Ελλάδα και Κύπρος… Το Στρατηγικό Μανιφέστο, ο Αδύναμος Κρίκος, οι Ρώσοι, οι Αλλοι και το Ισραήλ…
Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη
Το ελληνικό ζήτημα, οι γεωπολιτικές του διαστάσεις και η απόκτηση πρωτοβουλίας κινήσεων της ΕΕ
Αδύναμη Ελλάδα σημαίνει και αδύναμη Κύπρο; Να πάμε σε συνομιλίες ή όχι; Για ποια λύση; Ποιος ο ρόλος των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της ΕΕ και του Ισραήλ
ΠΟΙΟ είναι το πρόβλημα των ΗΠΑ, που συνιστά ανεκμετάλλευτο πλεονέκτημα για την Κύπρο

Το ελληνικό ζήτημα δεν έχει μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό χαρακτήρα, που εκ των πραγμάτων αφορά και την Κύπρο. Σχετίζεται, είτε το θέλουμε είτε όχι, με τις εξελίξεις στο Κυπριακό, οι οποίες μετά τη λήξη της δεύτερης τουρκικής NAVTEX στις 6 Απριλίου αναμένεται ότι θα πάρουν «φωτιά». Και είναι προφανές ότι θα χρειαστούν «αντιπυρικά διπλωματικά μέτρα», καθώς και στρατηγική. Ένας τομέας στον οποίο νοσούμε διαχρονικά. Και ως εκ τούτου ομοιάζουμε με ασθενή, ο οποίος άλλοτε αρνείται να λάβει θεραπευτική αγωγή και άλλοτε τη λαμβάνει μεν αλλά είναι λανθασμένη. Γι” αυτό και βρίσκεται διαρκώς στην εντατική!
Θεμελιώδη ερωτήματα
Υπάρχει, λοιπόν, μια σειρά θεμελιωδών ερωτημάτων: Ισχυρή Ελλάδα σημαίνει ισχυρή Κύπρο; Ανίσχυρη συνεπώς Ελλάδα σημαίνει και ανίσχυρη Κύπρο; Και αν δεν είναι ισχυρή η Ελλάδα, θα πρέπει η Κύπρος να παραμένει ανίσχυρη και να αναμένει τα χειρότερα; Μήπως αυτή η λογική θα χρησιμοποιηθεί για να επιβληθεί λύση τουρκικών και βρετανικών προδιαγραφών στη βάση του σχεδίου Ανάν; Εάν η Ελλάδα συνεχίσει να είναι αδύναμη, θα πρέπει η Κύπρος να βρει εναλλακτικούς συμμάχους και ποιους; Και βεβαίως, σε αυτά τα ερωτήματα προστίθενται και άλλα:
Πρέπει να πάει στις συνομιλίες ο Πρόεδρος και αν πάει τι θα επιδιώξει; Μα τι άλλο από λύση, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Ποια όμως λύση, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος άλλος. Και το βασικότερο: Η Τουρκία, που είναι το ισχυρό μέρος της σύγκρουσης, θέλει λύση ή επιβολή των διχοτομικών τετελεσμένων; Και αν δεν πάει ο Πρόεδρος στις συνομιλίες, υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές και ποιες;
Αδύναμος κρίκος
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια οικονομικά εξαιρετικά δύσκολη θέση και θα πηγαίνει από αξιολόγηση σε αξιολόγηση ώς τον Ιούλιο για να δει πώς θα επιβιώσει, εάν θα πάει και πώς σε τρίτο μνημόνιο και με ποιους όρους. Στις Βρυξέλλες πάντως και στο Βερολίνο, εκτιμάται ότι οι ανάγκες της Ελλάδας θα είναι πέραν των 10 δις ευρώ και δεν αποκλείεται να φτάσουν στα 30 δις ευρώ για την επόμενη διετία. Με τους πιστωτές να την περιμένουν στη γωνία. Εκ των πραγμάτων, η Ελλάδα είναι αποδυναμωμένη. Ανεξαρτήτως του τι πιστεύει η νέα Κυβέρνηση για τη λύση του Κυπριακού, είναι εξαρτώμενη και από τους εταίρους και από τις ΗΠΑ.
Όσο δε για τη Ρωσία, δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει μια οικονομική εναλλακτική επιλογή για την Ελλάδα, για χίλιους δυο λόγους. Το έχει ήδη διευκρινίσει. Άλλωστε, η υποτίμηση του ρουβλίου, κατά 55%, και οι οικονομικές ζημιές που η χώρα έχει υποστεί από την πτώση της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η υφεσιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, δεν της αφήνουν πολλά περιθώρια δράσης. Άρα, η Ελλάδα δεν είναι ο ισχυρός, αλλά ο αδύναμος κρίκος στο Κυπριακό. Και προφανώς για ευνόητους λόγους θα είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη.
Βρετανική πολιτική και βιωσιμότητα
Ο ρόλος των Βρετανών στο Κυπριακό ήταν πάντα υπέρ των δικών τους, καθώς και των τουρκικών συμφερόντων. Αυτή είναι η στρατηγική τους. Το Λονδίνο δεν ήθελε ποτέ τον Ελληνισμό να ελέγχει έναν ενιαίο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό χώρο από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή. Και ο Ελληνισμός από την πλευρά του υιοθέτησε μια τέτοια στρατηγική σε άτακτα διαστήματα και για μικρές περιόδους, όπως την περίοδο 64-67 με τη Μεραρχία και εκείνην του 93-98 με το Δόγμα.
Εάν η στρατηγική αυτή ήταν διαρκής, ο Ελληνισμός θα ήταν περιφερειακή δύναμη, με έλεγχο του φυσικού αερίου από το Αιγαίο ώς την Κύπρο. Αυτή η πολιτική βρίσκει αντίθετους τους Βρετανούς, των οποίων η στρατηγική έχει δύο βασικούς στόχους:
Α. Τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας για την εμπέδωση των διχοτομικών τετελεσμένων της εισβολής, τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη.
Β. Την εξάλειψη του Ελληνισμού ως εργαλείου βιωσιμότητας της λύσης και της δημιουργίας του «έθνους των Κυπριλλίδων». Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι πρόσφατες ποσοτικές δήθεν μετρήσεις της συνείδησης των Κυπρίων, που στόχο έχουν να στείλουν το μήνυμα ότι δεν είμαστε Έλληνες, αλλά κάτι άλλο. Η αλλαγή της εθνικής συνείδησης είναι συναφής με την αποδυνάμωση του κοινού εθνικού συμφέροντος. Του κοινού στόχου και των κοινών στρατηγικών επιλογών.
Όμως εκεί όπου οι μέθοδοι αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί στην πράξη, δηλαδή για τη δημιουργία μιας νέας κοινής εθνικής ταυτότητας μεταξύ των συμμετεχόντων σε μια διεθνική ή πολυεθνική ομοσπονδία, όπως ήταν για παράδειγμα οι περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας, της Σοβιετικής Ένωσης και της Τσεχοσλοβακίας, απέτυχαν. Είτε αιματηρώς είτε στη βάση του βελούδινου διαζυγίου.
Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι ότι και ο νέος Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς είπε, μερικώς και μόνο, όχι στο σχέδιο Ανάν, αλλά ως εναλλακτική επιλογή εισηγήθηκε τη δημιουργία μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με έντεκα άλλες περιφέρειες και με μια τρίτη ζώνη στη Λευκωσία, όπου θα υπάρχει η κυπριακή ταυτότητα, το «έθνος των Κυπριλλίδων», ως εργαλείο βιωσιμότητας της λύσης!
ΗΠΑ και αναθεωρητική πολιτική
Εάν ο Ελληνισμός διαδραμάτιζε τον ρόλο αυτό, δηλαδή της περιφερειακής δύναμης από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή, τότε θα ήταν διαφορετική και πιο υποβαθμισμένη η σημασία της Τουρκίας και της Βρετανίας εντός και εκτός ΝΑΤΟ, καθώς και οι σχέσεις των δύο αυτών χωρών με τις ΗΠΑ. Από την άλλη, η δική μας θέση θα ήταν ιδιαιτέρως αναβαθμισμένη, εάν ήμασταν στο ΝΑΤΟ. Καλύτερα μέσα παρά έξω. Αυτό επιβάλλει η λογική. Οι ΗΠΑ πάντως πατούν στην περιοχή μας με το ένα πόδι στην Τουρκία και με το άλλο στο Ισραήλ.
Εμείς, ως ανίσχυροι που είμαστε, κινδυνεύουμε να συνθλιβούμε στις συμπληγάδες συμφερόντων. Και χωρίς υγιείς συντελεστές ισχύος, επί τη βάσει των οποίων καθορίζονται συμφέροντα, πολιτικές και συμμαχίες, είμαστε μη υπολογίσιμος δρων. Το πρόβλημα για τις ΗΠΑ, που είναι ανεκμετάλλευτο πλεονέκτημα για εμάς, αποτυπώνεται ως εξής:
Οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είναι σε διαρκή σύγκρουση, λόγω της αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που θέλει την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη πάνω από το Ισραήλ και η οποία θα μπορεί να ελέγχει μια περιοχή από το Αιγαίο ώς την Κύπρο, κόβοντας κάθε γεωπολιτική διέξοδο στο Ισραήλ. Ένα Ισραήλ που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτει στρατηγικό βάθος.
Ταυτοχρόνως, τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα καθίστανται ως τουρκικοί δορυφόροι στη λογική και πρακτική εφαρμογή της φινλανδοποίησης. Αυτή η τουρκική πολιτική σε σχέση με τον Ελληνισμό έχει τρεις πυλώνες: Την αλλαγή του νομικού καθεστώτος στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, όπου η Άγκυρα θέλει τη λύση της ομοσπονδίας, στην πρακτική εφαρμογή της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αντικατάστασής της από δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη.
Εναλλακτικοί πυλώνες στρατηγικής
Με βάση τα ανωτέρω, εάν πάμε σε συνομιλίες, ο στόχος της λύσης είναι ήδη ενταγμένος στη στρατηγική της Άγκυρας για την ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Άρα, το ζητούμενο δεν είναι αν θα πάμε στις συνομιλίες, αλλά εάν υπάρχει δική μας εναλλακτική στρατηγική, που θα μας απαγκιστρώνει από τον τουρκικό στόχο. Συνομιλίες, πάντως, οι οποίες θα διεξαχθούν με μηδενικούς συντελεστές ισχύος (οικονομία, στρατός, συμμαχίες κ.λπ.) και, ως εκ τούτου, θα οδηγήσουν είτε σε νέο αδιέξοδο, εφόσον η Άγκυρα δεν έχει κανένα λόγο να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί, είτε σε επιβολή των όρων της Τουρκίας. Συνεπώς, μια νέα στρατηγική θα είχε ως στόχους την αποτροπή των τουρκικών σχεδιασμών και μια λύση που θα διατηρεί και δεν θα διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Και η οποία στρατηγική θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους εξής πυλώνες δράσης:
1. Διόρθωση των συντελεστών ισχύος από την οικονομία ώς τις ένοπλες δυνάμεις. Ταχεία έξοδο από το μνημόνιο με διεκδικητικότητα και χωρίς λαϊκισμούς και με μοντέλο ανάπτυξης στην ανασυγκρότηση του τουρισμού, στην ενέργεια, τις υπηρεσίες, την εκπαίδευση, την καινοτομία και την τεχνολογία ως βασικό συντελεστή κοινωνικής και δημόσιας αναδιάρθρωσης καθώς και ισχύος.
2. Καμία ψευδαίσθηση περί αλλαγής, αφενός του εχθρικού ρόλου της Βρετανίας, που είναι απόρροια συγκροτημένης στρατηγικής, και αφετέρου περί αλλαγής της τουρκικής στάσης χωρίς κόστος.
Ρωσική εμπλοκή
3. Οι σχέσεις μας με τη Ρωσία δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε συναισθηματισμούς, αλλά σε συμφέροντα. Και ήταν ορθές οι κυβερνητικές κινήσεις με την επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας στη Μόσχα, και στον οικονομικό και στον στρατιωτικό, καθώς και στους άλλους τομείς. Η επίσκεψη αυτή είναι δυνατόν να δημιουργήσει θετικές εξελίξεις, που είναι συναφείς με τη διόρθωση του λανθασμένου τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει η κυπριακή κυβέρνηση τις ΗΠΑ και οι ΗΠΑ την Κυβέρνηση.
Εμείς δίδαμε την εικόνα του καλού παιδιού και οι Αμερικανοί μάς είχαν δεδομένους. Τώρα, ελπίζουμε ότι οι Ρώσοι θα έχουν περισσότερα κίνητρα για να στηρίξουν την Κύπρο, όμως δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις. Η στήριξη αυτή φτάνει μέχρι το σημείο, που η Μόσχα θέλει να ενοχλήσει τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή και μέχρι το σημείο που δεν θίγονται και δεν έρχονται τα ρωσικά συμφέροντα σε σύγκρουση με τα τουρκικά.
Δηλαδή, μέχρι το σημείο που δεν απειλούνται τα ρωσικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία καλύπτουν ενεργειακά ζητήματα, όγκους εμπορικών συναλλαγών και άλλα. Εξ ου και το γεγονός ότι οι μεγάλες κρατικές ρωσικές εταιρείες ενέργειας δεν έχουν εμπλακεί στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου.
Συνεπώς, οι πρώτες στρατιωτικές διευκολύνσεις προς τη Μόσχα θα πρέπει να είναι συνδεδεμένες με ένα διάλογο για ενεργητικότερη εμπλοκή της Ρωσίας στο φυσικό αέριο, που μειώνει υπό προϋποθέσεις την τουρκική απειλή (βλέπε σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ) και μας απεγκλωβίζει μερικώς, έστω, από τα κεφαλοκλειδώματα των ΗΠΑ. Σημειώνουμε, δε, ότι αν οι κινήσεις δεν είναι καλά υπολογισμένες και αν υπερβάλλουμε ως προς τις ρωσικές προθέσεις και αν δεν είναι ενταγμένες σε στρατηγική συνεργασία, θα καταλήξουν σε μπούμερανγκ, του οποίου το κόστος θα πληρώσει ακριβά η Λευκωσία.
Ευρώπη και Γερμανοί
4. Οι σχέσεις μας εντός της ΕΕ είναι σημαντικές, και ως προς το Κυπριακό θα πρέπει να είμαστε σαφείς: Κανένα βήμα δεν μπορεί να κάνει η Τουρκία προς την ΕΕ, εάν δεν υποχωρήσει στο Κυπριακό. Εάν δεν αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως η αντιδήλωση της ΕΕ της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005 αναφέρει. Η σχέση μας με την ΕΕ μπορεί να σταθεί στις ακόλουθες παραμέτρους:
Α. Καθορισμός και διευκρίνιση του στόχου της λύσης: Επί των αρχών και των αξιών της ΕΕ χωρίς αποκλίσεις και χωρίς παρθενογένεση, που σημαίνει την τήρηση του Πρωτοκόλλου 10, το οποίο καθορίζει ρητώς ότι: i) Εντάχθηκε ολόκληρη η Κύπρος στην ΕΕ. Και η θέση αυτή στηρίζεται στα ψηφίσματα 541 και 550, που καθορίζουν ότι το ψευδοκράτος δεν αναγνωρίζεται. ii) Στην αναστολή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, λόγω της υφιστάμενης κατάστασης, δηλαδή της κατοχής, και της εφαρμογής του με ομοφωνία.
Που σημαίνει την ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία στο πλαίσιο της διευθέτησης ουδόλως θα πρέπει να διχοτομηθεί σε δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη, αλλά θα πρέπει να συνεχίσει την ύπαρξή της ως ενιαίο κράτος, με διοικητικές και άλλες συνταγματικές αλλαγές, που θα καλύπτουν τα δημοκρατικά ελλείμματα του ΄60 και δεν θα τα διευρύνουν με την εφαρμογή μιας διχοτομικής ομοσπονδίας. Και εδώ είναι που μπαίνει μια βασική αρχή: Δημοκρατική Τουρκία με πλήρη ένταξη ή ειδική σχέση από τη μια, και δημοκρατική λύση που δεν θα νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής και θα εγγυάται τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την άλλη.
Έτσι, καθορίζουμε εμείς ως ισότιμο κράτος που είμαστε τι λύση θέλουμε και δεν περιμένουμε τους άλλους να μας πουν τι θα κάνουμε. Δηλαδή, αποκτούμε πρωτοβουλία κινήσεων της ΕΕ. Θεωρούμε ότι σημαντικός είναι ο ρόλος της Γερμανίας. Επί του παρόντος έχουμε μια γερμανική Ευρώπη. Αλλά, και αν πάμε σε μια ευρωπαϊκή Γερμανία, για τη δική μας υπόθεση τα πράγματα είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Είναι σημαντική η στήριξη της Γερμανίας και δη της Δεξιάς, που έχει πρόβλημα για τους δικούς της λόγους με την Τουρκία.
Συνεπώς, είτε στα δικά μας οικονομικά ζητήματα είτε σε εκείνα της Ελλάδας, καθόλου δεν μας συμφέρει η ρήξη με το Βερολίνο. Όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους. Και είναι θετικό ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, πέραν της αντιγερμανικής ρητορείας, που μετεκλογικά είναι ανώφελη, λογικό είναι να προσαρμοστεί, χωρίς να χάνει τη διεκδικητικότητά της, στη λογική της διαμόρφωσης των αμοιβαίων συμφερόντων με το Βερολίνο.
Εξέλιξη που θα την απομακρύνει από τη λογική της σύγκρουσης. Είναι άλλο πράγμα η υποταγή στον ηγεμόνα και είναι άλλο πράγμα μια σοβαρή διεκδικητική πολιτική στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Η διασφάλιση της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου περνά μέσα και από γερμανικές επενδύσεις εάν η Κυβέρνηση, μαζί με άλλες γειτονικές χώρες, παρουσιάσουν κοστολογημένη πρόταση για εναλλακτική οδό ενέργειας. Η Γερμανία κινείται προς αποκατάσταση σχέσεων με τη Ρωσία και, ως εκ τούτου, μπορεί να δημιουργηθεί μια κοινωνία συμφερόντων με επίκεντρο την Κύπρο.
Σχέση χωρίς μέτρο
5. Στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, η πολιτική της Λευκωσίας είναι των άκρων. Από τη μια, δεν θέλουμε να δούμε ζωγραφιστούς τους Αμερικανούς, τους οποίους αφού περάσουμε από γενεές δεκατέσσερεις, και αφού αυτό τύχει της πλήρους εκμετάλλευσης από την Τουρκία και αφού αυτό δώσει άλλοθι στην Ουάσιγκτον για τις φιλοτουρκικές της επιλογές, ερχόμαστε εν συνεχεία να διαμαρτυρηθούμε για την πολιτική των ΗΠΑ στο Κυπριακό.
Από την άλλη, κατά καιρούς, όπως συνέβη προσφάτως, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Κυβέρνηση «δεδομένη» και είχαν την εντύπωση ότι μπορούσαν να την άγουν και να τη φέρουν. Να την εξαπατούν και να την εκβιάζουν. Για να την οδηγήσουν σε μια λύση υποταγής.
Εκείνο που ποτέ δεν είχαμε, ως προς τις ΗΠΑ, ήταν μια σοβαρή, συγκροτημένη, ισορροπημένη και αξιοπρεπή στρατηγική με πολιτικές δράσεις, κατά τρόπον ώστε να αποτελούμε εναλλακτική στρατηγική επιλογή, όταν η Τουρκία τής πωλεί νταηλίκια και θέλει ισχυρά ανταλλάγματα, μεταξύ των οποίων και στο Κυπριακό, προκειμένου να δώσει στην Αμερική συμμαχική στήριξη. Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι από εδώ είναι που μπορεί να λυθεί ο κόμπος:
Β. Εφόσον η Ελλάδα είναι ανίσχυρη και εφόσον εμείς δεν πρέπει να κλαίμε τη μοίρα μας, η συμμαχία με το Ισραήλ είναι κλειδί που ξεκλειδώνει πολλές πύλες. Είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος των ΗΠΑ και ο πιο σταθερός και ισχυρός στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή, για τον οποίο η Κύπρος είναι η μοναδική στρατηγική διέξοδος. Και για το οποίο, δηλαδή το Ισραήλ, δεν συμφέρει μια λύση ομοσπονδίας, που θα θέτει αφενός την Κύπρο υπό τον έλεγχο της Τουρκίας και αφετέρου τον κεντρικό πυλώνα της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής.
Έτσι, η Τουρκία αποδυναμώνει και την Κύπρο και την Ελλάδα και το Ισραήλ. Συνεπώς, η σχέση μας με το Ισραήλ στηρίζεται: i) Στη σύγκρουση Ισραήλ-Τουρκίας. ii) Στην τουρκική απειλή, που στρέφεται σε βάρος της Κύπρου, του Ισραήλ, καθώς και της Αιγύπτου. Εκ των πραγμάτων, πέραν του Ισραήλ, μπορούν να οικοδομηθούν, όπως και γίνεται, συμμαχίες πολυμερείς στη βάση του φυσικού αερίου και της αντιμετώπισης κοινών απειλών. Διότι, πέραν της τουρκικής απειλής είναι και αυτή της τρομοκρατίας του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Άρα το τρίτο σημείο είναι η κοινωνία συμφερόντων, ξεκινώντας από το φυσικό αέριο.
Με το βλέμμα στο Ισραήλ και η ρυμούλκηση της Ελλάδας
Το Ισραήλ θα πρέπει να είναι η πρώτη συμμαχική επιλογή της Κύπρου για να καλυφθεί το κενό που δημιουργεί μια ανίσχυρη Ελλάδα. Με μια πολυμέτωπη και καλά δομημένη στρατηγική μπορεί να βελτιώνονται συνεχώς οι συντελεστές ισχύος, να δημιουργηθούν κοινωνίες οικονομικών συμφερόντων και να αποτραπεί η τουρκική απειλή, καθώς και οι σχεδιασμοί της Τουρκίας για να καταστεί μέγιστη περιφερειακή δύναμη πάνω στην πλάτη μας.
Ταυτοχρόνως, καθορίζει υγιείς στόχους δημοκρατικής λύσης και λύνει το πρόβλημα της ανίσχυρης Ελλάδας, αλλάζοντας μάλιστα τους κανόνες του παιχνιδιού. Αντί να ρυμουλκεί η Ελλάδα εμάς, ρυμουλκούμε εμείς την Ελλάδα προς τα πάνω. Και σε νέες συμμαχίες. Το ζητούμενο δεν είναι αν θα πάμε σε συνομιλίες, αλλά εάν υπάρχει έδαφος λύσης και όχι διάλυσης. Η Τουρκία θέλει διάλυση και έχει το πάνω χέρι.
Άρα χωρίς αλλαγή στρατηγικής δεν έχουμε τύχη. Για να πάμε σε συνομιλίες, δεν θα πρέπει εμείς, αλλά η Τουρκία να αποδείξει ότι θέλει λύση, αρχίζοντας από την υλοποίηση δεσμεύσεων, τις οποίες ανέλαβε και δεν τήρησε. Με πρώτη την επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου και την εφαρμογή του πρόσθετου Πρωτοκόλλου και την άρση του εμπάργκο σε βάρος των πλοίων και των αεροσκαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εφόσον η Τουρκία δεν τηρεί το έλασσον, πώς θα τηρήσει το μείζον, δηλαδή τους κανόνες μιας διευθέτησης. Εκτός και αν πρόκειται για υποταγή. Την οποία δεν θέλει κανείς.