Αναπαράσταση της μάχης στα Βασιλικά Έργο του Παναγιώτη ζωγράφου |
…καὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῶν Βασιλικῶν, τῶν Θερμοπύλων κι᾿ὅλες αὐτὲς τὶς θέσες ὁποῦἦταν τὰ κόκκαλα τῶν δυὸ πασσάδων, ὁποῦ῾ρθαν μὲ τὸν Μπαγεράμπασσα κ᾿ἦταν περίτου ἀπὸἐννιὰ χιλιάδες τουρκιὰ κι᾿ἄλλοι τρεῖς πασσάδες μὲ πλῆθος γκαμήλια κι᾿ἁμάξια κι᾿ἄλλα ζῶα φορτωμένα ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, κανόνια κι᾿ἄλλα εἴδη τοῦ πολέμου, νὰ μποῦνε μέσα – ἦταν τὴν πρώτη χρονιὰ – διὰ νὰ φοδιάσουνε τὰ κάστρα κι᾿ὅλα τὰ μέρη. Καὶ τοὺς καρτέρεσαν οἱἀθάνατοι Ἕλληνες ὡς ἑφτακόσοι ἄνθρωποι, κεφαλὲς αὐτείνων ὁ γενναῖος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, ΠαπὰἈντριᾶς, λαμπρύνεται αὐτὸς ῾σ ἐκείνη τὴν μάχη, χωρὶς νὰ κατηγορηθῆ κανένας. Ὅτι ὅλοι πολέμησαν ἀντρείως, ὁ Νάκος, ὁ Γεράντωνος, ὁ Μποῦσγος, Ρούκης, Λάππας, Θιοχάρης, Καλύβας, Κανταῖγοι, Ρουμάνης, Κόντος, Παπακώστας, Τρακοκομνᾶς, Καραπούλης, Κουτρουμπαῖγοι κι᾿ἄλλοι ἀξιωματικοὶ πολλοί, ὁποῦἐγὼ δὲν γνωρίζω. Αὐτεῖνοι ὅλοι οἱ γενναῖοι ἄντρες, οἱ σωτῆρες τῆς πατρίδος, ἀφάνισαν ὅλως διόλου αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων, σκότωσαν τοὺς περισσότερους καὶ δυὸ πασσάδες καὶ πῆραν ὅλα τ᾿ἁμάξια καὶ γκαμήλια καὶ τὰ κανόνια τους, ὁποῦ τ᾿ἄφησαν ὅλα ἐκεῖ. Κι᾿ὅσοι μείναν ζωντανοὶ Τοῦρκοι διαλυθῆκαν ἕνας ἕνας καὶ πῆγαν εἰς τὴν πατρίδα τους. Κι᾿ὅποιος εἶναι ζωντανὸς ἀκόμα θυμᾶται τὴν μαχαίρα τῶν ἀθάνατων Ἑλλήνων.
(Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη -Ἀπομνημονεύματα,Βιβλίον Α´,Κεφ.τέταρτον)
Ο
Ομέρ Βρυώνης μέ τόν Κιοσσέ Μεχμέτ πασά είχαν ζητήσει από τό διβάνι
(κυβέρνηση) ενισχύσεις, προκειμένου νά αντιμετωπίσουν τούς Έλληνες τής
Ανατολικής Ρούμελης. Δέν ήθελε ο Βρυώνης νά διακινδυνέψει μία κάθοδο
πρός τόν Μοριά, αφήνοντας πίσω του επαναστατικές ομάδες, οι οποίες θά
διέκοπταν τόν ανεφοδιασμό του. Ο σουλτάνος τότε διέταξε τόν Μπεϋράν πασά
νά κατέλθει από τήν Μακεδονία πρός ενίσχυση τών δύο πασάδων καί μετά
από κοινού νά διασχίσουν τόν Ισθμό τής Κορίνθου γιά νά λύσουν τήν
πολιορκία τής Τριπολιτσάς.
Πράγματι
ο Μπεϋράν πασάς συγκέντρωσε 8.000 ιππείς καί μέ τούς στρατηγούς Χατζή
Μπεκήρ πασά, Μεμίς πασά καί Σαχίν Αλή πασά προήλασε πρός τό νότο. Στά
μέσα Αυγούστου στρατοπέδευσε στή Λαμία (Ζητούνι) όπου συγκέντρωσε
τρόφιμα γιά τόν μεγάλο στρατό του. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντέδρασαν
άμεσα. Ο Ανδρούτσος, πού βρισκόταν κοντά στόν Ισθμό, έγραψε στόν Γιάννη
Γκούρα καί τόν Βασίλη Μπούσγο νά κινηθούν πρός συνάντηση τού εχθρού καί ο
ίδιος επιβιβάστηκε σέ πλοιάρια στή Μεγαρίδα γιά νά τούς συναντήσει. Ο
γέρο Δυοβουνιώτης μέ τόν γιό του περίμενε τούς υπόλοιπους αρχηγούς στό
χωριό Μόδι, όπου συγκεντρώθηκαν ο Νάκος Πανουργιάς, ο παπά Ανδρέας από
τήν Κουκουβίστα, ο Κωνσταντίνος Καλύβας, ο Κωνσταντίνος Μπίτης, ο Κόμνας
Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος (Γεράντωνος), ο Γιάννης Λάππας καί ο
Μήτρος Τριανταφυλλίνας.
πορτραίτο του Δυοβουνιώτη πίνακας του Σπ. Προσαλέντη |
Στό
πολεμικό συμβούλιο πού ακολούθησε οι γνώμες διΐσταντο. Οι νεώτεροι
ήθελαν νά περιμένουν στή στενότερη διάβαση τής Φοντάνας πού οδηγούσε στό
Τουρκοχώρι, ενώ ο γέρο Γιάννης πίστευε ότι ο πασάς θά περνούσε από τό
πέρασμα τών Βασιλικών πού οδηγούσε στό Δραχμάνι (Ελάτεια). Ο δρόμος τών
Βασιλικών ήταν πλατύς καί δύσκολος νά οχυρωθεί, αλλά ο Δυοβουνιώτης
πίστευε ότι ο υπερήφανος πασάς θά ακολουθούσε τόν πλατύ δημόσιο δρόμο
γιά νά κινηθεί, αψηφώντας τούς ραγιάδες πού δέν θά τολμούσαν νά τά
βάλουν μέ τό ανίκητο ιππικό του. Ο Γκούρας αντίθετα επέμενε νά στηθούν
στό στενό πέρασμα τής Φοντάνας πού προσφέρονταν γιά ενέδρα. Ευτυχώς
επικράτησε η γνώμη τού γέρο Δυοβουνιώτη.
Στίς
22 Αυγούστου 1821 ο Μπεϋράν πασάς μέ τούς δύο στρατηγούς του – ο Χατζή
Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία – πέρασε από τή γέφυρα τής Αλαμάνας καί
στρατοπέδευσε στό χωριό Πλατανιά. Τήν επομένη έστειλε ένα σώμα από 300
πεζούς στή Φοντάνα καί 200 ιππείς στά Βασιλικά γιά ανίχνευση. Οι ιππείς
μή συναντώντας καμμία αντίσταση προχώρησαν μέσα στό πυκνό δάσος τών
Βασιλικών και τότε οι κρυμμένοι μέσα στό δάσος άνδρες τού Κοντοσόπουλου
καί τού Καλύβα τούς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς αποδεκάτισαν.
Ανάλογη τύχη είχαν καί οι Τούρκοι πεζοί στή Φοντάνα από τόν παπα Ανδρέα.
Την ίδια μέρα έφθασε καί ο οπλαρχηγός τού Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης.
Ο
Τούρκος πασάς έχοντας εμπιστοσύνη στήν αριθμητική υπεροχή του αποφάσισε
νά προχωρήσει εμπρός καί νά κτυπήσει τούς χαΐνηδες. Δέν είχε υπολογίσει
ότι τό ιππικό του θά ήταν άχρηστο στήν δασώδη κοιλάδα τών Βασιλικών.
Αφησε τά μεταγωγικά του καί τίς άμαξες στήν Πλατανιά καί ξεκίνησε γιά
τήν καταστροφή του.
Ὁ Γκοῦρας,στήν μάχη τῶν Βασιλικῶν
(Πίνακας τοῦ Peter von Hess)
|
Οι
Τούρκοι περικυκλωμένοι αποδεκατίστηκαν. Ζητούσαν οίκτο καί φώναζαν:
“Αλλάχ, Αλλάχ ράι καπιτάν!”. Ο Μεμίς πασάς έπεσε νεκρός από τόν ίδιο τόν
Γκούρα, ενώ σκοτώθηκε καί ο γιός τού Μπεϋράν πασά. Ο ίδιος ο πασάς
εγκατέλειψε τή μάχη, τρέχοντας πρός τό Ζητούνι, ενώ οι νικητές έσφαζαν
τά υπολλείματα τού στρατού του. Περίπου 1000 ήταν οι Τούρκοι νεκροί, ενώ
όλα τά εφόδια πού είχαν εγκαταλειφθεί στήν Πλατανιά, πέρασαν στά χέρια
τών νικητών. Στά χέρια τους έπεσαν επίσης οκτώ κανόνια, εκατοντάδες
άλογα, καμήλες, βουβάλια, δεκάδες αραμπάδες, τουρκικές σημαίες καί τό
περίφημο μπουγιούκ (μεγάλο) μπαϊράκι, η σημαία τής εφόδου. Τόν Μπεϋράν
πασά τόν δολοφόνησε ο σουλτάνος, τιμωρώντας τον έτσι γιά αυτή τήν
ατιμωτική ήττα.
Ο
Γκούρας είχε πάθει αγκύλωση στά δάκτυλα από τό πιάσιμο τού σπαθιού του
καί όταν ζήτησε από τόν Μπαλαούρα νερό γιά νά πιεί, ο τελευταίος δέν
μπόρεσε νά βρεί καθαρό νερό στό ποτάμι, καθώς ήταν κόκκινο από τό αίμα
τών Τούρκων σκοτωμένων. Μεταξύ τών διακοσίων Τούρκων αιχμαλώτων ήταν καί
ο Αλβανός Φράσσαρης. Ο Φράσσαρης είχε ξαναπιαστεί αιχμάλωτος τών
Ελλήνων καί τόν είχαν ανταλλάξει μέ τόν Γιώργο Δυοβουνιώτη, ο οποίος
κρατείτο από τόν Χουρσίτ. Ο Φράσσαρης τότε είχε ορκιστεί ότι δέν θά
ξαναπολεμήσει εναντίον τών Ρωμιών. Γιά αυτή του τήν μπαμπεσιά οι
Αγοργιανίτες τόν έγδαραν ζωντανό, μιμούμενοι τίς βάρβαρες συνήθειες τών
πασσάδων.
Η
μάχη στά Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη πού δόθηκε στήν Ανατολική
Ρούμελη από τήν έναρξη τής επανάστασης. Συνετρίβη μία πολύ ισχυρή
επίλεκτη τουρκική δύναμη, η οποία από μόνη της ήταν ικανή νά εισβάλει
καί νά καταστρέψει τούς επαναστάτες στόν Μοριά. Αξίζει νά σημειωθεί ότι
λόγω τού ανταγωνισμού καί τής αντιζηλίας μεταξύ τών πασάδων, ο Ομέρ
Βρυώνης καί ο Κιοσσέ Μεχμέτ δέν βοήθησαν τόν Μπαϋράν πασά στήν είσοδό
του στήν Ρούμελη, διότι αυτός μπορούσε νά επιτύχει εκεί πού αυτοί είχαν
αποτύχει. Οι δύο πασσάδες επέστρεψαν άπρακτοι στή Λαμία, ενώ οι δειλοί
μέχρι τότε Έλληνες χωριάτες ένοιωσαν τούς εαυτούς τους νά μεταβάλλονται
σέ ατρόμητους πολεμιστές.
Αναρτήθηκε από ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
Περιγραφή τῆς μάχης, ἀπό:
1. τό ἔργο τοῦἈν.Γούδα ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ,ΤΩΝ -ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ- ΔΙΑΠΡΕΨΑΝΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ (Τόμος Η’)
2. τό ἑξάτομο ἔργο τοῦ Διον.Κοκκίνου ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ (Τόμος Β’)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου