Ετικέτες

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ


 
 
 
 
 
 
1 Vote


του ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΙΑΛΛΑ*
Το πλαστό ερώτημα εάν ο εθνικός αγώνας είναι ή δεν είναι υπόθεση του προλεταριάτου και σε ποιο βαθμό μπορεί ή δεν μπορεί το πατριωτικό μέτωπο με αίτημα την εθνική ανεξαρτησία-λαϊκή κυριαρχία να συμβαδίσει με τον διεθνικό προσανατολισμό της εργατικής τάξης έρχεται συχνά πυκνά να απασχολήσει την αριστερά σε περιόδους κρίσης και όξυνσης της ταξικής πάλης. (Βλέπε: Χ. Λάσκου “Πατριωτισμός κι Αριστερά”, Δ. Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου “Πατριωτισμός, κυβερνητισμός κι Αριστερά” κ.α.)
Και παρ’ότι τόσο η ΕΑΜική αντίσταση,όσο και πολλά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα παγκοσμίως, έχουν αποδείξει ότι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία όχι μόνο μπορεί να είναι βαθιά προοδευτικός, αλλά μπορεί, εάν καθοδηγείται από την πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, να έχει κι έκβαση που να ολοκληρώνει το αίτημα για ανάληψη της πολιτικής εξουσίας, σήμερα αμφισβητείται ακόμα και το αν υπάρχει από θέμα αρχής η δυνατότητα από την Αριστερά να αντιστοιχηθεί με το λαϊκό αίσθημα που στην Ελλάδα είναι “πατριωτικό κι όχι διεθνιστικό”. Σε μια ιστορική περίοδο μάλιστα, που είναι πολύ διαφορετική από την “ΕΑΜική”.
Αναγνωρίζοντας προφανώς τη διαφορετική ιστορική περίοδο που διανύουμε, δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια σύντομη σκιαγράφηση της ελληνικής κοινωνίας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα για να έχουμε την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας στον συλλογισμό μας.
Η μισοφεουδαρχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν για δεκαετίες ο ελληνικός καπιταλισμός, δεν καθόριζε μόνο τις κοινωνικές σχέσεις στο επίπεδο της “οικονομίας”.

Ακόμα και στο τεραίν της μάχης των συνειδήσεων, στον χώρο της ιδεολογίας, αυτή η μεταβατική και σε μεγάλο βαθμό συντηρούμενη από τις ξένες δυνάμεις κατάσταση, δημιουργούσε συγχύσεις σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος. Η ερώτηση “ποιοι είμαστε κι ως που θέλουμε να φτάσουμε” διατυπωνόταν από τον συντηρητικό μισοφεουδαρχικό αστισμό, από φιλελεύθερους αστο-δημοκράτες, από μαρξιστές. Οι απαντήσεις στο ερώτημα, όσες και οι ερωτώντες, μερικές φορές και περισσότερες.
Η απάντηση, ωστόσο, που ένωσε, κινητοποίησε και προχώρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συνείδηση του ελληνικού λαού προς τη συνειδητοποίηση της εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού και την αναγκαιότητα του πατριωτικού-αντιιμπεριαλιστικου αγώνα, ήταν το ΕΑΜ. Από την ΕΑΜική εμπειρία, η αριστερά στην Ελλάδα, κατάφερε να παραμείνει από τις πιο προσδεμένες στην Ευρώπη στην πιο συγκρουσιακή ανάγνωση της μαρξιστικής θεωρίας.
Μέσα στην ΕΑΜική αντίσταση, η πρωτοπορία του ελληνικού προλεταριάτου, το ΚΚΕ, κατάφερε να μιλήσει για τον πατριωτικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και να τονίσει ότι αυτός μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο αν κι εφόσον οδηγήσει στην εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η λύση της Λαϊκής Δημοκρατίας, χωρίς αυτή να αποτελεί προαπαιτούμενο συμφωνίας για την ένταξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στο ΕΑΜ, φάνταζε η ρεαλιστικότερη διέξοδος για την οριστική επίλυση του προβλήματος της εξάρτησης αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Ο αγώνας του ΚΚΕ με τη συμβολή φυσικά της 3ης Διεθνούς, μετέφερε για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα, την ταξική πάλη μέσα στον ιδεολογικό χώρο, σε μια περιοχή όπου οι άρχουσες τάξεις μέχρι τότε κυριαρχούσαν.
Κι αυτή η περιοχή ήταν η εθνική αφήγηση.
Οι κομμουνιστές διανοούμενοι της εποχής, κατάφεραν να σπάσουν και να ανοίξουν αυτό που αποτελούσε σκληρό ταμπού για την Αριστερά, το πρόβλημα του εθνικού ζητήματος, και να το επαναπροσδιορίσουν από την μαρξιστική-λενινιστική σκοπιά. Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο ζωντανός και μαχόμενος (στην κυριολεξία) ιστορικοδιαλεκτικός υλισμός, έφερε στην Ελλάδα, όχι μόνο το προλεταριάτο σε συμμαχία με τα φτωχά λαϊκά στρώματα και την αγροτιά, αλλά έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά στις κοινωνικά υποτελείς δυνάμεις να διεκδικήσουν τη δική τους μεγάλη αφήγηση και τον ιστορικό τους ρόλο, όχι μόνο στον παρελθοντικό χρόνο-του σχηματισμού και της διαμόρφωσης του νέου ελληνικού κράτους, αλλά και στον παροντικό χρόνο-της διαδικασίας υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας απ’ τις δυνάμεις του άξονα.
Στη διαδικασία της μάχης, μιας μάχης από την οποία έλαμψε δια της απουσίας της η άρχουσα τάξη (όταν δεν συνεργάστηκε με τους εισβολείς), το προλεταριάτο και οι σύμμαχοί του επαναπροσδιόρισαν έννοιες όπως “πατρίδα”, “εθνική ανεξαρτησία”, “δημοκρατία”. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός, ήταν μια από τις σημαντικότερες νίκες του προλεταριάτου τον 20ο αιώνα και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκβαση του Β’ Π.Π.
Μακριά από τις αυταπάτες και τις στρεβλώσεις της 2ης Διεθνούς και του “σοσιαλσοβινισμού” που εντοπίστηκε και πολεμήθηκε από τους θεωρητικούς του μπολσεβικισμού και δη από τον Λένιν, οι κομμουνιστές μπόρεσαν να απεκδύσουν τις παραπάνω έννοιες από την αστική τους χλαμύδα και τις δάφνες και να τους φορέσουν τον μαύρο σκούφο του ΕΛΑΣίτη αγωνιστή. Δείξανε ότι η μοναδική τάξη που μπορεί να αντιμετωπίσει το εθνικό ζήτημα χωρίς μισαλλοδοξία και σοβινισμό είναι το προλεταριάτο. Η μόνη κοινωνική δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την εθνική αξιοπρέπεια κι ανεξαρτησία είναι η μόνη τάξη που αιώνες χρησιμοποιήθηκε ως “κρέας στα κανόνια” των φεουδαρχών και των αστών, παλεύοντας να εξασφαλίσει τα δικά τους συμφέροντα με μια εντελώς στρεβλή συνείδηση για τον ταξικό της ρόλο μέσα στο έθνος-κράτος.
Η παγίδα για την αστική τάξη, βρίσκονταν πάντα μέσα στη δική της μεγάλη αφήγηση. Όταν η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά πήρε τα όπλα στην Ελλάδα και ήρθε σε σύγκρουση με την πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή του άξονα, υψώθηκε αυτοστιγμή στην κυρίαρχη κοινωνική δύναμη, οργανώθηκε σε μεγάλη κλίμακα με την κυβέρνηση του βουνού και ΑΝΑ-ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕ όλη την εθνική αφήγηση που με τόσο κόπο οι άρχουσες τάξεις δόμησαν στην Ελλάδα, θέτοντας τα φτωχά λαϊκά στρώματα στο ρόλο του πρωταγωνιστή, μόνο που αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής δεν είχε αυταπάτες και στρεβλώσεις. Δεν παρασυρόταν από την πολεμοχαρή μέθη των μεγάλων δυνάμεων και των ντόπιων συνεργατών τους. Με τη βοήθεια και τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών μπορούσε να δει το πρόβλημα του πατριωτικού αγώνα στην πραγματική του βάση, αυτή του μαχόμενου προλεταριάτου. Ο λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία 22 Οκτώβρη 1944, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης.
Πολλοί θα πουν πως το πρόβλημα των μεγάλων αφηγήσεων, και ιδιαίτερα των εθνικών, βρίθει έτσι κι αλλιώς από στρεβλώσεις κι ανακρίβειες, από υπερβολές κι αξιωματικού τύπου παραδοχές. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους. Επιπροσθέτως θα έλεγα ότι η σφαίρα της ιδεολογίας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υποφέρει απ’ όλα τα παραπάνω κι από πολύ περισσότερα. Από τη στιγμή που η πραγματικότητα πρέπει να μεταφερθεί σε ένα σύστημα κατηγοριών κι εννοιών, η διαλεκτική της διασπάται, η ροή της κατηγοριοποιείται, η δυναμική της κίνηση αποτυπώνεται στιγμιαία. Ο μαρξισμός ως σύστημα υπερτερεί των υπολοίπων γιατί μεταξύ άλλων έχει εντοπίσει ακριβώς τα παραπάνω προβλήματα. Με τη γνώση αυτών των προβλημάτων προχώρησε προσπαθώντας να τα ξεπεράσει κι αναγνωρίζοντας οτι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πλούσια από τα θεωρητικά μας σχήματα.
Σήμερα, στον αγώνα κατά της νέου τύπου ξένης κηδεμονίας στην οποία έχουν ρίξει τη χώρα οι “αγορές” και οι πολιτικοί τους εκφραστές, δηλαδή ο ιμπεριαλισμός και η ντόπια αστική τάξη, είναι λογικό κι επόμενο το εθνικό αίσθημα των ελλήνων να θίγεται. Η χώρα στραγγαλίζεται οικονομικά, ο λαός στενάζει και τα πάντα ξεπουλιούνται κομμάτι κομμάτι σε ξένους ή στους ντόπιους ολιγάρχες έναντι πινακίου φακής. Ακόμα και η αστικοδημοκρατική φιλολογία, για την οποία τόσο κοπιάσανε όλα τα υπουργεία παιδείας από τη μεταπολίτευση κι εδώ, περί δημοκρατίας, δικαιωμάτων, ισονομίας κλπ έχει καταρρεύσει στο κράτος που πλέον λειτουργεί στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας με τη μόνιμη συνδρομή των ΜΑΤ και σε επίπεδο νομοθετικής εξουσίας με βάση την αρχή της συγκάλυψης από την πλευρά των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Το θιγμένο πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων πολιτών, φορτωμένο με όλη τη μεγάλη αφήγηση του αστισμού, ποτισμένο πολλές φορές με σοβινισμό και μεγαλοϊδεατισμό, με θρησκοληψία ακόμα και με ξενοφοβία ή ρατσισμό είναι η απάντηση στην ερώτηση “ποιοι ήμαστε και που θέλουμενα φτάσουμε” που έδωσε και δίνει η υποτελής αστική τάξη της χώρας μας τα τελευταία 200 σχεδόν χρόνια.
Τί έχουμε να κάνουμε εμείς με αυτό; Να αποκαλύπτουμε τη γύμνια και τις αντιφάσεις του.
Αλλά επίσης έχουμε και χρέος να προβάλουμε τη δική μας μεγάλη αφήγηση. Αυτή των μεγάλων πατριωτικών λαϊκών αγώνων στους οποίους πρωτοστάτησαν κομμουνιστές κι αριστεροί δημοκράτες. Πρέπει να καταδεικνύουμε ακούραστα πως πατριωτικός αγώνας χωρίς διεθνιστική αλληλεγγύη, πατριωτικός αγώνας χωρίς την προοπτική του σοσιαλισμού, πατριωτικός αγώνας χωρίς να έχει στόχο την απελευθέρωση όλης της κοινωνίας από τα εκμεταλλευτικά δεσμά του αστισμού, είναι αγώνας μισερός κι ανολοκλήρωτος. Είναι αγώνας που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει τις μαχόμενες τάξεις στην αγκαλιά του αστισμού ή ακόμα χειρότερα στη ναζιστική του μετάλλαξη.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω μια κουβέντα του Άγγελου Ελεφάντη σε μια συζήτηση που είχα παρακολουθήσει ως φοιτητής στο ινστιτούτο Νίκος Πουλατζάς. Ήταν μια εποχή που η συζήτηση περί έθνους είχε ανοίξει πολεμικά σε αρθρογραφία μεταξύ κοινωνικών επιστημόνων στον Τύπο (Λιάκος, Δερμετζής, Βαγενάς κ.α.). Ο Ελεφάντης σε ερώτηση σχετικά με τη σχέση εθνικού – διεθνικού, απάντησε λέγοντας πως “στόχος των κομμουνιστών είναι το ξεπέρασμα του έθνους, αλλά αυτό μένει να γίνει μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν μπορούμε να εκβιάσουμε την ιστορία.”.
Το έθνος αποτελεί μια ιστορική κατηγορία κι όχι μια υπερβατική οντότητα. Μέσα από την ταξική πάλη, χωρίς ποτέ να υποτιμούμε τον πατριωτικό αγώνα και χωρίς να χάνουμε το διεθνισμό μας, με ξεκάθαρα ταξική στρατηγική, ανα-νοηματοδοτούμε επαναστατικά τους αστικούς όρους, χτίζουμε χωρίς αυταπάτες τη δική μας μεγάλη αφήγηση.
Οδηγούμαστε στο ιστορικό ξεπέρασμα του έθνους μέσα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
*O Γιαννης Τζιάλλας είναι μέλος της ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Παρισιού
Πηγή: http://www.iskra.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου