Ετικέτες

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Μονεταρισμός και αριστερός νεοφιλελευθερισμός



PinochetFriedman
Σημ.Αμετανόητου: To άρθρο είναι “λαυράκι”…Mεγάλο αλλά αυτός που έχει υπομονή θα κερδίσει…Επειδή αν ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ, δηλαδή αν σβήσουμε από τη μνήμη μας τι μας έλεγαν αυτοί που μας έφεραν εδώ…αυτό θα επαναληφθεί στα παιδιά μας με πολλαπλάσια ισχύ.Γιατί έτσι ακριβώς οδηγήθηκε ο κόσμος στην Νεοφιλελέυθερη λαίλαιπα ασχέτως αν πέρασε το Κραχ του 29…Διαβάστε και αποθηκεύστε.Αξίζει.Τα συμπεράσματα δικά σας…

*****
Μονεταρισμός
και αριστερός νεοφιλελευθερισμός
του Τ. Κυπριανίδη
Τεύχος 5, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1983
«To κράτος με τον όγκο του αυξάνει τα προβλήματα αντί να τα μειώνει, δημιουργεί πληθωρισμό με τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του, ενώ ταυτόχρονα δυναμιτίζει την παραγωγικότητα με τον «ωχαδερφισμό» και τη δυσπραγία των κρατικοποιημένων και κατά κανόνα μονοπωλιακών επιχειρήσεων του.. ..Οι πιο αφοσιωμένοι μαρξολόγοι άρχισαν ν’ αναζητούν μεθόδους για να απαλλάξουν το σοσιαλισμό από… το κράτος.»
Α. Ανδριανόπουλος (Καθημερινή 30.5.82)
«Ο Έλληνας πολίτης… έχει φθάσει στα όρια ανοχής του απέναντι στην ανικανότητα και την παχυδερμία του δημόσιου βροντόσαυρου… Να μπορούσαν, λεει, οι νεοφιλελεύθεροι, μέσα στη σημερινή ορμή τους, να βοηθήσουν να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από τον αφόρητο κρατισμό… τι θαύμα όταν κι αυτό.»
Μ. Παπαγιαννάκης (Βήμα 10.7.83)
1. Μονεταρισμός η θεωρία
α) Η φιλοσοφία της ελευθερίας: Ελευθερία σημαίνει διαφορότητα αλλά και κινητικότητα. Διατηρεί τη δυνατότητα γι’ αυτούς που σήμερα μειονεκτούν να γίνουν οι προνομιούχοι της αύριο…
Η ελευθερία είναι ένας επιδιώξιμος στόχος μόνο για υπεύθυνα άτομα. Δεν πιστεύουμε στην ελευθερία για τρελούς η παιδιά… Δεν μπορούμε να απορρίψουμε κατηγορηματικά τον πατερναλισμό για εκείνους τους οποίους εμείς θεωρούμε ως μη υπεύθυνους.
β) Ο χώρος της ελευθερίας: Η ιστορία των Η.Π.Α. είναι η ιστορία ενός οικονομικού θαύματος και ενός πολιτικού θαύματος, που έγιναν δυνατά με τη μεταφορά σε πράξη δύο συνόλων από ιδέες… Ένα σύνολο (δεών ενσωματώθηκε στον «Πλούτο των Εθνών», το αριστούργημα που καθιέρωσε τον Σκώτο Α. Smith ως τον πατέρα των μοντέρνων οικονομικών… Το δεύτερο σύνολο Ιδεών ενσωματώθηκε στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας… (Αυτή) διακήρυσσε ένα νέο έθνος, το πρώτο που εγκαθιδρύθηκε στην (στόρια, πάνω στην αρχή, ό,τι κάθε άτομο δικαιούται να επιδιώξει τις αξίες του…
Εκατομμύρια μεταναστών από παντού στον κόσμο ήταν ελεύθεροι να δουλεύουν για τους εαυτούς τους, ως ανεξάρτητοι αγρότες η επιχειρηματίες, η να δουλεύουν για άλλους, σε όρους αμοιβαία συμφωνημένους.
γ) Οι συνέπειες της Ελευθερίας: Λίγα μέτρα… προάγουν το στόχο της ελευθερίας εδώ και στο εξωτερικό όσο το απόλυτα ελεύθερο εμπόριο. Σε ένα κόσμο ελεύθερου εμπορίου, τα διεθνή καρτέλ θα εξαφανισθούν πολύ πιο γρήγορα.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική και κοινωνική πρόοδος δεν εξαρτάται από τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των μαζών. Σε κάθε χώρα μια ελάχιστη μειοψηφία καθορίζει το βηματισμό, προσδιορίζει τη ροή των γεγονότων.
δ) Το χρήμα και η διαχείριση του: Παρ’ όλον ό,τι η αξία του χρήματος στηρίζεται σε ένα μύθο, το χρήμα υπηρετεί μια εξαιρετικά χρήσιμη οικονομική λειτουργία.
Το συνολικό απόθεμα χρήματος παρουσίασε… δραστική πτώση. Από κάθε $3 αποθεμάτων και νομίσματος στα χέρια του κοινού το 1929, έμεινε λιγότερο από $2 το 1933 μια νομισματική κατάρρευση χωρίς προηγούμενο.. ..Μια περισσότερο ταχεία αύξηση στην ποσότητα του χρήματος από την ποσότητα εμπορευμάτων και υπηρεσιών, που διατίθενται προς αγορά, θα παράγει πληθωρισμό, αυξάνοντας τις τιμές και αναλογίαν του χρήματος. Δεν ενδιαφέρει για ποιο λόγο αυξάνεται η ποσότητα του χρήματος.
Η κυβέρνηση, και μόνον η κυβέρνηση, είναι υπεύθυνη για κάθε ταχεία αύξηση στην ποσότητα του χρήματος. Γνωρίζουμε τώρα, όπως λίγοι γνώριζαν τότε, ό,τι η ύφεση δεν παρήχθη από μια αποτυχία της ιδιωτικής επιχείρησης, αλλά μάλλον από μια αποτυχία της κυβέρνησης, σε μια περιοχή στην οποία η κυβέρνηση επωμίσθηκε την υπευθυνότητα εξ αρχής… Η κυβερνητική αποτυχία να διαχειρισθεί το χρήμα δεν είναι κύρια μια ιστορική ιδιοτροπία, αλλά συνεχίζει να είναι μια πραγματικότητα του παρόντος.
ε) Κρίσεις και πληθωρισμός: Το (αποθεματικό) Σύστημα δεν έκανε το ίδιο λάθος όπως το 1929-33 επιτρέποντας η ενθαρρύνοντας μια νομισματική κατάρρευση αλλά έκανε το αντίθετο λάθος, να υποθάλψει μια απότομα ταχεία αύξηση του χρηματικού όγκου, πριμοδοτώντας τον πληθωρισμό. Επιπρόσθετα συνέχισε, ταλαντευόμενο από το ένα άκρο στο άλλο, να παράγει όχι μόνο μπουμ αλλά και υφέσεις, μερικές ήπιες, μερικές οξείες… (το Σύστημα) πριμοδοτεί το μύθο ό,τι η ιδιωτική οικονομία είναι ασταθής, ενώ η συμπεριφορά του συνεχίζει να επιβεβαιώνει την πραγματικότητα, ό,τι η κυβέρνηση είναι σήμερα η μείζων πηγή της οικονομικής αστάθειας.
Τα συνδικάτα δεν παράγουν πληθωρισμό. Αυξήσεις μισθών πέραν των αυξήσεων στην παραγωγικότητα είναι ένα αποτέλεσμα του πληθωρισμού, παρά αίτιο. Παρόμοια, οι επιχειρηματίες δεν είναι υπαίτιοι του πληθωρισμού. Οι αυξήσεις τιμών που προκαλούν είναι αποτέλεσμα η αντανάκλαση άλλων δυνάμεων.
Ο πληθωρισμός είναι πρωταρχικά ένα νομισματικό φαινόμενο, που προέρχεται από μια ταχύτερη αύξηση στην ποσότητα του χρήματος από ό,τι σ’ αυτό που παράγεται. ..Στις Η.Π.Α.. ..(αυτό συνέβη) για τρεις συσχετιζόμενους λόγους: πρώτον, λόγω ταχείας αύξησης στις κυβερνητικές δαπάνες· δεύτερον, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής πλήρους απασχόλησης – τρίτον, εξ αίτιας μιας λανθασμένης πολιτικής που ακολούθησε το Ομόσπονδο Αποθεματικό Σύστημα.
Η θεραπεία για τον πληθωρισμό είναι απλή να διατυπωθεί αλλά δύσκολη να επιτευχθεί. Όπως μια πλεονάζουσα αύξηση στην ποσότητα του χρήματος είναι η μία και μόνη σημαντική αίτια του πληθωρισμού, έτσι η μείωση του ποσοστού χρηματικής αύξησης είναι η μία και μόνη θεραπεία για τον πληθωρισμό.
2. Μονεταρισμός ή πολιτική
α) Κοινωνική πρόνοια: Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του παρόντος συστήματος προνοίας είναι ό,τι όχι μόνον υπονόμευα και καταστρέφει την οικογένεια, αλλά επίσης δηλητηριάζει τις πηγές της ιδιωτικής φιλανθρωπικής δραστηριότητας.
…Εξασθενεί την οικογένεια, μειώνει τα κίνητρα για δουλειά, αποταμίευση, ανανέωση εξοπλισμού· μειώνει τη συσσώρευση κεφαλαίου και περιορίζει την ελευθερία μας.
…Εάν δεν είχαν γίνει (τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας) πολλοί άνθρωποι που σήμερα εξαρτώνται από αυτά, θα είχαν γίνει αυτοδύναμα άτομα, αντί κηδεμονευόμενοι του κράτους.
…Δημόσια έξοδα γίνονται για πρωταρχικό όφελος της μεσαίας τάξης και χρηματοδοτούνται… κύρια από τους φτωχούς και τους πλούσιους.
…Πρέπει να συρρικνωθεί η κοινωνική ασφάλιση σταδιακά, ζητώντας από τον κόσμο να κάνα τις δικές του ρυθμίσεις για τη σύνταξη του.
β) Υγεία: Τι είναι περισσότερο απάνθρωπο; Να καταδικάζεις χιλιάδες ασθενών να περιμένουν χρόνια για… ιατρικές επεμβάσεις… η να μειώσεις το φορολογικό βάρος, που τώρα επιβάλλεται για να χρηματοδοτηθούν οι υγειονομικές παροχές, με σκοπό να επιτρέψεις στα άτομα να αγοράσουν τη δικιά τους υγειονομική περίθαλψη;
γ) Παιδεία: Τι είναι περισσότερο απάνθρωπο; Να φορολογείς τις εργατικές τάξεις… για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών μέσων και ανώτερων τάξεων…, η τα άτομα που επωφελούνται άμεσα από την ανώτερη εκπαίδευση να πρέπει να επωμισθούν τα έξοδα της;
δ) Εργασιακές σχέσεις: Τα οφέλη που κερδίζουν τα ισχυρά συνδικάτα για τα μέλη τους είναι πρωταρχικά εις βάρος άλλων εργατών.. ..Τα συνδικάτα αυξάνουν τους μισθούς… με την ικανότητα να κρατούν χαμηλά τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων εργασίας… με βία η με απειλή βίας. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων… είναι κατά μεγάλο μέρος αποτέλεσμα των νόμων για τα κατώτατα όρια μισθών.
Τα συνδικάτα κέρδισαν μερικές φορές ισχύ βοηθώντας επιχειρήσεις να συνεταιριστούν για να συμφωνήσουν τιμές, η να μοιρασθούν αγορές, δραστηριότητες που είναι παράνομες για επιχειρήσεις που υπόκεινται στη νομοθεσία ενάντια στα τραστ.
Ένας εργοδότης προστατεύεται απέναντι στην εκμετάλλευση από – τους υπαλλήλους του με την ύπαρξη άλλων εργατών, τους οποίους μπορεί να προσλάβει.
3. Καταγραφή μιας οικονομικής και πολιτικής ιδεολογίας
Ο Μονεταρισμός, τις θεωρητικές και πολιτικές εκφάνσεις του οποίου είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου του Μ. Friedman Free to choose,1 είναι μια συγκροτημένη, συνολική στάση απέναντι στη συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη διαρκούσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Είναι γνωστή ό,τι τα τελευταία χρόνια η εκδοχή αυτή της Πολιτικής Οικονομίας κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές μέσα στο αστικό μπλοκ και καταγράφεται ως η «δεξιά» απάντηση στην παρατεινόμενη οικονομική κρίση.
Στον πυρήνα αυτής της οικονομικής θεωρίας βρίσκονται ορισμένες βασικές θέσεις παραδοχές που αρθρώνονται γύρω από τα έξης σημεία2 ;
Ι) Η καπιταλιστική οικονομία διαθέτει μία φυσική τάση να ισορροπεί με πλήρη απασχόληση. Οι κρίσεις που κατά περιόδους εμφανίζονται στο προσκήνιο είναι στοιχεία εξωτερικά, παράγονται από εξωτερικές παρεμβάσεις που διαταράσσουν τον αυτορρυθμιζόμενο χαρακτήρα του συστήματος, τη λειτουργία του ελεύθερου συναγωνισμού.
2) Όπως κάθε ποσοστική θεωρία έτσι και ο μονεταρισμός απόδιδα στο χρήμα το χαρακτήρα της ουσιαστικά ανεξάρτητης μεταβλητής στις οικονομικές διαδικασίες. Διακυμάνσεις του χρηματικού όγκου έχουν ως αποτέλεσμα είτε αυξήσεις τιμών (και πληθωρισμό) στην περίπτωση (υπέρ) επεκτατικής χρηματικής πολιτικής είτε πτώση τιμών (και κραχ) όταν ακολουθείται (υπέρ) περιοριστική πολιτική.
3) Διαχειριστής του χρηματικού όγκου είναι το κράτος, δρα εδώ πρέπει να αναζητηθεί και το αίτιο των απορρυθμιστικών φαινομένων στον κρατικό παρεμβατισμό. Το κράτος, η κυβέρνηση, παραβιάζοντας τους Ιερούς νόμους της ελεύθερης αγοράς είναι καταδικασμένο να παρεμβαίνει πάντοτε εσφαλμένα, και στη λάθος στιγμή. Το κράτος με τις (περιοδικές) παρεμβάσεις του δημιουργεί τις (περιοδικές) κυκλικές κρίσεις.
4) Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι, το κράτος να επιβλέπει μόνο την ετήσια μικρή ποσοστιαία αύξηση του χρηματικού όγκου και να αφήνει τα υπόλοιπα στην επενέργεια των νόμων της αγοράς.
5) Το κεϋνσιανό κράτος κοινωνικής πρόνοιας πρέπει σταδιακά να αποσυντεθεί και όλες οι κοινωνικές παροχές να περιέλθουν στη δικαιοδοσία ελεύθερη επιλογή του ατόμου, από την παιδεία και την υγεία μέχρι τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τη σύνταξη.
Με αυτό το θεωρητικό πολιτικό οπλοστάσιο εμφανίζεται η μονεταριστική σχολή στο προσκήνιο μέσα στη δεκαετία του ’60 και καταλαμβάνει μια περιθωριακή θέση στη φάση της επεκτατικής παρεμβατικής κρατικής πολιτικής, που σημαδεύει τη μεταπολεμική αναπτυξιακή ευφορία. Με τις πρώτες όμως ενδείξεις για τη διαμόρφωση μιας νέας συγκυρίας και τα σημάδια της ύφεσης να διαφαίνονται στον ορίζοντα, ο μονεταρισμός, από εφεδρεία στο περιθώριο κάποιων ακαδημαϊκών κύκλων, περνάει στο στάδιο της πειραματικής εφαρμογής σε χώρες με καθεστώτα έκτακτης ανάγκης (Χιλή ’73). Σήμερα πια, δέκα χρόνια μετά, έχουμε «προ οφθαλμών» μια ριζική ανατροπή της κατάστασης, με τη γενικευμένη αποδοχή της μονεταριστικής άποψης για τη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής από τα βασικά καπιταλιστικά κράτη. Είμαστε όμως ταυτόχρονα μάρτυρες μιας διαδικασίας στην οποία, ακόμη και κυβερνήσεις με δεδηλωμένους κεϋνσιανούς προσανατολισμούς και σοσιαλδημοκρατική Έμπνευση, να αναγκάζονται να υιοθετήσουν στοιχεία περιοριστικής οικονομικής πολιτικής στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας, που η ρίζα τους εντοπίζεται εύκολα στις νεοφιλελεύθερες μονεταριστικές απόψεις.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο επίκεντρο μιας συγκυρίας όπου οι νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες κατακτούν όλο και περισσότερο Έδαφος ανάμεσα στους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας, και η παραδοσιακή κεϋνσιανή αντίληψη του παρεμβατικού κράτους κοινωνικής προνοίας υποχωρεί σταθερά. Εάν δεν αρκεσθούμε να καταχωρήσουμε αυτή την εξέλιξη σαν μια Ιστορική ιδιοτροπία, σαν μια απλή εναλλαγή πλαισίων κυβερνητικής πολιτικής, τότε θα πρέπει να αναλύσουμε, να εξηγήσουμε και να συνάγουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικοοικονομικής «τομής» ως εκφάνσεις της νέας συγκυρίας, ως συγκεκριμένη έκφραση των νόμων κίνησης του κεφαλαίου στις συνθήκες της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης, του «στασιμοπληθωρισμού».
4. Το «αντίπαλο δέος»: η Ιδεολογία της Αριστεράς.
Πως αντιδρά η Αριστερά σ’ αυτές τις ανακατατάξεις που καταγράφονται στη διεθνή συγκυρία; Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί κατά ενιαίο τρόπο, παρά το συνεκτικό στοιχείο που διαπερνά το σύνολο της Αριστεράς, δηλ. την αναφορά και στήριξη της σε κάποιου είδους «μαρξισμό». Η πλέον οφθαλμοφανής διαφοροποίηση στο εσωτερικό της, όσον άφορα τις οικονομικές εξελίξεις, αποτυπώνεται ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ των απόψεων των οργανωμένων φορέων και μεμονωμένων διανοουμένων του αριστερού και ιδιαίτερα του ανανεωτικού χώρου. Αλλά ας δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα.
Τα κόμματα της Αριστεράς συγκλίνουν σε ορισμένες διαπίστωσης που αφορούν το χαρακτήρα και την υφή της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης:
«Η γενική κρίση του καπιταλισμού οξύνεται παραπέρα και βαθαίνει συνεχώς» (θέσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ στο 10ο συνέδριο, 1978, σ. 3).
«…(ο καπιταλισμός) μπήκε στην παρακμή του στο στάδιο του Ιμπεριαλισμού και στη γενική του κρίση.» (Πρόγραμμα ΚΚΕεσ. 1976, σ. 13).
Ακόμη όμως δε διαφωνούν και στα προτεινόμενα μέτρα για τη διέξοδο από το φαύλο κύκλο πληθωρισμού και στασιμότητας, που βέβαια θεωρούνται και ως
πρώτο βήμα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό:
«Αύξηση της ισχύος του κρατικού φορέα και ο δημοκρατικός προσανατολισμός της δραστηριότητας του με τη σημαντική αύξηση και του ειδικού βάρους των δημοσίων επενδύσεων».3
«…Μια πολιτική που αυξάνει τη λαϊκή κατανάλωση με τόνωση της εσωτερικής αγοράς… με προστασία και τόνωση της εθνικής παραγωγής» (θέσεις της ΚΕ για το 11ο συνέδριο του ΚΚΕ, σ. 51, 52, 54).
«Στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης κατά κύριο λόγο στην εσωτερική συσσώρευση… Σε μια εθνική δημοκρατική οικονομική ανάπτυξη, το κράτος όφειλα να γίνει ο βασικός φορέας ανάπτυξης». (Πρόγραμμα ΚΚΕεσ., 1976, σ. 115).
Είναι αξιοσημείωτη στο σημείο αυτό και η σχετική σύγκλιση, με τον κρατικό λόγο, όπως αυτός εκφράζεται από τη σημερινή διαχείριση της κρατικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ:
«…Η Κυβέρνηση επιδίωξε να στηρίξει ένα επίπεδο εσωτερικής ζήτησης που να εξασφαλίζει σε πρώτη φάση την ανάσχεση της εσωτερικής κάμψης και σε συνέχεια τη σταδιακή ανάκαμψη… Ο ρόλος του κράτους δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη δημιουργία της αναγκαίας οικονομικής και κοινωνικής υποδομής. Πρέπει να επεκταθεί και σε επενδύσεις, σε άμεσα παραγωγικούς τομείς… Η Κυβέρνηση πάντως προχωρεί, ούτως η άλλως, στην υλοποίηση ορισμένων επενδυτικών προγραμμάτων που πιστεύουμε ό,τι θα προωθήσουν αποφασιστικά την εκβιομηχάνιση της χώρας…».4
Βεβαίως, η ιδεολογική αυτή σύγκλιση δε φθάνει μέχρι την ταύτιση και υπάρχουν πολλοί σημαντικοί λόγοι γι’ αυτό, που εκφράζονται ανάγλυφα στις αντιδράσεις αντιρρήσεις των κομμάτων της Αριστεράς σε σχέση με την κρατική οικονομική πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ, ως διαχειριστής του κρατικού λόγου, είναι αναγκασμένο από τα πράγματα να μιλάει με τη «γλώσσα» της συγκυρίας, να «προσγειώνει» τα (αριστερά) οράματα στη σκληρή και ανώμαλη επιφάνεια της (καπιταλιστικής) οικονομικής πραγματικότητας και των αναγκαιοτητών που αυτή επιτάσσει. Όσο και αν αυτή η διαδικασία συνοδεύεται απαραίτητα από τη σχετική φιλολογία περί «βούλησης», «συμβολαίων τιμής» κλπ., η «λογική» του κεφαλαίου είναι ισχυρότερη από τη λογική των «σοσιαλιστικών» προγραμμάτων. Η Αριστερά αντίθετα, διατηρεί μια εν γένει επαφή με τη συγκυρία που αποτυπώνεται στις κεϋνσιανού χαρακτήρα επικλήσεις για κρατικό παρεμβατισμό και τόνωση της ζήτησης, «απογειώνεται» όμως από το συγκεκριμένο έδαφος της τελευταίας οικονομικής κρίσης, η οποία θεωρούμενη συνήθως σαν έκφραση της διαρκούς κρίσης του καπιταλισμού, δεν είναι ανάγκη να ληφθεί συγκεκριμένα υπ’ όψιν. Όταν λέμε συγκεκριμένα, εννοούμε με τη μορφή θεωρίας και εκτίμησης για τη συγκεκριμένη οικονομική κρίση. Η στάση της Αριστεράς περιορίζεται στη διακήρυξη γενικών αρχών που παίρνουν τη μορφή ενός «αριστερού» κεϋνσιανισμού – είναι μια στάση θεατή απέναντι στη νέα θεωρητική και πολιτική συγκυρία.
5. Οι Αριστεροί Διανοούμενοι: Η «αντιστροφή» του Μονεταρισμού
Εάν η στάση της Αριστεράς των οργανωμένων σχημάτων είναι συμπαγής, σταθερή και χωρίς αποκλίσεις ανεξάρτητα από τη συγκυρία, υπάρχει ωστόσο μια μερίδα διανοουμένων, κυρίως του «ανανεωτικού» χώρου, που διαφοροποιούνται σημαντικά από την παραδοσιακή αριστερή οπτική και παρακολουθούν τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις εκ του σύνεγγυς. Στην πορεία αυτή οι αριστεροί διανοούμενοι συναντώνται με τη μονεταριστική θεωρία και πολιτική και είναι αναγκασμένοι, αν θέλουν να παραμείνουν «μέσα στα πράγματα», να δώσουν τη μάχη συγκεκριμένα, αντιμετωπίζοντας ένα προς ένα τα συμπτώματα του μονεταριστικού φαινόμενου με υπευθυνότητα, σαφήνεια και διαρκή αναφορά στη διαμορφούμενη συγκυρία.
Χαρακτηριστικό δείγμα της στάσης αυτής, που είναι απαλλαγμένη από τις Ιστορικές δεσμεύσεις και την πεπατημένη τροχιοδρόμηση της «παραδοσιακής» Αριστεράς, είναι ο τακτικός αρθρογράφος του Βήματος (αλλά και άλλων εντύπων που είτε άπλα αναφέρονται στο χώρο της Αριστεράς – Αντί – είτε επιδιώκουν επιπλέον την ανάδειξη, με τον τρόπο τους, των κενών στη θεωρία της Αριστεράς – Πολίτης) Μ. Παπαγιαννάκης.
Η περίπτωση Μ.Π. αναφέρεται ενδεικτικά για δυο λόγους: Πρώτο, γιατί η συχνότητα και ευρύτητα της παρουσίας του καθιστά την παρέμβαση του αισθητή και μη δυνάμενη να αγνοηθεί· και δεύτερο, γιατί οι απόψεις του, ιδιόμορφες, πρωτότυπες και συχνά καινοτόμες, αναδεικνύουν ζητήματα που η κρίση της Αριστεράς φέρνει στην επιφάνεια και στα όποια θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη συνέχεια. Είναι δε ενδεικτική και όχι απλή εξαίρεση διότι συμπυκνώνει απόψεις που αποσπασματικά διατυπώνονται και από άλλους αρθρογράφους της Αριστεράς, η εκφράζει ανοιχτά όσες μύχιες τάσεις και γνώμες αυτοί ενστερνίζονται και ποτέ δεν τόλμησαν να εξωτερικεύσουν.
Στο γενικό θεωρητικό του σχήμα θα βρούμε τη βασική διατύπωση, ό,τι η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι νομισματική: «Τα φαινόμενα των oποίων η σύνθεση έδωσε τη νομισματική κρίση… δεν είναι φαινόμενα παρά μόνο δευτερευόντως νομισματικά…(Η κρίση) πηγάζει από την πορεία διαδικασιών που συνιστούν τα θεμέλια της παραγωγικής διαδικασίας: Η κάμψη των κερδών παραπέμπει στο σχετικό κορεσμό των αγορών των προϊόντων πάνω στα όποια βασίσθηκε η μεταπολεμική ανάπτυξη των μεγάλων βιομηχανικών χωρών, αλλά κυρίως στην επιβράδυνση έως και τη στασιμότητα του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας.. ..στην οργανωμένη αντίσταση της εργατικής τάξης, στην αύξηση εκμετάλλευσης της εργασίας. Ήδη αυτοί οι παράγοντες οδηγούν στην προοδευτική αύξηση του κόστους και των τιμών. Εκεί όμως οδηγεί και η ανάπτυξη μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών μορφών στην οικονομία… οι οποίες… εμποδίζουν το πέρασμα κεφαλαίων από τον ένα κλάδο στον άλλο…» (Πολίτης 61, σ. 25).
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε είναι προφανές ό,τι το ξεπέρασμα της κρίσης δε θα έλθει με νομισματικές ρυθμίσεις, αλλά με «μια νέα οργάνωση και νέα ανάπτυξη του διεθνούς συστήματος που γνωρίσαμε ως τώρα κρυσταλλωμένο
γύρω από τις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες, και που ασφαλώς δεν θα είναι μια απλή επί το αυτό αναπαραγωγή του παρελθόντος» (Πολίτης 61, σ. 27).
Αυτές οι απόψεις θα έπρεπε να διατηρούν το χαρακτήρα γενικού θεωρητικού πλαισίου και να εμπνέουν τις συγκεκριμένες τοποθέτησης στην καθημερινά διαμορφούμενη και μετασχηματιζόμενη πολιτική και οικονομική συγκυρία. Και τέτοιες τοποθέτησης έχουμε αρκετές τον τελευταίο καιρό. Σταχυολογούμε θεματολογικά ορισμένες, που πιστεύουμε ό,τι αποδίδουν πιστά τις απόψεις και τις εκτιμήσεις του Μ.Π., αλλά και σκιαγραφούν τις βασικές τάσης του ρεύματος στο όποιο ανήκει.
Οικονομία και κράτος: Διαπιστώνεται κατ’ αρχήν μια αντίφαση ανάμεσα σε κράτος και οικονομία: «Αλήθεια είναι… ό,τι ορισμένα φορολογικά μέτρα του κράτους χτυπούν την πρώτη (σημ.: την Ιδιωτική πρωτοβουλία), ενώ δεν διαφαίνεται δυστυχώς εναλλακτική λύση με την υποκατάσταση άλλων φορέων στην επιθυμούμενη επενδυτική της δραστηριότητα. Και είναι αλήθεια ό,τι ο προϋπολογισμός παίρνει όλο και περισσότερους πόρους από την οικονομία για να τους χρησιμοποιήσει το κράτος για δικούς του σκοπούς… αφαιρώντας τους έτσι από την κατανάλωση και τις ενδεχόμενες επενδύσεις». (Πολίτης 49 σ. 16). Μπορεί δε να εκτιμήσει κανείς το βάρος αυτής της αντίφασης εάν αναλογισθεί ό,τι «(οι παραγωγικές επενδύσεις) είναι αυτές που μπορούν να καταπολεμήσουν μακροπρόθεσμα τον πληθωρισμό, προκαλώντας την αύξηση της προσφοράς» (Πολίτης 46 σ. 41) χωρίς να ξεχνά ταυτόχρονα «το ρόλο της κρατικής πολιτικής στη δημιουργία του ισοζυγίου ανάμεσα στη ροή χρήματος και εισοδημάτων και στη ροή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, που είναι η ουσία του πληθωρισμού και της αύξησης τιμών (τεράστιο έλλειμμα του πραγματικού προϋπολογισμού, ελλειμματική διαχείριση του δημόσιου τομέα κλπ.).» (Έψιλον, Φεβ. 1981, σ. 16).
Σταυρικό πρόβλημα λοιπόν στη σχέση κράτους – οικονομίας, το ζήτημα των δημόσιων οικονομικών (ελλείμματα, ισοζύγια κλπ.):5 «Η δε σταθεροποίηση η μικρή μείωση του ελλείμματος του (σημ.: του προϋπολογισμού) είναι ήδη μέτρα αρκετά σκληρά και επικίνδυνα βραχυχρόνια, απαραίτητο όμως κάποτε να επιβληθούν προοδευτικά πριν γίνει αναγκαίο να επιπέσουν σαν τσεκούρια και μάλιστα κάτω από τις ισχυρές πιέσεις ξένων η παράξενων ξυλοκόπων» (Πολίτης 49, σ. 15). «Δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς ό,τι αν δεν υπάρξει «εναλλακτική» διέξοδος από την κρίση των δημόσιων οικονομικών και των εξωτερικών οικονομικών ισορροπιών της χώρας, υπάρχει και ο, τόσο παρεξηγημένος εξάλλου, «μονεταρισμός» και οι θεωρητικοί της αποχαλινωμένης «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», ενάντια στον «ασφυκτικό» δημόσιο τομέα…» (Πολίτης 49, σ. 17).
Οι ελληνικές ιδιομορφίες: Πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών «τον διαρθρωτικά πληθωριστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, όπου το κόστος τείνει να θεωρείται δεδομένο και η επίτευξη των κερδών και της χρηματοδότησης με την αύξηση των τιμών αυτονόητη. Και αυτό δεν άφορα μόνο τη μονοπωλιακή δομή ορισμένων κλάδων αλλά και την κατοχύρωση, με μη οικονομικά μέσα, προνομίων, αποκλειστικοτήτων, «κεκτημένων» δικαιωμάτων κλπ. σε μεγάλη κλίμακα στην ελληνική κοινωνία» (Έψιλον Φεβ. ’81, σ. 16).
Πρέπει ακόμη να διαγνώσουμε το ρόλο ενός κράτους «πληθωρικού και αδύναμου»: «Ένα κράτος, εκπληκτικά αδύναμο, ως ανύπαρκτο σε ό,τι άφορα τις ρυθμιστικές και αναπτυξιακές του δραστηριότητες: τη ρύθμιση συγκοινωνίας… περιφερειακή ανάπτυξη… αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών… τήρηση της τάξης στα γήπεδα… καθαριότητα δρόμων… έλεγχο τιμών… (Το κράτος είναι) εντελώς αναξιόπιστο και περίπου απόλυτα αφερέγγυο. Είναι όμως πληθωρικό, ανακατεύεται σε όλα, συντηρεί στρατιές υπαλλήλων…» (Έψιλον Οκτ. ’81, σ. 9) «που οδηγεί αναπαυτικά από την παραγωγή έργου στην κατανάλωση των κονδυλίων» (Έψιλον Ιούν. ’82, σ. 15). «Πράγματι, στην Ελλάδα παρατηρείται ίνας αξιόλογος συνδυασμός που παντρεύει αύξηση μέσων με τη μείωση ποσότητας και καταβαράθρωση της ποιότητας των αποτελεσμάτων… Οι παρατεταμένες αργίες… Οδηγούν μαθηματικά στην παράλυση του δημόσιου τομέα.» (Βήμα 8.5.83).6
Διεθνής κρίση και ανάκαμψη: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ό,τι η βελτίωση της διεθνούς οικονομίας σημαίνει και θετικές επιπτώσεις στην ελληνική» (Βήμα, 20.3.83). Υπάρχει όμως και η «εγωιστική» πολιτική Ρήγκαν, ο «οικονομικός πόλεμος» των Η.Π.Α.: «Οι εξάψεις που προκαλεί η άνοδος της ισοτιμίας του δολαρίου στη διεθνή αγορά διαδέχεται η μία την άλλη σε σχεδόν τακτά χρονικά διαστήματα. Και η αιτία είναι πάντα η ίδια: η αμερικανική οικονομική πολιτική. Σ’ αυτό πια δεν διαφωνεί κανείς… Όταν ο γάλλος υπουργός Οικονομικών ρωτήθηκε για το τι είναι δυνατόν να γίνει απάντησε «περισσότερη λιτότητα, περισσότερη Ευρώπη». Και οι δυο κατευθύνσεις είναι ορθές». (Βήμα 7.8.83). Όμως η δεύτερη φαίνεται αμφίβολη: «Η ΕΟΚ δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένη για την επιδίωξη μιας τέτοιας ελάχιστης συναίνεσης… Εδώ η έλλειψη διεθνούς νομισματικού συστήματος έδρασε καταλυτικά…» (Βήμα 5.6.83) (αν και λόγω έλλειψης ισορροπίας στις διεθνείς συναλλαγές «σε κάποιο σημείο οι εχθροί της ιδέας για ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα έχουν επιφανειακά κάποιο δίκιο» (Βήμα 22.5.83). Άρα απομένει μόνο η λιτότητα: «Η ανάγκη της τελευταίας έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής σε αυξανόμενο αριθμό πολιτών από την αντικειμενική, κακή, πορεία της οικονομίας» (Βήμα 12.6.83). «Η μόνη κατεύθυνση που φαίνεται ανοιχτή στη βραχυπρόθεσμη οικονομική πολιτική είναι η πολιτική λιτότητας» (Βήμα 14.8.83) που συνίσταται σε «μείωση δαπανών δημόσιου τομέα,. ..κυρίως δαπάνες επενδύσεων… (και) δαπανηρές μεταρρυθμίσεις, περιορισμό της ζήτησης,. ..συγκράτηση των εισοδημάτων διαφόρων κατηγοριών και μεταξύ άλλων των μισθωτών, με κατάτμηση της καταβολής των ποσών της ΑΤΑ σε περισσότερες «δόσεις»,. ..αμφισβήτηση υπερωριών… επιδομάτων.. ..τέλος £να γενικότερο «νοικοκύρεμα» του δημοσίου τομέα» (Βήμα 7.8.83).
Γενική εκτίμηση: «Ίσως τώρα να ανοίγει μια νέα φάση οπού πολλές εκδοχές είναι δυνατές, μια από τις όποιες θα συνεπαγόταν τον παραμερισμό του κράτους… (με κόστος)… ανεργία, περικοπή αμοιβών, παροχών, επιδομάτων κλπ. «κεκτημένων δικαιωμάτων», οικονομική ύφεση… Το ό,τι κανείς σήμερα δεν επιθυμεί να θέσει το πρόβλημα… δεν απαλλάσσει τους νεοφιλελεύθερους από την ανάγκη να δηλώσουν… ποιος και πως θα πληρώσει τα σπασμένα… Αυτό δε σημαίνει ό,τι μπορεί να συνεχισθεί η σημερινή κατάσταση, της οποίας ορισμένα χαρακτηριστικά καταγγέλλουν οι νεοφιλελεύθεροι. Αντίθετα πρέπει να εφαρμοσθούν μέτρα αυστηρά και αντιδημοτικά που να σταθεροποιούν την οικονομία και να ανοίγουν τις δυνατότητες νέων επιλογών και νέας αναπτύξεως.» (Βήμα 10.7.83).
Το δράμα: «Κάποια όνειρα όμως δεν απαγορεύονται. Να μπορούσαν λέει οι νεοφιλελεύθεροι, μέσα στη σημερινή ορμή τους, να βοηθήσουν στο να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από τον αφόρητο κρατισμό που κυριαρχεί στην ιδιωτική μας ζωή, στα ήθη, στην πληροφόρηση, στην κουλτούρα, και σε τόσους άλλους χώρους, τι θαύμα θα ήταν κι αυτό» (Βήμα 10.7.83).
Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε αποδίδουν, έστω και με αποσπασματική μορφή, τις απόψεις, συστάσεις και ρητές προτάσεις του Μ.Π. για την κρίση και την έξοδο απ’ αυτήν. Προτού προχωρήσουμε στην αναζήτηση των θεωρητικών καταβολών που βρίσκονται στη ρίζα των απόψεων αυτών, ας επιχειρήσουμε μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση με όλα τα αναγκαία συμπαρομαρτούντα.
6. Αριστερός νεοφιλελευθερισμός: Επιστροφή στις ρίζες
Κατ’ αρχήν, να καταλήξουμε σε κάποιο σημείο αναφορικά με την κρίση. Αυτή σύμφωνα με τον Μ. Π. δεν είναι νομισματική, αλλά εντούτοις οφείλεται στον ακράτητο καλπασμό του δολαρίου. Δεν πρόκειται να ξεπερασθεί παρά μόνο με μια ριζική αναδιάρθρωση του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, αλλά παρ’ όλα αυτά η λιτότητα είναι φάρμακο για τη διέξοδο, έστω και βραχυπρόθεσμα. Η κρίση είναι εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και επακόλουθο του τύπου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε, με κινητήρια δύναμη την κρατική πολιτική. Η ανάκαμψη είναι αμφίβολη και αν υπάρχει είναι προς όφελος μόνο των Η.Π.Α., αλλά από την άλλη θα έχει θετικές επιπτώσεις στην ΕΟΚ και στην Ελλάδα.
Είναι προφανές ό,τι το γενικό θεωρητικό σχήμα είναι αντιφατικό αν όχι αλλοπρόσαλλο. Όμως σ’ αυτή την αντιφατικότητα διαφαίνεται μια κανονικότητα αξιοπρόσεκτη: Το «αριστερό» σκέλος των τοποθετήσεων άφορα σε κάποιες γενικές αρχές, σε υποτιθέμενες θεμελιακές «μαρξιστικές» διαπιστώσεις. Η άλλη όψη όμως, αναφέρεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της καθημερινής πραγματικότητας, και πολύ λίγο έχει να κάνει με τον όποιου είδους «μαρξισμό».
Διότι όπως και να το κάνουμε, μια διαφαινόμενη πολιτική περιορισμού της ζήτησης, συμπίεσης των αμοιβών και τόνωσης της προσφοράς μέσων επενδύσεων, που μάλιστα «καλόν θα ήτο» να απαλλαγούν από την κηδεμονία ενός πληθωρικού και αδύναμου κράτους, τροχιοδρομεί στην αναζήτηση καταβολών λιγότερο στον Μαρξ (ή έστω και στον Κέυνς), και περισσότερο στον Friedman και τον Hayek, στα οικονομικά της προσφοράς. Και τούτο μάλιστα σε πείσμα στοιχείων ακόμη και του ΟΟΣΑ, που καταδείχνουν ό,τι η σχετική ανάκαμψη στις ΗΠΑ δεν τροφοδοτεί επενδύσεις, αλλά οδηγεί σε χρήση πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού που υποαπασχολείται.7
Ακόμη η μήνις εναντίον του «αφερέγγυου» ελληνικού κράτους και η αποκάλυψη της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα που πολλές φορές υπερβάλλουν το ζήλο του κ. Μαρίνου, ο όποιος από «Οικονομικού» μας βομβαρδίζει από δεκαετιών περί της προκαπιταλιστικής δομής του κράτους στην Ελλάδα λίγο έχουν να κάνουν με αυτοδιαχειριστικά «σοσιαλιστικά» οράματα. Ο δρόμος θύμιζα πάλι τον αντικρατισμό της σχολής του Σικάγου.
Τέλος, για να σταματήσουμε μια πιθανή ατελείωτη αλυσίδα κριτικής «από τα μέσα», τα υψηλά επιτόκια δεν ορίζονται αυθαίρετα από την κυβέρνηση των Η.Π.Α., όπως όλες οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες και ο Μ. Π. διατείνονται. Δηλαδή δεν λείπει η διάθεση στα κράτη της ΕΟΚ να πείσουν την κυβέρνηση των Η.Π.Α. να αλλάξει πολιτική, για να σταματήσει η ροή κεφαλαίων προς την Αμερική και η μειωμένη ρευστότητα στην Ευρώπη. Άπλα τα περιθώρια ελιγμών της κυβερνητικής πολιτικής των Η.Π.Α. είναι λίγα. Όταν τα τεράστια ελλείμματα του δημόσιου τομέα καλύπτονται από την ελεύθερη κεφαλαιαγορά, αυτό δεν σημαίνει ουσιαστικά περιορισμό των διαθέσιμων (στην αγορά) κεφαλαίων, άρα και «ακριβότερο» χρήμα;8 Εάν ο Μ. Π. θεωρεί τα επιτόκια ανεξάρτητες μεταβλητές, δηλ. σε τελευταία ανάλυση το χρήμα και την τιμή του, τότε σε τι διαφέρει από τη γνωστή άποψη κάθε ποσοτικής θεωρίας και των σύγχρονων μονεταριστών;
Ας σταματήσουμε κατ’ αρχήν εδώ και ας συγκεντρώσουμε τις βασικές θέσεις από τα όσα παραθέσαμε:
1) Οι κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και ιδιαίτερα η τελευταία είναι κρίση που σε μεγάλο βαθμό παράγεται από το «υπερβολικά πολύ κράτος» μέσα στην οικονομία και τη μείωση της παραγωγικότητας που αυτή η κρατική παρέμβαση συνεισφέρει.
2) Η ρύθμιση από το κράτος της ροής χρήματος σε σχέση με εμπορεύματα και υπηρεσίες βρίσκεται στη ρίζα του πληθωρισμού.
3) Οι κρατικές δαπάνες και παροχές, πρέπει να μειωθούν και συνακόλουθα ο ρόλος του κράτους στην κοινωνία να συρρικνωθεί σε μια «λογική» κλίμακα.
4) Η όλη διαδικασία αυτή δεν άφορα μόνο τις οικονομικές σχέσεις αλλά εκτείνεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Στόχος είναι να απαλλάξουμε το άτομο από τον αφόρητο κρατισμό που το περιτριγυρίζει.
Η σύγκλιση των απόψεων αυτών με την ποσοτική θεωρία και την αντικρατική ιδεολογία των μονεταριστών είναι νομίζουμε αρκετά πρόδηλη.
Στην ουσία πρόκειται για νεοφιλελεύθερες απόψεις, που μόνο η ιστορική (και συμπτωματική;) σύζευξη τους με την Αριστερά αιτιολογεί τον αντιφατικό χαρακτηρισμό που τους αποδίδουμε: αριστερός νεοφιλελευθερισμός.
Είδαμε λοιπόν σε πρώτη προσέγγιση τις βασικές θέσεις του «αριστερού νεοφιλελευθερισμού» καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ερμηνευτικού του σχήματος. Τα ζητήματα που παραμένουν τώρα βέβαια ανοιχτά είναι: ουσιαστική αντιπαράθεση στη μονεταριστική ιδεολογία, και προσδιορισμός των δομικών στοιχείων που συγκροτούν το ιδιότυπο ρεύμα του «αριστερού νεοφιλελευθερισμού». Στο πρώτο σκέλος είναι αναγκαία μια σύντομη παρακαμπτήριος στη μαρξιστική κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Εδώ θα πρέπει να δειχθεί τι κρύβεται πίσω από τη φαινομενική αυτοδυναμία του χρήματος. Ακόμη, συνεκτιμώντας την αντικρατική ιδεολογία του μονεταρισμού, να ανιχνευθούν τα συγκυριακά εκείνα ζητήματα που επιτάσσουν τον περιορισμό της κρατικής «παρεμβατικότητας» ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της κεφαλαιακής κρίσης. Για το δεύτερο πρόβλημα απαραίτητη είναι η ανίχνευση του πυρήνα της νεοφιλελεύθερης μαρξολογίας και ο προσδιορισμός της βασικής όψης της αντίφασης. Αυτά τα δύο ζητήματα θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στη συνέχεια.
7. Το χρήμα: Μύθος και πραγματικότητα
Εάν πραγματικά λαβαίνουμε σοβαρά υπ’ όψη τη διαπίστωση ό,τι οι νομισματικές κρίσεις είναι έκφανση διαταραχών στη διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου που με τη σειρά τους ανάγονται στη σφαίρα της παραγωγής, τότε είναι απαραίτητο να αποδοθούν τα φαινόμενα αυτά με όρους της παραγωγικής διαδικασίας, ως αποτέλεσμα δηλ. των νόμων κίνησης του κεφαλαίου και της διαδικασίας κεφαλαιακής αξιοποίησης. Αυτή πρέπει να είναι η κατευθυντήρια γραμμή μιας μαρξιστικής προσέγγισης, που απαραίτητα θα πρέπει να συνυπολογίζει και τα προβλήματα που ανακύπτουν, όταν η κλίμακα διερεύνησης υπερβαίνει το εθνικό επίπεδο και εκτείνεται στην παγκόσμια αγορά, όταν δηλ. έχουμε να κάνουμε με παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και παγκόσμια νομισματική κρίση.9
Υπερβαίνει όμως τα πλαίσια του παρόντος σημειώματος να ασχοληθούμε με παρόμοιας έκτασης ζητήματα. Εκείνο που όμως από τα πράγματα είμαστε αναγκασμένοι να πραγματευθούμε, είναι το αστήρικτο της υπόθεσης για αυτοδυναμία του χρηματικού όγκου και δυνατότητα αποκλειστικά μέσω αυτού να επηρεασθούν οι οικονομικές διεργασίες, άποψη πυρήνα του μονεταρισμού, αλλά με ευμενή απήχηση και στους όψιμους αριστερούς νεοφιλελεύθερους.
Το χρήμα έχει διττή λειτουργία, ως μέτρο των αξιών και ως μέσο κυκλοφορίας. Ο Μαρξ θα μας πει επί τούτου: «…το χρήμα, σαν μέσο κυκλοφορίας, παραμένει διαρκώς στη σφαίρα της κυκλοφορίας και περιφέρεται διαρκώς μέσα σ’ αυτήν… Όταν λοιπόν ανεβαίνει η πέφτει το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων, πρέπει να ανεβαίνει η να πέφτει ανάλογα η μάζα του χρήματος που κυκλοφορεί. Είναι αλήθεια ό,τι η αλλαγή στη μάζα των μέσων κυκλοφορίας ξεπηδάει εδώ από το ίδιο το χρήμα, όχι όμως από τη λειτουργία του σαν μέσο κυκλοφορίας, μα από τη λειτουργία του σαν μέτρο αξίας. Πρώτα αλλάζει η τιμή των εμπορευμάτων αντίστροφα από την αλλαγή της αξίας του χρήματος, κι έπειτα αλλάζει η μάζα των μέσων κυκλοφορίας απευθείας ανάλογα με την αλλαγή της τιμής των εμπορευμάτων.»10
Η αντιστροφή των σχέσεων αυτών που πραγματοποιείται στα πλαίσια της Πολιτικής Οικονομίας, ό,τι δηλ. «…οι τιμές των εμπορευμάτων καθορίζονται από τη μάζα των μέσων κυκλοφορίας», «έχει. ..τις ρίζες της στην ανούσια υπόθεση, ό,τι τα εμπορεύματα μπαίνουν χωρίς τιμή και το χρήμα χωρίς αξία στο προτσές της κυκλοφορίας…»11 Αυτά όμως δεν ισχύουν μόνο για την απλή χρηματική κυκλοφορία: «…η μάζα του πραγματικού κυκλοφορούντος χρήματος, όταν προϋποτίθενται δοσμένες η ταχύτητα της κυκλοφορίας και η οικονομία σε πληρωμές, καθορίζεται από τις τιμές των εμπορευμάτων και από τη μάζα των συναλλαγών. Ο ίδιος νόμος ισχύει και για την κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων».12 Άρα και η δικαιοδοσία των κεντρικών κρατικών ρυθμίσεων της νομισματικής κυκλοφορίας είναι περιορισμένη: «…δεν είναι καθόλου στο χέρι των τραπεζών που εκδίδουν τραπεζογραμμάτια να αυξάνουν κατά βούληση τον αριθμό των τραπεζογραμματίων,, εφόσον τα τραπεζογραμμάτια αυτά είναι σε οποιαδήποτε στιγμή ανταλλάξιμα με χρυσό… Το ποσό των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων εξαρτιέται από τις ανάγκες των συναλλαγών και κάθε περιττό τραπεζογραμμάτιο επιστρέφει αμέσως σ’ αυτόν που το ξόδεψέ.13
Η υπαγωγή του κυκλοφοριακού μέσου στο πιστωτικό σύστημα επιφέρει βέβαια ορισμένες τροποποιήσεις και προσαρμογές, δεν αλλοιώνει όμως τον πυρήνα της λειτουργίας του: «…Το συνολικό ποσό των κυκλοφορούντων συναλλαγματικών καθορίζεται, όπως και των τραπεζογραμματίων, αποκλειστικά από τις ανάγκες του εμπορίου… Η έκταση στην οποία κυκλοφορούν οι συναλλαγματικές δεν ασκεί καμία επίδραση στην έκταση των τραπεζογραμματίων και επηρεάζεται από αυτή την τελευταία μόνο σε περίοδες χρηματικής στενότητας, όταν οι συναλλαγματικές αυξάνουν ποσοτικά και χειροτερεύουν ποιοτικά. Τέλος, τη στιγμή της κρίσης, σταματάει ολότελα η κυκλοφορία των συναλλαγματικών. Κανένας δεν χρειάζεται υποσχέσεις πληρωμής, γιατί ο καθένας χρειάζεται μόνο πληρωμές σε μετρητά».14
Έτσι φθάνουμε σε μια κρίση που σημαδεύεται από φοβερή ζήτηση για μέσα πληρωμής και απόλυτη αναξιοπιστία των συναλλαγματικών, της πίστης γενικότερα «…Από πρώτη ματιά όλη η κρίση παρουσιάζεται σαν πιστωτική κρίση και χρηματική κρίση. Και, πράγματι, πρόκειται μόνο για τη μετατρεψιμότητα των συναλλαγματικών σε χρήμα. Όμως αυτές οι συναλλαγματικές αντιπροσωπεύουν στο μεγαλύτερο τους μέρος πραγματικές αγορές και πουλήσεις, η επέκταση των οποίων σε σημείο που να ξεπερνά κατά πολύ την κοινωνική ανάγκη, βρίσκεται τελικά στη βάση όλης της κρίσης».15
Και τέλος, για το μύθο της αυτοδυναμίας του χρήματος και της λειτουργίας του στην κρίση ο Μαρξ θα μας πει: «…Η βάση όμως για το πιστωτικό χρήμα είναι δοσμένη, είναι η βάση του ίδιου του τρόπου παραγωγής. Μια υποτίμηση του πιστωτικού χρήματος θα συγκλόνιζε όλες τις υπάρχουσες σχέσεις. Γι αυτό θυσιάζεται η αξία των εμπορευμάτων για να εξασφαλιστεί η φανταστική και αυτοτελής ύπαρξη αυτής της αξίας στο χρήμα. Σαν χρηματική αξία είναι γενικά εξασφαλισμένη μόνο όσο είναι εξασφαλισμένο το χρήμα. Για να σωθούν μερικά εκατομμύρια σε χρήμα, πρέπει γι’ αυτό να θυσιαστούν πολλά εκατομμύρια σε εμπορεύματα. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και αποτελεί μια από τις ομορφιές της… Όσον καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται σαν η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος, και επομένως, σαν ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις, είτε στην όξυνση πραγματικών κρίσεων».16
Πως συνδυάζεται όμως ο μύθος για την αυτοδυναμία του χρήματος και το ρυθμιστικό του ρόλο, στην παραγωγική διαδικασία, με τις αντικρατικές εξάρσεις των μονεταριστών και νεοφιλελεύθερων αριστερών και την αναγωγή της κρατικής παρεμβατικότητας σε «αποχρώντα λόγο» της οικονομικής κακοδαιμονίας; Ας συνεχίσουμε την παρακαμπτήριο για να πάρουμε μια πρώτη προσεγγιστική απάντηση και στο δεύτερο αυτό ζήτημα.
8. Οι κρατικές παροχές: Ένα θεωρητικό πρόβλημα
Το δεύτερο σκέλος των μονεταριστικών θεωριών αφορά το ζήτημα των κρατικών δαπανών. Και μάλιστα όχι άπλα ξεκομμένο, αλλά οργανικά δεμένο με το ζήτημα της αντιμετώπισης της κρίσης. Συμπληρώνοντας το σκέλος περί δεσπόζουσας θέσης του χρήματος στις οικονομικές διεργασίες και αδυναμίας της κρατικής πολιτικής διαχείρισης του χρηματικού όγκου, γίνεται λόγος για τον πληθωριστικό χαρακτήρα της κρατικής παρεμβατικότητας, για την χαμηλή αποδοτικότητα του κρατικού τομέα και για την αντιπαραγωγική χροιά ουσιαστική και «ψυχολογική» των κρατικών δαπανών. Έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με ένα δεύτερο σκέλος της θεωρητικής αυτής συμπύκνωσης, που άφορα το ρόλο του κράτους στη συγκυρία, με πολιτικές προεκτάσεις, που έρχονται να στηρίξουν με αγαστή σύμπνοια οι ιαχές του αριστερού αντικρατισμού.
Έννοια κλειδί για τον σχηματισμό μιας αντίληψης περί αντιπαραγωγικού κρατικού τομέα είναι η έννοια της παραγωγικής εργασίας και η σχέση της με την αναπαραγωγή της – ανεπτυγμένης κεφαλαιακής σχέσης στο σύνολο της. Ο Μαρξ θα ορίσει την παραγωγική εργασία, ως την εργασία που άμεσα δημιουργεί υπεραξία, που αξιοποιεί το κεφάλαιο. Αυτός ο ορισμός άφορα την εργασία εν γένει, ανεξάρτητα από το υλικό της περιεχόμενο. Μπορεί όμως να γίνει και μια διάκριση αναφορικά με τις παραγόμενες αξίες χρήσης και τη σχέση αυτών των τελευταίων με την πραγματική διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτή η δεύτερη διάκριση είναι εντελώς άλλου χαρακτήρα, δεν άφορα την αφηρημένη εργασία, όπως πριν, αλλά τη συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης.
Από τη σκοπιά αύτη η εργασία χαρακτηρίζεται αναπαραγωγική η μη αναπαραγωγική. Ας δούμε το ζήτημα συγκεκριμένα: «Ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου προϊόντος, που καταναλίσκεται σαν εισόδημα και δεν υπεισέρχεται πλέον ως μέσον παραγωγής εκ νέου στην παραγωγή… δεν έχει αξία χρήσης για τη διαδικασία αναπαραγωγής… Αυτό το περιεχόμενο (τους) είναι εντελώς αδιάφορο για τον προσδιορισμό της παραγωγικής εργασίας… Αυτό το είδος παραγωγικής εργασίας παράγει αξίες χρήσης, αντικειμενοποιείται σε προϊόντα, που, προοριζόμενα μόνο για την μη παραγωγική κατανάλωση, δεν έχουν στην πραγματικότητα τους, ως αντικείμενα, καμία άξια χρήσης για τη διαδικασία αναπαραγωγής…»17
Η παράθεση αυτή εντοπίζει το θεωρητικό πρόβλημα και δίνει τις κατευθύνσεις για να αντιμετωπισθούν οι στρεβλώσεις και ο συσκοτισμός του που έγκειται σ’ αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «την επιδημία, να προσδιορίζεται η παραγωγική και μη παραγωγική εργασία από το υλικό της περιεχόμενο».18 Ο δρόμος όμως για τη σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος είναι μόνο ένας: Να αναγνωρίσει κανείς ό,τι ο χαρακτηρισμός παραγωγικός η μη παραγωγικός άφορα την αφηρημένη εργασία (παραγωγή καπιταλιστικού η απλού εμπορεύματος) και ο χαρακτηρισμός αναπαραγωγικός η μη αναπαραγωγικός άφορα το υλικό περιεχόμενο της εργασίας, δηλ. την συγκεκριμένη εργασία.19 Τα δύο σύνολα αυτά δεν αντιστοιχούν ένα προς ένα. Είναι δυνατοί όλοι οι μεταξύ τους πιθανοί συνδυασμοί. Γι αυτό και «μπορεί μια μη αναπαραγωγική αξία χρήσης να είναι καπιταλιστικό εμπόρευμα, δηλ. ένα εμπόρευμα που για την παραγωγή του χρησιμοποιήθηκε παραγωγική εργασία και μια αναπαραγωγική αξία χρήσης απλό, δηλ. ένα εμπόρευμα που για την παραγωγή του χρησιμοποιήθηκε μη παραγωγική εργασία, η ακόμη, να μην είναι εμπόρευμα καθόλου».20
Σε ποιο σημείο όμως το θεωρητικό αυτό πρόβλημα υπεισέρχεται στη διερεύνηση της «παραγωγικότητας» του κρατικού παρεμβατισμού; Οι κρατικές δαπάνες αφορούν αξίες χρήσης αναπαραγωγικές αλλά και μη αναπαραγωγικές. Οι τελευταίες δεν είναι άχρηστες, αλλά απόλυτα αναγκαίες: «Οι κρατικές δαπάνες για μη αναπαραγωγικές αξίες χρήσης, είναι μέσα για πολιτική, δικαιακή, διοικητική, πολιτιστική, ιδεολογική και φυσικά και αστυνομική και στρατιωτική εξασφάλιση της αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης από το καπιταλιστικό κράτος, και ανήκουν συνακόλουθα στις αναγκαίες προϋποθέσεις της αναπαραγωγής του συνολικού συστήματος… είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα του συνολικού συστήματος».21 Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο λόγος που επιτάσσει και διογκώνει αυτόν τον κρατικό παρεμβατισμό και επιφέρει και μια άλλη τροποποίηση: «Η αναπαραγωγή του, στο επίπεδο της πραγματοποίησης καθώς και στο γενικό κοινωνικό επίπεδο (πολιτικό, δικαιακό, διοικητικό κλπ.), απαιτεί ένα διαρκές ανέβασμα των μη αναπαραγωγικών δαπανών.»22 Με τη ακόλουθη συνέπεια: «Η εξάπλωση του μη αναπαραγωγικού τομέα σε βάρος του αναπαραγωγικού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή του αναπαραγωγικού τομέα και μαζί τη βάση για την αναπαραγωγή του συνολικού συστήματος».23
Η δυνατότητα αυτή για αποσταθεροποίηση δεν συμβαίνει όταν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται διαρκώς, όταν δεν επηρεάζεται η υπεραξία, που καρπώνεται το μεμονωμένο κεφάλαιο, η αντίστοιχα το ποσοστό κέρδους. Όμως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οπού παρατηρείται πλεόνασμα αχρησιμοποίητου παραγωγικού δυναμικού και αδυναμία πραγματοποίησης της υπεραξίας, αυτή η δυνατότητα αποσταθεροποίησης της αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης, λόγω της σχετικής διόγκωσης του μη αναπαραγωγικού (κυρίως κρατικού) τομέα, τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Στην περίπτωση αύτη πληθαίνουν οι διαμαρτυρίες για τη μη αποδοτικότητα του κρατικού τομέα, για τον ασφυκτικό έλεγχο που εξασκεί στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» απομυζώντας απ’ αυτήν το «νόμιμο κέρδος» κλπ. Τέλος, αυτό που από παντού διαπιστώνεται σαν χίμαιρα είναι η πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας, που μπορεί να μην είναι άλλο από την ανεπαρκή αύξηση της σε αναλογία αντίστοιχη με την αύξηση των κρατικών δαπανών και των δαπανών για μη αναπαραγωγικές αξίες χρήσης.
Είναι τώρα προφανές, ό,τι όλες οι επικλήσεις της Πολιτικής Οικονομίας για περισσότερη ελευθερία, λιγότερο κρατικό μονοπώλιο και κρατικό παρεμβατισμό και τοποθέτηση των ελπίδων στις «υγιείς δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς», δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεολογική έκφραση μιας κρίσης αναπαραγωγής της ανεπτυγμένης κεφαλαιακής σχέσης που συναρτάται με τη διεύρυνση του τομέα μη αναπαραγωγικής (παραγωγικής η μη) εργασίας και των συσχετιζόμενων κρατικών δαπανών. Είναι έκφραση της αντίφασης ανάμεσα στην αναγκαιότητα για την κρατική ανάληψη πρωτοβουλιών στην πολύπλοκη διαδικασία αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και τον κίνδυνο που ελλοχεύει από την υπέρμετρη «διόγκωση» τέτοιων αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες κρίσης υπερσυσσώρευσης. Είναι λοιπόν φαινόμενο όχι μόνιμο, δηλ. δεν άφορα μόνιμες κρατικές λειτουργίες, όχι ελληνικό, δεν είναι συνάδουσα έκφανση καθυστέρησης η «περιφερειακής» δομής, είναι φαινόμενο συγκυριακό, συνδέεται δηλ. με τη διαπλοκή της κρίσης υπερσυσσώρευσης με τη διόγκωση των μη αναπαραγωγικών δαπανών, που εκφαίνεται ως κρίση αναπαραγωγής.
Γίνεται λοιπόν φανερό γιατί οι μονεταριστές αποκτούν στη σημερινή συγκυρία τόση εμβέλεια με τις αντικρατικές απόψεις τους και το απλό θεωρητικό τους σχήμα για τη δεσπόζουσα θέση του χρήματος στις οικονομικές διαδικασίες.
Όταν το χρήμα ενέχει ρόλο ρυθμιστή, το κράτος δεν έχει παρά να υπαχθεί στην κανονιστική λειτουργία, να «συρρικνωθεί» σε κλίμακα υποτονική. Συμβάλλει όμως και ένα άλλο γεγονός: Όταν οι κεϋνσιανοί κάθε απόχρωσης, σήμερα ιδιαίτερα, προπαγανδίζουν τη δυνατότητα του κρατικού παρεμβατισμού με τη μορφή του Κράτους Υποκείμενου των οικονομικών διεργασιών (επενδύσεις, έργα υποδομής κλπ.) ανεξάρτητα από τη συγκυρία, τότε έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με την αντικειμενική πραγματικότητα (και τη μαρξιστική διάγνωση της), ό,τι η ανεξάρτητη μεταβλητή δεν είναι η «κρατική χείρα» αλλά οι νόμοι κίνησης του κεφαλαίου. Όταν οι κρατικές πρωτοβουλίες δεν εναρμονίζονται, διαδραματίζοντας έστω ένα εκ των υστέρων διορθωτικό ρόλο, με τη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, τότε η τύχη αυτών των ενεργειών είναι προδιαγραμμένη: Ανάσχεση και αντιστροφή. Οι νεοφιλελεύθεροι μονεταριστές, όντας στα χνάρια της κίνησης του κεφαλαίου, δεν κάνουν άλλο από το να μεταφέρουν τα μηνύματα των καιρών. Κάθε «έξωθεν» παραφωνία αναδεικνύει την υπεροχή του μοντέλου τους, της καπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση.
Τι γίνεται όμως με τους ιεροκήρυκες της «άλλης λύσης», που πρόσφατα φαίνεται να ανακάλυψαν την αδήριτη αναγκαιότητα υπαγωγής στη λογική της κεφαλαιακής σχέσης; Ποια κίνητρα τους ώθησαν σε έναv αριστερό νεοφιλελευθερισμό, σε μια αναβίωση με αριστερό μανδύα ενός Adam Smith στις καλύτερες μέρες του; Η μάλλον, ποιες είναι οι θεωρητικές παράμετροι στη στάση τους και ποιο το δεσπόζον στοιχείο στην αντιφατικότητα τους; Τα ζητήματα αυτά θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε στη συνέχεια κλείνοντας το σημείωμα αυτό για την περίεργη σύζευξη αριστερής διανόησης και νεοφιλελεύθερων μονεταριστών.
9. Αριστερός Νεοφιλελευθερισμός: Οι ρίζες της σύμπτωσης
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο μονεταρισμός ως οικονομική θεωρία, και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, είναι θεωρητικές εκφράσεις της εκδοχής της Πολιτικής Οικονομίας που η σημερινή συγκυρία υπαγορεύει όπως ακριβώς σε άλλες ιστορικές περιόδους αντίστοιχα αναδύθηκε ο κεϋνσιανισμός. Έχοντας λοιπόν υπ’ όψη ό,τι η Αριστερά, στην προσπάθεια της να «διευρύνει» το αστικό κράτος κοινωνικής προνοίας ελάχιστα διαφοροποιήθηκε από τον κεϋνσιανισμό, συρρικνώνοντας τον «μαρξισμό» της σε μια αριστερή κεϋνσιακή Ιδεολογία, είναι προφανές ό,τι η Αριστερά στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι ολότελα «εκτός φάσης» και λειτουργεί, πέρα από τις προθέσεις της, ως ο «αριστερός» υπερβατικός λόγος, που αναδεικνύει το ρεαλιστικό, πραγματώσιμο και βιώσιμο της κυρίαρχης αστικής πολιτικής. Όταν η «διέξοδος από την κρίση» αποτυπώνεται σε μια εξωσυγκυριακή καμπάνια παρωχημένων (κεϋνσιανών) αρχών και αξιών και έχει αφήσει κάπου στη διαδρομή την επαναστατική προοπτική, τότε η καπιταλιστική διέξοδος από την κρίση με τη συσκευασία της πολυθρύλητης ανάκαμψης και της αναμενόμενης ανοδικής πορείας των οικονομικών δεικτών αποκτά την εγκυρότητα του ενός και μοναδικού μοντέλου.
Οι αριστεροί διανοούμενοι, όπως είδαμε εστιάζοντας παραδειγματικά στον Μ. Π., διαφοροποιούνται από τη στάση αυτή των κομματικών σχηματισμών και παράγουν νέες δικές τους θέσεις, θεωρητικές και πολιτικές στάσεις, που όμως ούτε τόσο νέες ούτε τόσο δικές τους είναι, και, το σημαντικότερο, είναι απαλλαγμένες από τις όποιες ιστορικές δεσμεύσεις της Αριστεράς αναφορικά με τον μαρξισμό. Αυτό το αριστερό νεοφιλελεύθερο ρεύμα έχει όμως και στοιχεία σύμπτωσης με την εν γένει ιδεολογία της Αριστεράς, που καταγράφουμε στη συνέχεια.
Κοινή και στις δυο απόψεις είναι η ανάλυση των οικονομικών διεργασιών με βάση προκατασκευασμένα σχήματα και η απουσία βασικών μαρξιστικών εννοιών της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Παραδειγματικά αναφέρουμε τη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού της Αριστεράς και τον καταστροφισμό των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα και της πληθωριστικής κρατικής λειτουργίας του αριστερού νεοφιλελευθερισμού. Κοινή και στις δύο θεωρήσεις είναι η απουσία της Εννοίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, του συναγωνισμού, των νόμων κίνησης του κεφαλαίου, έννοιες που επιτρέπουν να συναχθούν τα επί μέρους φαινόμενα, που οι απόψεις αυτές μορφολογικά μόνο προσεγγίζουν, ως συναρτώμενα μεγέθη παράγωγα της κεφαλαιακής σχέσης. Ενδεικτικά ακόμη θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ομόφωνη αποδοχή της ανάγκης για αύξηση της. Και στις δυο αναλύσεις κοινή είναι η συναγωγή της ανάγκης για αύξηση της παραγωγικότητας από την υποχρέωση να καλυφθούν οι αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες και να διατηρηθεί η ευημερία, με μόνο περιορισμό βέβαια από πλευράς Αριστεράς, να μη γίνει τούτο αφορμή για αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Η εσωτερική διάρθρωση της παραγωγής αιτιολογείται λοιπόν στη σφαίρα της κυκλοφορίας και κατανάλωσης, είναι ζήτημα κοινωνικών αναγκών. Μένει βέβαια ανεκπλήρωτη η βασική θέση της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, ό,τι το δεσπόζον στοιχείο στις οικονομικές διεργασίες είναι η σφαίρα της παραγωγής, και η ανάγκη τα όποια φαινόμενα να συναχθούν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας υπαγορεύεται από τη διαδικασία κεφαλαιακής υπεραξίωσης, και η δημιουργία κοινωνικής ζήτησης συνδέεται με τη διαδικασία πραγματοποίησης της παραχθείσας αξίας, εδώ η σχέση αντιστρέφεται μετατρέποντας το αίτιο σε αιτιατό.
Ας προσπαθήσουμε τώρα στη συνέχεια να ολοκληρώσουμε τον προσδιορισμό του ρεύματος των νεοφιλελεύθερων αριστερών αντιστοιχώντας το με τη μονεταριστική ιδεολογία, θα περιμέναμε ό,τι το θεωρητικό ζήτημα των αίτιων της καπιταλιστικής κρίσης θα ήταν κομβικό στη διαφωνία απόσταση μεταξύ των δύο αυτών ρευμάτων. Όμως η ανυπαρξία κρίσης χωρίς «έξωθεν» επεμβάσεις στην «ελεύθερη οικονομία» και η αυτόματη ισορροποιητική τάση του καπιταλιστικού συστήματος, η άποψη των μονεταριστών, δεν φαίνεται να έρχεται σε τόσο κατάφωρη αντίθεση με την άποψη του Μ. Π. και των ομοϊδεατών του για κρατική υπαιτιότητα του πληθωρισμού, το ρόλο των ελλειμμάτων στη διαμόρφωση της κρίσης και την κρίση σαν αποτέλεσμα κυβερνητικών χειρισμών, όταν η παραδοσιακή αριστερή άποψη κρατάει έστω και στην εκχυδαϊσμένη μορφή της «διαρκούς και γενικής κρίσης του καπιταλισμού που βαθαίνει», κάποια προσχηματική επαφή με τη δομική υφή των καπιταλιστικών κρίσεων.
Αλλά και στη νομισματική πολιτική οι διαφορές, αν υπάρχουν, περιορίζονται στο ελάχιστο, και αφορούν το μέγεθος του χρηματικού όγκου και την καλύτερη δυνατή διαχείριση του, την «πολιτική ελλειμμάτων» που πρέπει να χαραχθεί – αν δηλ. πρέπει να είναι 3% του ΑΕΠ (Γαλλία) η 6,8% (ΗΠΑ) κλπ, – και το αν είναι κοινωνικά ανεκτό να περιορισθεί η ζήτηση στο α η στο β επίπεδο, η περιοριστική πολιτική να είναι α η β έκτασης: Πρόκειται δηλ. για διαφορές εσωτερικές. Διαφορές σε μια συζήτηση όπου οι συμμετέχοντες έχουν αποδεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
Τέλος αν προχωρήσουμε και στο ζήτημα του κράτους, η διαπιστώνει κανείς ό,τι υπάρχει «πλήρης ταυτότης απόψεων». Το κράτος Λεβιάθαν, η καταπίεση της δημιουργικής πρωτοβουλίας του ατόμου, οι αντιπαραγωγικοί υπάλληλοι, η αφερεγγυότητα, ο πληθωρισμός κόστους και άχρηστων υπηρεσιών και σειρά άλλων ζητημάτων που στα αποσπάσματα που παραθέσαμε έγιναν νομίζουμε εμφανή. Στα ζητήματα του κράτους είναι εμφανές και ένα άλλο στοιχείο σύμπτωσης των δύο απόψεων που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εάν στα οικονομικά μεγέθη η επίφαση της όποιας επιστημονικότητας επιτάσσει την έστω και εκλεκτικιστική παράθεση στοιχείων, που να τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα, στο ζήτημα του κράτους και των κρατικών δαπανών και υπηρεσιών η προσφυγή στις πλέον κοινότυπες εμμονές ιδέες και στο αυταπόδεικτο της ιδεολογίας του «κοινού νου» γίνεται φυσική ανάγκη. Εδώ ο Μ. Π. επιστρατεύει εκείνα τα επιχειρήματα, που δημιουργούν τους απαραίτητους συνειρμούς με όλα τα λανθάνοντα ασυνείδητα άγχη και νευρώσεις του αναγνώστη του: Το κράτος πατέρας στην αποτροπιαστική, απορριπτική μορφή του, το κράτος «βροντόσαυρος». Και μάλιστα στο αναγκαίο ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής υπανάπτυξης, ίσως αφήνοντας ανοικτή τη δυνατότητα για την ταύτιση με την εκσυγχρονισμένη μορφή του στο μέλλον. Ενώ ο Friedman θα αποφανθεί υπεριστορικά για την αναγκαιότητα μόνιμης απόρριψης: Το κράτος είναι πάντα ο κακός πατέρας.
Νομίζουμε ό,τι θα έπρεπε να σταματήσουμε εδώ. Γιατί η αλληλοσυσχέτιση των τάσεων που συνοπτικά, και ενδεικτικά περισσότερο, επιχειρήσαμε αναδεικνύει τα στοιχεία που χρειαζόμαστε για να εντοπίσουμε τη βασική όψη της αντίφασης. Δεν μένει παρά να το διατυπώσουμε συνάγοντας το ευθέως από όσα προηγήθηκαν.
Κεντρικό στοιχείο, βασική όψη της αντίφασης είναι η άποψη για το κράτος. Για να ακριβολογούμε η απουσία θεωρίας για το κράτος, το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος, είναι το στοιχείο εκείνο γύρω από το όποιο συναρθρώνονται όλες οι αντιθετικές απόψεις, η αντιφατική στάση του Μ. Π. απέναντι στα ζητήματα. που πραγματευθήκαμε. Η απουσία θεωρίας για το κράτος δεν είναι συμπτωματική κατάσταση, είναι μια ιστορική και πολιτική συνέπεια. Είναι συνέπεια μιας εγκατάλειψης και μιας υποκατάστασης: Η Αριστερά παραιτείται ουσιαστικά από το καθήκον να αντιμετωπίσει το κράτος σαν συμπύκνωση της κεφαλαιακής σχέσης, ως συλλογικό κεφαλαιοκράτη. Αντί γι’ αυτό υιοθετεί τις έξης εναλλακτικές λύσεις: το κράτος εργαλείο της αστικής τάξης, στην παραδοσιακή εκδοχή, το κράτος εργαλείο της κυβερνώσας μερίδας, που συνεχώς διαβρώνεται εκ των έσω, στην ανανεωτική εκδοχή.
Ο Μ. Π. ενταγμένος ιστορικά στο ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς, επεξεργάζεται και προχωράει την αντίληψη αυτή στα άκρα της: Υιοθετώντας τη διάκριση κράτους και κοινωνίας και θεωρώντας το κράτος όχι σαν έκφραση του συνολικού κεφαλαιοκράτη αλλά σαν εργαλείο που μπορεί να το χειρισθεί κανείς κατά περίπτωση, βλέπει σ’ αυτό ένα μηχανισμό ο όποιος ανάλογα με το κυβερνητικό προσωπικό μπορεί να λειτουργεί στη μια η στην άλλη κατεύθυνση, παρεμβατικά η μη, ανεξάρτητα από τη συγκυρία, αρκεί να εμφανίζεται ισχυρή η αντίστοιχη πολιτική βούληση. Και επειδή η βάση για κάθε κοινωνικό σχηματισμό είναι η οικονομία και επειδή ακόμη, η οικονομία ασφυκτιά λόγω κρίσης και λόγω φύσει «αντιπαραγωγικού» (διαβ. μη αναπαραγωγικού) χαρακτήρα των κρατικών πρωτοβουλιών, γι’ αυτό πρέπει και το κράτος να αποτραβηχτεί από τη μέχρι τώρα δεσπόζουσα θέση του.
Από τη στιγμή λοιπόν που το ζήτημα του κράτους λύνεται με την ανάδυση του ιδεολογήματος Κράτος Υποκείμενο, και αποκόβεται από τις όποιες μαρξιστικές προσπάθειες προσέγγισης στο ζήτημα, ο δρόμος είναι ανοιχτός για την υπέρβαση ακόμη και των ιστορικών δεσμεύσεων του χώρου που αποτελεί τη θεωρητική αφετηρία του Μ. Π. Απέναντι σε ένα Κράτος Υποκείμενο, μια βουλισιαρχική οντότητα, που προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα της κυρίαρχης Ιδεολογίας, οι στάσεις που μπορεί να έχει κανείς είναι είτε της πλήρους αποδοχής και ταύτισης είτε της απόρριψης. Είναι στάσεις ασυνείδητες, ατομικές, όσο και αν επιχειρείται να εμφανισθούν ως συνειδητές έλλογες επεξεργασίες αντικειμενικών δεδομένων. Τις επιβάλλουν οι διακυμάνσεις της πορείας της καπιταλιστικής οικονομίας που συμπυκνώνονται στις δοξασίες που κάθε φορά η Πολιτική Οικονομία πρεσβεύει ως ερμηνευτικό σχήμα της πραγματικότητας.
Έτσι λοιπόν το κενό στη θεωρία δεν λειτουργεί άπλα ως μια τοπική αδυναμία κάλυψης συγκεκριμένων θεωρητικών αναγκών, ως άγραφη σελίδα στο βιβλίο της γνώσης. Το κενό καλύπτεται αμέσως από αντίστοιχα θεωρητικά συστήματα, που από τη θέση αυτή υπονομεύουν το συνολικό πλέγμα της αρχικής θεωρητικής συγκρότησης και τείνουν να την υποκαταστήσουν με νέα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Μ. Π. η εγκατάλειψη της όποιας μαρξιστικής αφετηρίας, η κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας στην ανάλυση των δεδομένων της αστικής κοινωνίας, επιτρέπει στη «φιλοσοφία της ελευθερίας» να συμπληρώσει το κενό και οδηγεί την αυθόρμητη φιλοσοφία του σε διαισθητικές επισημάνσεις για το ρόλο του Κράτους και την πορεία της «οικονομίας» που ηγεμονεύονται από τα κυρίαρχα ρεύματα της Πολιτικής Οικονομίας.
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί και μια τελευταία παρατήρηση όσον άφορα τις θεωρητικές και πολιτικές προεκτάσεις των αριστερών νεοφιλελεύθερων απόψεων. Όταν η λειτουργία του Κράτους δεν συλλαμβάνεται ως ιδεολογία, καταστολή και δημιουργία των γενικών υλικών όρων τις καπιταλιστικής παραγωγής, κεντρική σημασία αποκτά στο ρεύμα αυτό ο λεγόμενος οικονομικός ρόλος του κράτους, που μάλιστα παίρνει τη μορφή ενός διακριτού οικονομικού μηχανισμού. Εμφανίζεται λοιπόν ένας διακριτός οικονομικός μηχανισμός ανεξάρτητος από την «ιδιωτική πρωτοβουλία», που είναι αντιπαραγωγικός και αφερέγγυος γιατί δεν υπάγεται στις «υγιείς δυνάμεις» της αγοράς. Έχουμε εδώ μια πρωτότυπη αναπαραγωγή του σχήματος του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ), στην εκδοχή του κρατικού μονοπωλίου, ενός σχηματισμού που δεν υπάγεται στους νόμους της αγοράς, παρ’ ό,τι λειτουργεί μέσα σ’ αυτήν, και που με εξωοικονομική νομιμοποίηση δημιουργεί τις προϋποθέσεις απορρύθμισης της οικονομίας. Όπως ακριβώς τα μονοπώλια στο ΚΜΚ με την εξωοικονομική ισχύ τους οδηγούν σε αφανισμό το μικρό και μεσαίο κεφάλαιο. Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς, σε συνειρμικό παραλληλισμό με την «αντιμονοπωλιακή συμμαχία» του ΚΜΚ, αν αυτή η θέση £χει ως συνέπεια τη συμμαχία της παραγωγικής «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» ενάντια στον κρατικό μονοπωλιακό αντιπαραγωγισμό. Προς το παρόν αυτό παραμένει ένα ανοιχτό πολιτικό ζήτημα!
Είδαμε λοιπόν πως η κρίση της Αριστεράς και η εγκατάλειψη της προσπάθειας για προχώρημα της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος, έχει πολύ αισθητά υλικά αποτελέσματα, εμφανή στους διανοούμενους του νεωτεριστικού τμήματος της Αριστεράς. Η μερίδα αυτή των διανοουμένων έχοντας σαν βασικό στοιχείο του λόγου που αρθρώνει την τεχνοκρατική ιδεολογία και οντάς σε αποκλίνουσα πορεία από τις οποίες μαρξιστικές προσεγγίσεις, αντιμετωπίζει την συγκυρία μέσα από την αναφορά της στο κράτος, κεντρικό και καθόλου «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου», μέσα από τις κλασικές ασυνείδητες λειτουργίες της ταύτισης η και απόρριψης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο πυρήνας, οι «ρίζες της σύμπτωσης» που παράγουν την ιδιότυπη αυτή σύζευξη αριστερού παραδοσιακού λόγου και των κάθε λογής νεοφιλελεύθερων, μονεταριστικών αποχρώσεων της Πολιτικής Οικονομίας. Η ανάλυση της συγκυρίας με τα θεωρητικά όπλα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας υποκαθίσταται από τη χειραγώγηση από τις εμπειρικές προφάνειες των εξελίξεων στο εξωτερικό περίβλημα των συγκυριακών μετασχηματισμών. Η διερεύνηση του ρόλου του κράτους αντιστρέφεται σε «έγκυρη» συνομιλία συνδιαλλαγή με ένα Κράτος Υποκείμενο, που τώρα μεν υφίσταται τη διαδικασία απόρριψης (πληθωρικό και αδύναμο, αφερέγγυο, ασφυκτικό κλπ.), αλλά που στο μέλλον μπορεί να γίνει αντικείμενο ταύτισης όταν και όποτε η συγκυρία το επιτρέψει. Η Αριστερά όμως σήμερα για να «πατήσει στα πόδια της» δεν έχει ανάγκη από διαισθητικές και ασυνείδητες προσεγγίσεις σε επιφαινόμενα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, αλλά από επιστημονικές (δηλ. μαρξιστικές) προσεγγίσεις στα ζητήματα αυτά που θα αντιπαλεύουν και θα συγκρούονται με τις προηγούμενες. Αλλιώς η κραυγή «Επιτέλους η κρίση του Μαρξισμού ξέσπασέ (Althusser) θα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα ψιθυριστό επικήδειο.
Υποσημειώσεις
1. Μ. Friedman and R. Friedman, Free to choose, Penguin 1980.
2. Βλ. και Ο. Ε. Dombrowsky, Zur Kritik bürgerlicher Inflationstheorien, Prokla 1718 καθώς και Der neue Monetarisme, Hrsg. P. Kalmbach, Nymphenburger Verlag, München 1973.
3. Γρ. Φαράκου, Προβλήματα οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας, Αθήνα, 1978.
4. Από το λόγο του Α. Παπανδρέου στη Δ.Ε.Θ., 10.9.83.
5. Μια παρόμοια «ρεαλιστική και ουσιαστική ανάλυση της σημερινής οικονομικής κατάστασης» (Οικον. Ταχ.) γίνεται και από τον «πολύ μελετημένο και γεμάτο αίσθημα επιστημονικής ευθύνης» (Ο.Τ.) Χ. Λαζαρίδη (Αυγή, 8.8.82). Εδώ διαβάζουμε: «Αν η Κυβέρνηση αγνόησα την άσχημη δημοσιονομική κατάσταση και επιχειρήσει μια μακροχρόνια επενδυτική προσπάθεια θα διακυβεύσει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες της οικονομίας και θα επιδεινώσει την επισφαλή της κατάσταση… Σήμερα… επικρατεί μια γενική αβεβαιότητα για τα δημοσιονομικά πράγματα… Η αβεβαιότητα αυτή παραλύει σήμερα την ιδιωτική πρωτοβουλία.».
6. «Τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού μηχανισμού,. ..οι μεγάλες δαπάνες εκμεταλλεύσεως και η εξοργιστικά ασυντόνιστη λειτουργία του δημόσιου τομέα… δημιουργούν ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος… Αν… συνυπολογισθούν και οι καθαρά αντιπαραγωγικές αμυντικές δαπάνες, τότε εύκολα αποκαλύπτεται η επικαιρότητα των όσων είχε διατυπώσει ο Άνταμ Σμίθ, στον «Πλούτο των Εθνών» για τον αντιπαραγωγικό κρατικό μηχανισμό» Αίμ. Ζαχαρέας, Η Αριστερά και η οικονομική κρίση, Παρατηρητής, 1983. Ο συγγραφέας, που είναι και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ έσωτ., βρίσκεται με το βιβλίο του αυτό αλλά και με προγενέστερες τοποθετήσεις του στο κέντρο των καινοτόμων και πρωτοποριακών αυτών απόψεων στην «ανανεωτική Αριστερά.
7. Βλ. Π. Λινάρδος – Ρυλμόν: ΟΟΣΑ:Η αύξηση της ζητήσεως θα φέρει την οικονομική ανάκαμψη στη Δύση, Βήμα 31.7.83.
8. Βλ. Π. Λινάρδος – Ρυλμόν: Η πολιτική των ΗΠΑ δεν θα αλλάξει, Οικονομικός Ταχυδρόμος 33 (1528), 18.8.83
9. Για τα ζητήματα αυτά βλ. Chr. Neusüss, B. Blanke, E. Altvater, Kapitalistischer Weltmarkt undWeltwährungskrise, Prokla l, 1971. Για μια συνοπτική έκθεση της συζήτησης για την παγκόσμια αγορά βλέπε το άρθρο του Κ. Busch σ’ αυτό το τεύχος.,..
10. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο Ι, Σύγχρονη Εποχή, σ. 129-130.
11. Ό.π. σ. 136.
12. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο III, Σύγχρονη Εποχή, σ. 656.
13. Ό.π., σ. 658.
14. Ό.π., σ. 679.
15. Ό.π., σ. 617
16. ό.π., σ. 649-50.
17. Κ. Marx, Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses, Verlag Neue Kritik, Frankfurt, 1969, σ. 71.
18. Ό.π., σ. 72.
19. Βλ. G. Stamatis, Unreproduktive Ausgaben, Staat’ausgaben, gesellschaftliche Reproduktion und Profitabilität des Kapitals, Prokla 28, σ. 33.
20. Ό.π., σ. 33.
21,.Ό.π., σ. 36-37
22. Ό.π., σ. 38-39.
23. Ό.π., σ. 37. Το ζήτημα αυτό θίγεται από τον Μαρξ στα «Resultate…» με την ακόλουθη διατύπωση: «Εάν εμποδίζεται η διαδικασία αναπαραγωγής η αναστέλλεται η πρόοδος της, στο μέτρο βέβαια που αυτή επικαθορίζεται από τη φυσική πρόοδο του πληθυσμού, με τη δυσανάλογη χρησιμοποίηση τέτοιας παραγωγικής εργασίας, που εμφανίζεται σε μη αναπαραγωγικά αντικείμενα, εάν δηλ. αναπαράγονται πολύ λίγα αναγκαία μέσα διατροφής η πολύ λίγα μέσα παραγωγής κλπ., τότε η πολυτέλεια αυτή είναι καταδικαστέα από την οπτική της καπιταλιστικής παραγωγής.» (σ. 71).
Πηγή: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=69&Itemid=29
Y.Γ. Η Ιστορική φωτό του Αγκούστο Πινοσέτ με τον Μίλτον Φρήντμαν από : http://altracitta.org/2013/09/12/cile-la-dittatura-laboratorio-del-neoliberismo/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου