Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης και η δεύτερη μάχη του Κλειδίου (1255 μ.Χ.)
του Παντελή Καρύκα
Το 1254 οι Βούλγαροι, θεωρώντας τους Βυζαντινούς εξασθενισμένους, αποφάσισαν, για μια ακόμα φορά, να επιχειρήσουν την κατάκτηση της Μακεδονίας.
Ο βασιλιάς τους, Μιχαήλ Ασάν, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του βόρεια του ποταμού Έβρου, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο των δύο κρατών, τον Δεκέμβριο του 1254 και εισέβαλε στα αυτοκρατορικά εδάφη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1255. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν, κυριολεκτικά, με ρυθμούς κεραυνοβόλου πολέμου, παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίευσαν ταχύτατα πολλές πόλεις, χωριά και οικισμούς, σχεδόν χωρίς αντίσταση.

Οι Βυζαντινοί όμως, με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη, αντεπιτέθηκαν, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, του 1255, σε μια επική εκστρατεία. Οι Βούλγαροι, για αντιπερισπασμό, επιτέθηκαν κατά της οχυρωμένης πόλης Μελένικο. Εναντίον της πόλης βάδισαν σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό Ντράγκαν (Δραγωτάς κατά τον Γεώργιο Ακροπολίτη – πιθανότατα σερβικής καταγωγής).
Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν επανειλημμένα κατά της μικρής πόλης, αλλά αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, όταν πληροφορήθηκε την βουλγαρική επίθεση στο Μελένικο αποφάσισε να δράσει αμέσως. Συγκέντρωσε τον στρατό του και, αφήνοντας πίσω τα μεταγωγικά, βάδισε, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις Σέρρες.
Οι ιππείς είχαν φορτώσει στα άλογά τους τα εφόδια και τα τρόφιμα για όλο τον στρατό. Αφού ξεκούρασε, για μια μέρα, τον στρατό του στις Σέρρες, ο αυτοκράτορας βάδισε προς τη στενωπό του Ρούπελ (βυζαντινό Ρουπέλιο). Οι Βούλγαροι φυσικά είχαν φράξει τη στενωπό με τείχος και είχαν τοποθετήσει εκεί πολυάριθμη φρουρά πεζών, την οποία υποστήριζαν και λίγοι ιππείς.
Ο αυτοκράτορας, όταν έφτασε στη στενωπό, η οποία στο στενότερό τμήμα της είχε πλάτος τριών μέτρων περίπου – λόγω και της πλημυρισμένης κοίτης του ποταμού Στρυμόνα – κατάλαβε ότι μια κατά μέτωπο επίθεση μόνο άσκοπη φθορά θα επέφερε στις δυνάμεις του και τίποτε άλλο.
Για αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου και του στρατηγού του, Νικηφόρου Ουρανού, κατά την περίφημη μάχη του Κλειδίου, το 1014. Η διαφορά ήταν ότι η πρώτη μάχη του Κλειδίου δόθηκε τον Ιούλιο, ενώ τώρα ήταν Φεβρουάριος και το χιόνι είχε πάχος κοντά στο ένα μέτρο.
Ο Θεόδωρος δεν ήταν από αυτούς που απογοητεύονται εύκολα όμως. Αμέσως κατάλαβε ότι έπρεπε να υπερκεράσει τη βουλγαρική τοποθεσία και οι πλέον κατάλληλοι άνδρες για την αποστολή αυτή ήταν οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί του.
Έτσι, ενώ ο ίδιος με το ιππικό και το βαρύ πεζικό τάχθηκε ενώπιον του βουλγαρικού οχυρώματος και άρχισε να παρενοχλεί τους Βουλγάρους με βολές τόξων και μικροεπιθέσεις, το ελαφρύ πεζικό, ως λοκατζήδες της εποχής, σκαρφάλωνε τις δασωμένες πλαγιές του όρους Άγκιστρου, εκεί όπου αργότερα θα κατασκευάζονταν το οχυρό Ρούπελ.
Όταν οι ελαφροί πεζοί έφτασαν στις κατάλληλες θέσεις δόθηκε το σύνθημα και ο Βυζαντινός Στρατός εξόρμησε κατά των Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, βλέποντας ενώπιον τους, τους Βυζαντινούς, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, μάλλον ευχαριστημένοι από την «ανοησία» των αντιπάλων τους να τους επιτεθούν κατά μέτωπο. Ξαφνικά όμως βέλη και ακόντια άρχισαν αν τους πλήττουν στο αριστερό τους πλευρό.
Έντρομοι τότε, διαπίστωσαν ότι είχαν υπερκερασθεί και τράπηκαν μαζικά σε φυγή. Οι ιππείς τους πρόλαβαν να διαφύγουν. Το πεζικό τους όμως εξουδετερώθηκε, στο σύνολό του.
Οι Βούλγαροι ιππείς που διέφυγαν ενώθηκαν με σώμα του Βουλγαρικού Στρατού, το οποίο διοικούσε ο Δραγωτάς, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να σταματήσει τη βυζαντινή προέλαση, μεταδίδοντας και σε αυτό τον πανικό.
Οι Βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή και μέσα στην ασέληνη νύκτα πολλοί σκοτώθηκαν πέφτοντας σε κρημνούς ή ποδοπατημένοι από τους πανικόβλητους συμπολεμιστές τους. Έτσι πέθανε και ο Δραγωτάς, ο οποίος έπεσε από το άλογό του και ποδοπατήθηκε από τα άλογα των συμπολεμιστών του. Πέθανε, με φριχτούς πόνους, τρεις μέρες αργότερα.
Μετά τη νίκη του ο Θεόδωρος κινήθηκε προς το Μελένικο αναγκάζοντας τους υπόλοιπους Βούλγαρους πολιορκητές να τραπούν, με τη σειράς τους, σε φυγή. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας επέστρεψε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν κινήθηκε προς τα Βοδενά (την σημερινή Έδεσσα).
Εκεί όμως ο Θεόδωρος αρρώστησε και παρέμεινε, υποχρεωτικά, για μερικές ημέρες. Όταν ανάρρωσε κινήθηκε προς την πόλη Πρίλαπο, την οποία κατέστησε βάση επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία.
Όταν έφτασαν και οι πολιορκητικές του μηχανές, ο αυτοκράτορας βάδισε με τον στρατό του προς το Βελεσό (σημερινό Βέλες του κρατιδίου των Σκοπίων, πρώην Τίτο Βέλες).
Ο Θεόδωρος έφτασε ενώπιον της πόλης και ετοιμάστηκε να την πολιορκήσει. Ωστόσο η βουλγαρική φρουρά, στη θέα των πολιορκητικών του μηχανών παρέλυσε και παραδόθηκε με συνθήκη. Περίπου 500 Βούλγαροι αφέθηκαν να φύγουν ελεύθεροι. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά και έφτασε στην Στρώμνιτσα (αρχαία ελληνική πόλη Αστραίο) των σημερινών Σκοπίων και από εκεί βάδισε προς το Μελένικο και επέστρεψε στις Σέρρες.
Με τον τρόπο αυτό ο Θεόδωρος απελευθέρωσε όλα σχεδόν τα εδάφη που είχαν κυριεύσει οι Βούλγαροι, με εξαίρεση την Τζέπαινα και το μικρό φρούριο Πάτμο, στη Ροδόπη – το τελευταίο κυριεύτηκε τελικά από τον στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπινό.