του Γελωτοποιού
Η Χιλή είναι μια χώρα όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Και συμβαίνουν.
Σ’ αυτή τη χώρα, για πρώτη φορά στο δυτικό πολιτισμό, εκλέχτηκε μαρξιστής πρόεδρος.
Ήταν την 4η Σεπτεμβρίου του 1970 όταν η «Ουνιδά Ποπουλάρ», η Λαϊκή Ένωση του Σαλβαδόρ Αλιέντε, πήρε την εξουσία.
Ακόμα και ο ίδιος ξαφνιάστηκε από την εκλογή του. Δεν είχαν προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο και στα γραφεία του κόμματος δεν υπήρχαν κάμερες ούτε μικρόφωνα ούτε καν τεχνική υποδομή για την νικητήρια ομιλία. [...]
Η θητεία του προέδρου Αλιέντε δεν ξεκίνησε καθόλου καλά. Η οικονομική ολιγαρχία αντέδρασε κλείνοντας εργοστάσια, ρευστοποιώντας τις μετοχές και στέλνοντας τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Το χρηματιστήριο, ως φυσικό επακόλουθο, κατέρρευσε.
Οι τσιφλικάδες αρνήθηκαν να σπείρουν και οι κτηνοτρόφοι ξεκίνησαν να σφάζουν όλα τους τα ζώα, ακόμα και τις έγκυες αγελάδες, και να πουλάνε το κρέας σε ξένες εταιρείες ή να το καταψύχουν για να δημιουργήσουν πλασματική έλλειψη τροφίμων.
Οι μηχανικοί και οι διευθυντές των μεγάλων ορυχείων χαλκού, νίτρου και άνθρακα εγκατέλειψαν τη χώρα. Ήταν στην πλειονότητα τους βορειοαμερικάνοι και οι εθνικοποιήσεις που είχε αναγγείλει ο Αλιέντε δε συμβάδιζαν με τα συμφέροντα των πολυεθνικών που εκμεταλλεύονταν το υπέδαφος της Χιλής.
Στα νότια της χώρας ξεκίνησαν οι απαλλοτριώσεις των πρέδιος, των τσιφλικιών, τα οποία κατείχαν κυρίως Γερμανοί μετανάστες. Οι τσιφλικάδες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις εντολές της κυβέρνησης και βίαιες ταραχές ξεσπάσανε.
Οι χωρικοί του νότου, πολλοί από αυτούς ινδιάνοι Μαπούτσε, με την καθοδήγηση του ΜΙR, του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς, προχώρησαν σε καταλήψεις της γης, που άνηκε στους προπάτορες τους. [...]
Τα φορτηγά από την άλλη εξυπηρετούσαν μόνο τις ανάγκες των πλούσιων γαιοκτημόνων. Η Συνομοσπονδία των Αυτοκινητιστών πληρωνόταν με αμερικανικά δολάρια για να απεργεί.
Οι χωρικοί έπρεπε να κουβαλήσουν τη σοδειά τους με μουλάρια –αν είχαν.[...]
Ήρθε το ’71 και στις δημοτικές εκλογές οι σοσιαλιστές πήραν το 50,86% των ψήφων. Ο λαός ψήφισε για να ενταθούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Αλιέντε προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα.
Η μεσοαστική τάξη είχε αρχίσει να ανησυχεί, καθώς έβλεπε ότι σύντομα θα θίγονταν και τα δικά της δικαιώματα.
Οι κομμουνιστές ζητούσαν πλήρη κρατικοποίηση και οι μετριοπαθείς ήθελαν να προστατευτεί η ιδιοκτησία.
Οι φοιτητές, οι πανεπιστημιακοί και οι διανοούμενοι υποστήριζαν τη Λαϊκή Ένωση, όμως είχαν ήδη αρχίσει να τους τρομάζουν οι διεκδικήσεις της πλέμπας.
Ο Αλιέντε θέλησε να ικανοποιήσει τους πάντες, ακόμα και το στρατό, χρησιμοποιώντας τρεις στρατηγούς στην κυβέρνηση. [...]
Συχνά συναντούσαν εργάτες που έφευγαν κυνηγημένοι από τους ιδιωτικούς στρατούς των ορυχείων ή αγρότες που είχαν αποτύχει στην προσπάθεια τους να καταλάβουν το τσιφλίκι όπου δούλευαν ως δουλοπάροικοι.
Από πάνω τους περνούσαν στρατιωτικά ελικόπτερα που βούιζαν σαν τεράστιες αλογόμυγες. Η χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο λαός είχε εκλέξει κυβέρνηση, αλλά ο στρατός έψαχνε την αφορμή και την οικονομική στήριξη για να την ανατρέψει. Θα περνούσε ένας ακόμα χρόνος μέχρι να τα καταφέρει. [...]
«Έχουν σκυλιάσει οι μπουρζουάδες», είπε ο Χουάν. «Με το που βγήκε ο Δόκτωρ του κήρυξαν πόλεμο. Κάνουν τα πάντα για να μην υπάρχουν τρόφιμα στις λαϊκές συνοικίες, ενώ αυτοί έχουν τις αποθήκες και τα υπόγεια τους γεμάτα λουκάνικα… Τα νοσοκομεία έχουν μείνει μόνο με τις νοσοκόμες και κάνα δυο γιατρούς που είναι παιδιά φτωχών και ξέρουν τι συμβαίνει. Οι άλλοι ντοκτόρες κουράρουν τους πλούσιους πελάτες στα σπίτια τους και αφήνουν τις γυναίκες του λαού να γεννάνε μόνες τους… Ξέρετε τι λένε; Λένε, αφήστε τους εργάτες να πάνε στους σοσιαλιστές υπουργούς τους για να γιατρευτούν.» [...]
Μπήκαν στην πόλη και παντού υπήρχαν ουρές. Ήταν τέτοια η έλλειψη τροφίμων που οι άνθρωποι στέκονταν στις ουρές χωρίς να ξέρουν τι πουλιότανε. Αν περπατούσαν και έβλεπαν πέντε ή δέκα ή εκατό ανθρώπους να περιμένουν για κάτι στήνονταν κι αυτοί από πίσω.
Ήταν μια εποχή που το να περιμένουν στη σειρά τους είχε γίνει συνήθεια. Αν μαζευόντουσαν τρεις Χιλιανοί –κάπου- στεκόντουσαν αυτόματα σε ουρά. [...]
Ο πληθωρισμός ήταν χίλια τοις εκατό. Κοιμόσουν πλούσιος και ξυπνούσες χρεοκοπημένος. Όσοι είχαν λεφτά είχαν φροντίσει από την πρώτη μέρα της Λαϊκής Ένωσης να τα στείλουν σε ξένες τράπεζες. Όσοι δούλευαν μεροκάματο ξόδευαν την πληρωμή τους αυθημερόν. Με μιας μέρας δουλειά έπαιρνες λίγο κρέας, πατάτες, τσιγάρα και πίσκο –που κατέβαζαν με τα κιλά οι άντρες για να μη χάνουν το θάρρος τους. [...]
Εκείνο το Φλεβάρη οι εργοδότες οργανώσανε μια απεργία στην οποία συμμετείχαν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, τραπεζικοί υπάλληλοι, οδηγοί φορτηγών και πλοίων. Τα καταστήματα έκλεισαν. Το σύνθημα των απεργών ήταν: «Εκλογές ή θάνατος».
Οι συνέπειες της απεργίας φανήκανε από την πρώτη μέρα και βάρυναν ιδίως στις πλάτες του φτωχού λαού που δεν είχαν ούτε τα ελάχιστα χρήματα που χρειαζόντουσαν για τα βασικά. Οι εύποροι αγόραζαν πιο φτηνά τα προϊόντα και τα έκρυβαν περιμένοντας την πτώση του Αλιέντε.
Οι αστές νοικοκυρές, μακιγιαρισμένες και καλοντυμένες, βγήκαν στο δρόμο κοπανώντας τις άδειες τους κατσαρόλες και έβριζαν τους στρατιώτες που άφηναν τους κομμουνιστές να καταστρέφουν τη χώρα.
Οι ΗΠΑ και το Διεθνές Ταμείο ξόδευαν αφειδώς για να ενισχύσουν τα αντιδραστικά στοιχεία. Συστήθηκαν ομάδες μισθοφόρων από τις λαϊκές συνοικίες που πληρώνονταν για να σκορπίζουν τον τρόμο.
Όσοι μαγαζάτορες άνοιγαν τα καταστήματα τους, σπάζοντας την απεργία, αντιμετώπιζαν τρομοκρατικές επιθέσεις από τους τραμπούκους.
Όσοι συνέχιζαν να μιλάνε ελεύθερα για δικαιοσύνη, συναντούσαν τη δικαιοσύνη του θεού, με σπασμένο κρανίο [...]
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Αλιέντε αποφάσισε να κάνει εκλογές. Κάποιοι είπαν ότι ήθελε να χάσει την εξουσία και τα συνημμένα προβλήματα.
Όμως στις εκλογές του Μάρτη του ’73 η Λαϊκή Ένωση πήρε το 44% των ψήφων, προς μεγάλη έκπληξη –ίσως και απογοήτευση του Δόκτορα.
Ο λαός ήξερε ότι η Λαϊκή Ένωση ήταν η τελευταία του ευκαιρία να επιβιώσει και αδιαφορώντας για την τρομοκρατία ψήφισε σοσιαλισμό.
Ο Αλιέντε, παίρνοντας θάρρος από την υποστήριξη, έδιωξε τους τρεις στρατηγούς που είχε κάνει υπουργούς, για να ακολουθήσει πιο ριζοσπαστική πολιτική.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Το Εθνικό Κόμμα, το Χριστιανοδημοκρατικό και οι ΗΠΑ, άφησαν ελεύθερα τα σκυλιά τους, τους στρατιωτικούς. [...]
Υπάρχει ένα ανέκδοτο πολύ διαδεδομένο στη Λατινική Αμερική:
«Γιατί στις ΗΠΑ δε γίνονται πραξικοπήματα; Επειδή εκεί δεν υπάρχει πρεσβεία των ΗΠΑ.»
Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών σίγουρα υποδαύλιζε την «αποκατάσταση της τάξης», όμως το «γόλπε», το πραξικόπημα, φούντωσε μέσα από τις στάχτες της οικονομικής ελίτ της Χιλής.
Οι πλούσιοι και αστοί Χιλιανοί είχαν να αντιμετωπίσουν τη λαϊκή πλειοψηφία, που ζητούσε όσα της έκλεβαν τόσα χρόνια.
Έκαναν ότι μπορούσαν για να τους κατευνάσουν, να τους φιμώσουν ουσιαστικά, όμως η δημοκρατία του Αλιέντε τους είχε αφήσει απροστάτευτους. Ο στρατός ανάλαβε να προασπίσει τα δικαιώματα τους –των πλουσίων.
Τα ξημερώματα της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου οι αρχηγοί του ναυτικού κατέλαβαν το Βαλπαράιζο, το επίνειο του Σαντιάγκο. Ο στρατός περικύκλωσε το μέγαρο τηλεπικοινωνιών. Ο Αλιέντε με την επίλεκτη φρουρά του οχυρώθηκαν στο προεδρικό μέγαρο.
Ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και καλούσαν τους πολίτες να πολεμήσουν μαζί τους. Δεν τους δόθηκε η ευκαιρία. Η αεροπορία βομβάρδισε το προεδρικό μέγαρο και οι άντρες της επίλεκτης φρουράς σκοτώθηκαν χωρίς να ρίξουν μια σφαίρα. Ο δόκτωρ Αλιέντε θάφτηκε μαζί τους, κάτω από τα ερείπια της «Λα Μονέδα». [...]
Την ίδια μέρα μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο Τζακάρτα.
Για να πετύχει αυτό ο στρατηγός –και μονάρχης της Χιλής για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια- Πινοσέτ είχε κάνει ιδιαίτερα μαθήματα με τους καλύτερους μάγους των ΗΠΑ.
Καθώς δεν ήταν και ιδιαίτερα οξύνους χρειάστηκε πολλές μέρες –γύρω στις χίλιες- για να μάθει ένα μόνο κόλπο: Να εξαφανίζει ανθρώπους.
Αλλά αυτό το έμαθε καλά. Ακόμα και σήμερα ψάχνουν στη Χιλή να βρουν ανθρώπους που εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος.
Ο Πινοσέτ, όμως, δεν είχε την υπομονή να παρακολουθήσει και το δεύτερο μέρος του μαθήματος, που είχε να κάνει με την επανεμφάνιση.
Έτσι είναι συχνό φαινόμενο στη Χιλή όταν πηγαίνεις να ανοίξεις την ντουλάπα σου για να διαλέξεις τι ρούχα θα φορέσεις να βλέπεις να βγαίνει από ‘κει μέσα ένας ζαλισμένος άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι είναι ο πατέρας-σύζυγος-αδελφή-κόρη σου.
Οι Χιλιανοί το έχουν συνηθίσει πια, γι’ αυτό και ο Πατρίσιο –έτσι τουλάχιστον μου είπε- δεν παραξενεύτηκε όταν είδε ανάμεσα στα πουκάμισα του τον εξαφανισμένο πριν από 30 χρόνια θείο του.
Απλώς τον ενημέρωσε για την πολιτική κατάσταση της χώρας και του έφτιαξε ένα τσάι για να ζεσταθεί.
(Αποσπάσματα –σχετικά με τη δημοκρατία των χιλίων ημερών- από το μυθιστόρημα «Ο Κηπουρός», του Γελωτοποιού. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στο απώτατο μέλλον από τις εκδόσεις «Μετά Θάνατον».)
αἰέν ἀριστεύειν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου