|
Πικιώνης: «Ελπίς»
|
Γράφει ο ζωγράφος
Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, σχετικά με την ανάπηρη αρχαιολατρία, και προκειμένου να μην αφήσουμε το πρόσωπο της ουτοπίας μονόφθαλμο, θα ήταν παράλειψη μας, αν δεν βάζαμε στη θέση του και τον έτερο οφθαλμό της. Την ετερόφωτη δηλαδή αδελφή της, την ξενομανία. Πρόκειται πραγματικά για ένα εξαμβλωματικό διφυές τέρας, που καθηλώνει τη σύγχρονη εθνική αυτοσυνειδησία και εμποδίζει τον επαναπροσδιορισμό της.
Τι είναι όμως η ξενομανία; Ο συμβατικός ορισμός της ξενομανίας σε ένα λεξικό, είναι η μίμηση του ξένου τρόπου ζωής και η απάρνηση των οικείων ηθών και εθίμων. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο κουσούρι, που επισημάνθηκε ήδη από τους εξοχότερους των αρχαίων προγόνων μας. Είναι σαν το χούι, που λέει και ο λαός μας, που βγαίνει τελευταίο μαζί με την ψυχή.
Αλλά ας επιχειρήσουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο της ξενομανίας. Ο Λυκούργος, προνοώντας πολύ σοφά για τη διαβρωτική της δύναμη απέναντι στο ήθος και τους νόμους της πολιτείας, πήρε μέτρα και θεσμοθέτησε περιορισμούς εναντίον της. Η τακτική όμως των απαγορεύσεων σε ένα κόσμο που ανοίγεται στο εμπόριο και στην αναπόφευκτη επαφή των ανθρώπων, αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα ανεπαρκής. Έτσι, δεν κατάφερε να κρατήσει μακριά από την διαλυτική της επιρροή, ούτε καν την ίδια την αυστηρή Σπάρτη, που στους τελευταίους παρακμιακούς αιώνες της, αν και τελευταία από τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις υπέκυψε και αυτή στους ξένους τρόπους. Οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και πριν από όλους οι Έλληνες της Ιωνίας, είχαν ήδη από τον 4ο-3ο π.Χ αιώνα, υιοθετήσει πλήθος τρόπων και ηθών από την ανατολή. Ήταν η εποχή, που σταδιακά είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται το γνήσιο ελληνικό ήθος και το μεγαλείο των κλασικών χρόνων, που είχε ανδραγαθήσει την εποχή των Μηδικών πολέμων.
Τα συμπόσια των πλουσίων της εποχής επεφύλασσαν ευχάριστες εκπλήξεις στους συνδαιτημόνες τους. Πέρα από τις γαστρονομικές απολαύσεις, τους διασκέδαζαν με διάσημους χορευτές από την Κιλικία ή την Συρία, με ακροβάτες και ζογκλέρ από την Σκυθία, ακόμη και με κάποιον φημισμένο μουσικό ή αοιδό από τις αποικίες. Γενικά, τηρουμένων των αναλογιών, δεν διέφεραν και πολύ από αυτό που συμβαίνει και σήμερα. Στην αγορά πωλούνταν, όπως και τώρα, εισαγόμενα ακριβά υφάσματα που εκτιμώνταν ως καλύτερα των εγχωρίων, μεθυστικά αρώματα της ανατολής, τεχνουργήματα, μόδες, κομμώσεις, πλήθος κοσμημάτων με ανατολική τεχνοτροπία, περόνες, κάτοπτρα και πολυτελή μικρά σκεύη. Η ξενομανία της εποχής εκείνης ήταν σταθερά προσανατολισμένη προς την Ασία και γενικά προς την ανατολή.
Η επέκταση αργότερα του μεγάλου Αλεξάνδρου και η υιοθέτηση ακόμη και Περσικών συνηθειών, είχε ως αποτέλεσμα και παρά την αμφίδρομη επίδραση των πολιτισμών, να σημειωθεί κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής ένας επαμφοτερίζων συγκρητισμός και μια ακόμη μεγαλύτερη εισβολή ανατολικών επιδράσεων, ιδεών ακόμη και θεοτήτων. Έπειτα, ήρθε η ρωμαϊκή κατοχή. Αυτή δημιούργησε με τη σειρά της μια νέα μορφή ξενομανίας ανάμεσα στους εύπορους Έλληνες της κυρίαρχης τάξης, που στην πιο ελεεινή μορφή της έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «γραικυλισμός».
Είναι αξιοσημείωτο δε, ότι σε κάθε περίοδο ουσιαστικής παρακμής, η ξενομανία εμφανίζει μια σημαντική έξαρση. Είναι ένας ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος, που έχει αποκλείσει πλέον το ήθος και το μεγαλείο των κλασικών χρόνων, και ακόμη περισσότερο την αρετή και την ανδρεία των ομηρικών Ηρώων.
Βέβαια, ούτε η Ρώμη ξέφυγε από τη δική της ξενομανία. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες του Καίσαρα να ανακόψει την ορμή της, θεσμοθετώντας και επαναφέροντας παραδοσιακές και ρωμαϊκές πατρογονικές λατρείες, τελικά δεν τα κατάφερε. Η ορμή της κατακτημένης ανατολής ήταν τεράστια. Έτσι, και οι Ρωμαίοι σταδιακά παρήκμασαν. Χάθηκε το προγονικό πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, που έτσι και αλλιώς υπολειπόταν του πολιτισμού των κατακτημένων. Ο παγκοσμιοποιητικός αχταρμάς της Pax Romana, είχε σαν πρώτο πολιτισμικό θύμα την ίδια την Ρώμη.
Έπειτα, έρχεται η Ρωμανία, που είναι και το αληθινό όνομα της αποσχισθείσας και στην ουσία επανιδρυθείσας ανατολικής αυτοκρατορίας, της οποίας αναμφισβήτητο δημιουργικό και συστατικό μέρος στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανάμεσα σε άλλα έθνη, υπήρξε το ελληνικό έθνος εκατέρωθεν των ακτών του Αιγαίου. Ο Χριστιανισμός, από τη φύση του αντί-υλιστικός και προβάλλων την εγκράτεια, δημιούργησε τα πνευματικά αναχώματα εκείνα που περιόρισαν τα πολυτελή ξενομανικά ρεύματα, όμως και στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή ήταν πρόσκαιρη.
Όπως έγραψα παραπάνω για την αυξητική σχέση μεταξύ παρακμής και ξενομανίας, στον αντίποδα αυτής βρίσκεται και η σχέση ανάμεσα στην ακμή και την υποχώρηση της ξενομανίας. Τόσο ο κλασικός κόσμος, όσο και ο ρωμανικός, στον κολοφώνα της ακμής τους έμειναν απρόσβλητοι από αυτήν. Μόλις η παρακμή εμφανιζόταν, τότε, μαζί της ως μόνιμη σύντροφος παρουσιαζόταν και η ξενομανία, συνοδευόμενη από την εξεζήτηση. Έτσι, τους τελευταίους αιώνες της Ρωμανίας, η ξενομανία επανέκαμψε, αυτή τη φορά όμως, προσανατολισμένη προς τον κόσμο της Δύσης. Η αρχή του τέλους είχε πλέον δρομολογηθεί, πριν καν ανοίξει η κερκόπορτα, όπως ακριβώς στα χρόνια πριν την ρωμαϊκή κατοχή.
Μέσα από την τεσσάρων αιώνων δουλεία στους Οθωμανούς, το υπόδουλο γένος συσπειρώθηκε γύρω από τις δικές του αξίες, ενάντια σε όλες τις συμφορές, προκειμένου να μην αφομοιωθεί. Και σε αυτό το σημείο, ακριβώς, έγκειται και ο αποφασιστικός εθνικός ρόλος που έπαιξε η Ορθοδοξία και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει όλοι να της αναγνωρίσουμε, εχθροί και φίλοι.
Μετά από την απελευθέρωση, το νέο Ελληνικό Κράτος δια των κυρίων εκπροσώπων του και δια της αστικής του τάξης, παραδόθηκε αμαχητί στην ξένη επιρροή και επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου ξενομανία, κατάλοιπο της οποίας είναι η σημερινή καχεκτική και θλιβερή εθνική μας απροσωπία. Οι ξένοι βασιλείς και η βαυαροκρατία, επέτειναν τη στροφή προς τον ευρωπαϊκό ετεροφωτισμό. Προκρίθηκε ο Προτεσταντισμός και αδικήθηκε η Ορθοδοξία. Και αυτό, δίχασε βαθύτατα τον λαό της υπαίθρου από τον αστικό πληθυσμό, που πάντα συνηθίζει ως «πρωτοπορία», να ρέπει γοργότερα προς την ξενομανία. Με τον ίδιο τρόπο διχάστηκε η ελληνική ψυχή και απομειώθηκε η ελληνική ταυτότητα. Έτσι, μεταφέρθηκε μέχρι των ημερών μας η ανομολόγητη, αλλά πάντα παρούσα διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες της υπαίθρου, που παραμένουν σε μεγαλύτερο βαθμό προσκολλημένοι στα τοπικά τους ήθη, και ανάμεσα στους αστούς που μεγαλαυχούν πως είναι πολίτες του κόσμου. Κάπως έτσι, περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί όπως «βλάχικο», «επαρχιώτικο» και «λαϊκό», ακούγονται στα σαλόνια της ξενομανίας ακόμη και σήμερα, υποτιμώντας τα τελευταία ακόμη ψήγματα της ελληνικής αυθεντικότητας σε κάθε επίπεδο της ζωής.
Η καταστροφή που έχει προκληθεί από τη μειονεξία της ετερόφωτης ξενομανίας, είναι αδύνατον να περιγραφεί. Είναι παντού, υποσκάπτει τα πάντα, στα ήθη, στα έθιμα, στη γλώσσα, στην οικονομία, στην πολιτική διακυβέρνηση. Μου έκανε εντύπωση κάτι που μου είχε εξομολογηθεί ένας φίλος, σχετικά με την επίδραση της ξενομανίας στην ψυχή του, όταν ήταν ακόμη παιδί. Πίστευε, λίγο-πολύ, πως οι μυθικοί στο μυαλό του ξανθοί άνθρωποι, δεν ήταν ακριβώς «σαν και εμάς», αλλά ήταν πολύ ανώτεροι. Τόσο πολύ, που δεν πίστευε, π.χ, πως είχαν τις ίδιες ανάγκες με εμάς, δηλαδή, αν μου επιτραπεί η έκφραση, της ούρησης και της αφόδευσης. Οι αυταπάτες του, βεβαίως, διαλύθηκαν μονομιάς, όταν άκουσε για πρώτη φορά τον θόρυβο του νερού, όταν η ξανθιά θεά που γνώρισε ως έφηβος, τράβηξε το καζανάκι. Απίστευτο, αλλά αληθινό, όμως περιγράφει την ξενομανή υπερβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην παιδική ψυχή του.
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει την Πελαγία, να μετατρέπει το όνομα της σε «Πέγκυ»; Ένα όνομα που θυμίζει γαλάζια πέλαγα και ευωδιάζει αρμύρα και θυμάρι; Και πώς η Γεωργία γίνεται «Τζωρτζίνα» ή ο Αλέξανδρος «Άλεξ»; Και πως οι «Κομμώσεις Ευγενία» γίνονται «Coiffure Jenny» και η χασαποταβέρνα του Μήτσου «Jimmy’s Restaurant», παρόλο που η τσίκνα προδίδει την αλήθεια; Και ποιοι είναι οι λόγοι που οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες εισάγουν μανιωδώς ξένες ιδέες και καλλιτεχνικά ρεύματα στη μουσική, στη ζωγραφική, στην λογοτεχνία; Αυτές είναι εν κατακλείδι οι συνέπειες της ξενομανίας. Αρνιέμαι το δικό μου, χάριν του ξένου. Δεν θέλω να είμαι εγώ, αλλά θέλω να γίνω ένας άλλος.
Ποιές είναι όμως οι αιτίες αυτής της υπερβολικής ξενομανίας; Πρώτη αιτία, θαρρώ πως είναι, η φυσική περιέργεια του Έλληνα και το ενδιαφέρον του για το νέο. Όμως αυτό δεν είναι μεμπτό, το αντίθετο μάλλον. Ο εμπλουτισμός και η αφομοίωση νέων ιδεών στον πολιτισμό, είναι η διαχρονική βάση της ελληνικής ευφυΐας. Για αυτό, και δεν καταδικάζεται συλλήβδην η κάθε επαφή με τους ξένους, αλλά μόνο ο εκφυλισμός της. Διότι, η κύρια αιτία της μειονεξίας δεν είναι, δυστυχώς, η δημιουργική περιέργεια του Έλληνα, αλλά η διεστραμμένη εκδοχή της. Είναι η πολιτισμική του αλλοτρίωση, η έλλειψη πίστης στις ίδιες δυνάμεις του, στον πολιτισμό του, στις αξίες του. Η ξενομανία βασίζεται στην άγνοια και στην ανεπάρκεια μιας ψυχής που έχει παραδοθεί.
Όμως, προς πείσμα των ξενομανών η φύση δεν ξεγελιέται. Όσο και αν θαυμάζει κανείς τον Γερμανό, τον Γάλλο ή τον Άγγλο, όσο και να θέλει να τους μοιάσει, είναι καταδικασμένος πνευματικά να παραμένει ένας ημι-έλληνας, χωρίς ποτέ να καταφέρει να γίνει ένας Γερμανός ή ένας Άγγλος. Αυτό, το άλλο μισό, το προδωμένο, τον καταδιώκει σε όλη του την ζωή. Ένα υβρίδιο, μοιρασμένο ανάμεσα σε δύο υποστάσεις, που δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ τίποτα από τα δύο. Για αυτό η ξενομανία συνδέεται άμεσα με τον «γραικυλισμό». Για αυτό, ένας Άγγλος ή ένας Γερμανός δεν θα εκτιμήσουν ποτέ έναν ξενομανή ημι-έλληνα γραικύλο. Θα προτιμήσουν να ακούσουν για τον Όμηρο από έναν ολόκληρο Έλληνα, διότι πάντα η αυθεντικότητα γοητεύει τον άνθρωπο, ακόμη και αν είναι βάρβαρος.
Και αφού τώρα, φίλοι μου, τοποθετήσαμε πλάι στην ανάπηρη αρχαιολατρία τον έτερο οφθαλμό της μειονεκτικής ξενομανίας, έχουμε πλέον μια σαφή εικόνα του προσώπου της άσχημης ουτοπίας. Έχουμε δύο μάτια που αλληθωρίζουν φρικτά, έχουμε ένα στόμα που κραυγάζει άναρθρα και έχουμε ένα μπούσουλα