του συγγραφέα
Δημήτρη Βαρβαρήγου
Κι άξαφνα ένα πρωί,
όταν ξυπνήσαμε με μια γυναίκα δίπλα μας
στο κρύο δωμάτιο του ξενοδοχείου,
καταλάβαμε,
πόσο λίγο είχαμε αγαπήσει τον πλησίον.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ποιητής από τους αξιολογότερους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και πέθανε το 1988. Παρακολούθησε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έλληνας ποιητής που ανήκε στη γενιά της Εθνικής Αντίστασης.
Από το 1947 ως το 1951, παρέμεινε εξόριστος στο Μούδρο, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο. Στη λογοτεχνία εμφανίζεται το 1946 από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» κι από τότε άρχισε συνεργασία με τα περιοδικά «Επιθεώρηση τέχνης», «Νέα Εστία» κ.α. Κράτησε και τη στήλη της κριτικής στην εφημερίδα «Η Αυγή» από το 1954 έως το 1967 και κατόπιν μετά το 1974. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρουμανικά, Βουλγαρικά, Ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Ποιήματα του περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες.
Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές. Ενδεικτικά: «Μάχη στην άκρη της νύχτας», «Οι τελευταίοι», «Νυχτερινός επισκέπτης», «Ο τυφλός με το λύχνο», «Διάβολος με το κηροπήγιο», «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», «Βιολί για μονόχειρες». Τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης του δήμου Αθηναίων και το βραβείο ποίησης του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Ποίησης το 1953.
Αρχικά τα έργα του χαρακτηρίζονταν από σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που με το χρόνο μετατράπηκε σε τρυφερότητα και λυρισμό. Ποιητικές του συλλογές: Τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις 2 και 3. κ. α. Η ποιητική πορεία του ΤΛ διαγράφεται σε δύο φάσεις και είναι άμεσα συνδεμένη με τα γεγονότα της εποχής του, ναζισμός, πόλεμος, αντίσταση που έχουν ως επίκεντρο κυρίως την Ελλάδα και αφετηρία τους την ιδεολογική του ένταξη.
Πρώτη φάση της ποίησης είναι συνυφασμένη με την αγωνιστική περίοδο, του ποιητή που αισθάνεται σαν πρωταγωνιστής της ιστορίας και θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο ως αγωνιστή στην υπηρεσία του λαού και λιγότερο ως ποιητή.
Άμεση συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι πως το βιωματικό υλικό παραμένει δέσμιο της επικαιρότητας και των ιδεολογικών του προθέσεων. Η ιδεολογική εξάλλου στερεότητα δημιουργεί υπερβολική αισιοδοξία για το μέλλον και οδηγεί στην ακραία θέση πως το να θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια, να ονειρεύεσαι και ν’ αφοσιώνεσαι στον εαυτό σου αποτελεί αστική συνήθεια και σημαίνει επαναστατική ολιγωρία. Έτσι η υποταγή του στο ρόλο ενός παλμογράφου της εποχής του και της καθημερινότητας δεν συνοδεύεται πάντοτε από μία αντίστοιχη εσωτερική ένταση, αλλά οδηγεί σε συναισθηματική διάχυση, που οι συνέπειες της επισημαίνονται στην οργανική χαλάρωση της ποιητικής σύνθεσης, την αποδυνάμωση του στίχου και την απουσία της απαραίτητης δραματικής πύκνωσης.
Μαζί με τον Ρίτσο στην εξορία |
Η αγωνιστική φόρτιση γράφεται βέβαια και στο ενεργητικό της ποίησης του με τον ιδιαίτερο τόνο που της προσδίδει. Τόνο που ασφυκτιά στις λυρικές ανάσες του μικρού ποιήματος και βρίσκει διέξοδο στις ευρύτερες ποιητικές συνθέσεις, όπου τα οράματα καλπάζουν, κυριαρχεί η συντροφική διάθεση, ενώ η πίστη στο δίκαιο του αγώνα και της επανάστασης διοχετεύεται σ’ ένα λόγο αναλυτικό και ρητορικό, αλλά σφριγηλό.
Η δεύτερη φάση καλύπτεται από την ποίηση 2 και 3. Ο ποιητής αισθάνεται πλέον ως θύμα της ιστορίας. Τα συναισθήματα της διάψευσης και της συντριβής, απόκτημα της ήττας της παράταξης του και των καυτών εμπειριών της, θα διαποτίσουν τον τόνο και θα διαμορφώσουν αποφασιστικά τη γραφή του. Αντλώντας κι από τον υπερρεαλισμό, θα καταφύγει αρχικά στη γλώσσα του παράδοξου και του παράλογου. Η ποιητική γραφή, που διακρινόταν για τη λογική της στερεότητα, εξαρθρώνεται και κυλάει στο ρυθμό μια παραληρηματικής ροής των συναισθημάτων, των σκέψεων, των γεγονότων και των εικόνων.
Η ποιητική αυτή γραφή όμως, σιγά σιγά, θα ισορροπήσει και θα βρει τη τέλεια έκφραση της στις τελευταίες ιδίως συλλογές της δεύτερης φάσης που τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι:
α) Τόνος χαμηλόφωνος συνομιλητικός, φωνή ραγισμένη και εσωτερική.
β)Υποχώρηση του ρεαλισμού και της πρώτης περιόδου και απόλυτη κυριαρχία μιας φανταστικής πραγματικότητας. Τον κλονισμό της πίστης του στα ιδεολογικά οράματα της νιότης του, θα διαδεχθεί μια ποίηση διαποτισμένη από αισθήματα αποξένωσης, απελπισίας και μοναξιάς, από μνήμες της παιδικής και οικογενειακής του ζωής, από μια διαβρωτική αίσθηση ματαιότητας. Κάποτε τον συγκλόνιζαν τα μεγάλα γεγονότα, τώρα τον κεντρίζουν τα μικρά και ασήμαντα.
γ) Η ανέλιξη του ποιήματος, ακολουθώντας το ρυθμό μιας παραληρηματικής γραφής, τέμνεται συνεχώς από τις αποστροφές του ποιητή, τις αιφνίδιες παρεμβολές εικόνων, που διακόπτουν την αφήγηση και την εναλλαγή χρόνων.
Ο Λειβαδίτης παίρνει την εκδίκηση του απ’ την ιστορία που τον πρόδωσε, εξοστρακίζοντας από τα ποιήματα του ότι παραπέμπει στη σύγχρονη ζωή. Οι ρομβίες, τα φανάρια, οι γέφυρες, οι σταθμοί των τρένων κ.τ.λ. ανασταίνουν μια ζωή χαμένη στο παρελθόν. Τα κατάλοιπά της, βέβαια, έχουν ενσωματωθεί σε μια ποίηση που συνεχώς μεταδίδει το ρίγος του εσωτερικού κενού και κατορθώνει να διατηρεί την υψηλή ποιότητα της βιωματικής έντασης.
Τελευταίος των ρομαντικών, ζωγράφιζε με τις λέξεις των στίχων του την ανθρώπινη μοναξιά.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ
Απόσπασμα
«Άνθρωποι τρελοί από απελπισία
άνθρωποι νεκροί από καθημερινότητα
άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους
κι άλλοι εξαγνισμένοι απ’ τις πελώριες αμαρτίες τους».
«Άνθρωποι που δίνονται ολάκεροι σ’ ένα μεγάλο,
απελπισμένο πάθος μέχρι που χάνονται.
Κι άλλοι που αντιστέκονται και νικούν
και συνεχίζουν την ασήμαντη ξεθωριασμένη ζωή τους».
«Τίποτ΄ άλλο
παρά άνθρωποι».
«Φωνή του αντρός που μάχεται, και την ακούει μακριά το
μέλλον
και ξεκινάει».
«Φωνή του σύμπαντος που τραγουδάει, και την ακούει
η γυναίκα μέσα στα σπλάχνα της
και γεννάει».
«Ω νύχτες, μεγαλόστηθες, Σα μητέρες, νύχτες όπως
αντρίκεια χέρια, νύχτες,
ολάνοιχτες. Κι ω, θάτανε μικρή ελάχιστη απόδοση
σε μια μεγάλη ευεργεσία!».
Βιβλιογραφία:
Εγκυκλοπαίδεια Φάρος.
Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Εγκυκλοπαίδεια ΤΟΜΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου