Ετικέτες

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ο κορυφαίος Γερμανός μουσουργός, Johann Sebastian Bach, (1685 – 1750)

Ο «ποιητής των ήχων», ο σπουδαιότερος συνθέτης του μπαρόκ
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι πέραν αμφιβολίας από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής ιστορίας: όχι μόνο μας χάρισε ανεπανάληπτα αριστουργήματα, αλλά αποτέλεσε ταυτοχρόνως την πηγή απ' όπου ξεπήδησε η κλασική εποχή των μεγάλων μουσικών συνθέσεων.
Τι να πρωτοπεί άλλωστε κανείς για τον άνθρωπο που πίστευε ότι η μουσική υπάρχει μόνο για να υμνεί τον Θεό και να αγαλλιάζει την ψυχή;

Τον έχουν χαρακτηρίσει «ποιητή των ήχων», «παμμέγιστο», «ασυμβίβαστο», «μυστηριώδη», αυτός ήταν ο κορυφαίος συνθέτης που ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε διαρκώς τον Θεό παρά τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος της ζωής και του έργου του, με τη δύναμη της ψυχής, το σθένος και τη δημιουργικότητά του να μην κάμπτονται από τις δυσκολίες, αλλά να χαλυβδώνουν πεισμώνοντας την ψυχή του και να συνεχίζει να παράγει έργο, ευχαριστώντας τον Θεό και συγχωρώντας τους ανθρώπους.
Ο σεβασμός που έτρεφε εξάλλου ο Μπετόβεν προς τον άνθρωπο που μας χάρισε τα «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» συνοψίζεται στο αγαπημένο του λογοπαίγνιο: «Δεν έπρεπε να ονομάζεται Μπαχ («ρυάκι» στα γερμανικά), αλλά Ποταμός!».
Κι αυτό ακριβώς το σχόλιο περιγράφει ιδανικά τόσο τον ήρεμο, ευσεβή και δυναμικό χαρακτήρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ όσο και την ταπεινοφροσύνη του μεγαλοφυούς αυτού συνθέτη, που συνήθιζε να υποσημειώνει σε κάθε έργο του «Soli Deo Gloria» (Μόνο στον Θεό η Δόξα)...
Πρώτα χρόνια
Γεννημένος στο Άιζεναχ της Γερμανίας την 21η Μαρτίου 1685, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μεγαλώνει μέσα σε πολυπληθή οικογένεια (8 παιδιά) με μακρά μουσική παράδοση, που πήγαινε μάλιστα πολλές γενιές πίσω στον χρόνο: ο πατέρας του ήταν διευθυντής στην τοπική ορχήστρα και είναι αυτός που θα μυήσει τον μικρό στο βιολί από πολύ τρυφερή ηλικία.
Όταν έκλεισε τα 7 του χρόνια, ο Μπαχ φοίτησε στα προπαρασκευαστικά σχολεία της εποχής, λαμβάνοντας θρησκευτική εκπαίδευση και μαθαίνοντας λατινικά, κατά τα παιδαγωγικά πρότυπα της εποχής. Η λουθηρανική πίστη της οικογένειας επηρέασε τόσο τη ζωή όσο και το κατοπινό έργο του μεγάλου συνθέτη.
Σε ηλικία 10 ετών, θα γνωρίσει από πρώτο χέρι την τραγικότητα της απώλειας: ο Μπαχ μένει ορφανός και από τους δύο γονείς του (χάνει και τρία ακόμα από τα αδέλφια του), από την επιδημία πανώλης που χτύπησε την Ευρώπη, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, εκκλησιαστικός οργανοπαίκτης, τον παίρνει μαζί του. Αφού τον γράψει στο νέο του σχολείο, του παρέχει ακόμα περισσότερη μουσική εκπαίδευση. Ο Μπαχ θα μείνει στο πλευρό της οικογένειας του αδελφού του μέχρι την ηλικία των 15.
Ο ίδιος διέθετε ταυτοχρόνως καταπληκτική φωνή και λάμβανε μέρος στις σχολικές χορωδίες. Κι όταν μεγάλωσε και η χαρακτηριστική υψίφωνη χροιά του τον εγκατέλειψε, ο Μπαχ θα έπαιρνε πλέον μέρος στις ορχήστρες ως σολίστ μουσικών οργάνων!
Κι έτσι, το νέο φυντάνι της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Μπαχ εξασφαλίζει το 1703 την πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική: προσλαμβάνεται ως δόκιμος οργανοπαίκτης στην αυλή του δούκα της Βαϊμάρης, Johann Ernst. Εκεί είναι που θα επιδείξει το τρομακτικό του ταλέντο λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως άνθρωπος-ορχήστρα για όλες τις μουσικές δουλειές, αντικαθιστώντας επάξια όποιον από τους επαγγελματίες βιολιστές έλειπε...
Πρώιμη καριέρα
Σύντομα η φήμη του ως σολίστ γιγαντώθηκε και ήταν χάρη στην ασύλληπτη δεξιοτεχνία του που θα εξασφάλιζε θέση στη Νέα Εκκλησία του Άρνσταντ. Επιφορτισμένος πια με το έργο της μουσικής επένδυσης των εκκλησιαστικών λειτουργιών, υπηρετεί ταυτοχρόνως και ως δάσκαλος μουσικής, αν και αποδεικνύεται πλημμελής στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, κάνοντας τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους να κατσαδιάζουν συχνά τον 18χρονο νεαρό για το γεγονός ότι δεν έκανε συχνές πρόβες με την παιδική χορωδία του.
Ο Μπαχ δεν βελτίωσε την επαγγελματική του κατάσταση όταν εξαφανίστηκε για αρκετούς μήνες το 1705: έχοντας πάρει άδεια λίγων εβδομάδων, ταξιδεύει σε γειτονική πόλη για να απολαύσει τον φημισμένο μουσικό της εποχής Dietrich Buxtehude και παρατείνει τις διακοπές του χωρίς να ενημερώσει κανέναν για να μαθητεύσει δίπλα του! Κι έτσι το 1707 αναλαμβάνει ανακουφισμένος τη νέα του θέση στην εκκλησία του Μιλχάουζεν, αφήνοντας πίσω του τις περιπέτειες του Άρμσταντ. Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει δικές του συνθέσεις, όπως το πρώιμο αριστούργημά του «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα» (BWV 565)...

Σύντομα όμως και η νέα του θέση θα διακυβευόταν: το μουσικό στιλ του Μπαχ δεν συμβάδιζε με τις επιλογές του πάστορα και η ρήξη εγκαθιδρύθηκε στις σχέσεις τους. Ο συνθέτης δημιουργούσε περίπλοκες μελωδίες μπλέκοντας διαφορετικά στιλ και μελωδικές γραμμές, την ίδια ώρα που ο πάστορας ήθελε την εκκλησιαστική μουσική απλούστερη.
Παρά τις αψιμαχίες, ο Μπαχ δουλεύει ακούραστα τα δικά του πονήματα, παράγοντας έργο σημαντικό. Από τις συνθέσεις της περιόδου ξεχωρίζει η περίφημη καντάτα του «Gott ist mein König» (BWV 71), ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα μουσικό υπερθέαμα, για το οποίο ο Μπαχ έκανε το αδιανόητο μουσικά: χώρισε τα όργανα και τις φωνές σε ομάδες, δημιουργώντας διακριτά σύνολα εντός της σύνθεσης. Η στιγμή είναι καθοριστική για την εξέλιξη της δυτικής μουσικής!


Και βέβαια της ίδιας εποχής είναι και η άλλη αριστουργηματική καντάτα του «Actus Tragicus» (BWV 106)...

Δουλεύοντας στη βασιλική αυλή

Έπειτα από μόλις έναν χρόνο στο Μιλχάουζεν, με τη φήμη του πια σε νέα δυσθεώρητα επίπεδα, ο Μπαχ εξασφαλίζει θέση τακτικού πια οργανοπαίκτη στην αυλή του δούκα Wilhelm Ernst της Βαϊμάρης. Εκεί θα συγγράψει πολλές εκκλησιαστικές καντάτες και μια σειρά από τις καλύτερες συνθέσεις του για εκκλησιαστικό όργανο.
Κι αν πρέπει να μνημονεύσουμε μία και μόνο μία, αυτή θα ήταν η καντάτα «Herz und Mund und Tat» (BWV 147), που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ήδη από τον καιρό της...

Πέρα βέβαια από τις μνημειώδεις καντάτες του, ο Μπαχ φιλοτεχνεί τις πρώτες φούγκες και πρελούδια, ενώ ταυτοχρόνως συγγράφει και εκπαιδευτικό βοήθημα εισαγωγής στο εκκλησιαστικό όργανο: το «Μικρό Βιβλίο Για Εκκλησιαστικό Όργανο» αφιερώνεται στον γιο του και γίνεται ανάρπαστο, λόγω του πρωτοποριακού διδακτικού του χαρακτήρα.
Το 1717, ο Μπαχ αποδέχθηκε νέα θέση, αυτή τη φορά κοντά στον πρίγκιπα Λεοπόλδο, ο δούκας όμως δεν το πήρε καθόλου καλά και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να κρατήσει τον νεαρό μουσικό στη χορωδία του. Ακόμα και αν έπρεπε να τον φυλακίσει για να μη φύγει! Πράγμα που συνέβη φυσικά κι έτσι ο Μπαχ θα πέρασε αρκετές εβδομάδες στα μπουντρούμια του δούκα όταν προσπάθησε να το σκάσει από την πνιγερή αγκαλιά του.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ωστόσο ο μουσουργός αποφυλακίζεται και του δίνεται η δυνατότητα να μετακομίσει στην αυλή του πρίγκιπα στο Κέτεν, ο οποίος ήταν μεγάλος λάτρης της μουσικής. Εκεί θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή ορχήστρας, όντας πια στο ψηλότερο σκαλί της μουσικής του καριέρας.
Στο Κέτεν (1717-1723) θα γράψει μερικά από τα πλέον μνημειώδη έργα του, που θα θέσουν τις βάσεις της μπαρόκ μουσικής. Εδώ γεννιούνται πλήθος από σονάτες και σουίτες, εδώ οι εκκλησιαστικές καντάτες του αποκτούν κοσμικό χαρακτήρα, εδώ ολοκληρώνει τα αριστουργηματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046, 1047, 1048, 1049, 1050 και 1051), αφιερωμένα στον δούκα του Βραδεμβούργου (1721).

Ταυτοχρόνως, εξελίσσει το διδακτικό του έργο, αφήνοντας παρακαταθήκη άλλα δύο εγχειρίδια μουσικής εκπαίδευσης, όντας πια στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας. Παρά την «εκκοσμίκευση» των συνθέσεών του, ο Μπαχ δεν παραλείπει να δηλώνει συνεχώς τη βαθιά προσήλωσή του στη θρησκεία και τον Θεό, υπογράφοντας τις παρτιτούρες του με το περίφημο λατινικό «I.N.J.» Εις το Όνομα του Χριστού»).



Τη χρονιά ωστόσο που ο Μπαχ ολοκλήρωνε τα εμβληματικά «Βραδεμβούργια Κονσέρτα», ο καλός του φίλος πια πρίγκιπας Λεοπόλδος παντρεύτηκε και η νέα του σύζυγος δεν εκτιμούσε καθόλου τη μουσική, απομακρύνοντας τον ευγενή τόσο από το πάθος του όσο και τον στενό του φίλο. Σύντομα ο πάλαι ποτέ φιλόμουσος πρίγκιπας θα διαλύσει την ορχήστρα του (1723) και ο Μπαχ θα αναγκαστεί έτσι να αναζητήσει αλλού δουλειά, χτυπημένος μάλιστα και από την απώλεια της πρώτης του συζύγου.
Πριν εγκαταλείψει βέβαια το Κέτεν, θα ολοκληρώσει τον πρώτο τόμο (από τους δύο) του περίφημου διδακτικού εγχειριδίου του «Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο», μια τομή για την εκμάθηση των πληκτροφόρων οργάνων...

Η εποχή της Λειψίας

Με τη φήμη του πλέον να προηγείται, ο Μπαχ υπογράφει συμβόλαιο με εκκλησία της Λειψίας ως ο νέος οργανοπαίκτης και δάσκαλος της χορωδίας. Για τις ανάγκες της νέας του θέσης, ρίχνεται για άλλη μια φορά με τα μούτρα στη δουλειά, παράγοντας μια εκκλησιαστική καντάτα κάθε βδομάδα! Το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» (BWV 248), για παράδειγμα, είναι έργο της εποχής που αντικατοπτρίζει το μουσικό όραμα του συνθέτη για τη γέννηση του Χριστού.

Ταυτοχρόνως, δημιουργεί μουσικές μεταφράσεις της Βίβλου, τα περίφημα «Πάθη» του, που αντικατοπτρίζουν αποσπάσματα από τα ευαγγέλια και θεωρούνται κορυφαία στο είδος τους. Πολλά μάλιστα έχουν ενσωματωθεί στη λειτουργία της λουθηρανικής και καθολικής εκκλησίας, όπως τα «Πάθη του Ματθαίου» (BWV 244) που περιλαμβάνονται στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής...


Κατοπινά χρόνια


Μέχρι το 1740, ο Μπαχ πάλευε πια αμετάκλητα με τα προβλήματα όρασής του. Έχοντας ιστορικό μυωπίας, ο μουσουργός παρουσίασε σημαντική έκπτωση της όρασης (πιθανότατα από γλαύκωμα). Παρά την ταλαιπωρία και τη μάχη με την πάθηση, συνέχισε αγόγγυστα το έργο του, τόσο το συνθετικό όσο και το εκτελεστικό/διδακτικό, ενώ δεν ματαίωσε κανένα από τα ταξίδια του, ένα εκ των οποίων θα τον φέρει στην αυλή του βασιλιά της Πρωσίας το 1747.
Για τη βασιλική αυτή συναυλία, ο Μπαχ σκαρώνει μια νέα σύνθεση επιτόπου, εκτοξεύοντας τη φήμη του σε νέο ιστορικό ρεκόρ! Επιστρέφοντας στη Λειψία, τελειοποιεί τις βασιλικές αυτές φούγκες και τις αποστέλλει με πάσα επισημότητα στην Πολωνία (Musikalisches Opfer - BWV 1079).

Το 1748-1749, με την όρασή του σοβαρά υπονομευμένη, ο Μπαχ αρχίζει να φιλοτεχνεί το σπουδαίο αριστούργημά του «Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080), το οποίο θα παραμείνει όμως ημιτελές: η όρασή του έχει επιδεινωθεί τόσο που υποβάλλεται σε διπλή -και ανεπιτυχή- εγχείριση την επόμενη χρονιά, από τις περιπλοκές της οποίας ωστόσο θα παραμείνει τυφλός.
Το 1750 θα ταλαιπωρηθεί και από εγκεφαλικό επεισόδιο, με την επιδεινωμένη υγεία του να τον προδίδει τελικά λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1750. Όπως παραθέτει ένας από τους γιους του, ο κορυφαίος συνθέτης το μόνο που ήθελε ήταν «να απαλλαγεί από την τύφλωση για να εξακολουθεί να υπηρετεί τον Θεό με όλες του τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις».

Παρά τη θέση που καταλαμβάνει σήμερα στο πάνθεο των μεγαλύτερων ευρωπαίων συνθετών, στην εποχή του ο Μπαχ ήταν γνωστότερος ως οργανοπαίκτης και μουσικοδιδάσκαλος παρά ως μουσουργός. Ελάχιστα έργα του μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει στη διάρκεια της καριέρας του και ήταν δυο κατοπινοί μουσικοί -που θα ακολουθούσαν τα χνάρια του- που θα τον εγκαθίδρυαν στις μουσικές συνειδήσεις του ευρωπαϊκού κοινού: ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν!
Κι έτσι ο μεγάλος αυτός μαέστρος των μουσικών αισθημάτων, με τις συνθέσεις που προκαλούν αβίαστα διαφορετικά συναισθήματα, ο μουσικός αυτός «παραμυθάς» που χρησιμοποίησε τις μελωδίες για να αφηγηθεί και να υπαινιχθεί γεγονότα και πράξεις, αποκαταστάθηκε στο βάθρο των κορυφαίων συνθετών της ανθρωπότητας.
Η πνευματικότητα και η εσωτερικότητα του έργου του μαρτυρούν τον τρόπο που αντιμετώπιζε τις φοβερές δοκιμασίες που του έθεσε η ζωή, την αφοσίωσή του στον Θεό, την ασταμάτητη εργασία, τη συνεχή διάθεση προσφοράς και την ακούραστη μελέτη, με μοναδικό πάντα στόχο την εξέλιξη της τέχνης του...
Προσωπική ζωή

Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν σωθεί από την προσωπική αλληλογραφία του Μπαχ σκιαγραφείται η προσωπικότητά του και η εκτός μουσικής ζωή του. Ταγμένος οικογενειάρχης και πράος άνθρωπος, ο Μπαχ παντρεύτηκε το 1706 την ξαδέρφη του Maria Barbara, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν ωστόσο μόνο τα τέσσερα.

Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1720, όταν ο Μπαχ ταξίδευε στο πλευρό του πρίγκιπα Λεοπόλδου, αφήνοντάς τον σε κατάσταση απελπισίας. Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την αοιδό Anna Magdalena Wülcken, με την οποία θα αποκτήσει άλλα 13 παιδιά.
Παρά το γεγονός ότι έμελλε να χάσει και πάλι τα μισά του τέκνα από τις αρρώστιες που θέριζαν την Ευρώπη (από τα δεκατρία επιβίωσαν μόνο τα εφτά), η περίοδος αυτή θεωρείται η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Ο συνθέτης μοιράστηκε ξεκάθαρα με τα παιδιά του την αγάπη του για τη μουσική, καθώς δύο από τον πρώτο του γάμο και δύο από τον δεύτερο ακολούθησαν τα βήματά του ως συνθέτες και σολίστ. Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ μάλιστα έκανε ανεξάρτητη και μεγάλη καριέρα...
Πηγή:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου