Κ. Παρθένης: «Ανάσταση»-1917 |
Υπό το πρίσμα του «τέλους της Ιστορίας» του Fr. Hegel
Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
«Τέχνη, θρησκεία, φιλοσοφία». Οι τρεις τρόποι έκφρασης του θεϊκού. «Ιδού ουσιαστικά», λέει ο Luc Ferry (1), «το μόνιμο μήνυμα του Hegel: Αυτές οι τρεις σφαίρες της ζωής του πνεύματος έχουν την ίδια αποστολή, τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να εκφράσουν το θεϊκό, την απόλυτη ζωή. Είναι μόνο ο τρόπος έκφρασης που διαφέρει, σε κάθε περίπτωση».
Ας αρχίσουμε από την πρώτη μορφή έκφρασης του θεϊκού, την τέχνη: Έχει, λέει ο Hegel (2), «ως αποστολή να εκφράσει την Ιδέα γενικά προς άμεση εποπτεία υπό την αισθητή της μορφή και όχι υπό τη μορφή της σκέψης και της καθαρής πνευματικότητας» (σελ. 103). Με απλά λόγια: Η τέχνη ερμηνεύει την ιδέα του Θεού, το θεϊκό γενικώς, στην αρχή, κι ύστερα, από μια ορισμένη εποχή και δώθε, το θεϊκό όπως το έχει νοήσει ο Χριστιανισμός, σημειωτέον ως προικισμένο με μια «απόλυτη γνώση» (μια παντογνωσία)-μέσα σε ένα αισθητό υλικό, εκφράζει, όπως η θρησκεία, την πιο υψηλή νοητή αλήθεια (την Ιδέα του Θεού), αλλά υπό μία μορφή ατελή καθότι, ακριβώς αισθητή. Αλλά ο Θεός δεν είναι αισθητός, είναι νοητός, πνευματικός. Δεν μπορεί επομένως ποτέ να τον εκφράσει τέλεια η τέχνη. Ιδού γιατί η τέχνη μέλλει τελικά να ξεπεραστεί κατά το τέλος της ιστορίας: «Κατά τον ίδιο τρόπο που η τέχνη βρίσκει το «πριν» της μέσα στη φύση και τη σφαίρα της ζωής, διαθέτει επίσης το «μετά» της, δηλαδή μια σφαίρα που με τη σειρά της υπερβαίνει τον τρόπο της να συλλαμβάνει και να εκφράζει το απόλυτο. Καθότι η τέχνη περιέχει εν αυτή ένα όριο και οφείλει να διαλυθεί μέσα σε ανώτερες μορφές συνείδησης» (Hegel ό.π., Ι, 141).
"Σταύρωση", Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, 1500 μ.Χ |
Ως δεύτερη μορφή έκφρασης του θεϊκού, λέει, ο Ferry: «Η θρησκεία είναι, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ήδη καλύτερα από την τέχνη, πιο κοντά στο αυθεντικό θεϊκό, μιας και αυτό το τελευταίο εκφράζεται τώρα δια μέσω μιας υποκειμενικότητας. Η θρησκεία μας εξυψώνει από το αισθητικό, το αισθητό, στο πνευματικό. Αλλά, αφ΄ενός το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο, και αφ΄ετέρου, δεν φτάνει ακόμη στην πιο υψηλή του έκφραση» (ό.π.,σ.647). Έτσι το τέλος της ιστορίας θα σημάνει επίσης και το τέλος της ιστορικής περιόδου της θρησκείας.
Τελικά, ως τρίτη μορφή έκφρασης του θεϊκού: «Μόνο η φιλοσοφία θα είναι σε θέση να επιτελέσει πραγματικά την αποστολή του νοείν και εκφράζειν πλήρως το θεϊκό: Αν αυτό το τελευταίο είναι της τάξεως του πνευματικού, του νοητού, είναι, όντως, με το στοιχείο της νόησης (και όχι με αυτά του αισθητού ή του μύθου) που πρέπει να εκφραστεί, άρα μέσω της ορθώς εννοούμενης φιλοσοφικής ορθολογικότητας». (ό.π.,σ.647). Όμως, ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε χωριστά την θέση του Χέγκελ για την τέχνη.
Κατ΄αρχήν αυτό που συνιστά το όριο της τέχνης είναι η απόλυτη εξάρτηση από τα υλικά της δημιουργίας της και από τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Δηλαδή όσα αφορούν την ιστορική της εξέλιξη, στο διάστημα «πριν» από το τέλος της Ιστορίας. Κατά συνέπεια, αφού η τέχνη θα φτάσει στα όρια της, αν δεν έχει ήδη φτάσει, θα αδυνατεί να εκφράσει διαυγέστερα και τέλεια το θεϊκό, και ολοκληρώνοντας την ιστορική της εξέλιξη θα ξεπεραστεί, ως αισθητικός τρόπος αναπαράστασης του πνευματικού, του απόλυτου, του θεϊκού. Η ανθρωπότητα θα ανεβεί τότε στο επόμενο υψηλότερο σκαλοπάτι της συνείδησης, ακολουθώντας τους νόμους της εξέλιξης. Όμως τίθεται το ερώτημα, αν η εσωτερικότητα αυτή, που θα αφορά μόνο τη συνείδηση του υποκειμένου, κι όχι το Θεό, θα κάνει ώστε να πάψει η ανθρωπότητα να εξαρτάται υλικά από τον αντικειμενικό κόσμο και να διαλέγεται μαζί του;
Πραξιτέλη: «Κνιδία Αφροδίτη»
περ. 340 π.Χ
|
Είναι βέβαιο πως όχι. Αντίθετα, κατά τον Χέγκελ: « Η θρησκεία παίρνει έτσι τη σκυτάλη και θα πάει πολύ πιο μακριά από την τέχνη, καθότι εκφράζει το θεϊκό δια του στοιχείου της συνείδησης ενός «υποκειμένου», δια μιας εσωτερικότητας και όχι πλέον δια της εξωτερικότητας ενός αισθητού υλικού, μαρμάρου, χρώματος, ήχου κ.τ.λ.» (ό.π.,σ.646). Ο παραστατικός (αισθητικός) τρόπος της τέχνης στο «μετά» το τέλος της Ιστορίας του Χέγκελ, ξεπερνιέται ως παραδοσιακός. Όπως λέει ο Ferry, υπάρχει μια υπόθεση σύμφωνα με την οποία η νεωτερική φιλοσοφία δεν υπήρξε τίποτα άλλο, ουσιαστικά, από μια γιγάντια επιχείρηση εξορθολογισμού, άρα εκκοσμίκευσης του περιεχομένου της χριστιανικής θρησκείας (καθότι ο Ορθός Λόγος αντιτίθεται εδώ στην Αποκάλυψη). Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως και ο Χέγκελ αποτελεί μια φάση στην εξέλιξη της φιλοσοφίας, που είναι επίσης καταδικασμένη να ξεπεραστεί από την πεπερασμένη της δυνατότητα να συνειδητοποιήσει το άπειρο, όπως υπονοεί ο Κόζεβ.
Ο Francis Fukuyama (3), γράφει, πως: «Αντίθετα με τον Νίτσε, ο Κόζεβ δεν ενοχλείται από αυτή την επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση, κατά το τέλος της ιστορίας, στην οποία οδηγεί η εγελιανή σκέψη». Με μια σειρά υποσημειώσεων στις διαλέξεις του, ο Κόζεβ αντιμετωπίζει με ειρωνεία τη θεωρία του Χέγκελ: επισημαίνει ότι το τέλος της ιστορίας της τέχνης σημαίνει επίσης το τέλος στην θρησκεία και τη φιλοσοφία και άρα το τέλος και της δραστηριότητας του ίδιου του Χέγκελ. Και δε θα είναι πλέον δυνατό να δημιουργείται εκείνη η υψηλή τέχνη που συνελάμβανε τις υψηλότερες εμπνεύσεις μιας ολόκληρης εποχής, όπως η Ιλιάδα του Ομήρου, οι Μαντόνες του Ντα Βίντσι ή του Μιχαήλ Αγγέλου ή ο Μεγάλος Βούδας της πόλης Καμακούρα. Διότι απλώς δε θα υπάρχουν πλέον νέες εποχές, ούτε ιδιαίτερες εκφάνσεις του ανθρώπινου πνεύματος που να αποτελέσουν θέμα καλλιτεχνικής έκφρασης. Θα είναι δυνατό να γράφονται μακροσκελή ποιήματα για τις ομορφιές της άνοιξης ή για τις χαρισματικές καμπύλες του στήθους μιας νεαρής γυναίκας, (αφού μόνο ο λόγος από όλες τις άλλες αισθητές τέχνες θα ικανοποιεί κάπως την προσδοκώμενη υψηλή πνευματικότητα), αλλά δε θα εμφανίζεται τίποτα το ουσιαστικά καινούριο σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση.
Δε μπορεί, παρά να μελαγχολήσει κανείς με τη σκέψη του Χέγκελ για ένα κόσμο χωρίς τέχνη. Παρόλη την εσωτερικότητα που θα μπορούσε να αποκτήσει στο μέλλον η υποκειμενική συνείδηση, η ζωή θα έμοιαζε τρομερά ανιαρή και άδεια, χωρίς ένα αγαπημένο τραγούδι, μια γλυκιά μουσική, έναν όμορφο πίνακα, ένα εκφραστικό γλυπτό. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σήμερα, Μπαχ, Μότσαρτ και Βέρντι, Ντα Βίντσι, Θεοτοκόπουλοι, Ρέμπραντ, Βαν Γκόγκ, και Ροντέν, ή ακόμα και Beatles, ή Pink Floyd, η εξέλιξη της τέχνης θα εξακολουθήσει να καθορίζεται νομοτελειακά από τη διττή φύση της. Δηλαδή, την υλική, αισθητή πλευρά της, αλλά και την πνευματική που είναι και η πιο σημαντική, ως γενεσιουργός αιτία της αισθητής αναπαράστασης του συναισθήματος. Εκείνο που πρέπει για να γίνει η τέχνη στο μέλλον πιο πνευματική και ο μόνος τρόπος για να το επιτύχει, έστω και με ελάχιστα υλικά μέσα, είναι να προβάλλει μόνο το αναγκαίο και διαχρονικό μέρος της, δηλαδή το πνεύμα, που αποτελεί εγγενές στοιχείο της αισθητηριακής αντίληψης του θεϊκού. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αναθεώρηση της εκκοσμίκευσης και τον περιορισμό της ορθολογικής κριτικής στους τομείς που της αρμόζουν.΄
Μ. Αγγέλου: "Η δημιουργία του Αδάμ", 1515 μ.Χ |
Ετσι, ακόμα κι αν η ανθρωπότητα συνειδητοποιήσει κάποτε με πιο πνευματικό τρόπο το θείο, αυτό δε σημαίνει πως θα ξεπεραστεί η τέχνη, αφού το πνευματικό της αίτιο, έχει ήδη αποτυπώσει μέσω αυτής βαθιά στη συνείδηση τις αισθητές μορφές του. Η τέχνη χρειάζεται να ψάξει στα άδυτα βάθη της θρησκευτικής της συνειδητότητας, που βρίσκονται πέρα από τον ορθολογισμό της μορφής και την εκκοσμίκευση του περιεχομένου της. Γιατί, φυσικά, μια εξορθολογισμένη θρησκεία, όπως το θρησκευτικό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας κατά την Αναγέννηση, υπό την επίδραση του «ratio» των Λατίνων, σηματοδότησε την εκκοσμίκευση της τέχνης. Ενώ από την άλλη, μια απόλυτα πνευματοποιημένη αντίληψη του θεϊκού, όπως την εξέφρασε το νεωτερικό πνεύμα της Μεταρρύθμισης ήρθε σε αντίθεση με μια τέχνη έντονα αισθητική, όπως ήταν η αναγεννησιακή απαιτώντας την πλήρη κατάργησή της. Ο γερμανός αστός Χέγκελ, ήταν φυσικά, εκτός της πλατωνικής του καταβολής, και επίγονος αυτού του Λουθηριανού θρησκευτικού πνεύματος που λίγο έλειψε τον 16ο αιώνα να εξαφανίσει την τέχνη από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες.
Όταν λέμε η τέχνη, εννοούμε πως το ζήτημα αφορά κατ΄αρχήν τη συνειδητότητα του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος κάνει την τέχνη. Επειδή η τέχνη δεν είναι, κι αν γίνει, μόνο τότε θα έρθει το τέλος της, ένας αυτοσκοπός που εκφράζεται έξω από τους υποκειμενικούς του σκοπούς. Όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία, έτσι και η τέχνη δεν είναι αυτοσκοποί, καθώς δεν φιλοσοφούμε για την φιλοσοφία, ούτε θρησκευόμαστε για τη θρησκεία, ούτε δημιουργούμε για την τέχνη, αλλά ακολουθώντας τη φυσική μας κλίση, αναζητούμε την αλήθεια των πραγμάτων και πώς θα κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη, χωρίς να ταυτίζουμε τα μέσα με τους σκοπούς.
Η τέχνη είναι μια έκφραση του θείου με τρόπο αισθητό, αντικειμενικό ως προς το υποκείμενο. Όμως και η έκφραση του θείου στη φιλοσοφία είναι μια αντικειμενοποιημένη εσωτερική σκεπτομορφή που περικλείει την ουσία της υποκειμενικής σκέψης του φιλοσόφου. Ο καλλιτέχνης, που αντιλαμβάνεται διαισθητικά τον κόσμο προσδίδει στις μερικές μορφές έναν αληθινά καθολικό χαρακτήρα, αφαιρώντας τα επουσιώδη. Η διαφορά έγκειται, στο ότι ο φιλόσοφος κάνει νοητικά το ίδιο μέσα από τις σκέψεις του, που απηχούν μεν μια καθολικότητα, εσωτερικά και με τρόπο υποκειμενικό, αλλά έχει πάντα την ανάγκη της αποδεικτικής αξίας ως προς την αντικειμενική αλήθεια των πραγμάτων, που καλούνται κάθε φορά να επαληθεύσουν τις σκέψεις του. Γιατί και ο φιλόσοφος θα πρέπει να βασίζει τη λογική του σκέψη στα δεδομένα της αισθητηριακής του αντίληψης και μάλιστα να επαληθεύεται μέσα από αυτήν, όπως συμβαίνει με την επιστημονική έρευνα και τη φύση.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, του τρόπου επεξεργασίας των αισθητηριακών δεδομένων, διαισθητικά ή διανοητικά, ο αντικειμενικός κόσμος ήταν και θα είναι πάντα η πηγή των ερεθισμάτων που τροφοδοτούν την υποκειμενική γνώση του ανθρώπου. Ακόμα κι αν, η νοητή αντίληψη του θείου είναι στη φιλοσοφία πιο άμεση, πιο καθολική και ανώτερη της αισθητής, η τέχνη θα συνεχίσει να μετέχει της αλήθειας του θείου όσο και η φύση. Ακόμη κι όταν τα αισθητά όρια της, είναι κατανοητό πως είναι πεπερασμένα, η πνευματική της αλήθεια, ως μετέχουσα στο γίγνεσθαι, είναι αντικειμενικά αξεπέραστη.
Θεοφάνης ο Κρης: "Μυστικός Δείπνος", 16ος αι. |
Η προσέγγιση του άπειρου στο πεπερασμένο, του θεού προς τον άνθρωπο, δεν ήταν δυνατό να γίνει με ίσους όρους, αλλά έως σήμερα ήταν εφικτή δια μέσω της τέχνης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Δια της συμφιλίωσης με την ιδέα της ανθρώπινης πεπερασμένης ύπαρξης και γνώσης, σύμφωνα με το σωκρατικό «εν οίδα ουδέν οίδα». Αν δεν υπάρξει αυτή η συμφιλίωση, όχι μόνο δια της τέχνης ή της θρησκείας, αλλά ούτε δια μέσω της φιλοσοφίας και μέσα από τους στενούς ορίζοντες της πεπερασμένης υποκειμενικής συνείδησης, μπορεί να συνειδητοποιηθεί τέλεια το άπειρο του Θεού. Εκείνο που χρειάζεται είναι να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον πεπερασμένο εαυτό του για να μπορέσει να ενωθεί με τον Θεό και με τον κόσμο. Ίσως πάλι μια τέτοια κάθαρση να είναι απαραίτητη για να αναζωογονηθεί η τέχνη και να εμφανιστούν ξανά μεγάλοι καλλιτέχνες, που πάει να πει αληθινά πνευματικοί άνθρωποι.
Γιατί, όπως παρατηρεί ο Ferry, τι άλλο είναι η μεγαλοφυΐα; «Ένα κομμάτι φύσης, κάτι το κατ΄εξοχήν ζωντανό, μια μερικότητα που η σχεδόν θαυματουργός αλχημεία της οδηγεί στο να παράγει νόημα για την ανθρωπότητα ολόκληρη, να δείξει προς το καθολικό μέσα από τα έργα που πραγματοποιεί» (σ. 669). Χρειάζεται μια νέα ώθηση, που θα εμπνεύσει την ανθρωπότητα, ένα νέο όραμα, «ένα παγκόσμιο ιδανικό αγάπης» που θα κατακλύσει τον κόσμο και την τέχνη, όπως θα’ λεγε ο Σαγκάλ.
Η πνευματικότητα δεν απαιτεί από την τέχνη την κατάργηση των υλικών της δεδομένων, ούτε την αισθητή αναπαράσταση, αφού δεν την ανταγωνίζεται, αλλά της επιτρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά, για όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται τον κόσμο αισθητικά. Λέγοντας αυτό, έχω κατά νου, την περίπτωση της θρησκευτικής τέχνης της Ανατολής που διατηρεί τον αφαιρετικό και συμβολικό της χαρακτήρα, κι όχι την δυτική τέχνη που η εκκοσμίκευσή της ξεκίνησε από την Αναγέννηση για να απορριφθεί από το νεωτερικό πνεύμα της Μεταρρύθμισης. Η πνευματικότητα επιθυμεί κυρίως την αναβάπτιση του περιεχομένου της τέχνης σε μορφές αντάξιες προς αυτήν. Mορφές ουσιαστικές και απόλυτα πνευματικές, πέρα από κάθε εκκοσμίκευση, που θα ξεπερνούν τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, που θέτει a priori στην τέχνη το υλικό της δημιουργίας της. Αν η μεταβίβαση του αισθήματος, μπορούσε να γίνει με τρόπο απόλυτα πνευματικό, χωρίς να παρεμβάλλεται κανένα υλικό μέσο, ίσως τότε να μην είχαμε ανάγκη την τέχνη.
ο Βούδας και άλλες ινδικές θεότητες |
Όμως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσω των αισθήσεων και μέσω των αισθήσεων εκδηλώνει την ύπαρξή του στο γίγνεσθαι της ζωής. Στο βαθμό που η ικανότητα πρόσληψης των συνειδητών υποκειμένων είναι πεπερασμένη, ένας τέτοιος πνευματικός συντονισμός των συνειδήσεων είναι αδύνατος. Η ικανότητα αυτή είναι άνιση, αφού η δύναμή της ποικίλει, ανάλογα με το ατομικό δυναμικό της πνευματικότητας και το βάθος της συνείδησής τους. Την ανισότητα αυτή της πνευματικής πρόσληψης έρχεται να αμβλύνει η τέχνη, που εκφράζει με τις υλικές της μορφές την αισθητική και συμβολική αναπαράσταση των πνευματικών ιδεών. Για το λόγο αυτό η τέχνη είναι από τη φύση της απέραντα δημοκρατική και αποτελεί θεμελιώδη κοινωνική συνθήκη μέσα στην οποία η έκφραση είναι δικαίωμα όλων.
Άλλωστε η τέχνη είναι κυρίως μεταβιβαστής συναισθημάτων, μια συν-κίνηση ψυχής και όχι μια διανοητική δραστηριότητα, καθώς σωστά επισημαίνει και ο H. Read (4), που γράφει: «Πουθενά στη σύγχρονη ψυχολογία της τέχνης δεν θα βρούμε να δικαιώνεται η αντίληψη ότι η τέχνη είναι πρωταρχικά μια διανοητική δραστηριότητα...». Και αλλού (5), λέει κατηγορηματικά πως: «Η μορφή, παρ΄όλο που μπορεί ν΄αναλυθεί σε διανοητικούς όρους όπως μέτρο, ισορροπία, ρυθμός και αρμονία, είναι στην πραγματικότητα ενορατικής καταγωγής. Στο επίπεδο της ενεργού πρακτικής των καλλιτεχνών δεν είναι ένα διανοητικό προϊόν. Είναι μάλλον συναίσθημα κατευθυνόμενο και καθορισμένο, και όταν περιγράφουμε την τέχνη σαν τη θέληση προς την μορφή, δεν φανταζόμαστε μιαν αποκλειστικά διανοητική δραστηριότητα, αλλά μάλλον μιαν αποκλειστικά ενστικτώδη». Ο δε C.G. Jung (6) παρατηρεί από μια άλλη σκοπιά: «Οι ψυχαναλυτές δέχονται γενικά ότι όχι μόνον οι αρχαίοι μύθοι, αλλά και όλες οι μορφές τέχνης-αρχαίας και σύγχρονης-δεν είναι προϊόντα προσχεδιασμού ή λογικής σκέψης, αλλά μη κατευθυνόμενης σκέψης»
Η περίφημη θέση του Χέγκελ, συνεχίζει ο Ferry, σύμφωνα με την οποία η τέχνη ανήκει στο εξής σε μια παρωχημένη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας παίρνει εδώ όλη της τη σημασία. Όταν ο Χέγκελ θέτει ήρεμα ότι: «η τέχνη είναι και παραμένει για εμάς, σε σχέση με την πιο υψηλή της αποστολή, κάτι το πεπερασμένο (ein Vergangenes)», ότι έχει απολέσει «για εμάς» την «αυθεντική της αλήθεια» και έχει «πάψει να είναι ζωντανή» (ό.π. Ι, 25), η θέση του αυτή πρέπει να εννοηθεί σε δύο διαδοχικά σημασιακά επίπεδα: Πρώτα βέβαια, ότι το «για εμάς» εννοείται πριν απ΄όλα υπό μια ιστορική έννοια και σημαίνει: «Για εμάς τους νεωτερικούς», που έχουμε αφήσει πίσω μας την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Σημαίνει κατά δεύτερον: Για εμάς, τους φιλοσόφους της χριστιανικής κουλτούρας, που καταλήγουμε να καταλάβουμε ότι η θεότητα δεν έχει πλέον ανάγκη από μια αισθητή μορφή, επομένως, δεν έχει ανάγκη της τέχνης, για να αναπαρασταθεί στη συνείδηση. Έτσι με δεδομένο ότι αυτή είναι μια καθαρή πνευματικότητα, το γεγονός ότι η τέχνη επιμένει σε μια αισθητή σύλληψη του απολύτου μαρτυρεί μάλιστα ότι αυτή πάσχει από μια θεμελιακή αφέλεια. (σ.648).
Και να, λοιπόν, που η τέχνη θα καταλήξει να διαλυθεί μέσα στη θρησκεία-εννοούμενη και αυτή ως ένας απλός τρόπος έκφρασης της αλήθειας (ασφαλώς ανώτερος, καθότι λιγότερο αισθητός). «Για εμάς η τέχνη δεν θεωρείται ως η ύπατη μορφή που η αλήθεια μπορεί να προσλάβει ώστε να αποκτήσει μια ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, η σκέψη ορθώθηκε από πολύ νωρίς εναντίον της τέχνης ως αναπαράστασης που καθιστά το θεϊκό αισθητό: Στους Ιουδαίους και στους μωαμεθανούς, και δη στους Έλληνες όπως ο Πλάτων, ήδη, ο οποίος αντιτάχθηκε με δριμύτητα στους θεούς του Ομήρου και του Ησίοδου. Αληθώς ειπείν, με την πρόοδο της κουλτούρας έρχεται για κάθε λαό μια εποχή όπου η τέχνη εμφανίζει τάσεις προς την ίδια της την υπέρβαση» (ό.π., Ι, 141-142). Και, κατά τον Χέγκελ, αυτή η εποχή έχει έρθει για την Ευρώπη, όταν με τη Μεταρρύθμιση, ο χριστιανισμός, που είχε κάνει ο ίδιος χρήση της τέχνης, όφειλε επιτέλους να την εγκαταλείψει, καθώς η αντίληψη του θεού είχε φτάσει σε ένα βαθμό πνευματικότητας πολύ υψηλό για να επιτρέπει να εξευτελίζεται έτσι: «Όταν το πάθος της γνώσης και η αναζήτηση καθώς και η ανάγκη μιας εσωτερικής πνευματικότητας γέννησαν τη Μεταρρύθμιση, η θρησκευτική αναπαράσταση υποχρεώθηκε κι εκείνη να αποσυρθεί από το αισθητό στοιχείο για να εισέλθει στην εσωτερικότητα της ψυχής και της σκέψης. Το μετά την τέχνη συνίσταται στο ότι το πνεύμα κατοικείται από την ανάγκη να βρει την ικανοποίηση στους ίδιους του τους κόλπους και μόνο, ως την αληθινή μορφή που αρμόζει στην αλήθεια» (ό.π., Ι, 142). Κατά αυτό τον τρόπο, «το απόλυτο μετατοπίζεται από την αντικειμενικότητα της τέχνης προς την εσωτερικότητα του υποκειμένου», κατά τρόπον, ώστε ο Χέγκελ να μπορεί να μιλάει για μια «πρόοδο της θρησκείας προς την τέχνη» (ό.π., Ι, 142-143).
.«Η γνώση ξεπηδάει από την απελευθέρωση»
τεχνοτροπία Μπαγιόν, 11ος αι.
|
Με τη λογική του Χέγκελ, όχι μόνο η τέχνη, αλλά ούτε η θρησκεία και τελικά και η φιλοσοφία ως πεπερασμένα πεδία, θα μπορούσαν ποτέ να εννοήσουν τέλεια ή να μεταβιβάσουν τη γνώση του θείου. Επιπλέον για αυτόν τον φιλόσοφο της χριστιανικής κουλτούρας, ο αποκαλυπτικός Λόγος του Χριστιανισμού, βάσει του οποίου ο κόσμος υπόκειται στην θεία πρόνοια και που το τέλος της ιστορίας του αντιστοιχεί στην δεύτερη Παρουσία, αναιρείται ως παρωχημένη ιδέα μιας πρώιμης πνευματικά εποχής. Η ανάβαση προς την «απόλυτη ιδέα» οφείλεται στην εσωτερική δύναμη της ανθρώπινης και μόνο διάνοιας. Αντί να διακηρύττει τον θάνατο του θεού, όπως ο Νίτσε, αλλάζει μόνο την φύση της ουσίας του. Στον Χέγκελ η θεότητα χάνει το πρόσωπο του ενεργητικού Όντος και παίρνει το αφηρημένο σχήμα μιας εσωτερικής ιδέας, χαρακτηριστικής του Υποκειμενικού Ιδεαλισμού. Αποτρέποντας την τέχνη από το να απεικονίζει το Θεό με τη σωματική του μορφή, αναιρεί στην ουσία την ίδια την ιστορική του ύπαρξη και την μια από τις δύο του φύσεις, την ανθρώπινη. Προσχωρεί τελικά σε μια ιουδαϊζουσα θεολογική άποψη για την τέχνη, που είναι τελείως ξένη και δυσάρεστη στους Έλληνες, αφού και ο Πλάτων που είχε αμφισβητήσει την αλήθεια της δεν την καταδίκασε τελικά, αλλά την έκανε δεκτή στην «Πολιτεία» του υπό όρους, εισάγοντας τη μεγαλύτερη αντινομία της φιλοσοφίας του. Η απομάκρυνση από την εικονοκλαστική ιουδαϊκή παράδοση και η αποδοχή της τέχνης, ήταν κατά τη γνώμη μου μια από τις βασικές επιλογές του Χριστιανισμού που του επέτρεψαν να γίνει αποδεκτός στον ελληνικό κόσμο.
Στην εξέλιξη όμως του Χέγκελ προς το «απόλυτο πνεύμα» ενεδρεύει και ένας μεγάλος κίνδυνος. Όσο πιο πνευματικοί και απεριόριστοι, έξω από τις αισθητικές μορφές θα γίνονται οι ορίζοντες του θεϊκού, τόσο και λιγότεροι θα τους κατανοούν, τόσο και λιγότερους θα αφορούν. Η κατάκτηση της «απόλυτης ιδέας» από το σύνολο της ανθρωπότητας είναι μια ιδέα ουτοπική. Οι άνθρωποι είναι άνισοι μεταξύ τους και δε θα πάψουν ποτέ να γεννιούνται έξυπνοι ή λιγότερο έξυπνοι, δυνατοί και αδύναμοι, σοφοί και εγκρατείς ή απερίσκεπτοι και ράθυμοι, με περισσότερες ή λιγότερες πνευματικές ικανότητες και κοινωνικές ευκαιρίες. Αν αντικατασταθεί η δια της «Θείας Χάριτος» ισοτιμία όλων των ανθρώπων, από το χαρισματικό Εγώ και από μιαν άνιση, σε ατομικό επίπεδο διανοητική προσέγγιση του θείου και του κόσμου, θα υπάρξει κοινωνική διάσπαση και κατακερματισμός. Κάτι που έχει αρχίσει να συμβαίνει στον προηγμένο κόσμο του ατομισμού, όπου οι μικρές ομάδες των κάθε λογής «illuminati» διαχωρίζονται από τις μάζες των «αφελών».
Ελιτίστικη η σκέψη του Χέγκελ, προορίζει την «απόλυτη γνώση» για τους λίγους. Αλλά κι αν σταθεί δυνατό να εννοηθεί κάποτε η απόλυτη αλήθεια από τους «πρωτοπόρους της σκέψης», με ποιο τρόπο μπορούν να είναι βέβαιοι ότι έχουν εννοήσει την ίδια αλήθεια και το κυριότερο να αποδείξουν την αντικειμενική της εγκυρότητα; Πώς ο εγκέφαλος που σκέπτεται μπορεί να κρίνει ο ίδιος την ορθότητα της λειτουργίας του; Η ακοινώνητη αυτή αλήθεια, ποια αξία θα έχει για τον απλό άνθρωπο, αν δεν αποτελεί ταυτόχρονα και δικό του βαθύ βίωμα; Και απλοί άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα...
Ο Χριστός, βεβαίως, δεν επεδίωξε να συναναστραφεί τους διανοούμενους της εποχής του, κάτι ανάλογο με τους τότε Χέγκελ ή Μαρξ, αλλά μίλησε σε ψαράδες και σε βοσκούς, σε ανθρώπους του λαού. Δίδαξε με παραβολές, με οικείες εικόνες, ακριβώς για να κατανοήσουν την «απόλυτη αλήθεια» οι απλοί και οι «ταπεινοί τω πνεύματι»=(χάριν του πνεύματος). Σε εκείνους που, έτσι κι αλλιώς, ήταν έτοιμοι να δεχθούν στην καρδιά τους την βασιλεία των ουρανών. Ίσως, λοιπόν, αυτή η «αφέλεια» που αποδίδεται στην τέχνη, να είναι και το βαθύ της προσόν, καθώς «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών...» (Ματθ. ΙΗ΄,3).
Με τον ίδιο τρόπο εκείνος που επιμένει να προσεγγίζει την τέχνη με τρόπο διανοητικό δεν γίνεται να εισέλθει στην ουσία της ψυχής, στο μύθο και στη μαγεία του κόσμου της. Ο Ferry διαπιστώνει τελικά πως: «αν υπάρχει μια σοφία των νεωτερικών, οφείλει, να μπορεί να συγκριθεί μ΄εκείνη των αρχαίων, χριστιανών ή Ελλήνων, όπως και η τέχνη του αύριο οφείλει να διατηρήσει την ιδέα ότι μεταφράζει μια υπερβατική αλήθεια σε ένα αισθητό υλικό» (σ.668).
(Το κείμενο αποτελεί μέρος του 18ου κεφαλαίου της μελέτης μου με τον τίτλο «ΤΕΧΝΗ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ» δημοσιευμένο στο περιοδικό πολιτιστική «ΕΝΝΕΑΔΑ», τ. 18ο-19ο-2005)
(G. W. F. Hegel, 1770-1831): Γερμανός ιδεαλιστής και διαλεχτικός φιλόσοφος. Σύμφωνα με το σύστημα του ιδεαλισμού του, βάση του κόσμου είναι μια αντικειμενική «απόλυτη ιδέα», που υπήρχε πριν εμφανισθεί η φύση και ο άνθρωπος. Από τη φύση της η «απόλυτη ιδέα» είναι δρώσα αρχή, αν και η δράση της μπορεί να εκφραστεί μόνο στη νόηση, στην αυτογνωσία. Ώθηση για δράση και αυτογνωσία της ιδέας είναι η διαλεχτική της φύση, η εσωτερική της αντίφαση που την αναγκάζει να αλλάζει, να κινείται, να αρνείται τον ίδιο τον εαυτό της και να περνά στην ίδια την αντίθεσή της. Στη διαλεχτική πορεία της αυτοεξέλιξης, η «απόλυτη ιδέα» περνά από τρία στάδια: Στο πρώτο στάδιο της εξέλιξης η «απόλυτη ιδέα» εμφανίζεται σαν σύστημα λογικών εννοιών-κατηγοριών, ως σύστημα λογικής. Στο δεύτερο, η «απόλυτη ιδέα» μεταβάλλεται σε φύση, που είναι το «άλλο είναι της απόλυτης ιδέας». Στο τρίτο στάδιο, που είναι ο ανώτερος βαθμός στην αυτοεξέλιξη της ιδέας, είναι το «απόλυτο πνεύμα». Σ΄αυτό το στάδιο η «απόλυτη ιδέα» αρνιέται τη φύση και ξαναγυρίζει στον ίδιο τον εαυτό της. Η εξέλιξη γίνεται πάλι στην περιοχή της νόησης, τώρα πια όμως της ανθρώπινης νόησης. Σ΄αυτό το στάδιο τοποθετεί ο Χέγκελ τη βαθμίδα της ατομικής συνείδησης εκείνης της κοινωνικής συνείδησης και την ανώτατη βαθμίδα, όπου η ιδέα με τη μορφή της θρησκείας, της τέχνης και της φιλοσοφίας φτάνει στο τέλος της αυτογνωσίας της. Ο Χέγκελ κηρύσσει τη φιλοσοφία γενικά σαν «απόλυτη γνώση» και θεωρεί τη δική του φιλοσοφία σαν την τελευταία βαθμίδα στην αυτοεξέλιξη της ιδέας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
<!--[if !supportLists]-->1. ANDRE COMTE-SPONVILLE, LUC FERRY: «Οι Μοντέρνοι καιροί και η Σοφία τους». Εκδ. «Νέα Σύνορα» Α. Α. Λιβάνη-Αθήνα 2000, (μετ. από Γαλλικά Γ. Καυκιάς),( σ. 646)
<!--[if !supportLists]-->2. FR. HEGEL: «Vorlesungen uber Aesthetik-Surkamp» τ. Ι. Εκδ. Αναγνωστίδη-Αθήνα, 1970. (μετ. Ι. Λο Σκόκο)
<!--[if !supportLists]-->3. FRANCIS FUKUYAMA : «Το τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος» Εκδ. «Νέα Σύνορα» Α. Α. Λιβάνη-Αθήνα 1993, (μετ. από Αγγλικά Αχ. Φακατσέλης), (σ. 408)
<!--[if !supportLists]-->4. Η.READ: «Η Τέχνη σήμερα-για τη θεωρία της Μοντέρνας Τέχνης», Εκδ. Κάλβος-Αθήνα, (σ. 44)
<!--[if !supportLists]-->5. H.READ: «Φιλοσοφία της Μοντέρνας Τέχνης», Εκδ. Κάλβος- Αθήνα,( σ. 22)
<!--[if !supportLists]-->6. C.G. JUNG: «Symbols of Transformation», London-N.York, 1956,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου