αυτόνομων αγώνων της τάξης όσο και για την αποκατάσταση της συνείδησης της προλεταριακής δύναμης, συνείδηση την οποία οι παραδοσιακές οργανώσεις κατέστρεψαν» (Comitati Autonomi Operai, 1976, παρατίθεται στο Wright). Τελικά, όμως, και σύμφωνα με τον Bologna, η αυτονομία από αυτήν την άποψη απέτυχε, οπισθοχωρώντας σε μια αντίληψη πρωτοπορίας και ξεχνώντας ότι «η οργάνωση είναι υποχρεωμένη να αναμετρείται καθημερινά με το νέο επίπεδο της ταξικής σύνθεσης, και πρέπει να βρίσκει το πολιτικό της πρόγραμμα όχι σε έτοιμα θεωρητικά σχήματα αλλά στις συμπεριφορές που αναπτύσσονται εντός της τάξης» .
Παρόλη την προσπάθεια τους να ξεφύγουν από το διαχωρισμό «πολιτικού» και «κοινωνικού», οι εργατιστές ήταν στην πραγματικότητα παγιδευμένοι σε μια «πολιτική» αντίληψη. Και αυτό τόσο επειδή προσπαθούσαν να εκφράσουν τα διαφορετικά κοινωνικά αιτήματα με όρους ενοποιημένων πολιτικών διεκδικήσεων όσο και γιατί ήθελαν να επανεφεύρουν το κόμμα. Αν και καινοτόμησαν σε ορισμένα σημεία, όπως π.χ. η ιδέα τους για το ένοπλο κόμμα, η βασική αντίληψη τους για την οργάνωση παρέμεινε απελπιστικά λενινιστική φετιχοποιώντας την καθιερωμένη οργανωτική δομή και αγνοώντας την αρκετά διαφορετική μαρξική αντίληψη για το (ιστορικό) κόμμα. Με αυτά τα δεδομένα, οι εργατιστές δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν μια ολοκληρωμένη κριτική στην αριστερά και τον αριστερισμό. Μάλιστα, αυτό το πρόβλημα ως τέτοιο συναντιέται και στις σύγχρονες εκδοχές του εργατισμού.
Με άλλα λόγια, το επιχείρημα μας είναι ότι όσο ανεπαρκής είναι η έννοια της αυτονομίας για την ταξική ανάλυση, αλλά τόσο ανεπαρκής είναι – με την έννοια ότι είναι πολύ ασαφής ή διφορούμενη – και για την κριτική του αριστερισμού. Δεν αρκεί να μιλάμε για αυτόνομη πάλη έτσι απλά αν δεν θέτουμε παράλληλα και το ερώτημα: ποια είναι τα υποκείμενα αυτής της πάλης; Η έμφαση αποκλειστικά στην αυτονομία και η απουσία, κατά συνέπεια, ολοκληρωμένης κριτικής στην αριστερά, οδήγησε πολλούς από τους φορείς αυτής της παράδοσης στο να αφήσουν εκτός κριτικής τον εθνικισμό.
Ο Cleaver λέει «Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ κατάφερε να συνενώσει πολλούς διαφορετικούς αγώνες, και ενοποιητικά στοιχεία με τους αγώνες των αγροτών της νοτιοανατολικής Ασίας ήταν το σύνθημα «Νίκη στο NLF [National Liberation Front]» και η ανύψωση της σημαίας των Βιετκόνγκ στα κατειλημμένα πανεπιστημιακά κτίρια». Σε σχέση με τα παραπάνω, η ιδέα της «κυκλοφορίας των αγώνων», που αναφέρεται στο πώς ένας αγώνας σε μία περιοχή εμπνέει αγώνες σε άλλες περιοχές, είναι οπωσδήποτε χρήσιμη για την περιγραφή της πραγματικότητας των κοινωνικών κινημάτων του 60 και 70 (αν και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αντίστροφη διαδικασία, όπου η ήττα ενός αγώνα μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στην εξέλιξη των άλλων αγώνων). Αυτή η ιδέα όμως από μόνη της είναι τραγικά ανεπαρκής. Για παράδειγμα, εμμένοντας σε μια επιφανειακή αντίληψη περί κυκλοφορίας των αγώνων, αγνοεί κανείς τα εθνικιστικά ή σταλινικά χαρακτηριστικά του αγώνα των βιετναμέζων, ή την κυριαρχία της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας στα μυαλά των φοιτητών της Δύσης (οι οποίοι σημειωτέον έτειναν να θεωρούν το δυτικό προλεταριάτο «ξεπουλημένο» και τους εαυτούς τους ως το μέτωπο υπεράσπισης του «Τρίτου Κόσμου») . Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο όπου φαίνεται ο τρόπος μεταχείρισης των ζητημάτων του αριστερισμού και του εθνικισμού από τον Cleaver είναι η απουσία κριτικής στους Ζαπατίστας. Γενικότερα, στα κείμενα του Cleaver δεν πρόκειται να βρει κάποιος μια συγκροτημένη κριτική του ρόλου του αριστερισμού και του εθνικισμού στους αγώνες. Κι αυτό γιατί ο Cleaver θεωρεί τον αριστερισμό και τον εθνικισμό σε αυτές τις περιπτώσεις απλά ως εκφράσεις της αυτονομίας – ισότιμες με τον αγώνα των νοικοκυρών, των μαθητών, των ανέργων, ή του βιομηχανικού προλεταριάτου – στο βαθμό που φαίνεται να αντιστρατεύονται την καπιταλιστική στρατηγική της επιβολής της εργασίας εντός συγκεκριμένων εθνικών και υπερεθνικών πλαισίων. Κατά τον Cleaver, οποιαδήποτε κριτική των εθνικιστικών στοιχείων ορισμένων αγώνων, όπως π.χ. στην περίπτωση των Ζαπατίστας, θα πρέπει να απορρίπτεται ως ιδεολογική και δογματική.
Με δεδομένη την εγγενή ασυμβατότητα μεταξύ αριστερισμού και εθνικισμού από τη μία και του αντικαπιταλιστικού σχεδίου από την άλλη, η υπαγωγή κάτω από την ταμπέλα της «αυτονομίας» του αριστερισμού και του εθνικισμού έρχεται σε ρήξη με την ίδια την προλεταριακή αυτονομία. Αυτό το αναλυτικό κενό, σύμφωνα με το οποίο δυνάμεις που εγγενώς αντιτίθενται στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης παρουσιάζονται ως ισοδύναμα αυτής της αυτοοργάνωσης, έχει τις ρίζες του στην αδυναμία της Αυτονομίας να κόψει κάθε δεσμό με το λενινισμό, αδυναμία την οποία έχει κληρονομήσει και ο Cleaver (αν και, σε αντίθεση με τον Negri, δεν έχει συνδέσει το όνομα του με κάποιο κόμμα). Ακόμη χειρότερα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι, ο «αυτόνομος μαρξισμός» όχι μόνο δεν είναι μια εναλλακτική στον αριστερισμό, σύμφωνα με τον οποίο η πολιτική αντιπροσώπευση και ο εθνικισμός θεωρούνται οχήματα της επανάστασης, αλλά τελικά καταλήγει να είναι μια παραλλαγή του αριστερισμού. Οι «αυτόνομοι», παρόλο που απορρίπτουν την ιδέα του κόμματος, προσπαθούν ακόμα να σχηματοποιήσουν τις πολιτικές διεκδικήσεις, όπως αυτές αναδύονται από τους αυτόνομους αγώνες, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν των αριστεριστών.
3. Για το «νόμο της αξίας»
Ένα άλλο αμφιλεγόμενο σημείο της παράδοσης του εργατισμού που αναπαράγεται στο βιβλίο του Cleaver είναι το ζήτημα που έχει να κάνει με το νόμο της αξίας. Από τη μία, η έμφαση που δίνεται στον αγώνα των εργατών στην άμεση διαδικασία παραγωγής φαίνεται να αποδίδει κεντρικό ρόλο στην παραγωγή αξίας για την ερμηνεία της δυναμικής του ταξικού ανταγωνισμού. Από την άλλη, φαίνεται να αναπτύσσεται εντός του εργατισμού και μια διαφορετική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα της αξίας. Η Potere Operaio ήδη από το 1970 διακήρυξε ότι ο ταξικός ανταγωνισμός είχε ξεπεράσει τα όρια που θέτει η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Υποστηριζόταν ότι οι αγώνες του εργάτη μάζα είχαν εξαρθρώσει τη λειτουργία του νόμου της αξίας, αναγκάζοντας το κεφάλαιο να στηρίξει την κυριαρχία του όλο και περισσότερο στην κρατική επιβολή. Η Potere Operaio έθεσε ως σημείο καμπής το «Θερμό Φθινόπωρο». Η ανάλυση όμως αυτή εδραιώθηκε για τα καλά μετά από μία εξέγερση του πληθυσμού της Reggio Calabria μέσα στο 1970 ενάντια στην επιχειρούμενη αναδιάρθρωση της χωροταξικής δομής της πόλης. Η εξέγερση αυτή φάνηκε να συνδέεται με την καθολική και βίαιη απόρριψη των θεσμών. Αυτή η γραμμή σκέψης αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Negri, ο οποίος μέσω της ερμηνείας της κρίσης ως αποτέλεσμα του ταξικού ανταγωνισμού έφθασε να υποστηρίζει ότι ο νόμος της αξίας έχει αντικατασταθεί από σχέσεις άμεσης πολιτικής αναμέτρησης μεταξύ των τάξεων, και ότι η λειτουργία του χρήματος θα πρέπει να κατανοηθεί ως μέσου «ελέγχου και πειθάρχησης» . Κατ’ επέκταση, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παράδοσης της Αυτονομίας είναι η έμφαση στην ταξική πάλη όχι ως πάλη γύρω από την αξία αλλά ως πάλη γύρω από τον έλεγχο πάνω στην εργασία: από τη μία η επιβολή της εργασίας, από την άλλη η άρνηση της εργασίας.
Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι ο αμερικάνικος χώρος της αυτονομίας δεν ακολούθησε τα συμπεράσματα του Negri στο σύνολο τους. Παρόλα αυτά, όμως, η προσπάθεια του Cleaver να συμβιβάσει συγκεκριμένες μετα-αυτόνομες και «αιρετικές» ιδέες που πηγαίνουν «πέρα από τον Μαρξ» από τη μία με μια υποτιθέμενα πιστή ανάγνωση του Κεφαλαίου από την άλλη, δεν είναι απαλλαγμένη από ασάφειες και αμφιλεγόμενα σημεία γύρω από το ζήτημα της αξίας.
Έτσι, από τη μία, στο Reading ‘Capital’ Politically αναφέρεται, τουλάχιστον σε μια υποσημείωση, ότι το ζήτημα του ελέγχου και το ζήτημα της αξίας συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Μάλιστα, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, ενάντια σε όσους (από τους αυτόνομους) ξεχνούν, ο Cleaver επαναλαμβάνει ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας είναι ο «απαραίτητος πυρήνας» της μαρξικής θεωρίας. Από την άλλη, σε όλη την έκταση του Reading ‘Capital’ Politically, ο Cleaver φαίνεται να λέει ότι η σημασία που έχουν για το κεφάλαιο συγκεκριμένοι τομείς της οικονομίας, όπως η παραγωγή τροφής και η παραγωγή ενέργειας, δεν έγκειται στην δημιουργία αξίας, αλλά στο γεγονός ότι ελέγχοντας [το κεφάλαιο] αυτούς τους τομείς ελέγχει ταυτόχρονα και την εργατική τάξη. Με τη σειρά της η εργασία εμφανίζεται αυτοδικαίως ως μέσο ελέγχου:
«Η βασική αξία χρήσης της εργασίας, δηλαδή η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης, είναι ο ρόλος της ως μέσο καπιταλιστικού κοινωνικού ελέγχου. Από τη μεριά των καπιταλιστών η ικανότητα επιβολής της εργασίας ισοδυναμεί με την εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου. Αλλά η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης για το κεφάλαιο είναι επίσης η ικανότητα της να παράγει αξία και υπεραξία» (Cleaver)
Στο παραπάνω απόσπασμα η χρησιμοποίηση της λέξης «επίσης» είναι ενδεικτική της σχετικής βαρύτητας που δίνεται στον έλεγχο εις βάρος της αξίας ως εξήγηση για τη δυναμική του ταξικού ανταγωνισμού
Δεχόμαστε ότι παρόλο που το κεφάλαιο αναγκαστικά χειρίζεται όλες τις αξίες χρήσης ως πηγές αξιοποίησης, δεν του είναι αδιάφορες οι ιδιαιτερότητες αυτών των αξιών χρήσης. Με άλλα λόγια και όσον αφορά το ζήτημα της τροφής, ο Cleaver σωστά, για παράδειγμα, καταδεικνύει ότι κατά την πρωταρχική συσσώρευση το κεφάλαιο δημιούργησε την εργατική τάξη αποστερώντας τους χωρικούς από τη γη τους, άρα και από την πηγή της τροφής τους. Επιπλέον, η σημασία της αξίας χρήσης «τροφή» (καθώς και η πολιτική σημασία των τάξεων που εμπλέκονται στην παραγωγή της) για το κεφάλαιο- εν- γένει φαίνεται και από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποτελέσει αντικείμενο στρατηγικού σχεδιασμού εκ μέρους διαφόρων κρατών και υπερεθνικών οργανισμών, κάτι που φαίνεται για παράδειγμα από μέτρα όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Ωστόσο, και λαμβάνοντας αναδρομικά υπόψη την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, θεωρούμε ότι η πολιτικοποίηση του ζητήματος των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας – το ύψος των τιμών ως διακύβευμα της πάλης μεταξύ καπιταλιστών και εργατών – ήταν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της κρίσης του 70 (για παράδειγμα, η ενεργειακή κρίση και η επικέντρωση στις πληθωριστικές κρατικές πολιτικές ως πεδίο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου). Ο Cleaver, όπως και άλλοι της μετα-αυτόνομης παράδοσης, χρησιμοποιούν τέτοιες ιστορικά ιδιαίτερες στιγμές της ταξικής σύγκρουσης για να εξάγουν συμπεράσματα με γενική ιστορική ισχύ. Αντίθετα, στην παρούσα χρονική περίοδο και εν μέσω χαμηλού πληθωρισμού, παρατηρείται «αποπολιτικοποίηση» του ζητήματος των τιμών, ενώ το ιδεολογικό μοντέλο που κυριαρχεί είναι «καμία άλλη εναλλακτική» στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Όπως έχουμε επιχειρηματολογήσει και παλιότερα, θεωρούμε προβληματική την εγκατάλειψη του νόμου της αξίας από διάφορους θεωρητικούς που εντάσσονται στο χώρο της Αυτονομίας. Με βάση τη δική μας ανάγνωση του Μαρξ και του πώς κατανοούμε το κεφάλαιο, το κεφάλαιο σαν ολότητα συγκροτεί τον εαυτό του από ένα σύνολο διαχωρισμένων μεταξύ τους στοιχείων που βρίσκονται σε σύγκρουση. Αν θεωρήσουμε το κεφάλαιο ως υποκείμενο που βρίσκεται σε σύγκρουση με το «υποκείμενο» εργατική τάξη, καθένα από τα οποία έχει τη δική του ξεχωριστή στρατηγική («επιβολή της εργασίας» εναντίον «άρνησης της εργασίας»), κάτι που είναι κοινός τόπος για τους Cleaver και Negri, και αν κατ’ επέκταση θεωρήσουμε αυτό το σχήμα της σύγκρουσης ως κάτι περισσότερο από μια μεταφορά, τότε στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο κεφάλαιο ως σε μια ήδη συγκροτημένη ενότητα. Το κεφάλαιο ως υποκείμενο μπορεί να έχει μια στρατηγική είτε με την έννοια ότι υπάρχει μια συνωμοσία μεταξύ των διαφορετικών κεφαλαίων είτε με την έννοια ότι ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο (ποιο είναι αυτό; το αμερικάνικο κεφάλαιο; η παγκόσμια τράπεζα;) «συμφωνείται» να δράσει ως συλλογικός καπιταλιστής με τον ίδιο τρόπο που μια εθνική κυβέρνηση δρα για το εθνικό καπιταλιστικό συμφέρον. Το κεφάλαιο ως ολότητα ασφαλώς και έχει τα συμφέροντα του. Αλλά αυτά τα συμφέροντα – όλα βασισμένα στην ανάγκη για όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης – προκύπτουν από και διαμεσολαβούνται από τη σύγκρουση των επιμέρους συστατικών του: τον ανταγωνισμό των ατομικών κεφαλαίων. Σε στιγμές έντονης ταξικής σύγκρουσης τα επιμέρους ατομικά κεφάλαια ενδεχομένως να αποκτούν μεγαλύτερη συνείδηση της ενότητας τους και αυτή η συνείδηση μπορεί να εκφράζεται και θεσμικά. Αλλά το κεφάλαιο σαν ολότητα δεν είναι απαραίτητα ένα συνειδητό υποκείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου