Ετικέτες

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

AΡΗΣ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΑΤΑΚΤΩΝ…

 

 

Πρόλογος
Όπου πήγε, πήγα.
Έπρεπε να δω τους τόπους που έδρασε και να ακούσω τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και έζησαν μαζί του.
Το ευτύχημα είναι ότι στις αρχές του 1970 που άρχισα την έρευνα, πρόλαβα εν ζωή τους περισσότερους από εκείνους που τον λάτρεψαν ή τον μίσησαν, που τον πολέμησαν ή υπήρξαν συναγωνιστές του. Έτσι διασώθηκαν πολλά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, συμπεριφορές και ατόφιες φράσεις του, που αναπαράγονταν από στόμα σε στόμα, όπως το δημοτικό τραγούδι. Και είχα την τύχη να έχω σπουδαίους οδηγούς σε κάθε τόπο. Άλλο είναι να πηγαίνεις ψάχνοντας και άλλο να σε ξεναγούν στο πρώτο αντάρτικο λημέρι του Παρνασσού οι καπετάνιοι Περικλής και Νικηφόρος. Άλλο να χαζεύεις το βουνό από μακριά και άλλο να σου δείχνει ο μαυροσκούφης Κατσαντώνης τα περάσματα της Χελιδόνας.


Στην αρχή, διένυσα ανυποψίαστος εκατοντάδες χιλιόμετρα για να μιλήσω με κάποιον που δήθεν ήταν «πολύ κοντά στον Άρη» και να διαπιστώσω από τα λεγόμενά του ότι απλώς τον είχε δει να περνάει με το άλογο από την πλατεία του χωριού του. Ή συνάντησα τόσα πρωτοπαλίκαρα, τόσους συνδέσμους, γραμματικούς και επιτελείς τού αρχηγού που ο αριθμός γίνεται εξωφρενικός. Δεν το καταλογίζω, το κατανοώ. Ο μύθος έλκει. Στα περισσότερα ελληνικά χωριά, ιδίως τα ορεινά, πάντα κάποιος είχε να μου αφηγηθεί τουλάχιστον μία συγκλονιστική ιστορία με τον αρχηγό του ΕΛΑΣ στην οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας.

Όμως, τίποτα δεν έχει περιληφθεί σε αυτό το βιβλίο χωρίς να είναι απολύτως διασταυρωμένο. Αν κάποιος μού ανέφερε ένα επεισόδιο, τον ρωτούσα ποιοί άλλοι ήταν παρόντες, τούς αναζητούσα και μόνο αν μου το επιβεβαίωναν επακριβώς, μόνο τότε καταχωριζόταν στο υλικό που ίσως περιελάμβανα στο βιβλίο. Αν δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες στο επεισόδιο, όσο πειστικός και αν ήταν ο συνομιλητής μου, ήταν απλώς σαν να μην το άκουσα ποτέ.
Το 1974 με την πτώση της δικτατορίας άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής για εκατοντάδες πρώην πολεμιστές του βουνού που είχαν καταφύγει στις ανατολικές χώρες για να επιβιώσουν. Νέος ποταμός συνεντεύξεων, πληροφοριών και γραπτών αναμνήσεων.

Το 1990 είχα πλέον συγκεντρώσει ένα τεράστιο υλικό που έπρεπε να διευθετηθεί, να απομαγνητοφωνηθούν οι συνομιλίες, να επιλεγούν τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία και επιτέλους να γραφτεί. Εγκατέλειψα κάθε επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα και αφοσιώθηκα σε αυτή την προσπάθεια. Στην παρουσίαση των αγωνιστών δεν έλαβα υπόψη μου τη μεταπελευθερωτική πορεία τους, αν συνέχισαν με κοινωνικούς αγώνες, ασπάστηκαν άλλες ιδεολογίες ή ιδιώτευσαν. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται και εν πολλοίς κρίνονται για την προσφορά τους στα ζέοντα χρόνια 1940-1944.

Πρέπει να συνάντησα και να μίλησα με πολλές εκατοντάδες αντάρτες, αξιωματικούς, πολιτικούς και χωρικούς όλων των παρατάξεων εκ των οποίων ελάχιστοι ζούνε πια. Οι πολλοί, ήταν άνθρωποι καθημερινοί που είχαν κάνει το καθήκον τους στην πατρίδα@ ορισμένοι ήταν πραγματικά ξεχωριστοί και άλλοι στον κόσμο τους.
Μα δεν θα ξεχάσω ποτέ:

Τον Περικλή, τον πιο γενναίο, συνετό και αξιοπρεπή άνθρωπο που συνάντησα στη ζωή μου. Ο πρώτος καπετάνιος του Άρη και μέλος του πρώτου τριμελούς Αρχηγείου του ΕΛΑΣ ζούσε αποτραβηγμένος σε ένα διαμερισματάκι στις Εργατικές Κατοικίες, έξω από τη Λαμία, χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα από κανέναν. Συναντιόμαστε ή μιλάγαμε στο τηλέφωνο επί χρόνια, γίναμε φίλοι, μου εμπιστεύθηκε τις ανέκδοτες αναμνήσεις του, με φιλοξένησε και τον φιλοξένησα, και κάθε φορά με εντυπωσίαζε με τη λεπτότητα, την αυστηρότητα και την αυτογνωσία του.

Τον γιγαντόσωμο μαυροσκούφη Παρούση, χτυπημένο από την αρρώστια και κατάκοιτο, μέσα στην απόλυτη ένδεια σ’ ένα δωμάτιο-παράπηγμα στον Νέο Κόσμο, με χώμα για πάτωμα, να μου λέει με σαθρή άρθρωση πως είμαι ο πρώτος που «μπαίνει σπίτι του» μετά από σαράντα χρόνια.

Τον πάτερ Ανυπόμονο στο αρχονταρίκι του μοναστηριού της Υπάτης, να παρατάμε τα πολλά λόγια, να με πηγαίνει συνωμοτικά στο μικροσκοπικό κελί του, όπου οι τοίχοι είναι καλυμένοι από εικόνες Αγίων αλλά πάνω απ’ όλους είναι η φωτογραφία του αρχηγού του.

Τον χαρισματικό και απαρηγόρητο «εθνικό μας εύελπι» Νικηφόρο που μού εμπιστεύτηκε κειμήλια του Αγώνα και περάσαμε ατελείωτες ώρες μιλώντας στην Αθήνα, στο Μικρό Χωριό και στην Αγόριανη.

Τη γυναίκα στα Τρόπαια της Αρκαδίας, που είχε στήσει ο Άρης το στρατηγείο της Πελοποννήσου, η οποία μού εξομολογήθηκε κατακόκκινη πως αυτή και οι φίλες της είχαν ερωτευτεί τους ρουμελιώτες μαυροσκούφηδες αλλά παρόλο που έδειχναν άγριοι και αψείς, ήταν πιο ντροπαλοί κι από κορίτσια.

Την ακατάβλητη, τελευταία αντάρτισσα Δέσπω που γύρισε μετά είκοσι χρόνια από την Κίνα, όπου έζησε φιλοξενούμενη του Τσου Εν Λάι, και έφερνε βόλτα καθημερινά με ζωντάνια εικοσάχρονης το γιατρείο και τους ασθενείς της κόρης της.

Τον μυθιστορηματικό ανθυπολοχαγό του ΕΛΑΣ Γαβριά ο οποίος αμέσως μετά το αντάρτικο έκανε τον κομπέρ σε πασίγνωστο καμπαρέ της πλατείας Συντάγματος που τραγούδησε και η Εντίθ Πιαφ ενώ ματαίως τον ψάχνανε στο βουνό και στις 21.4.67 για να αποφύγει τη σύλληψη μπήκε λαθρεπιβάτης σ’ ένα καράβι και βρέθηκε για χρόνια στο Μπουένος Άιρες.

Τον μικροσκοπικό Μήλιο Ξεκάρφωτο (πραγματικό όνομα) που μού έλεγε με καμάρι πως όταν παρουσιάστηκε στον Άρη να καταταγεί, εκείνος είπε δώστε του τη «κουτάλα» και διορίστηκε μάγειρος, αλλά πάντως αντάρτης.

Τον τελευταίο από μια ξεκληρισμένη αντάρτικη οικογένεια που επειδή ήταν δικτατορία και τον επιτηρούσαν, συναντιόμαστε και μιλάγαμε σε μια ρεματιά έξω από το χωριό του τρεις νύχτες συνέχεια.

Τον χωροφύλακα στο χωριό της Ηπείρου που με ειδοποίησε να φύγω γιατί ξεκίνησε από τα Γιάννενα αυτοκίνητο της υπηρεσίας να με συλλάβει.

Τα δύο μέλη της φοβερής ληστοσυμμορίας των Αγοριδαίων οι οποίοι μού άνοιξαν την καρδιά τους για τον Άρη, ο οποίος δικαίως τους διέλυσε και εκτέλεσε τους επικεφαλής τους.

Τον μοναχικό τσοπάνη στα Άγραφα που μου ανέφερε τον Ιπποκράτη, τον Πυθαγόρα και τον Αριστοτέλη που τους μάθαινε ο αρχηγός, και τον άλλο που θυμόταν καταλέξη κάποιες αρχαίες φράσεις, όπως το «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» με το οποίο είχε ξεκινήσει ο Νικηφόρος μια ομιλία του στο χωριό του.

Την κιτρινισμένη φωτογραφία του Άρη, κομμένη από εφημερίδα, ανάμεσα στα εικονίσματα φτωχόσπιτων και κάποιους αλαφροΐσκιωτους στα βουνά της Ρούμελης που με διαβεβαίωναν ότι ο Άρης δεν σκοτώθηκε, είναι ζωντανός και θα εμφανιστεί ξανά όταν αυτός κρίνει.

Σε αυτή τη χώρα που δεν υπάρχουν τίτλοι ευγενείας, ο ύψιστος τίτλος τιμής για τον Έλληνα είναι αυτός τού αντάρτη. Του πατριώτη που παίρνει το όπλο και βγαίνει εθελοντικά στο βουνό να πολεμήσει τον κατακτητή. Όπου κι αν ανήκε, είτε στον ΕΛΑΣ και τον Άρη, είτε στον ΕΔΕΣ και τον Ζέρβα είτε στο 5/42 και τον Ψαρρό, ο αντάρτης είναι άκριτος. Αυτός έδινε τη ζωή του και όχι οι άλλοι που εκ του ασφαλούς τους κάνανε και τους κάνουν ακόμη κριτική.

Όσο για τον Βελουχιώτη, το αρχαϊκό τέλος του είναι ακόμη μία απόδειξη ότι η ζωή, σε όλα τα σημεία του πλανήτη, ανταμείβει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τους χαρισματικούς που θα εκφράσουν το όραμα μιας ελευθερίας χωρίς όρια. ‘H, όπως έγραψε ο επίγονός του, Tσε Γκεβάρα, «όλοι εμείς οι απροσάρμοστοι είμαστε καταδικασμένοι να σκοτωθούμε, καταρώμενοι μια εξουσία που τελικά στηρίζουμε με το θάνατό μας».*
__________________________________________________
Διονύσης Χαριτόπουλος
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2003 
* «Λατινο-Aμερικάνικα» E.T. Γκεβάρα -Nέα Σύνορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου