Ετικέτες

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ανορθολογισμός και φασιστική ιδεολογία…


Capture
του Γιάννη Νίνου
Στις μέρες μας η ανάγκη μελέτης, διερεύνησης και συστηματικής εξέτασης του φασιστικού φαινομένου γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, μαζί με την φτωχοποίηση και εξαθλίωση των λαών επανεμφανίζεται και το φαινόμενο του φασισμού, κάτι που πολλοί θεωρούσαν ως παράδοξο της ιστορίας και ως κάτι που πέρασε και απλά θα ξεχαστεί. Στον παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την σχέση της φασιστικής ιδεολογίας με τον ανορθολογισμό.

Η κοινωνική συνείδηση συνιστά αντανάκλαση της πραγματικότητας κατά την διαδικασία της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με την φύση και τους άλλους ανθρώπους και ανακύπτει κυρίως κατά την παραγωγική διαδικασία. H ιδεολογία ως διακριτή πλευρά του όλου της συνείδησης συνιστά ιδιότυπη κοσμοαντίληψη και δεν μπορεί να υφίσταται ως τέτοια παρά μόνο στην ενότητα της με τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης μέσω και πάνω στην βάση των οποίων συγκροτείται. Έτσι κάνουμε λόγο περί πολιτικής ιδεολογίας (ιδεολογία που η άγουσα μορφή της είναι η πολιτική μορφή της συνείδησης, θρησκευτική, κτλ)[1].
Από την σκοπιά της εξέτασης του όλου της κοινωνικής συνείδησης, η ιδεολογία αποτελεί την εξωτερική έκφανση-πλευρά της συνείδησης, ενώ οι μορφές συνείδησης (ηθική, αισθητική, φιλοσοφική) την εσωτερική έκφανση-πλευρά της. Ο χαρακτήρας της αντανάκλασης των μεταβολών και αλλαγών του κοινωνικού Είναι στην συνείδηση καθορίζεται από τον ρόλο και την διάρθρωση των πλευρών της κοινωνικής συνείδησης στην διαδικασία της αντανάκλασης.  Η αντανάκλαση των αλλαγών του κοινωνικού Είναι διαμεσολαβείτε περισσότερο στην εξωτερική πλευρά (ιδεολογία) σε σχέση με την εσωτερική (στην εσωτερική πλευρά επίσης ο χαρακτήρας της αντανάκλασης διαφοροποιείται σε σχέση με την κάθε μορφή)[2]. Ωστόσο η δομή και η σύνθεση της εκάστοτε ιδεολογίας καθορίζει κατά διαφορετικό τρόπο τον βαθμό και το χαρακτήρα της αντανάκλασης.
Η φασιστική ιδεολογία ως  το αποτέλεσμα μιας ιδιότυπης αλληλεπίδρασης των μορφών κοινωνικής συνείδησης συνιστά πολιτική ιδεολογία.
Η ηθική και πολιτική μορφή συνείδησης της φασιστικής ιδεολογίας χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από την μεταφυσική αντίληψη του μανιχαϊσμού . Η ύπαρξη των δυνάμεων του καλού και του κακού παίρνει τον χαρακτήρα μια αιώνιας σύγκρουσης, η οποία είναι εμμενής στην ίδια τη φύση. Το καλό ταυτίζεται με το συμφέρον της οργάνωσης-κόμμα, του έθνους και της φυλής, ενώ το κακό καταλαμβάνει τα πάντα που βρίσκονται εκτός και δεν ταυτίζονται με τα τελευταία. Η αντίληψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι έκφραση του κακού νομιμοποιεί και τις μαζικές πρακτικές εξόντωσης του τελευταίου[3]. Η σύλληψη των υλικών συμφερόντων χαρακτηρίζεται από ένα εσχατολογικό αναγωγισμό στα πλαίσια του οποίου το ενικό ταυτίζεται και δεν διακρίνεται από το γενικό κα το καθολικό. Θα πρέπει  να τονίσουμε ότι το γενικό και το καθολικό σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται με το πραγματικό συμφέρον της κοινωνίας, αλλά με εκείνο το γενικό-καθολικό που προσιδιάζει στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και στα πλαίσια του έθνους κράτους.
Η αισθητική μορφή συνείδησης παίρνει κατά κύριο λόγο τον χαρακτήρα της θρησκευτικής μορφής. Ο πολιτικός αρχηγός προβάλλει ως η υποστασιοποίηση του ίδιου του έθνους και η βούληση του ως η ενσάρκωση της βούλησης του τελευταίου. Ιδιαίτερη θρησκευτική σχέση αναπτύσσεται με την σημαία ως σύμβολο του έθνους. Το έθνος συνιστά το υπερβατικό και ιερό της εσωτερικής παράστασης, ενώ η σημαία την εξωτερική του φανέρωση. Επιπλέον, ο μυστικισμός και η παραγωγή ιδεολογικών θρησκευτικών συμβόλων αποτελούν συστατικά στοιχεία της φασιστικής προπαγάνδας. Η κατά καιρούς αισθητική υιοθέτηση-ταύτιση των φορέων της εν λόγω ιδεολογίας με τα σύμβολα του κακού (παγανιστικά, παραθρησκευτικά) προκύπτει κυρίως από την αδυναμία διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων στο επίπεδο του λόγου και των κυρίαρχων σημείων-μέσων κουλτούρας. Η επιβολή του φόβου ως βασικό στοιχείο των συμβόλων του κακού, αφενός συνιστά άρνηση του εαυτού για κοινωνικοποίηση, αφετέρου συνιστά κοινωνικοποίηση ως εξασφάλιση της ύπαρξης του εαυτού στην κοινωνία [4].
Η φιλοσοφική  συνείδηση της εν λόγω ιδεολογίας  είναι κατά κύριο λόγο η συνομωσιολογία. Η αντίληψη ότι μυστικές συνομωσίες, ατομικές πράξεις και ειδικά συμφέροντα καθορίζουν την κίνηση της ιστορίας βασίζεται στον άγοντα ρόλο που διαδραματίζει η ιδιαίτερη μορφή της πολιτικής συνείδησης στην συγκεκριμένη ιδεολογία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της συνομωσιολογικής αντίληψης δεν είναι η απουσία αναστοχασμού της πραγματικότητας αλλά μια ιδιότυπη σχέση του υποκειμένου με τη γνώση που εγκαθίσταται πέραν των πλαισίων της <<νόμιμης>> και επιστημονικής γνώσης. Η παρά-γνώση (παραφιλοσοφία, παραψυχολογία, κ.ο.κ) και η πίστη σε μια γνώση που μας κρύβουν οι εχθροί οδηγεί την συνομωσιολογική σκέψη σε ένα φαντασιακό παραλήρημα παραγωγής <<γνώσεων>> στο οποίο τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας έχουν χαθεί. Έτσι, το εξωγήινο DNA, οι αρχαίοι έλληνες, οι εξωγήινοι θεοί του Ολύμπου και η οποιαδήποτε άλλη παραχάραξη και διαστρέβλωση της μυθολογίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας και των λοιπών επιστημών έρχεται να επαληθεύσει πάντοτε το ίδιο πράγμα, τον κοινωνικό δαρβινισμό και την ανωτερότητα της φυλής. Η λειτουργιά του θεολογικού απόλυτου ως βασική ιδεολογική επισφράγιση της κοινωνικής ανισότητας στην φεουδαρχία μετατρέπεται σε λειτουργία του βιολογικού απόλυτου στην κεφαλαιοκρατία, το ότι σου εστίν η βασιλεία μετατρέπεται στο ότι σου εστίν η βιολογία.
Από τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι ο φασισμός συνιστά την κατ’εξοχήν ανορθολογική ιδεολογία. Ο ίδιος ο ανορθολογισμός αποτελεί συγκεκριμένη ιστορική έκφανση της φιλοσοφικής μορφής της συνείδησης και προσδιορίζεται ως το αντίθετο του ορθολογισμού, του ορθού λόγου. Από λογικής σκοπιάς, ο ορθός λόγος (η αληθής γνώση) είναι συνυφασμένος με τον επαρκή βαθμό εγκυρότητας και αντικειμενικότητας της σκοποθεσίας, της ιδεατής παράστασης του υποκειμένου κατά την εργασιακή διαδικασία στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Ο ανορθολογισμός ως το άκρως αντίθετο του ορθολογισμού συνιστά την κατ’ εξοχήν αναντιστοιχία της ιδεατής παράστασης του υποκειμένου με το αντικείμενο και την πραγματικότητα και ως εκ τούτου καθιστά ανέφικτο το πέρας και συγκεκριμένα το αποτέλεσμα της εργασιακής διαδικασίας. Με μια πρώτη ματιά, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για τον λόγο ύπαρξης μιας μορφής συνείδησης, η οποία δεν έχει καμία αντικειμενική εγκυρότητα, και πράγματι το περιεχόμενο του ανορθολογισμού δεν έχει ως επί το πλείστον καμιά αντικειμενικότητα, το γεγονός, όμως, αυτό δεν αναιρεί την ειδική λειτουργία του.
Το περιεχόμενο και η ίδια η ύπαρξη του ανορθολογισμού έγκεινται στην υπεράσπιση και διαιώνιση της υπάρχουσας μορφής της κοινωνίας, στην καταστροφή της ορθολογικής και επιστημονικής  γνώσης. Όπως γράφει ο Γκ. Λούκατς: Η διαλεκτική αντίληψη της ιστορίας αναγκάζει τον ιρρασιοναλισμό, που θα ήθελε να διατηρήσει μια πραγματική επίδραση για χάρη της αντίδρασης, να αντιπαραθέσει σε αυτήν μια άλλη αντίληψη: μια εξήγηση της πραγματικότητας που μπορεί, επίσης, να εμφανίζεται και ως ιστορική. Ταυτόχρονα, όμως, το αντιδραστικό περιεχόμενο αυτής της εξήγησης, δηλαδή η απολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία θεωρείται ως η κορυφή και ο τελικός σκοπός της ιστορίας των ανθρώπων, οδηγούσε υποχρεωτικά στην κατάργηση της ιστορίας και μαζί με αυτήν στην κατάργηση της εξέλιξης και της προόδου[5], άρα και στην κατάργηση του ορθού λόγου (Γ.Ν).
Η επιστημονική γνώση, όσο και αν το θέλουνε μερικοί, δεν ταυτίζεται με την εξουσία ούτε συνιστά καθαρά καπιταλιστική γνώση, αντιθέτως, αποτελεί κληρονομιά της παγκόσμιας ιστορίας της ανθρωπότητας και τάσσεται πάντοτε στο πλευρό των πιο προοδευτικών δυνάμεων, εκείνων που μέσω του δικούς τους αγώνα παλεύουν για το μέλλον και τις προοπτικές ολόκληρης της ανθρωπότητας.  Η μάχη μεταξύ της επιστήμης και του ανορθολογισμού είναι η μάχη μεταξύ των προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παρατηρούμε ένα ξέσπασμα του ανορθολογισμού.
Βιβλία, εκπομπές, πολιτικά πρόσωπα, άνθρωποι των media, μιλούν για την ανωτερότητα της φυλής, την εξωγήινη και μυστηριακή της προέλευση, για ομάδες και σέχτες που καθορίζουν το μέλλον της χώρας και συζητούν γύρω από διαστρεβλώσεις θεολογικών κειμένων.  Όλα αυτά έρχονται να συναντήσουν τη μαζική κουλτούρα και χαρακτηρίζονται ως άποψη, γούστο και life style. Σε αυτό το ξέσπασμα ιδεολογικής προπαγάνδας, η επιστήμη απορρίπτεται λόγω της σοβαρότητας της και τη θέση της παίρνει το στερημένο αισθητικά χιούμορ[6]. Ο εθνικισμός μετατρέπεται κατά κύριο λόγο σε αναγκαίο στοιχείο του κοινωνικά αποδεκτού ατόμου, ενώ η απουσία του οδηγεί σε κοινωνικό στιγματισμό. Στα πλαίσια αυτής της ακροδεξιάς κυριαρχίας στα μέσα μαζικής χειραγώγησης, το αριστερό και επαναστατικό υποκείμενο προβάλλει ως εχθρός, ως κάποιος ο οποίος ζει εκτός πραγματικότητας και επιθυμεί το κακό.
Έτσι με αυτή την ανορθολογική επέλαση των τελευταίων χρόνων, τέθηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι ιδεολογικές προϋποθέσεις του φασισμού. Στην κρισιακή περίοδο που διανύουμε, ο φασισμός έχει ήδη ανακύψει και διανύει το στάδιο της διαμόρφωσης. Παρατηρούμε επίσης, ότι η εμφάνιση του επιφέρει αλλαγές και στην κυβερνητική πολιτική. Η δυνατότητα σύνδεσης του φασισμού από τα κάτω με τον φασισμό από τα πάνω, θα σηματοδοτήσει την ωρίμανση του και θα θέσει την κοινωνία σε τεράστιους κίνδυνους.
Ζητούμενο πλέον είναι το  πραγματικό ορθολογικό και επιστημονικό υποκείμενο της κοινωνίας, το επαναστατικό κίνημα, να σταθεί αντάξιο των προσδοκιών και των αναγκών της εποχής του. Να καταφέρει να αναπτύξει την επαναστατική θεωρία, την πολιτική και την δράση του, τσακίζοντας τον φασισμό και ανοίγοντας τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό χωρίς την συστηματική και επιστημονική μελέτη, τόσο της διεθνούς κρισιακής συγκυρίας και των προοπτικών του μέλλοντος, όσο και της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος. Τέλος, θεωρούμε ότι η δημιουργία ενός μαζικού λαϊκού μετώπου ενάντια στην κρίση, μπορεί να συντρίψει τον φασισμό και να θέσει τις βάσεις για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Γιάννης Νίνος
Υπ. Διδάκτορας Φιλοσοφίας στο Πολ. Κρήτης
Μέλος του Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας
Δημοσιεύτηκε στον Λαμπτήρα Πυρακτώσεως (τεύχος 11ο, Απρίλης 2013)
[1] Δεν θα πρέπει να συγχέουμε και να ταυτίζουμε ένα συγκεκριμένο τύπο ιδεολογίας με την μορφή της συνείδησης η οποία διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο σε αυτήν. Για παράδειγμα δεν θα πρέπει να ταυτίζεται η πολιτική μορφή της συνείδησης με την πολιτική ιδεολογία, η τελευταία συνιστά κοσμοαντίληψη που συγκροτήθηκε μέσω της αλληλεπίδρασης των μορφών κοινωνικής συνείδησης και του καθοριστικού ρόλου που διαδραμάτισε η πολιτική μορφή σε αυτήν.
[2] Ως προς το βαθμό διαμεσολάβησης, η ηθική μορφή είναι η λιγότερο διαμεσολαβημένη, ακολουθεί η αισθητική μορφή και τέλος η φιλοσοφική μορφή διαμεσολαβείτε στο μεγαλύτερο βαθμό με το κοινωνικό είναι. Για μια πιο εκτεταμένη αναφορά στις μορφές κοινωνικής συνείδησης βλέπε,  Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004
[3] Νίνος, Γ. Εργασία, συνείδηση και φασιστική ιδεολογία,http://ilesxi.wordpress.com/
[4] Νίνος, Γ. Εργασία, συνείδηση και φασιστική ιδεολογία,http://ilesxi.wordpress.com/
[5] Λούκατς, Γκ. Νίτσε, ΜΑΡΗ, 1980, σ, 99
[6] Αυτοί που ισχυρίζονται ότι η σχέση τους με τις παραπάνω ανορθολογικές θεματικές συνιστά αποκλειστικά αισθητική-καλλιτεχνική (χιουμοριστική) σχέση, ξεχνούν ότι στην αλληλεπίδραση υποκειμένου-τέχνης αλληλεπιδρούν (αν και σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μια) όλες οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Ένα ανέκδοτο που υποτιμά και εξευτελίζει τον ξένο (αλβανό, πακιστανό), δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαλέσει την αίσθηση του γέλιου σε ένα υποκείμενο που δεν αποδέχεται εξ αρχής την κατωτερότητα του τελευταίου.
Αναδημοσίευση από: http://ilesxi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου