Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα
Αναρτήθηκε από τον/την
olympiada στο Αυγούστου 26, 2013
Ηλέκτρα:
‘’Ω! νύχτα, νύχτα που χαρίζεις, εσύ κυρά, τον ύπνο στους πολύπαθους
ανθρώπους, έλα φτάσε από το Έρεβος, φτερούγισε με τα πολλά φτερά σου στο
σπίτι του Αγαμέμνονα. Χανόμαστε, χανόμαστε από συμφορές και πόνους…..’’
‘’…….Χώρα
των Πελασγών, πιάνω το θρήνο, νύχια λευκά στα μάγουλά μου μπήγοντας και
το κεφάλι μου χτυπάω για ματωμένη συμφορά, καθώς ταιριάζει στην
πανέμορφη θεά των πεθαμένων, την Περσεφόνη του Άδη. Η γη ν΄αντιλαλήσει
των Κυκλώπων που σίδερο έκοψε την κόμη μου, πένθος για τα δεινά του
παλατιού. Θλίψη και θλίψη για όσους θα πεθάνουν μα και γι αυτούς που
κάποτε ήταν οι στρατηλάτες των Ελλήνων’’.
( Από τον ‘’ΟΡΕΣΤΗ’’ του Ευριπίδη).
Οι τρεις μεγάλοι Τραγικοί μας Ποιητές ασχολήθηκαν με το γένος των Ατρειδών μέσα από τα έργα τους, με μικρές παραλλαγές ο καθένας.
Ο Αισχύλος (525 π.Χ.-456π.Χ.) στην Τριλογία Ορέστεια ( Αγαμέμνων- Χοηφόροι-Ευμενίδες).
Ο Σοφοκλής (497π.Χ.-406 π.Χ.) στην Ηλέκτρα.
Ο Ευριπίδης (480π.Χ.-406π.Χ.) στα έργα του Ορέστης και Ηλέκτρα.
Ο
Μύθος λέει για την καταραμένη οικογένεια των Ατρειδών, που ξεκινά από
τον Τάνταλο και τους Τανταλίδες, συνεχίζεται με τον Πέλοπα και τους
Πελοπίδες και τελειώνει με την γενιά του Ατρέα και του Θυέστη, τους
Ατρείδες.
Τρεις οικογένειες, τρεις γενιές, στο άγος και το μίασμα βουτηγμένες……
Ο
Τάνταλος βασιλιάς της Φρυγίας ήταν ομοτράπεζος των θεών και γνώριζε όλα
τα μυστικά τους. Κάποτε διέπραξε το εξής ανόσιο έργο: κατακρεούργησε το
μικρό του γιο Πέλοπα και παρέθεσε γεύμα στους θεούς. Εκείνοι
αντιλήφθησαν το έγκλημα του Ταντάλου,,κι εξοργίστηκαν, ανασυναρμολόγησαν
το σώμα του Πέλοπα, εκτός από τον ώμο που πρόλαβε να φάει η Δήμητρα
,που τον αντικατέστησαν με ελεφαντοστό και του ξανάδωσαν ζωή.
Τον
Τάνταλο γι ΄αυτή του την πράξη, αλλά και γιατί μαρτύρησε τα μυστικά
τους στους θνητούς, τον τιμώρησαν να κάθεται στον Άδη κάτω από μια
τεράστια πέτρα και να φοβάται αιωνίως μην του πέσει στο κεφάλι.
Ο
Πέλοπας κάποτε πέρασε στην Πελοπόννησο- που πήρε το όνομά του-, και
έφθασε στην Πίσα της Ήλιδος. Ο βασιλιάς της Οινόμαος καλούσε σε αγώνες
αρμάτων όσους ήθελαν να παντρευτούν την κόρη του Ιπποδάμεια. Ένας
χρησμός του είχε πει ότι ο άντρας της κόρης του θα τον σκοτώσει, γι αυτό
όλους τους υποψηφίους τους σκότωνε κατά τους αγώνες.
Ο Πέλοπας
με την βοήθεια του Μυρτίλου –ηνιόχου του Οινομάου-, ο οποίος αφαίρεσε
από τον τροχό την σφήνα του άξονα, διαγωνίστηκε στην αρματοδρομία με τον
Οινόμαο, του οποίου η άμαξα ανετράπη και βρήκε έτσι τον θάνατο.
Τον Μυρτίλο, παρόλο που του υποσχέθηκε το μισό βασίλειο για την βοήθειά του, τον πέταξε στο πέλαγος, που ονομάστηκε Μυρτώο.
Οι
γιοι του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας ήταν ο Ατρέας και ο Θυέστης. Όταν
σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, ο Πέλοπας τους έδιωξε από
το παλάτι κι αυτοί κατέφυγαν στις Μυκήνες, στον πατέρα του Ευρυσθέα
Σθένελο.
Όταν ο Ευρυσθέας πέθανε άτεκνος, χρησμός συμβούλεψε
τους Μυκηναίους να κάνουν βασιλιά τους έναν από τους γιους του Πέλοπα.
Άρχισαν και οι δύο να διεκδικούν την βασιλεία. Ο Ατρέας είχε στο κοπάδι
του αρνί με χρυσόμαλλο δέρμα. Αν και είχε τάξει να το θυσιάσει στην
Άρτεμη, κράτησε το αρνί και φύλαξε σε λάρνακα το δέρμα του.
Η
κρητικιά γυναίκα του Αερόπη που είχε τον Θυέστη εραστή, του έδωσε κρυφά
το χρυσό δέρμα. Στην διαμάχη για τον θρόνο μπροστά στους Μυκηναίους, ο
Θυέστης πρότεινε να γίνει βασιλιάς αυτός που θα παρουσίαζε ένα χρυσό
δέρμα.
Ο Ατρέας αγνοώντας την κλοπή της Αερόπης, δέχτηκε. Τότε ο
Θυέστης παρουσίασε το δέρμα και νίκησε. Ο Δίας όμως με τον Ερμή
ειδοποίησε τον Ατρέα να συμφωνήσει με τον Θυέστη πως βασιλιά θα
υποδείκνυε άλλο θαύμα: αν ο ήλιος άλλαζε την πορεία του, στις Μυκήνες θα
βασίλευε ο Ατρέας. Ο Θυέστης δέχτηκε, ο ήλιος έδυσε στην ανατολή και ο
Ατρέας τελικά βασίλευσε στην πόλη.
Για να τιμωρήσει τον Θυέστη,
του έσφαξε τους γιους του και παρέθεσε με αυτούς δείπνο στον πατέρα
τους, το γνωστό ‘’Θυέστειο δείπνο’’, ότι πιο ανόσιο έργο υπάρχει.
Όταν
ο Θυέστης το κατάλαβε, έφυγε από την πόλη και κατέφυγε στην Σικυώνα,
όπου βρισκόταν η κόρη του Πελοπία και κοιμήθηκε μαζί της. Ένας χρησμός
έλεγε ότι το παιδί από αυτόν τον αιμομικτικό έρωτα θα τιμωρούσε τον
Ατρέα. Το παιδί αυτό, ο Αίγισθος, μαζί με την Κλυταιμήστρα σκότωσε τον
Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα, όταν επέστρεψε από την Τροία.
Για
να εκδικηθούν τον θάνατο του γονιού τους Αγαμέμνονα, ο Ορέστης με την
προτροπή και βοήθεια της Ηλέκτρας, σκότωσαν τον Αίγισθο και την μάνα
τους Κλυταιμήστρα.
Κλυταιμήστρα:’’ Αυτά τα δίστομα των ονείρων
φαντάσματα που είδα την νύχτα, άναξ Απόλλων, αν ήτανε καλό σημάδι, κάνε
να βγουν αλήθεια. Αν ήτανε κακό, να πέσουν πάνω στους εχθρούς, και μην
αφήσεις από τα πλούτη μου να με πετάξουν, όσοι το μηχανεύονται κρυφά με
δόλο, αλλά να ζω ζωή γαληνεμένη πάντα, να κυβερνώ των Ατρειδών τα σπίτια
και το στέμμα. Με φίλους να΄μαι, τους ίδιους που καλοπερνώ και τώρα,
κι από τα παιδιά μου κοντά μου να΄χω όσα δε με ποτίζουνε με λύπες και
φαρμάκια’’.
(Από την ΗΛΕΚΤΡΑ του Σοφοκλή. Λίγο πριν την σκοτώσει
ο Ορέστης, η Κλυταιμνήστρα προσπαθεί να ερμηνεύσει τα κακά όνειρα που
βλέπει.)
Το μίασμα αυτό της μητροκτονίας, σφράγισε όλη την γενιά τους , που τόσες συμφορές είχε φέρει στους απογόνους.
Τρεις φάρες, τρεις φαμίλιες, τρεις γενιές καταραμένες…..
Μπλεγμένοι
και μεις στην τραγικότητα του καιρού μας, σε μια πατρίδα που τείνει να
μοιάσει με τον καταραμένο οίκο των Ατρειδών – λίγο πριν αφανιστεί από
την φωτιά που πλησιάζει-, με τις δολοπλοκίες, την δίψα για εξουσία, τα
ψέματα, τις ανόσιες σχέσεις, τα ύποπτα γεύματα, δεν απέχουμε και πολύ
από την τραγική ηρωίδα, την Ηλέκτρα.
Οι δικές μας εξάλλου πράξεις, αλλά και οι απραξίες, έφεραν στον θάνατο την μάνα πατρίδα μας, που πληρώνει και τα δικά της λάθη.
Για
χρόνια ολόκληρα μας μπόλιαζαν το μυαλό ότι η μέρα των εκλογών είναι
απλά μια γιορτή, γιορτή της Δημοκρατίας την έλεγαν. Κι εμείς φορώντας τα
καλά μας, τα γιορτινά, πηγαίναμε χαρούμενοι κι αμέριμνοι να ψηφίσουμε,
λες και πηγαίναμε σε παράσταση ή σε συναυλία, ή στο τσίρκο που ήρθε στην
πόλη μας.
Μας θάμπωναν τα φανταχτερά ονόματα των σαλτιμπάγκων
και τα αστραφτερά χαμόγελά τους. Μας γοήτευε η ευλυγισία των κορμιών
τους, να κάνουν άνετα τις κυβιστήσεις, μας σαγήνευε η ευφράδεια των
λόγων, άλλα να λεν την μια και άλλα την άλλη.
Μας ξεγελούσαν
όταν με τόση ευκολία έβγαζαν από τα καπέλα τους υποσχέσεις, προσλήψεις,
λεφτά που υπάρχουν. Μαχαίρια στα κόκκαλα και άπλετα χυμένα φώτα, για
τους προηγούμενους σκάρτους.
Κι εμείς ψηφίζαμε τον πιο γνωστό
άφωνο τραγουδιστή, τον πιο άτεχνο ηθοποιό, τον πιο ξιπασμένο
παρουσιαστή, το πιο ξεπεσμένο μανεκέν, τον πιο άσχετο ποδοσφαιριστή ή
τον πιο ντοπαρισμένο αθλητή.
Περιμέναμε από τους τυχάρπαστους προκοπή και σωτηρία, ενώ ήταν μια ακόμη μαχαιριά στης μάνας μας τον κόρφο.
Ώμοι μοι! Αιαί! Αιαί!
Μήπως από τους επαγγελματίες ταχυδακτυλουργούς είδαμε χαΐρι και προκοπή;
Φρύγας:
‘’Άθυρσοι δ΄οιά νιν δραμόντε Βάκχαι σκύμνον εν χεροίν ορείαν
ξυνήρπασαν, πάλιν δε ταν Διός κόραν επί σφαγάν έτεινον. Ά δ΄εκ θαλάμων
εγένετο διαπρό δωμάτων άφαντος, ω Ζευ και γα και φως και νύξ, ήτοι
φαρμάκοισιν ή μάγων τέχναις ή θεών κλοπαίς. Τα δ΄ύστερ΄ουκέτ΄οίδα,
δραπέτην γαρ εξέκλεπτον εκ δόμων πόδα.
(Σαν Βάκχες δίχως θύρσο
που χυμούνε να πιάσουνε βουνίσιο κουταβάκι, τρέξαν οι δυο τους και την
άρπαξαν, ύστερα ζύγωσαν ξανά του Δία την κόρη για να σφάξουν. Μα εκείνη
μές΄απ΄τους θαλάμους άφαντη γίνηκεν, ω! Δία και γης, ω! φως και νύχτα,
θες με τέχνες μαγικές, θες με βότανα ή να την πήραν οι θεοί. Δεν ξέρω
τίποτε για τα παρακάτω, γιατί πάσχιζα μουλωχτά να φύγω μες΄απ΄το σπίτι).
(Ο Φρύγας είναι πρόσωπο που αναφέρεται στον ΟΡΕΣΤΗ του Ευριπίδη).
Ούτε
που το καταλάβαμε μες την παραζάλη της γιορτής- γιορτή της Δημοκρατίας
την έλεγαν-, πότε εξαφάνισαν μια ολόκληρη χώρα. Στην αρχή βλέπαμε
εκστατικοί εμπρός μας να πετάνε μίζες και δωράκια, εξοπλιστικά και
βίλες, χρηματιστήρια και νησάκια στα γκριζωπά βαμμένα.
Το τίμημα όμως γι όλα αυτά άρχισαν να το πληρώνουν ακριβά οι θεατές της γιορτής, που γύρισε σ΄Αρχαίο Δράμα.
Πρώτα
άρχισαν να πληρώνουν οι συνταξιούχοι, μια και ζουν πολύ, έπειτα οι
ανάπηροι που γίναν βάρος. Οι πολύτεκνοι για το θράσος τους, οι
ομολογιούχοι για την αποκοτιά τους.
Γιατροί, φαρμακοποιοί,
υδραυλικοί, καταστηματάρχες, σε φάκελα και αποδείξεις συλλογικά
συκοφαντημένοι. Μαύρη ομίχλη εξαφάνισε μισθούς και δικαιώματα από τους
ιδιώτες, ενώ μέσα στο θολό τοπίο άρχισαν οι δημόσιοι να κάνουν πιρουέτες
–κινητικότητα την είπαν-, ενώ την ίδια στιγμή το Έρεβος κατάπινε
σχολειά, νοσοκομεία, δημόσια κτήρια και απλές οικίες.
Αχόρταγα ο
Άδης να ρουφά κορμιά, πεσμένα από μπαλκόνια, δεμένα σε θηλειές και το
παλικάρι που έριξαν από το τρόλεϊ γιατί δεν είχε έναν οβολό.
Κι ο
θίασος του κουκλοθέατρου που καμώνεται ότι κυβερνά, ενώ όλοι το ξέρουν
πια ότι ο ξένος δυνάστης κινεί τα νήματά τους, στα Τάρταρα κάθε μέρα και
πιο βαθειά να στέλνει ένα λαό, αργά και μεθοδικά. Έναν λαό που πίστεψε
ότι η μέρα της ψηφοφορίας είναι μια γιορτή.
Την επόμενη φορά-
αν και εφόσον φυσικά-,όταν μας καλέσουν για συνενόχους και χορηγούς στα
εγκλήματά τους, ας μη λογιάσουμε ότι πάμε σε γιορτή, γιορτή της
Δημοκρατίας καθώς θα πουν. Η μέρα αυτή πρέπει να είναι η πιο σημαντική
της ζωής μας. Μέρα περισυλλογής και σοβαρότητας. Μνήμης και
αποφασιστικότητας.
Ας μην πάμε στο πολύχρωμο τσίρκο τους στα
πλουμιστά και μεις ντυμένοι. Τώρα οι μέρες της γιορτής έχουν περάσει. Τα
δώρα, μας τα πήραν όλα πίσω. Τώρα έχουμε πόλεμο, αμάχη, το άδικο να
παλεύει με το δίκιο. Η λογική με την παράνοια ν΄αντιπαλεύει, η
βαρβαρότητα να προσπαθεί και πάλι να φωλιάσει.
Τώρα οι θεατρίνοι
πίσω απ΄τα σωριασμένα σκηνικά, αφτιασίδωτοι, χωρίς τα προσωπεία, μας
δείχνουν τα πρόσωπά τους καθαρά και μας χλευάζουν.
Σκέψου τα
δύσμοιρα παιδιά μας, αντί σε γάμο να πηγαίνουν, ή στην δουλειά και το
σχολειό τους, να ρίχνονται στα τρόλεϊ και τα βράχια, ή να καίγονται σε
τράπεζες κι από μαγγάλια.
Φορώντας ρούχα σοβαρά, ρούχα θανάτου,
μια και σαν την Ηλέκτρα τώρα πια το πένθος μας ταιριάζει, ας σπεύσουμε
πρώτα στα μνήματα των χιλιάδων Ελλήνων που αδικαίωτοι προσμένουν, να
αποδώσουμε τις σπονδές, όπως τους πρέπει.
Αν μας έχουν ακόμη
αφήσει λίγο μέλι, κρασί και το νερό μας, ας το προσφέρουμε χοές στο
χώμα, να το ρουφήξουν οι νεκροί μας, που αδικαίωτοι μένουν, για να
δυναμώσουν και να μας συνδράμουν.
Τι αυτό που ξεκίνησε πριν από σαράντα χρόνια με προδοσία και αίμα, πως αλλιώς λέτε να τελειώσει;
Χορός: ‘’Όμως γερά μέσα στη γη στεριώνει
Τα΄αμόνι της η Δίκη και κει πάνω
Χαλκεύει κι ακονίζει από τα πριν
Η Μοίρα το σπαθί της ώσπου φέρνει,
Σαν έρθει η ώρα, η ξακουσμένη
Βαθύγνωμη Ερινύα το παλικάρι,
Που θα ξεπλύνει εκδικητής
Το μίασμα των παλιών αιμάτων’’
(ΧΟΗΦΟΡΟΙ Αισχύλος)
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου