Ετικέτες

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Πατριωτισμός και η ανατομία της λέξης «Εθνικισμός»


του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Είναι πράγματι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο, ένα λεκτικό και εννοιολογικό λάθος, καθιερώνεται στην καθομιλουμένη γλώσσα και πως η συνήθεια διαιωνίζει την ύπαρξη του. Ένα παράδειγμα, που πρώτο μου έρχεται στο μυαλό, είναι το ρήμα «παντρεύομαι». Προέρχεται από το υπανδρεύομαι = τίθεμαι υπό ανδρός, στην κυριολεξία, και κατά περίφραση. εφόσον το ρήμα αφορά μόνο γυναίκα, σημαίνει τον γάμο της με έναν άνδρα. Ο άνδρας, λοιπόν, κανονικά νυμφεύεται = παίρνει νύμφη και όχι άνδρα!
Αν όμως πεις, ότι «νυμφεύεσαι», οι περισσότεροι θα σκεφτούν ότι είσαι ιδιότροπος με την γλώσσα και περίεργος, γιατί παίρνεις νύμφη. Αν, βέβαια, δηλώσεις, ότι την επόμενη Κυριακή «παντρεύεσαι» (δηλαδή παίρνεις άνδρα), ε, τότε, είσαι φυσιολογικός άνθρωπος! Τόση δύναμη αποκτά τελικά μια εννοιολογική διαστρέβλωση, όταν ριζώνει, που φτάνει στο σημείο να εξουδετερώνει ακόμη και την ορθή και ουσιαστική διατύπωση ενός όρου.

Κάπως έτσι, θαρρώ, σήμερα, πως διαστρέφεται και η έννοια του πατριωτισμού. Δηλαδή, της υγιούς αγάπης ενός ανθρώπου για την πατρίδα του και για οτιδήποτε τη συνθέτει σε επίπεδο βιωματικό, πολιτισμικό, ιστορικό και πνευματικό, καθώς τείνει πλέον να αναγνωρίζεται στη κοινή συνείδηση, υπό τον περιοριστικό πολιτικό όρο, «Εθνικισμός».  Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η έννοια του πατριωτισμού, που κανονικά θα έπρεπε, παρά τις όποιες άλλες διαφορές, να αποτελεί κοινό και οριζόντιο διαπολιτικό γνώρισμα, από την δεξιά έως και την αριστερά, να μεταβάλλεται σήμερα σε ένα κομματικό στεγανό, στριμωγμένο κάπου στη δεξιά άκρη του πολιτικού μας διανύσματος. Και βασική υπεύθυνη για αυτό, είναι η αριστερά στο σύνολο της, με την ακατανόητη εμμονή της να θυσιάζει στη διεθνιστική της ουτοπία την εθνική μας πραγματικότητα, με την εγκατάλειψη κάθε εθνικού περιεχομένου.

Έτσι, αν δηλώσεις Έλληνας πατριώτης, αν κρατήσεις τη σημαία, ή αν αναφερθείς στον Κολοκοτρώνη και στον Καραϊσκάκη, τότε, κάποιοι, σίγουρα θα σε στραβοκοιτάξουν και τα συνοδευτικά επίθετα της μοδός, θα αρχίσουν ως δηλητήριο να εκτοξεύονται από τη γλώσσα τους. Προσωνύμια, που λίγοι μεν τα πιστεύουν πια, αλλά κάποιοι επιθυμούν να τα χρησιμοποιούν ακόμη ως φόβητρο, με μια απίστευτα καταγγελτική τακτική, προκειμένου η ελευθερία της γνώμης και της άποψης  να στιγματιστεί, και έτσι να σιωπήσουν οι φωνές της λογικής, υπό το φόβο της κατάκρισης και του αυθαίρετου χαρακτηρισμού. Αλήθεια, με ποίων τα κριτήρια; Και τα επίθετα του συρμού, που είναι ψωμοτύρι στις ημέρες μας, είναι, φυσικά τα φασίστας, ρατσιστής, εθνικιστής, οπισθοδρομικός κ.ο.κ.  

Τελικά, ο πατριωτισμός φαίνεται πλέον σαν ένα άστεγο ορφανό, που μοιάζει να υιοθετήθηκε από τον Εθνικισμό, αφού κανείς άλλος δεν ήθελε να έχει σχέση μαζί του. Και σε αυτό, ο τελευταίος που φταίει, είναι ο ίδιος ο Εθνικισμός. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο Εθνικισμός οφείλει την άνοδο του, στις φιλότιμες προσπάθειες των αριστερών αυτών, που κάνουν ότι μπορούν για να τον ανεβάσουν, δια της άκριτης περιφρονήσεως του πατριωτικού αισθήματος των πολλών, αλλά και δια των επιδεικτικών θεατρινισμών, όπως η αποχώρηση από τη βουλή, άμα τη εισόδω των Εθνικιστών στα έδρανα! Ποιοί, όμως το κάνουν αυτό; Αυτοί, που πλέον συνομιλούν άνετα στα πάνελ με τους πάλαι ποτέ «ακροδεξιούς» Βορίδη και Γεωργιάδη, οι οποίοι «ξεπλύθηκαν» από την ΝΔ στη μιντιακή δημοκρατική κολυμπήθρα του Σιλωάμ και έγιναν πια αξιότιμοι συνομιλητές τους, αλλά όχι και με τον Μιχαλολιάκο που τον εξέλεξαν μισό εκατομμύριο Έλληνες! Παρόλο, δε, που ούτε ψήφισα, αλλά και ούτε υποστήριξα την Χ.Α, δε μπορώ παρά να μένω άφωνος με το έλλειμα της «δημοκρατικότητας» εκείνων, που εντούτοις διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους στο όνομα της. Η Δημοκρατία μας νοσεί βαθύτατα και αυτό είναι ορατό πλέον ακόμη και στους αόματους!

Αυτό, φυσικά, αποτελεί μια μεγάλη επιτυχία της μακρόχρονης μιντιακής παραχάραξης, που συστηματικά πρόβαλλε και συνεχίζει να προβάλλει ακραία παραδείγματα και ρατσιστικές συμπεριφορές, με σκοπό να τις συσχετίσει ή και να τις ταυτίσει στη συνείδηση του μέσου πολίτη, με την αγάπη για το Έθνος και την πατρίδα και έτσι αργά και σταθερά, μέσω των βίαιων εικόνων, να καταστήσει για εκείνον αυτές τις έννοιες αποκρουστικές. Πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση για μια ευφυή στρατηγική, που έχει καταφέρει να πετύχει ταυτόχρονα με «ένα σμπάρο δύο ή και τρία τρυγόνια».

Πρώτον, να δημιουργήσει ένα μαυροφορεμένο «μπαμπούλα», που απειλεί να «φάει» το δημοκρατικό μας «γιουβέτσι» και που στο τέλος, μπορεί και να μας πλακώσει στο ξύλο. Έτσι, ο κόσμος που φοβάται τη βία, καταφεύγει πάλι στην ασφάλεια του συστήματος, όπως το αρνί στη στάνη του. Δεύτερον, κατασυκοφαντεί τον αγνό και ανιδιοτελή πατριωτισμό, που δεν αναγνωρίζει ναζισμούς και φυλετισμούς και τον παρουσιάζει ως τέτοιον. Τρίτον, εμποδίζει το σχηματισμό μιας μεγάλης πατριωτικής και δημοκρατικής παράταξης, διακομματικής σύνθεσης, αφού οι απανταχού πατριώτες, ελλείψει ενός τέτοιου χώρου, ατονούν ή μοιράζονται από εδώ και από εκεί, σε κόμματα που λίγο τους εκφράζουν. Και η δημιουργία ενός τέτοιου πατριωτικού χώρου, θα ήταν η ιδανική λύση για τα πολιτικά μας αδιέξοδα, τηρουμένης της αληθινής υπέρβασης του ξεπερασμένου πλέον στον 21ο αιώνα δίπολου αντίθεσης της δεξιάς και της αριστεράς, καθώς τώρα είναι άλλο το διακύβευμα.

Σε μια τέτοια κατηγορία διαστρέβλωσης ανήκει και ο όρος Εθνισμός, που παραδόξως έχει χαθεί από το καθημερινό λεξιλόγιο και έχει αντικατασταθεί, σχεδόν πλήρως, από τον όρο Εθνικισμός. Ο Εθνισμός ως έννοια, θέτει την ιδέα του Έθνους στο κέντρο της κοσμοθέασης του, χωρίς αυτή η ιδέα να αντιμάχεται την αίσθηση της παναθρώπινης ενότητας. Απλά, δε δέχεται να εξαφανιστεί χάριν εκείνης. Η κοινωνία των Εθνών, αποτελεί έτσι μια συλλογικότητα, όπου η ιδιαιτερότητα και ο αυτοπροσδιορισμός των μελών της, συγκροτούν τελικά μια ενότητα μέσα από την φυσική ποικιλία.

Κανείς, φυσικά, δεν αναρωτήθηκε, γιατί υποχώρησε ο όρος Εθνισμός έναντι του όρου Εθνικισμός. Ούτε, βεβαίως, για την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο όρων, που προδίδει η πρόσθεση μιας ενδιάμεσης συλλαβής. Δηλαδή του (κι). Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, μια ανατομία της λέξης Εθνικισμός. Η ρίζα της λέξης δεν προέρχεται απευθείας από το ουσιαστικό Έθνος, αλλά από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο Εθνικός που είναι απλό παράγωγο. Έτσι, η πρώτη παράγωγη έννοια του Έθνους θα έπρεπε να είναι ο Εθνισμός, όπως φαίνεται καθαρά και στον όρο Διεθνισμός (που δεν αποκαλείται Διεθνικισμός) και όχι ο Εθνικισμός. Ποιά είναι όμως η διαφορά Εθνισμού και Εθνικισμού;

Για να γίνει κατανοητό, θα παραθέσω δύο παράλληλα παραδείγματα, που αφορούν τις λέξεις κλασικό και κλασι(κι)στικό, Ελληνικό και Ελληνι(στι)κό. Είναι σαφές, ότι η λέξη κλασικό, εκφράζει μια αυθεντική κατάσταση στο χρόνο και στο ύφος, ενώ η λέξη κλασι(κι)στικό υποδηλώνει την εξέλιξη του κλασικού και τη μεταμόρφωση του μέσα σε ένα επόμενο χρονικό στάδιο, τόσο σε ό,τι αφορά το ύφος, όσο και το περιεχόμενο. Το κλασι(κι)στικό προέρχεται από το κλασικό. Είναι κάτι που μοιάζει με το κλασικό, αλλά τελικά δεν είναι. Αποτελεί περισσότερο μια εξεζήτηση του κλασικού ύφους, μια προς ομοίωση υπερβολή του και μια υποβάθμιση του σε κάτι που είναι μικρότερης αξίας και γνησιότητας από αυτό. Κάτι παρόμοιο διαπιστώνεται, για παράδειγμα, και ανάμεσα στις λέξεις Ελληνικό και Ελληνι(στι)κό. Το Ελληνιστικό εκφράζει μεν τη σύνδεση του με το Ελληνικό, που υπήρξε άλλωστε και η αιτία της δημιουργίας του, αλλά εντέλει, μπορεί να μην είναι καν Ελληνικό, παρά μόνο στις γενικές γραμμές του ύφους του. Μοιάζει με Ελληνικό, προέρχεται από αυτό, αλλά είναι μπολιασμένο και με στοιχεία του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος της Ανατολής, κάτι που κάνει τον όρο Ελληνιστικό να εκφράζει μια σύνθετη διάσταση ή και μια άλλη ερμηνεία του Ελληνικού. Σίγουρα, όχι, όμως, το ίδιο το Ελληνικό. Η διαπίστωση αυτή, έκανε τον Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο, να αναφωνεί ήδη από εκείνη την εποχή, πως μετά από τον Λύσιππο, «Deinde cessarit ars» = σταμάτησε η τέχνη, εννοώντας την Ελληνική υψηλή κλασική τέχνη και υποδηλώνοντας έτσι την αρνητική άποψη του για την εξεζητημένη Ελληνιστική τέχνη της εποχής.

Μια ανάλογη διαφορά, λοιπόν, εντοπίζεται και ανάμεσα στις έννοιες Εθνισμός και Εθνικισμός. Όπως και στα προηγούμενα παραδείγματα που αναφέραμε, ο Εθνικισμός είναι μεταγενέστερος του Εθνισμού. Πρόκειται για μια μετεξέλιξη, ας πούμε, του  κλασικού του ύφους. Είναι η εξεζητημένη υπερβολή του. Μοιάζει με αυτόν στις γενικές γραμμές του, αλλά δεν είναι. Η μορφή του Εθνικισμού στην Ελλάδα, από το β’ μισό του 20ου αιώνα, είναι αποτέλεσμα κυρίως της επίδρασης του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Και αυτό, όσο και αν θέλει κανείς να το αρνείται, είναι μια πραγματικότητα. Από την άλλη, η εγχώρια συνεισφορά στη διαμόρφωση του Ελληνικού Εθνικισμού, περιορίζεται στη χρήση αρχαίων συμβόλων και προτύπων ηρωϊσμού. Όμως, ας μην μας διαφεύγει, πως ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός στράφηκε επίσης με μανία προς την Ελληνο-ρωμαϊκή αρχαιότητα, από την οποία άντλησε μορφές, ιδέες και οράματα. Κακέκτυπα, φυσικά, των προτύπων τους, αφού το κάθε τι, είναι στην ουσία ανεπανάληπτο.

Ο Εθνισμός, τουλάχιστον κατά το 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν ήταν προϊόν κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας. Αντίθετα, ήταν ο ίδιος ένας φορέας της πάνδημης αίσθησης της εθνικής αναγκαιότητας και του καθήκοντος, για την απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών και των αλύτρωτων Ελλήνων. Ο πατριωτισμός αυτός, διεκδίκησε τα νόμιμα δίκαια του, χωρίς να καταφύγει ποτέ στις όψιμες εθνικοσοσιαλιστικές ιδεοληψίες. Ήταν ένας Εθνισμός με όραμα και πνοή. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει δηλαδή ένας ξεκαθαρός εθνικός στόχος, ούτε λόγος πειστικός.

Στην καλύτερη περίπτωση, το να φύγουν οι λαθρομετανάστες, θα θεωρηθεί μεγάλη υπόθεση και όντως θα είναι. Όμως, θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας το δημιούργησαν οι λαθρομετανάστες και όχι οι ημέτερες αδηφάγες ακρίδες και το σάπιο πολιτικό μας σύστημα. Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο με προτάσεις, που θα αφορούν τη συνολική, έστω και σε φάσεις, ανάπτυξη της χώρας. Ο Εθνικισμός, δε μπορεί να το κάνει αυτό, καθώς ξεπερνά κατά πολύ τη συνθηματολογία του και τις δυνατότητες του και αναφέρομαι στην πολιτική ιδεολογία και όχι στα πρόσωπα.

Ο Εθνικισμός κατέληξε να μετατρέψει τον πατριωτισμό σε μια επεξεργασμένη πολιτική ιδεολογία, σε αντίθεση με τον Εθνισμό, που είναι κυρίως μια φυσική και αυθόρμητη συνειδητότητα του. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η αγάπη για το Έθνος έγινε κόμμα, ο αληθής πατριωτισμός, που είναι κατά βάση μια ακομμάτιστη αίσθηση, δε μπορεί να χωρέσει στα στενά πλαίσια που του θέτει η ύπαρξη ενός «πατριωτικού» κόμματος περιορισμένης εμβέλειας και απήχησης. Και μάλιστα, χωρίς σε αυτό να συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των εθνικών δυνάμεων, που απέχουν, εξαιτίας ακριβώς αυτής της προσπάθειας κομματικοποίησης του πατριωτισμού και έκπτωσης του στο επίπεδο του οπαδού ποδοσφαιρικής ομάδας. Στη μετατροπή του πατριωτισμού σε καρικατούρα, είναι βέβαιο, ότι έχει συμβάλλει σύσσωμο το πολιτικό μας σύστημα με πρώτη την αριστερά, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Χ.Α, με την εμμονή της στη στρατοκρατική δομή και πειθαρχία και με τα διάφορα ευτράπελα «εγέρθητω» των μονοκόματων μελών της. Και αυτό, το σημειώνω καλοπροαίρετα, αναγνωρίζοντας ότι η εκλογική της επιτυχία, οφείλεται στην υποστήριξη που της παρείχαν πολλοί, μη ναζιστές, απογοητευμένοι Έλληνες πατριώτες. Διότι, είναι βέβαιο, ότι υπάρχουν και τέτοιοι στις τάξεις της.

Θα πει κάποιος, ότι έρχομαι σε κάποιαν αντίφαση με όσα έγραψα για τη δημιουργία μιας μεγάλης πατριωτικής-δημοκρατικής παράταξης, εφόσον αρνούμαι κάθε ιδέα κομματικού πατριωτισμού, εν προκειμένω αναφερόμενος στην Χ.Α. Δεν πρόκειται όμως περί αντιφάσεως, αλλά περί μιας ικανής συνθήκης, αναγκαίας για την επίτευξη μιας μεγάλης ενότητας, πέρα από κάθε πολιτική σκοπιμότητα. Και αυτή η συνθήκη, θέτει ως προϋπόθεση επιτυχίας την ποικίλη πολιτική προέλευση και τον δογματικό αποχρωματισμό των κατώτερων διχαστικών αντιλήψεων, υπέρ των ανώτερων σκέψεων που αφορούν την αίσια πορεία μας ως Έθνος.

Δυστυχώς, ο Εθνισμός, από τη σοβιετική επανάσταση και μετά και με την εξάπλωση των διεθνιστικών ιδεών, κατέληξε να γίνει ένας πολιτικός Εθνικισμός και να χωροθετηθεί ως ταυτότητα στην άκρα δεξιά. Η άνοδος και η πτώση του θηριώδους Γ’ Ράϊχ, συμπαρέσυρε μαζί του στη γενική καταδίκη και τα εξαρτημένα από εκείνο σύμμαχα εθνικιστικά κινήματα. Όμως, επειδή ο δήθεν πατριωτισμός, είχε κατά κόρον χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικό πρόσχημα της κτηνώδους ναζιστικής ιδεοληψίας εναντίον του κομμουνισμού, τελικά, ο ίδιος ο πατριωτισμός κηλιδώθηκε άδικα ως φασισμός και βρέθηκε στο στόχαστρο.

Και αυτό, παρόλο που ένα μεγάλο μέρος αυτού του μαχόμενου πατριωτισμού, είχε πολεμήσει πάνω στα βουνά της αντίστασης τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, πριν αρχίσει να σκοτώνεται μεταξύ του. Τότε, που ακόμη η εθνική συνείδηση δεν είχε διχαστεί σε δεξιά και σε αριστερή υπόφυση, ούτε είχε εμπλακεί σε εμφύλιες διαμάχες, που το αποτέλεσμα τους ήταν, πέρα από το να καταστραφεί η χώρα, να εξοριστεί οριστικά και αυθαίρετα ο πατριωτισμός, στον αντίποδα της αριστερής διεθνιστικής ιδεολογίας. Κάπως, έτσι, προέκυψαν και τα στερεότυπα του δήθεν δεξιού-πατριώτη και του αριστερού εθνομηδενιστή. Από όλα αυτά όμως, θα πρέπει τελικά να απολυτρωθούμε, διότι είναι κάλπικα και κατασκευασμένα στο να μας διαιρούν. Άλλωστε, το αποδεικνύουν με τις πράξεις τους σήμερα, οι δεξιοί, που δεν αποδείχθηκαν τελικά και τόσο πατριώτες, αλλά και οι αριστεροί, που υπογράφουν τα μνημόνια και που δεν είναι και τόσο αντικαπιταλιστές.

Ο πατριωτισμός, που κάποτε διέπνεε ως ζωντανό αίσθημα το σύνολο του εθνικού μας βίου, περιορίστηκε πλέον ως μια έκφραση ακραίας πολιτικής άποψης και μάλιστα δεξιάς φύσεως. Με τον τρόπο αυτό, στην κυριολεξία η αριστερά, αποποιήθηκε η ίδια τον πατριωτικό της χαρακτήρα και τη συμμετοχή της στους εθνικούς αγώνες και αναγόρευσε σε τέτοιον τον αντίπαλο της, αφού πρώτα υπέσκαψε την έννοια του Εθνισμού. Η παράταξη στην οποία αναφέρομαι, θα πρέπει να έχει ξεπεράσει τις διπολικές της προκαταλήψεις, χάριν ενός κοινού, ανώτερου εθνικού σκοπού. Αλλιώς, δε θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει τη μεγάλη συσπείρωση των ετερόκλητων εθνικών δυνάμεων, που μένουν διασπαρμένες, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό μέσα σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Ο πατριωτισμός, αν θα είχε μια ευκαιρία να εκφραστεί αληθινά και να μεγαλουργήσει, αυτή δεν θα ήταν άλλη, από την υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών αγκυλώσεων που μας ταλανίζουν αδιάκοπα τα τελευταία 70 χρόνια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου