Θα σου παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τη συλλογή «Διηγήματα» του Στρατή Μυριβήλη που κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία.
“Ο ανθυπασπιστής ο Τζουμέρκας έσφιγγε δυνατά τα γόνατά του το ‘να με τ’ άλλο, καμπούριαζε ολοένα πιο πολύ κι ανάσαινε σα μεθυσμένος. Το ξεπεταμένο καρύδι του λαιμού του, έτσι που ξεροκατάπινε ολοένα, ανέβαινε σα μπουκιά κάτου απ’ το σαγόνι λες και θα το ξερνούσε. Οι παλάμες του, χωμένες μες στις τσέπες της κυλόττας, ανοιγοκλείνανε νευρικά. Ξαφνικά πετάχτηκε απάνου ολόρτος. Τ’ αδύνατα μεριά του τρέμανε λαφριά. Το μούτρο του ήτανε παραφορτωμένο από έναν άσκημο σπασμό που πολεμούσε να γίνει χαμογέλιο. Άρπαξε τη μια την κοπέλα απ’ τη μέση, γαντζώνοντας τα πλατιά του δάχτυλα στον κόρφο της κι έκανε, μιλώντας με δυσκολία.
– Χε, χε, χε… Έλα δω εσύ, κουζούμ… Την άλλη σας την αφήνω, μας είπε, χειρονομώντας με το λεύτερο χέρι. Γλεντήστε τις, μωρέ, τις σκύλες! Αυτοί γλέντησαν με τ’ αγόρια μας κι εμείς θ’ αφήσουμε τέτοια τυχερά; Βουτάτε την, μωρέ, που χάσκετε!
Ξεκίνησε για τη διπλανή κάμαρη σέρνοντας μαζί του το κορίτσι που χτυπιούτανε και σπάραζε αλαλιασμένο μες στα δυνατά αρπάγια των μπράτσω του. Οι φαντάροι χύμηξαν απάνου στην άλλη, σα νηστικά σκυλιά πάνου σ’ ένα κομμάτι κρέας. Οι κοπέλες τσίριζαν. Ο γέρος χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο βογγώντας σιγά σιγά.
– Σκοτώστε με… Σκοτώστε με… αμάν σκοτώστε με…
Οι άλλοι δυο αιχμάλωτοι μια στιγμή κάνανε σα να σάλεψαν δεμένοι. Ο φαντάρος, που φύλαγε το νούμερό του για τη φρούρησή τους, τους κέντησε λιγάκι στο μερί με τη μύτη της ξιφολόγχης και καταλάγιασαν ουρλιάζοντας παραπονετικά. Ούτ’ εγώ ούτε ο φίλος μου κάναμε τίποτα γενναίο.
Μια σουβλερή σκληριά απ’ τη διπλανή κάμαρη που δεν είχε τίποτ’ ανθρωπίσιο μέσα της. Μιαν άλλη παρόμοια της απάντησε όξω στο σκοτεινό διάδρομο που σύρανε οι φαντάροι το δικό τους θύμα. Ήτανε δυο άγριες παρθενιές που τις δαμάζανε μες στο αίμα τους. Κατόπι ένας αδιάκοπος βόγγος. Ένα αγγομαχητό του πόνου και της ηδονής, που βάσταξε ως το πρωί.
Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνου απ’ το χαμηλό λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξι και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευκές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο που μπορούσα να του κάνω ήτανε να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Είχαμε κάτι θαυμάσια μάνλιχερ τότες, ολοκαίνουργα, λαφριά κι ευθύβολα, που βαρούσες πεντάρα με δαύτα. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολόασπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Θαρρείς πως ένιωσε την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπά σαν κάτι στερεό πάνου στο κούτελό του.
Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμένος πα στη λάσπη.
Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλησε απ’ το κούτελό του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.
Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις, ανοίχτηκε το τζαμί, για να βγούνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. Ο ουρανός ήτανε πάντα λερός, γκαστρωμένος από βροχή. Ο αγέρας έμπαινε στα φλεμόνια πηχτός απ’ την αντάρα, που σεργιανούσε και βόσκιζε τα σκοτεινά κοπάδια της πάνου στο ‘γρό έδαφος. Μαυροκόκκινες φωτιές βγάλανε τις πεινασμένες γλώσσες τους απ’ τα ξυλένια πορτοπαράθυρα, ανεμίζοντας σαν παράξενες κουρελιασμένες σημαίες πάνου στα καφασωτά. Ο καπνός της πυρκαγιάς ανεβοκατεβούτανε μες στη σκοτεινή αντάρα. Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά μες απ’ ένα σοκάκι χίμηξαν, ένα ξεφρενιασμένο πλήθος, τα μωρά κι οι γυναίκες που είχανε κλεισμένες μες στο τζαμί και τις ξαπολύκανε. Ούρλιαζαν και τρέχανε προς τα πτώματα. Ήτανε δίχως γιασμάκι, ξεστηθωμένες σαν άγριες μαινάδες. Τα μάτια τους ήτανε τεράστια ανοιγμένα απ’ την τρομάρα και τα μαλλιά τους πετούσανε πίσω σα μαύρα ζωντανεμένα σερπετά. Τρέχανε προς το λόφο, μες απ’ το γλιστερό καλντερίμι του χωριού, για να ψάξουνε μες στα στρωμένα κουφάρια να γνωρίσουνε τους δικούς των.
Η φωτιά μασούσε με ξερό τρίξιμο τα χρωματιστά σαχνισίνια και πηδούσε σαν τρελαμένη χορεύτρια από ταβάνι σε ταβάνι, από παραθύρι σε παραθύρι. Σαλτάριζε λυσσασμένη μες απ’ τις καμινάδες. Έβγαζε τη γλώσσα της μέσα στον υγρόν αγέρα και ξεδίπλωνε θριαμβικά τις κόκκινες παντιέρες της ανάερα πάνου στ’ αρχοντόσπιτα, που γκρεμιζούτανε σα μεγάλα ήσυχα ζώα που γονατίζουνε χτυπημένα στα πόδια.
Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και υπάρχει μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σαν αρρώστια. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου.”
Χρεώνονται μήπως όλοι οι Έλληνες τα εγκλήματα που έκαναν κάποια ρεμάλια κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και στην μικρασιατική εκστρατεία.
Βιβλία έχουν γραφτεί γι’ αυτές τις φρικαλεότητες.
“Ο ανθυπασπιστής ο Τζουμέρκας έσφιγγε δυνατά τα γόνατά του το ‘να με τ’ άλλο, καμπούριαζε ολοένα πιο πολύ κι ανάσαινε σα μεθυσμένος. Το ξεπεταμένο καρύδι του λαιμού του, έτσι που ξεροκατάπινε ολοένα, ανέβαινε σα μπουκιά κάτου απ’ το σαγόνι λες και θα το ξερνούσε. Οι παλάμες του, χωμένες μες στις τσέπες της κυλόττας, ανοιγοκλείνανε νευρικά. Ξαφνικά πετάχτηκε απάνου ολόρτος. Τ’ αδύνατα μεριά του τρέμανε λαφριά. Το μούτρο του ήτανε παραφορτωμένο από έναν άσκημο σπασμό που πολεμούσε να γίνει χαμογέλιο. Άρπαξε τη μια την κοπέλα απ’ τη μέση, γαντζώνοντας τα πλατιά του δάχτυλα στον κόρφο της κι έκανε, μιλώντας με δυσκολία.
– Χε, χε, χε… Έλα δω εσύ, κουζούμ… Την άλλη σας την αφήνω, μας είπε, χειρονομώντας με το λεύτερο χέρι. Γλεντήστε τις, μωρέ, τις σκύλες! Αυτοί γλέντησαν με τ’ αγόρια μας κι εμείς θ’ αφήσουμε τέτοια τυχερά; Βουτάτε την, μωρέ, που χάσκετε!
Ξεκίνησε για τη διπλανή κάμαρη σέρνοντας μαζί του το κορίτσι που χτυπιούτανε και σπάραζε αλαλιασμένο μες στα δυνατά αρπάγια των μπράτσω του. Οι φαντάροι χύμηξαν απάνου στην άλλη, σα νηστικά σκυλιά πάνου σ’ ένα κομμάτι κρέας. Οι κοπέλες τσίριζαν. Ο γέρος χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο βογγώντας σιγά σιγά.
– Σκοτώστε με… Σκοτώστε με… αμάν σκοτώστε με…
Οι άλλοι δυο αιχμάλωτοι μια στιγμή κάνανε σα να σάλεψαν δεμένοι. Ο φαντάρος, που φύλαγε το νούμερό του για τη φρούρησή τους, τους κέντησε λιγάκι στο μερί με τη μύτη της ξιφολόγχης και καταλάγιασαν ουρλιάζοντας παραπονετικά. Ούτ’ εγώ ούτε ο φίλος μου κάναμε τίποτα γενναίο.
Μια σουβλερή σκληριά απ’ τη διπλανή κάμαρη που δεν είχε τίποτ’ ανθρωπίσιο μέσα της. Μιαν άλλη παρόμοια της απάντησε όξω στο σκοτεινό διάδρομο που σύρανε οι φαντάροι το δικό τους θύμα. Ήτανε δυο άγριες παρθενιές που τις δαμάζανε μες στο αίμα τους. Κατόπι ένας αδιάκοπος βόγγος. Ένα αγγομαχητό του πόνου και της ηδονής, που βάσταξε ως το πρωί.
Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνου απ’ το χαμηλό λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Κάθε ενωμοτία έστηνε αντίκρυ της πεντέξι και τους θέριζε. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο και ψιθύριζε ολοένα προσευκές. Τα μεταξωτά του γένια ανέμιζαν απαλά στον αγέρα. Το πιο μεγάλο που μπορούσα να του κάνω ήτανε να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά, για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Είχαμε κάτι θαυμάσια μάνλιχερ τότες, ολοκαίνουργα, λαφριά κι ευθύβολα, που βαρούσες πεντάρα με δαύτα. Τόνε σημάδεψα στο κούτελο, ανάμεσα στα ολόασπρα φρύδια του. Σήκωσε απάνω μου τα γαλανά μάτια του και με κοίταξε γαλήνια. Θαρρείς πως ένιωσε την οπτική σκοπευτική μου γραμμή ν’ ακουμπά σαν κάτι στερεό πάνου στο κούτελό του.
Τράβηξα τη σκαντάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμένος πα στη λάσπη.
Μια ψιλή κόκκινη κορδελίτσα κύλησε απ’ το κούτελό του πάνου στο ήσυχο πρόσωπο και λεκέδιασε τα χιόνια της γενειάδας του.
Σαν τέλειωσαν οι εχτελέσεις, ανοίχτηκε το τζαμί, για να βγούνε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα. Κατόπι βάλθηκε φωτιά στο χωριό. Οι φαντάροι τρέχανε με γκαζοτενεκέδες και περεχούσανε πετρέλαιο τα σπίτια. Ο ουρανός ήτανε πάντα λερός, γκαστρωμένος από βροχή. Ο αγέρας έμπαινε στα φλεμόνια πηχτός απ’ την αντάρα, που σεργιανούσε και βόσκιζε τα σκοτεινά κοπάδια της πάνου στο ‘γρό έδαφος. Μαυροκόκκινες φωτιές βγάλανε τις πεινασμένες γλώσσες τους απ’ τα ξυλένια πορτοπαράθυρα, ανεμίζοντας σαν παράξενες κουρελιασμένες σημαίες πάνου στα καφασωτά. Ο καπνός της πυρκαγιάς ανεβοκατεβούτανε μες στη σκοτεινή αντάρα. Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά μες απ’ ένα σοκάκι χίμηξαν, ένα ξεφρενιασμένο πλήθος, τα μωρά κι οι γυναίκες που είχανε κλεισμένες μες στο τζαμί και τις ξαπολύκανε. Ούρλιαζαν και τρέχανε προς τα πτώματα. Ήτανε δίχως γιασμάκι, ξεστηθωμένες σαν άγριες μαινάδες. Τα μάτια τους ήτανε τεράστια ανοιγμένα απ’ την τρομάρα και τα μαλλιά τους πετούσανε πίσω σα μαύρα ζωντανεμένα σερπετά. Τρέχανε προς το λόφο, μες απ’ το γλιστερό καλντερίμι του χωριού, για να ψάξουνε μες στα στρωμένα κουφάρια να γνωρίσουνε τους δικούς των.
Η φωτιά μασούσε με ξερό τρίξιμο τα χρωματιστά σαχνισίνια και πηδούσε σαν τρελαμένη χορεύτρια από ταβάνι σε ταβάνι, από παραθύρι σε παραθύρι. Σαλτάριζε λυσσασμένη μες απ’ τις καμινάδες. Έβγαζε τη γλώσσα της μέσα στον υγρόν αγέρα και ξεδίπλωνε θριαμβικά τις κόκκινες παντιέρες της ανάερα πάνου στ’ αρχοντόσπιτα, που γκρεμιζούτανε σα μεγάλα ήσυχα ζώα που γονατίζουνε χτυπημένα στα πόδια.
Από τότες χρόνια πέρασαν και διαβαίνουν ολοένα. Όμως μέσα μου κάθεται μια κρύα γαλάζια ματιά. Τη νιώθω που απόμεινε μέσα μου ακίνητη, στυλωμένη και αθάνατη. Ζει και υπάρχει μέσα στο αίμα μου, σα μόλεμα και σαν αρρώστια. Και θαρρώ πως μόνο μαζί με την ψυχή μου θα φύγει από πάνω μου.”
Χρεώνονται μήπως όλοι οι Έλληνες τα εγκλήματα που έκαναν κάποια ρεμάλια κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και στην μικρασιατική εκστρατεία.
Βιβλία έχουν γραφτεί γι’ αυτές τις φρικαλεότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου